Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Η μάνα του Άντρου, (16-5-2010)

 

        …Καιρός να φύγω.

Όμως πώς να μισέψω χωρίς                                                      

τη σιγουριά ασκλάβωτης ζωής,                                                       

σκέψης επαναστατημένης και

λεύτερης γης πατρικής                                                       

Καιρός να φύγω.

Με δέρνουν τα γερασμένα σκληροκόκκαλα

Τα βήματα αβέβαια

και το κορμί σκυφτό

                                                     Όμως πώς λες να φύγω;    

                                                  Εγώ θα μείνω μελλοθάνατος   

                                                   μα ζωντανός να καρτερώ                                                     

 θα φύγω όταν

θα αγναντεύω τα ξενόφερτα καράβια να παίρνουν τον αγύριστο

του γυρισμού το δρόμο.                                                     

Ως τότε εγώ θα καρτερώ                                                    

Ως τότε εγώ θα πολεμώ.

Βάσος Λυσσαρίδης

    - Ωχ! τι με βρήκε την έρμη! Ωχ! τι με βρήκε! Ωχ!

    Αυτά ήταν τα μόνα λόγια, τα οποία έλεγε εδώ και μέρες η μάνα του Άντρου. Λόγια αρθρωμένα άλλοτε με δυνατή, άλλοτε με υπόκωφη κι άλλοτε με φωνή που πάλευε να βγει, λες, μαζί με την ψυχή της. Αυτά τα λόγια άκουγαν κι όσοι επέλεγαν να την επισκεφτούν, για να της κάνουν συντροφιά και να την παρηγορήσουν, θαρρείς και στη σκέψη και στο στεγνό από τη θλίψη και την αγωνία στόμα της Λήδας είχε σβήσει κάθε τι που σχετιζόταν με τη ζωή.

    - Μην κάνεις έτσι, την παρότρυναν! Δεν είσαι η μόνη που έχασες τον γιο σου τη μέρα της εισβολής! Κάνε υπομονή! Να δεις που κάποιο νέο θα φτάσει…

    Τα άκουγε τα παρήγορα λόγια. Επαναληπτικά τα άκουγε, αλλά τίποτα! Κανένας δεν μπορούσε να διώξει τη λάβα, η οποία έκαιγε τα σωθικά της! Τι αυτό το ηφαίστειο, το οποίο είχε ανοίξει τα έγκατά του κι έκαιγε κάθε ικμάδα της ζωής της, είχε έρθει πέρα από τη θάλασσα, όπως για αιώνες έρχονταν οι πειρατές, οι οποίοι λεηλατούσαν τα πλούτη και ανδραπόδιζαν τους κατοίκους του νησιού, ή όπως οι κατακτητές, οι οποίοι πατούσαν στα γαλάζια ακρογιάλια του και έμεναν ή έφευγαν κατά τα κέφια τους και κυρίως κατά τη δύναμή τους. Κι όσο γιγαντώνονταν μέρα με τη μέρα η θλίψη και η απόγνωσή της και από κάποια ανεξήγητη εσωτερική δύναμη ξυπνούσε η ιστορική της μνήμη, τόσο και πιο πολύ έχανε τις ελπίδες πως θα ξαναδεί τον γιο της. Τον Άντρο της, το φως των ματιών της, τον μοναχογιό της!   

    Με το πέρασμα του καιρού μάλιστα, αν και ήλπιζε ελάχιστα πως θα τον ξαναδεί, εν τούτοις ένιωθε πως δεν υπήρχε άλλος λόγος να ζει, παρά για κείνη την ώρα που η ίδια θα επέστρεφε στα πατρογονικά χώματα, στο χωριό της, που βρισκόταν στις υπώρειες του Πενταδάκτυλου, και ο πρώτος επισκέπτης, ο οποίος θα της χτυπούσε την πόρτα, θα ήταν οπωσδήποτε ο αγαπημένος της γιος. Ο όμορφος γιος, ώριμος άντρας πια, με το μαυριδερό πρόσωπο στεφανωμένο με μακριά όλο βοστρύχους μαλλιά και με παράστημα λεβέντικο σαν του πατέρα του!

    Αλλά μια κι ο Άντρος, όσο έλειπε κάθε είδηση γι’ αυτόν, κινείτο μεταξύ ζωής και θανάτου, η μάνα του καθόταν με τις ώρες μπροστά σε μια φωτογραφία του που είχε βγάλει εκείνος, μόλις είχε κλείσει τα δεκαεπτά. Αυτή η φωτογραφία μαζί με τα στέφανα του γάμου της και τις εικόνες της Παναγιάς και του Αγίου Ανδρέα ήταν τα πιο ακριβά κειμήλια, που πρόλαβε να πάρει μαζί της τη στιγμή κατά την οποία οι κατακτητές την έδιωχναν από το σπιτικό της και κείνη μόνη κι έρημη έπαιρνε, άγνωστο για πόσο καιρό, τον δρόμο της προσφυγιάς. 

    Αυτά τα ενθύμια τα είχε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Στη μέση η φωτογραφία του Άντρου, από δω κι από κει οι εικόνες και πίσω από τη φωτογραφία τα στέφανα. Με λίγα λόγια, η Λήδα είχε φυλαγμένα πάνω κει τα τιμαλφή της ζωής της: τον γάμο της, τον γιο της και την πίστη της στον Θεό και ιδιαίτερα στην Παναγιά, που κι εκείνη πολύ πόνεσε για το παιδί της και δεν μπορεί παρά να ένιωθε και τον δικό της πόνο, και φυσικά στον Άγιο Ανδρέα που τ’ όνομά του είχε το σπλάχνο της.

    Κάθε, λοιπόν, που καθόταν μπροστά σ’ αυτόν τον μικρό βωμό με τα κειμήλια και κοίταζε τη φωτογραφία εκείνου, του μιλούσε σαν να ’ταν εκεί. Άλλοτε με φωνή παραπονιάρικη, άλλοτε με φωνή που τον μάλωνε γλυκά, επειδή την «άφησε» μόνη κι «έφυγε», άλλοτε με φωνή γεμάτη αγωνία που αποζητούσε να μάθει τι απέγινε, άλλοτε…

    - Πού είσαι, Άντρο μου; Πού σ’ έχουν πάει; Τι σου ’χουν κάνει; Είσαι καλά; Ζεις; Γιατί δεν με πήρες κι εμένα μαζί σου; Πότε, άραγε, θα ’ρθεις; Αλήθεια, θα ’ρθεις; Αχ, να σ’ έβλεπα μια στιγμή! Μια στιγμούλα κι ας πέθαινα! Μόνο μια στιγμή…

    Αυτά και άλλα ρωτούσε και ξαναρωτούσε. Μερικές φορές μάλιστα ήταν τόσο πολλά και τόσο καταιγιστικά τα ερωτήματά της, που η Λήδα ένιωθε πως έχανε κάθε ψυχική δύναμη από την αγωνία κι από την ανεξέλεγκτη και δυνατή επιθυμία της να πάρει απαντήσεις. Μάταια, όμως. Τα στερεότυπα ερωτήματά της τα ακολουθούσαν οι επίσης στερεότυπες επιθυμίες κι αυτές το καθιερωμένο άναμμα της καντήλας! Στη μνήμη του; Α, όχι! Αυτό το ’χε για κακοσημαδιά. Το άναβε μπροστά στο σκηνικό που είχε στήσει, αλλά μόνο χάριν της Παναγιάς και του Αγίου Ανδρέα κι έκανε ικετευτικές γονυκλισίες να τον φέρουν πίσω ζωντανό!      

    Κι αυτή την ιεροτελεστία δεν την τελούσε ευκαιριακά και ως έτυχε, την τελούσε απαρέγκλιτα κάθε μέρα, λες κι αν την παρέλειπε αυτό θα ’ταν κακός οιωνός για την ποθούμενη επιστροφή! Μετά, σχεδόν μηχανικά, ντυμένη με μαύρα και με χαμηλωμένο το κεφαλομάντηλο – το ’χε τάμα να φορά μαύρα μέχρι να ’ρθει ο Άντρος της – έβγαινε τα πρωινά, κάποτε και τ’ απογεύματα, και καθόταν στο κεφαλόσκαλο του νέου της σπιτιού στα περίχωρα της Λευκωσίας κι έπιανε κουβέντα με τις γειτόνισσες.

    Έβρισκε παρήγορες τούτες τις γυναικείες συναθροίσεις, αφού το ατέρμονο καθημερινό κουβεντολόι και η ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας έριχναν βάλσαμο στις πληγές της και σχεδόν συνιστούσαν μιας μορφής λύτρωση για την πονεμένη  ψυχή της. Συχνά μάλιστα ξεχνιόταν.

    Συχνά, διότι πολύ συχνότερα, μόνο το σώμα της καθόταν στην άκρη του κεφαλόσκαλου. Το βλέμμα της χανόταν κοιτώντας στο βάθος του ορίζοντα τον αγέρωχο Πενταδάκτυλο. Δεν της άρεσε βέβαια καθόλου ν’ αντικρίζει τη σημαία, την οποία σχεδίασαν οι κατακτητές στην πλαγιά του, για να θυμίζουν καθημερινά την παρουσία τους εκεί. Σχεδόν δεν την έβλεπε ή καλύτερα τα μάτια της ψυχής της δεν ήθελαν να τη βλέπουν. Η ψυχή της αλλιώς το θυμόταν αυτό το πανέμορφο βουνό που, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά του από τα δάχτυλα του Διγενή, ο οποίος σε προσπάθειά του να υπερπηδήσει την οροσειρά, ενώ κυνηγούσε κάποιον Σαρακηνό, ακούμπησε το χέρι του κι άφησε για πάντα εκεί το αποτύπωμά του!

    Γεννημένη στις υπώρειές του, αυτόν τον μύθο τον γνώριζε από παιδί, αφού ο Διγενής και τα κατορθώματά του αποτελούσαν προσφιλή διήγηση και οι γονείς και οι παππούδες μιλούσαν γι’ αυτόν σαν να επρόκειτο για συγκαιρινό τους, ο οποίος με τις πράξεις του τους έκανε περήφανους! Γνώριζε κι άλλους μύθους. Εκείνα όμως, που περισσότερο τη συγκινούσαν και γι’ αυτό ο νους της ξεστράτιζε συχνότερα κατά κει, ήταν η φύση του βουνού και οι άνθρωποι που είχαν ριζώσει τα χωριά τους στις κατάφυτες πλαγιές του αιώνες τώρα. Ο τόπος και οι άνθρωποι. Ο πανέμορφος τόπος και οι γνήσιοι άνθρωποι που τον κατοίκησαν ή που ακόμα τον κατοικούν στ’ αλήθεια - λίγοι αυτοί - ή με τη δύναμη του νου, οι περισσότεροι!

    Ήταν μία από κείνους που τους ανάγκασαν να φύγουν και ν’ αφήσουν τη ζωή τους στην άλλη πλευρά, πίσω και μακριά από το συρματόπλεγμα! Πώς μπορούσε στ’ αλήθεια να λησμονήσει, κάθε φορά που αντίκριζε τον Πενταδάκτυλο λουσμένο στα χρώματα της αυγής και του δειλινού, ότι αυτό το βουνό ήταν το «δικό» της βουνό, πως ήταν η δική της μικρή πατρίδα; Πόσο μάλλον, που στο μικρό νεκροταφείο του χωριού της βρίσκονταν οι προγονικοί τάφοι, καθώς και ο τάφος του άντρα της, που έφυγε νέος απ’ τη ζωή και δεν πρόλαβε να τον χαρεί, και κυρίως που εκεί στη μικρή πλατεία του είδε για τελευταία φορά την κορμοστασιά του έφηβου γιου της μέσα σ’ ένα απίστευτο ποδοβολητό και μια ανυπόφορη οχλοβοή να ... χάνεται!

    Θυμάται ακόμα με μεγάλη ευκρίνεια τη στιγμή. Πώς θα μπορούσε να την ξεχάσει; Έτρεξε αλλόφρονα σαν μαινάδα! Έτρεξε μα δεν μπόρεσε να τον αγγίξει,  να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει για τελευταία φορά, ναι, ας ήταν και για τελευταία, αλλά να το κάνει!... Πώς θ’ αντέξει αυτόν τον χωρίς αποχαιρετισμό αποχωρισμό; Πώς;

    Θυμάται, επίσης, σαν τώρα πως στάθηκε στην άκρη της πλατείας και κοιτούσε το ανθρώπινο κοπάδι, το οποίο ξεμάκραινε μέχρι που έμοιαζε σαν ακανόνιστη γραμμή στο βάθος του ορίζοντα. Λησμόνησε πόση ώρα έμεινε κοιτώντας κατά κει. Μόλις ένιωσε πως τα μάτια της χόρτασαν αυτή την εικόνα, με το μυαλό ανταριασμένο, με ανέκφραστα μάτια και με άδεια την ψυχή από τη συμφορά, γύρισε στο ρημαγμένο σπιτικό της.

    - Γιατί; Έλεγε και ξανάλεγε και δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που πριν λίγο είδε να εκτυλίσσεται μπροστά της. Γιατί; Γιατί; 

    Με αναπάντητα τα γιατί της, κάθισε σε μια άκρη κι άρχισε να αναμετρά τη ζωή της. Μια γύριζε πίσω στα παιδικά της χρόνια, μια στην πρώτη της νιότη και μια σε όσα έζησε λίγες ώρες πριν. Δεν ήθελε να σταθεί πουθενά. Πουθενά δεν έβρισκε κάτι για να παρηγορηθεί!  Παιδούλα ήταν, όταν, εκεί που έπαιζε με τις φίλες της, ήρθε η είδηση πως η μάνα της έφυγε για τον ουρανό, ενώ γεννούσε τον μικρό αδελφό της. Αν και κείνη την ώρα δεν κατανόησε το μέγεθος της απώλειας, το κατάλαβε σύντομα, αφού αναγκάστηκε ν’ αναλάβει από μικρή μεγάλες ευθύνες. Ενώ βρισκόταν στην εφηβεία, ορφάνεψε κι από πατέρα. Κι εκεί που λίγο μετά παντρεύτηκε έναν καλό νοικοκύρη, τον Κίμωνα, ο οποίος την αγαπούσε και μετά από λίγο καιρό έφερε στον κόσμο τον Άντρο της που ολοκλήρωσε την ευτυχία τους, μια αποφράδα μέρα τον έχασε κι αυτόν! Από καρδιακή ανακοπή αποφάνθηκαν οι γιατροί! Λεβέντης μέχρι κει πάνω ο Κίμωνας, άφησε τα εγκόσμια από καρδιακή ανακοπή! 

    Αυτές τις αγαπημένες μορφές τις έφερνε κάθε πρωί και δείλι στον νου της. Πρώτα τη μάνα, μετά τον πατέρα και υστερινά τον σύζυγο που την άφησε νέα κι έφυγε για το επέκεινα αφήνοντάς της ως μόνη παρηγοριά τον γιο τους, τον οποίο εκεί στο κεφαλόσκαλο της Λευκωσίας, αν και με πολλή δυσκολία το κατάφερνε, ήθελε να τον λογαριάζει με τους ζωντανούς. Τι στο καλό, το θανατικό είχε τριτώσει στο σπιτικό της και δεν το χωρούσε ο νους της πως μπορούσε να τεταρτώσει! Με αυτή την αβέβαιη βεβαιότητα περνούσε τις μέρες της, ενώ μάκρυνε ο χρόνος από τη μέρα που τα μάτια της φυλάκισαν μέσα τους τη μορφή του Άντρου που ξεμάκραινε στον ορίζοντα...

 

    Δύσκολα επέστρεφε ο νους και η ψυχή της Λήδας από τα καθημερινά «ταξίδια» στην κατεχόμενη πατρίδα της, λες κι αυτή η νοερή περιδιάβαση της έδινε δύναμη, για ν’ αντέχει την απουσία του γιου της, για ν’ αντέχει αυτό που δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει, την αδήριτη μοίρα που «αποφάσισε» πως δεν θα τον ξαναδεί. Δεν θα τον ξαναδεί; Μπα, όχι. Αυτό μέσα στα απόκρυφα της ψυχής της φάνταζε αδύνατο!

    Μα, αν δεν είναι έτσι, τότε τι θέλουν και γράφουν και μεταδίδουν τα ΜΜΕ πως «εθεάθησαν δέκα αγνοούμενοι στα…», πως «κάποιος που ταξίδεψε στην Τουρκία άκουσε κάποιους να τον καλούν μιλώντας του ελληνικά με κυπριακή προφορά, αλλά εκεί που…», πως «κάποιος Ελλαδίτης κατάφερε και πήρε τηλέφωνο και είπε πως βρίσκεται μαζί με άλλους Ελλαδίτες και Κύπριους σε  φυλακή των…» και ξυπνούν τις αποκοιμισμένες προσδοκίες όλων εκείνων, οι οποίοι έχασαν τους δικούς τους και τους περιμένουν; Μη και θέλει πολύ ο νους του ανθρώπου, για να πιαστεί από ποθητή ελπίδα σαν τον ναυαγό, ο οποίος από καλή συγκυρία πιάνεται σε γερή σανίδα και ελπίζει πως θα βγει στη στεριά; Ή θέλει πολύ μια ματωμένη από τον πόνο ψυχή να παρασυρθεί και να πιστέψει ως αληθινή κάθε είδηση που θα επουλώσει έστω και επιφανειακά, έστω και για λίγο τις πληγές της;   

    Καθόλου πολύ δεν ήθελε ούτε ο νους κι η ψυχή της Λήδας. Τι κάθε φορά που έρχονταν στο προσκήνιο τέτοιες ειδήσεις, εκείνη εμφορούνταν από μια αλλόκοτη μανία να ταξιδέψει στα κατεχόμενα, αλλά κυρίως να ταξιδέψει στην Τουρκία! Και τούτο, γιατί φανταζόταν πως αυτή, μια μάνα που με τόση αγάπη και πόνο αναζητά το παιδί της, θα ’ταν πιο τυχερή απ’ όσους ανέφεραν αυτές τις εμπειρίες κι εκεί που ως «τουρίστρια» θα περιδιάβαινε τους δρόμους πόλεων και χωριών, ξάφνου θα αντίκριζε τον Άντρο της. Μπορεί να συνέβαινε και κάτι άλλο. Ίσως, ενώ εκείνη δεν θα τον έχει ακόμα δει, θα άκουγε τη φωνή του να την καλεί: «Μάνα!... Μάνα!... Μάνα!...». Μετά από τόσα χρόνια, θα άκουγε  την αγαπημένη και πολυπόθητη φωνή του!

    Κάθε φορά, λοιπόν, με όποια αφορμή, σχεδίαζε το σενάριο της συνάντησης στο μυαλό της. Το σχεδίαζε προσεκτικά και πρόσθετε λεπτομέρειες, όπως καλός σεναριογράφος παλεύει να μην του ξεφύγει κάποια σημαντική για την εξέλιξη του μύθου πινελιά ή σαν παλιά κεντήστρα που σχεδιάζει στο μυαλό της κέντημα με πρωτογενή ξόμπλια και δε θέλει η αρχική σύλληψη να λαθέψει σε κάτι και το αποτέλεσμα αποδειχθεί κατώτερο απ’ αυτό που ονειρεύτηκε. Για κείνη, το κέντρο του σκηνικού το καταλάμβανε ο Άντρος. Όλο το σκηνικό εκείνος κι εκείνη. Ένα αφαιρετικό σκηνικό, στο οποίο δεν υπήρχε λόγος να γίνεται υπόμνηση του τόπου. Αυτός θα ήταν ακαθόριστος. Τι την ένοιαζε ποιος είναι ο τόπος; Τον γιο της, όμως; Τούτον τον έβλεπε μπροστά της άνδρα γεροδεμένο πια, με μια ρυτίδα στο μέτωπο και λίγες άσπρες τρίχες στα μαλλιά! Αυτή θα έδιωχνε κάθε πίκρα από τη μακροχρόνια απουσία, για να λάμψει το βλέμμα και το πρόσωπό της! Θα έπεφτε στην αγκαλιά του, θα αντάλλασσαν φιλιά, θα έμεναν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα, τα κορμιά και η ψυχή τους θα έμεναν δεμένα, αφημένα στη ζεστασιά και τη σιωπή των αισθημάτων! Είχε ποθήσει άλλωστε τόσο πολύ η μητρική αγκαλιά της αυτό το αγκάλιασμα! Κατόπιν θα τον έβαζε να σταθεί απέναντί της, για να χορτάσει με τα μάτια τον γιο, που έγινε άντρας! Κατόπιν… 

    Σ’ αυτό το κατόπιν σταματούσε. Την πονούσε πολύ να το σκέφτεται. Τι όλο αυτό το ταξίδι και το σενάριο που έπλαθε στον νου της, δεν φάνταζε μόνο μακρινό, αλλά με την πάροδο τόσων ετών, ενώ έκρυβε μέσα του ελάχιστα ψήγματα «αλήθειας», κρατούσε παράλληλα τη γοητεία του παραμυθιού και της διεκδίκησης του αδύνατου!

    Άλλωστε η Λήδα, όσο κι αν ο χαμός του γιου της την είχε συγκλονίσει και της είχε αλλάξει τη ζωή συθέμελα, ήξερε καλά, αφού δεν έπαψε ούτε στιγμή να παρακολουθεί την εξέλιξη του Κυπριακού στα διεθνή φόρα, πως αυτό το μικρό νησί που «πλέει» ξεμοναχιασμένο στην ανατολική Μεσόγειο, οι ισχυροί της γης δεν το λησμονούν, αλλά το θυμούνται και το συζητούν κατά τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα… Τι τους νοιάζει αλήθεια πόσοι άνθρωποι έχασαν τις πατρογονικές τους εστίες και την πολιτιστική τους συνέχεια, τι τους νοιάζει πόσοι άνθρωποι, παιδιά, νέοι ή γέροι, εξανδραποδίστηκαν ή έχασαν τη ζωή και το έχει τους, τι τους νοιάζει, αν κάποιες γυναίκες δεν έμαθαν ποτέ που βρίσκεται ο τάφος του «αγνοούμενου» παιδιού ή συζύγου και στέριωσαν τη ρημαγμένη τους ζωή σε φρούδες ελπίδες; Τι τους νοιάζει…

    Κι όμως, θα ’πρεπε να τους νοιάζει! Γιατί,

Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,

λέει ο ποιητής!  

    Και της Λήδας ο νους και πόσων άλλων που την ψυχή τους την ταλανίζει ο ίδιος καημός, αυτό καρτερούν, «να γεμίσει ο νους με την τρέλα»! Εκείνη την πατρογονική, την ιερή τρέλα, που θα ξυπνήσει και θα διεκδικήσει μαχητικά τη δικαίωση, όχι μόνο για τους «αγνοούμενους» αγαπημένους που είναι πια σχεδόν βέβαιοι πως δεν θα τους ξαναδούν, αλλά για όλη την αταίριαστη με τον τόπο και τους ανθρώπους κατοχή! Να διεκδικήσει τη δικαίωση και την απαγκίστρωση από τα κάθε λογής αρπακτικά, τα οποία κατασπαράζουν σαν τον προμηθεϊκό αετό την καρδιά του νησιού και δεν λένε, αιώνες τώρα, να κορέσουν την πείνα τους! Να διεκδικήσει… Να διεκδικήσει…    

    Ἔσεται ἦμαρ…