|
|
|
|
|
|
Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«Το «τάισμα» της βρύσης»
Βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το Ειδικό Βραβείο Λαογραφικού Κειμένου, Δεκέμβριος 2010
(Ψευδώνυμο: Αναστασία)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Λογοτεχνική Δημιουργία", τεύχος 174, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011, σ. 76-79.
Εφημερίδα "Ηχώ της Άρτας", 24-12-2022, σ. 9.
Μέσα στο μικρό δωμάτιο επικρατούσε σχεδόν απόλυτη σιγή και το χάραμα αχνόφεγγε στα ιδρωμένα τζάμια των παραθύρων, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ήταν καλυμμένο με χειροποίητα δαντελωτά κουρτινάκια που απεικόνιζαν όμορφα πουλιά καθισμένα πάνω σε γερτά απ’ το βάρος τους κλωνάρια. Το μόνο που μπορούσε κανείς με δυσκολία ν’ ακούσει εκεί μέσα ήταν οι ανάσες των τριών παιδιών που κοιμόντουσαν στα από λεπτές λαμαρίνες κρεβάτια τους και τα οποία ήταν τοποθετημένα σε σχήμα Π στις τρεις πλευρές του δωματίου.
Η διακόσμηση ήταν λιτή. Εκτός απ’ τα κρεβάτια, σε μια γωνιά υπήρχε ο σκεπασμένος με λευκό σεντόνι γιούκος, στον οποίο ήταν τοποθετημένα τα υφαντά στρωσίδια και τα κλινοσκεπάσματα που είχε φέρει ως προίκα η κυρά – Τασιά, η μάνα τους, απ’ το πατρικό της και σε μια άλλη γωνιά ένα μπαούλο με διάφορα χρειώδη, σκεπασμένο κι αυτό κατά τη συνήθεια μ’ ένα μπαουλόπανο, που τη μονοτονία του λευκού του υφάσματος διέκοπταν κεντημένα με βυζαντινή βελονιά πολύχρωμα άνθινα μοτίβα. Αντί για ντουλάπα υπήρχε μια ξύλινη κρεμάστρα με άγκιστρα για το κρέμασμα των ρούχων, μεγαλύτερη από ένα μέτρο – τέτοιες είχαν τότε και τα καφενεία, για να κρεμούν οι πελάτες τα καπέλα και τα παλτά τους – που κι αυτή ήταν σκεπασμένη με λευκό σεντόνι που στην άκρη του κρέμονταν ωραία πλεχτή δαντέλα. Υπήρχαν και δυο ξύλινες καρέκλες με ψάθινο κάθισμα· πάνω τους ήταν τοποθετημένα μαξιλάρια κεντημένα με τετραβελονιά1, στα οποία ήταν απεικονισμένα πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα.
Το σκηνικό συμπληρώνονταν απ’ το εικονοστάσι με την εικόνα της αγίας Παρασκευής στη μια από τις ανατολικές γωνίες του δωματίου, από μια κορνίζα που πίσω απ’ το τζάμι της υπήρχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του οικοδεσπότη από τότε που υπηρετούσε στο στρατό και φυσικά μια στεφανοθήκη μέσα στην οποία η κυρά – Τασιά είχε τοποθετήσει τα στέφανα του γάμου της, ένα κλωνί βασιλικό απ’ τη γιορτή του Σταυρού κι ένα κλαδάκι δάφνης απ’ την Κυριακή των Βαΐων, τα οποία κάθε χρόνο ανανέωνε, και στο κέντρο της στεφανοθήκης υπήρχε μια επίσης ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία εκείνη στεκόταν στο πλευρό του συζύγου της λυγερόκορμη μέσα σ’ ένα λαδί νυφικό την ημέρα του γάμου τους.
Σ’ αυτό το δωμάτιο, πάνω στα κρεβάτια που με κάθε κίνηση του κορμιού τρίζανε, σκεπασμένα με βαριά κλινοσκεπάσματα, μάλλινες κουβέρτες, φλοκάτες και πάνω πάνω με κουρελούδες, αν έβλεπε κανείς τα τρία αγγελούδια, σχεδόν δεν θα καταλάβαινε, αν επρόκειτο για ανθρώπους που κοιμόντουσαν ή για σωρούς κλινοσκεπασμάτων που είχαν σωριαστεί για κάποιο λόγο πάνω σ’ αυτά τα κρεβάτια. Αν και χειμώνας – η μέρα που αχνόφεγγε στα τζάμια ήταν αυτή των Χριστουγέννων – στο δωμάτιο δεν υπήρχε καμιά εστία θέρμανσης. Μόνο τα κορμιά και οι ζεστές αναπνοές τους ανάδιδαν κάποια ζεστασιά που κι αυτή απλώνονταν μέσα στα σκεπάσματά τους έτσι που κοιμόντουσαν έχοντας καλυμμένο όλο τους το σώμα. Κάθε χειμωνιάτικο βράδυ άλλωστε, μόλις ένιωθαν πως είχε ζεσταθεί απ’ τις ανάσες τους και το χουχούλιασμα η μικρή τους φωλίτσα, τότε έφτιαχναν μια μικρή τρυπούλα και έβγαζαν λίγο τη μυτούλα τους για ν’ ανασαίνουν καθαρό αέρα. Αυτές οι παιδικές αναπνοές όμως ήταν πολύ αδύναμες για να ζεστάνουν την παγωμένη ατμόσφαιρα του δωματίου που λίγο διέφερε η θερμοκρασία του απ’ αυτή που επικρατούσε έξω. Μόνο, κάθε που ξημέρωνε γιορτή ή Κυριακή, το αναμμένο καντήλι σκόρπιζε μια ιδιαίτερη θαλπωρή λες κι αυτή η μικρή φωτίτσα που τρεμόσβηνε μέχρι το χάραμα είχε τη δύναμη να τα ζεστάνει πιο πολύ!
Κι εκείνο το κρύο βράδυ ήταν αναμμένο το καντήλι. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ξημέρωναν Χριστούγεννα; Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το καντήλι όλο το Δωδεκαήμερο είχε την τιμητική του!. Λίγο για να διώχνει τα καρκατζούλια2 που φοβούνται όλα τα θεοτικά πράματα, λίγο που οι μεγάλες γιορτές διαδέχονταν η μια την άλλη κι η συνήθεια το καλούσε, φώτιζε με το λιγοστό του φως το χώρο και για αρκετές συνεχόμενες μέρες ήταν η βραδινή συντροφιά τους.
Το ξημέρωμα των Χριστουγέννων το καντήλι έκαιγε ακόμα, αφού η κυρά – Τασιά εκείνη τη γιορτινή μέρα του είχε βάλει και περισσότερο λάδι. Ήταν αναμμένο και την ώρα που εκείνη πλησίασε το καθένα απ’ τα βλαστάρια της, ξεσκέπασε το προσωπάκι τους και μ’ ένα γλυκό φιλί τα ξύπνησε.
– Σ’κουθείτι, σ’κουθείτι, μανάρια μ’! Ίφιρ’ αμίλ’του νιρό να ν’φτείτι κι να πάμι στ’ν εκκλησιά! Χρονιάρα μέρα σήμιρα. Δε θα λείψ’ καένας απ’ τ’ν εκκλησιά, σ’κουθείτι!
– Άσι μας να κοιμ’θούμι λίγου ακόμα, μάνα! Κάν’ πουλύ κρύου! Απάντησαν τα παιδιά και τα τρία μαζί.
– Σ’κουθείτι, μανάρια μ’! Σ’κουθείτι! Σας έχου κι μια έκπληξ’! Επέμενε εκείνη.
– Α! Τι είνι, τι είνι; Είπαν πάλι με μια φωνή.
– Έρ’ξι χιουνάκι!...
Με τη φράση «έρ’ξι χιουνάκι» κάμφθηκαν όλες οι αντιστάσεις τους για παραμονή στο κρεβάτι. Το πότε σηκώθηκαν και βρέθηκαν στο παραθύρι, για να βεβαιωθούν ιδίοις όμμασι για το ευχάριστο νέο ούτε που το κατάλαβαν. Το κρύο δεν ήταν πια ενοχλητικό, αλλά το ευγνωμονούσαν κιόλας, γιατί τους έφερε το πολυπόθητο «χιουνάκι» και το μυαλό τους ταξίδεψε αμέσως στο χιονοπόλεμο που θα ’παιζαν και στο χιονάνθρωπο που θα ’στηναν αμέσως μετά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στην πλατεία του χωριού, αλλά και στην αυλή τους. Κι όπως τα βεβαίωνε η μάνα τους, η κυρά – Τασιά, που είχε περπατήσει το χάραμα πάνω στο φρέσκο χιόνι καθώς πήγε στη βρύση για να την «ταΐσει» και να τους φέρει αμίλητο νερό, το χιόνι έτριζε στο πάτημά της και παρατηρούσε πως ούτε λίγο από κείνο που ’ταν πάνω στα κλαδιά των δέντρων δεν έλεγε να πέσει από κει, πράγματα που στη λαϊκή μετεωρολογία σήμαιναν πως θα ’ριχνε κι άλλο χιόνι!...
Εκείνη, όποιες κι αν ήταν οι καιρικές συνθήκες, κάθε χρόνο το ξημέρωμα των Χριστουγέννων θα πήγαινε να «ταΐσει» τη βρύση και να φέρει αμίλητο νερό.
Αποβραδίς ετοίμαζε το «φαΐ» της βρύσης. Ψωμί απ’ αυτό που ’χε φτιάξει για τις γιορτές του Δωδεκαημέρου και το ’χε στολίσει με κατσίκια3, κρέας απ’ το γουρουνάκι που είχε σφαχτεί χάριν των ημερών, οπωσδήποτε, άγνωστο γιατί, ένα κεφάλι από μικρό άγριο πουλί απ’ αυτά που συνήθιζαν να πιάνουν τα παιδιά στις τσιόπνες4 και φυσικά κάποιο χριστουγεννιάτικο γλυκάκι. Το πήγαινε, λοιπόν, με το χάραμα το «φαΐ» στη βρύση, το απίθωνε στο παρακείμενο πεζούλι και τη χαιρετούσε λέγοντας: «Καλ’μέρα κι Χρόνια Πουλλά! Όπους τρέχ’ του νιρό να τρέχ’ κι του βιo!». Γέμιζε μετά το αγγείο που ’χε φέρει μαζί της με νερό και το ’φερνε στο σπίτι για να πλύνουν όλοι μ’ αυτό το πρόσωπό τους.
Σ’ αυτή τη διαδρομή απ’ το σπίτι στη βρύση και αντίστροφα, κανέναν δεν καλημέριζε ούτε του ευχόταν χρόνια πολλά μέρα που ήταν. Η πανάρχαια συνήθεια του «ταΐσματος» της βρύσης και του αμίλητου νερού, για να φέρει την προσδοκώμενη ευτυχία στο σπιτικό, έπρεπε να γίνει με την προβλεπόμενη ιεροτελεστία· κάθε παρατυπία αποτελούσε χωρίς άλλο κακό οιωνό!
Αυτή τη συνήθεια την τηρούσαν σχεδόν όλες οι γυναίκες του χωριού. Κι η αλήθεια είναι ότι ήταν σχεδόν η μόνη φορά που συναντιούνταν στην ίδια διαδρομή που αυτές οι γυναίκες καθημερινά έκαναν πάνω από μία φορά, για να φέρουν νερό στο σπίτι με τη βαρέλα, που δεν αντάλλασσαν καλημέρα μεταξύ τους. Δεν ήξεραν το γιατί. Ούτε γιατί δεν μιλούσαν, ούτε γιατί «τάιζαν» τη βρύση κάθε πρωί Χριστουγέννων, ούτε γιατί έπρεπε να νιφτεί όλη η οικογένεια με το αμίλητο νερό. Για να το έκαναν τόσες και τόσες γενιές ανθρώπων, κάτι θα ήξεραν. Αν μάλιστα τύχαινε και τις ρωτούσες, γιατί το κάνουν, δεν ήξεραν να πουν κάτι πειστικό, απλά απαντούσαν πως «έτσ’ του βρήκαν του έθιμου κι έτσ’ θα τ’ αφήκουν!».
Κι η κυρά – Τασιά, κάθε φορά που τη ρωτούσαν τα παιδιά της, βρίσκονταν πάντα σε αμηχανία και δεν ήξερε πώς να απαντήσει, με λογικοφανή έστω επιχειρήματα, για την τέλεση του εθίμου. Απλά επαναλάμβανε τη λαϊκή πίστη για τη θαυμαστή δύναμη της ημέρας των Χριστουγέννων και όλων των μεγάλων εορτών, αλλά επέμενε και στην επίσης λαϊκή πίστη πως στα νερά κατοικούν διάφορα πνεύματα, τα οποία με τις εξιλαστικές προσφορές τους θα εξευμενίζονταν και θα ’φερναν οπωσδήποτε ευτυχία στο σπιτικό τους! Σημείωνε μάλιστα με νόημα το κοινότυπο πως οι πρόγονοί τους που είχαν καθιερώσει αυτή τη συνήθεια κάτι περισσότερο πρέπει να ’ξεραν που αυτοί το αγνοούσαν. Πάντως, μεγαλωμένη εκείνη μέσα σε μια κοινωνία που σεβόταν και τηρούσε απαρέγκλιτα αυτές κι άλλες, ανάλογες για την περίσταση, συνήθειες, δεν έθετε πολλά ερωτήματα στον εαυτό της, απλά κατέληγε σ’ εκείνο το στερεότυπο που όλοι έλεγαν πως «έτσ’ τα βρήκαμαν τα ιθίματα5 κι έτσ’ θα τ’ αφήκουμι!».
Τα παιδιά βέβαια τα έτρωγε η περιέργεια, γιατί, αν και για κάποια απ’ τα έθιμα έβλεπαν πως κάπως δικαιολογείται η ύπαρξη και η συνέχειά τους, το «τάισμα» της βρύσης το θεωρούσαν εντελώς παράλογο. Αυτά ήξεραν πως φαΐ τρώνε μόνο τα κάθε είδους ζωντανά, για τα άψυχα όπως η βρύση δεν είχαν ακούσει κάτι ανάλογο, ούτε ακόμα και στα παραμύθια. Τι συνέβαινε στ’ αλήθεια;
Έπρεπε να πάνε στη βρύση να δούνε! Και είδαν!...
Κάποια Χριστούγεννα, που, αν και δεν είχε χιόνι, έκανε πάρα πολύ κρύο, βρέθηκαν λίγο μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς στη βρύση που πήγαιναν και την «τάιζαν» οι γυναίκες του κάτω μαχαλά του χωριού. Τόσο πολύ ήταν το κρύο που μεγάλα κρούσταλλα κρέμονταν δίπλα απ’ τα τρεχούμενα νερά της και δεν υπήρχε ούτε μια μικρή από τις παρακείμενες λακκούβες που το νερό της να μην είχε γίνει σαν διάφανο γυαλί.
Αφού βεβαιώθηκαν πως πολλά φαγητά βρίσκονταν ακόμα πάνω στο πεζούλι, κρύφτηκαν πίσω απ’ τους κορμούς των θεόρατων πλατανιών που υπήρχαν στη ρεματιά και από απόσταση ασφαλείας παραμόνευαν ακίνητα χωρίς να υπολογίζουν το τσουχτερό κρύο. Τα ρούχα που φορούσαν βέβαια δεν τους εξασφάλιζαν αρκετή προστασία, τα μάγουλα και τα χέρια τους είχαν γίνει κατακόκκινα και τα πόδια τους, αν και φορούσαν χοντρά τσουράπια, σχεδόν δεν τα ένιωθαν έτσι που στέκονταν ακίνητα κι η ρεματιά κατέβαζε ένα ψιλό και διαπεραστικό αεράκι. Το ευτύχημα ήταν ότι δεν περίμεναν για πολύ, γιατί διαφορετικά θα είχαν κινδυνεύσει, αν όχι να πάθουν κρυοπαγήματα, τουλάχιστον να κρεβατωθούν για μέρες.
Μόνη συντροφιά σ’ αυτή την αναμονή ήταν τα κοτσύφια που τιτίβιζαν μέσα στους κισσούς που ήταν απλωμένοι πάνω στους χοντρούς κορμούς των πλατανιών ψάχνοντας για τροφή καθώς και οι μικροί κοκκινολαίμηδες και οι ακόμη μικρότεροι τρυποφράχτες που κι αυτοί με την ίδια αποστολή πετάριζαν εδώ κι εκεί. Κι η ατμόσφαιρα συμπληρώνονταν απ’ τον ηδυαπόηχο του νερού που κατρακυλούσε στην κοίτη της ρεματιάς και που ένα του μέρος τροφοδοτούσε τις καθημερινές6, μέσω της κάναλης7, τη λειτουργία του νερόμυλου που ήταν θεμελιωμένος στη μια πλευρά της.
Αυτή τη μέρα που οι κάθε λογής ανθρώπινες δραστηριότητες είχαν σταματήσει μέσα στη ρεματιά, μέσα στη σιωπή που εξασφαλίζει η απουσία της θορυβώδους ανθρώπινης παρουσίας, τα παιδιά, έτσι καθώς αφουγκράζονταν και τους πιο ανεπαίσθητους ήχους της φύσης, ένιωθαν το πόσο η φύση μπορεί και ζει στους δικούς της ρυθμούς, με απόλυτη αυτάρκεια, χωρίς να έχει ανάγκη τον άνθρωπο.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος και τη φύση τη χρειάζεται, για να επιβιώσει, και τους άλλους ανθρώπους. Πρωτίστως τη φύση και κυρίως τους Ανθρώπους! Αυτό, αν και το υποπτεύονταν, το κατάλαβαν πολύ καλά εκείνα τα Χριστούγεννα εκεί στη ρεματιά, όταν άρχισαν να καταφτάνουν στη βρύση άνθρωποι και κυρίως μικρά παιδιά, για να πάρουν το «φαΐ» της βρύσης. Είδαν γνωστά πρόσωπα και κυρίως παιδιά που μαζί τους έπαιζαν κρυφτό, κυνηγητό, αμάδες… Είδαν και κατάλαβαν. Δεν χρειάζονταν πλέον να ξαναρωτήσουν και πράγματι δεν ξαναρώτησαν για το νόημα που είχε το «τάισμα» της βρύσης και το αμίλητο νερό. Ο καθένας την ημέρα των Χριστουγέννων μπορούσε να βοηθάει τους συνανθρώπους του χωρίς να το διατυμπανίζει και δεν μπορεί παρά αυτή η καλή του πράξη, μέρα που ήταν, να έφερνε αφθονία και ευτυχία στο δικό του σπιτικό. Και η μικρή κόρη της κυρά – Τασιάς, μετά από καιρό, όταν διάβασε για τα «δείπνα της Εκάτης» των αρχαίων προγόνων, το «τάισμα» της βρύσης έφερε στο μυαλό της!...
Γλωσσάρι
τετραβελονιά, η δημιουργία σταυροβελονιάς σταυρωτά πάνω σε άλλη σταυροβελονιά
καρκατζούλια, τα καλικάτζαροι
κατσίκια, τα σχέδια στα ψωμιά των Χριστουγέννων, δηλωτικά αφθονίας
τσιόπνες, οι παγίδες μικρών πουλιών
ιθίματα, τα έθιμα
καθημερινές, οι εργάσιμες μέρες
κάναλη, η υδρορροή που οδηγεί το νερό στο νερόμυλο και τον θέτει σε λειτουργία
Σχόλια από την ανάρτηση του διηγήματος στο fb, 18-12-2019:
Σωτήρης Ιωάννη Νικολακόπουλος: Άλλοι καιροί, ήθη και έθιμα. Τώρα ταΐζουν την βρύση; Παραστατικότατο και πολύ όμορφο!!
Απάντηση: Δεν έχω υπόψη μου κάποια γυναίκα, που να τηρεί σήμερα αυτό το έθιμο! Πιθανόν, όμως, να υπάρχει. Ευχαριστώ πολύ για τις κρίσεις σας!
Νόπη Γραικούση: Ωραία και ξεχασμένα (μάλλον) έθιμα. Μπορεί κανείς σήμερα να μην ταίζει την βρύση, αλλά δεν ταίζει και τίποτ' 'αλλο!!
Απάντηση: Το έθιμο το βίωσα κι ήταν υπέροχο! Αντανακλά αξίες άλλων εποχών, όχι πολύ μακρινών, τότε που η ζωή ήταν απλή και δεν είχε επικαλυφθεί από τη χρυσόσκονη του καταναλωτισμού και του ναρκισσισμού! Όχι πως τότε ήταν όλα ιδανικά, αλλά τις χρονιάρες μέρες υπήρχε μια άλλου είδους μαγεία!
Παναγιώτα Σμυρλή: Παναγιώτα μου, τι εξαιρετικό διήγημα ήταν αυτό. Από όπου και να το πιάσεις είναι σπουδαίο. Γλώσσα, εικόνες, έθιμα. Έχει κανείς την εντύπωση πως είναι μέρος του παγωμένου σκηνικού ότι κρυφοκοιτάζει τις εξελίξεις και μετέχει στα δρώμενα. Άσε ο συσχετισμός με τα αρχαία μας ήθη. Ο οποίος γίνεται αβίαστα και μέσα στη ροή του κειμένου. Πολλά μπράβο. Πάντα δημιουργική.
Απάντηση: Καλημέρα, Παναγιώτα μου! Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για τις κρίσεις σου! Είναι πολύ σημαντικές, προερχόμενες από σένα! Επίσης, σ' ευχαριστώ για τα καλά λόγια και τις ευχές σου! Τα αρχαία μας ήθη είναι παρόντα με πολλούς τρόπους, απλά αρκετοί, ηθελημένα ή αθέλητα, τα αγνοούν! Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι, οι οποίοι τα υποτιμούν! Αν έχεις χρόνο, διάβασε την επίκαιρη ανάρτησή μου της 7ης του μηνός. Χαρούμενες γιορτές εύχομαι, με υγεία και αγάπη!
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου: Εξαιρετικό κείμενο καθώς το διάβαζα ταξίδεψα στο χρόνο και τόπο και έζησα μέσα από αυτό τα έθιμα εκείνης της εποχής.
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ, Κατερίνα μου, για τα καλά σου λόγια! Να είσαι καλά και να περάσεις μαζί με τους αγαπημένους σου χαρούμενες γιορτές, με υγεία και ευδαιμονία!
Γιάννης Μάρης: Μπράβο Γιώτα!!! Πολύ καλό και μιας και βρίσκομαι στο χωριό ασυναίσθητα έστρεψα τα μάτια μου στο παράθυρο και είδα τα πλεκτά κουρτινάκια και πίσω απ αυτά ζωντάνεψαν όλες οι εικόνες, άλλες αληθινές και άλλες της φαντασίας μου. Να είσαι πάντα καλά και ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ.
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ, Γιάννη μου, τόσο για τα καλά σου λόγια όσο και για τις ευχές! Πόσες εικόνες ζωής κουβαλούν αυτά τα πλεκτά κουρτινάκια! Πόση ζωή γενικότερα υπάρχει σε κάθε γωνιά των οικείων μας χώρων! Σου εύχομαι κι εγώ να περάσεις όμορφα τις γιορτές και η νέα χρονιά να σου χαρίζει υγεία και χαρά!
Ειρήνη Φράγκου: Αυτά τα κείμενα θα πρέπει να διδάξουν στα παιδιά μας. Να κρατήσουν μια συνέχεια. Να είσαι πάντα καλά !!!!!!!
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ, Ειρήνη μου, τόσο για την εκφρασμένη άποψή σου όσο και για την αγάπη σου! Μακάρι, να συμβεί! Εύχομαι να περάσεις ευχάριστα τις γιορτές και η νέα χρονιά να σου χαρίζει υγεία, αγάπη, χαρά,... Φιλιά.
Ευαγγελία Κολιομάρου: Παναγιώτα, σε ευχαριστώ πολύ που μου θύμισες τα χριστουγεννιάτικα έθιμα των χωριών μας που τόσο εκπληκτικά περιγράφεις!!! Με συγκίνησες!!! Δύσκολα παιδικά χρόνια που κάπως έτσι ζούσαμε όλοι. Λιγοστά τα υλικά αγαθά αλλά πολλές χαρές!!!! Ακόμη και η προσμονή των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών και των πανηγυριών μας γεμίσαμε χαρά!!! Το έθιμο με το αμίλητο νερό το τηρούσαμε και στο σπίτι μου με θρησκευτική ευλάβεια!!! Μάλιστα υπήρξε και ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων αδελφών ποια θα ξυπνήσει πρώτη για να πάει στη βρύση για το ακριτο νερό!!!!! Άλλες εποχές!!!! Όλα είχαν μία αξία, μία βαρύτητα μια γεύση πολλών και αγνών συναισθημάτων!!!!!! Γιώτα μου, σου εύχομαι Χαρούμενες γιορτές!!!!!
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ, Ευαγγελία μου, για τα υπέροχα λόγια σου! Χαίρομαι που σου θύμισα τόσες όμορφες στιγμές αληθινής ζωής, οι οποίες συνιστούν μεγάλο πλούτο! Να είσαι καλά! Εύχομαι να περάσεις με τους αγαπημένους σου χαρούμενες γιορτές και η νέα χρονιά να σου χαρίζει υγεία και ό,τι άλλο καλό!
Μάνθος Σκαργιώτης: Μπράβο, Παναγιώτα! Υπέροχο!
Απάντηση: Καλημέρα, Μάνθο. Ευχαριστώ πολύ! Καλά Χριστούγεννα και η νέα χρονιά να σου χαρίζει υγεία και κάθε προσωπική και οικογενειακή ευτυχία!
Μ. Σκαργιώτης: Ευχαριστώ, Παναγιώτα! Εύχομαι να περάσεις όμορφες γιορτές. Καλή χρονιά!
Βασιλική Θεοχάρη: Όμορφη ιστορία, Γιώτα, έτσι όπως είναι οι βιωματικές των παιδικών μας χρόνων. Τα χρόνια πέρασαν και τα έθιμά μας άλλαξαν, το τάισμα της βρύσης και το αμίλητο νερό μπορεί να ξεχάστηκαν, αλλά όποιος θέλει μπορεί και στις μέρες μας να το αναβιώνει, με σύγχρονους τρόπους, και στο τέλος να πίνει το δικό του αμίλητο νερό. ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ Κ ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΩΤΑ.
Απάντηση: Καλησπέρα, Βασιλική! Ευχαριστώ πολύ! Η μνήμη είναι σημαντική στη ζωή μας κι αλίμονο σ' όσους λησμονούν και υιοθετούν ή εφευρίσκουν χάριν εντυπωσιασμού "νέα" έθιμα! Η παράδοση μπορεί να είναι παρούσα στις μέρες μας αρκεί να υπάρχει η βούληση! Χρόνια πολλά! Η νέα χρονιά να σου χαρίζει κάθε καλό!
Κωνσταντίνος Τσαχρέλιας: Γειά σου, Γιώτα, Παπαδιαμάντη της Ροδαυγής.
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ, Κώστα! Ευδαίμονα νέα χρονιά σου εύχομαι!
Κ. Τσαχρέλιας: Καλή χρονιά Γιώτα. Να περνάς όμορφα, ήρεμα και δημιουργικά.
Απάντηση: Ευχαριστώ πολύ!!!
http://logotexnikesanafores.blogspot.com/2010/12/blog-post_25.html
Αποτελέσματα λογοτεχνικού διαγωνισμού
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ 2010
1. Διαγωνισμός Ποίησης. Βραβεύονται τα παρακάτω ποιήματα:
α) Με το 1ο βραβείο το ποίημα: «Στιγμές…» με το ψευδώνυμο «ΙΑΣΩΝ» που ανήκει στον κ. Δημήτριο Χονδρό.
β) Με το 2ο βραβείο το ποίημα: «Προσμένει το θαύμα» με το ψευδώνυμο «Αετός» που ανήκει στον κ. Δημήτριο Τριάντο.
γ) Με το 3ο βραβείο το ποίημα: «Πληγωμένο βουνό» με το ψευδώνυμο «Κόκκινο Λιθάρι» που ανήκει στην κα Ελένη Μουζάκη-Μπουρίτσα.
δ) Με τον 1ο Έπαινο το ποίημα: «Στενότης χώρου και χρόνου» με το ψευδώνυμο «Ελπίς» που ανήκει στη κα Άννα Μοσχονίδου.
ε) Με τον 2ο Έπαινο το ποίημα: «Παρουσία» με το ψευδώνυμο «Δημήτρης Ανατολικός» που ανήκει στον κο Δημήτριο Ορφανίδη.
στ) Με τον 2ο Έπαινο το ποίημα: «Ο Άγγελός μου» με το ψευδώνυμο «Κατερίνα» που ανήκει στην Αικατερίνα Μοναχή, κατά κόσμο Ευτυχία Κανέλλου. (Ισοβαθμία).
ζ) Με τον 3ο Έπαινο το ποίημα: «Τίμιος λαθρομετανάστης» με ψευδώνυμο «Τεύκρος» που ανήκει στην κα Ζωή Παπαδημητρίου – Τζιράκη.
2. Διαγωνισμός Διηγήματος. Βραβεύονται τα παρακάτω διηγήματα:
α) Με το 1ο βραβείο το διήγημα: «Η ζωντανή αφίσα» με το ψευδώνυμο «Δάφνος Δαφνιώτης», που ανήκει στον κ. Χρήστο Παπακίτσο.
β) Με το 2ο βραβείο το διήγημα «Οι στάχτες του κύκνου» με το ψευδώνυμο «Πεσμανθούλης» που ανήκει στον κ. Απόστολο Φορλίδα.
γ) Με το 3ο βραβείο το διήγημα: «Το Παράπονο της Σελήνης», με το ψευδώνυμο «Νυχτερινός Ταξιδιώτης» που ανήκει στον κ. Παναγιώτη Λώλο.
δ) Με τον 1ο Έπαινο το διήγημα: «Το άλλο πρόσωπο του γκάνγκστερ» με το ψευδώνυμο «Τζον Ντίλιγκερ» που ανήκει στον κ. Χάρη Μελιτά.
ε) Με τον 2ο Έπαινο το διήγημα: «Το μπλε ονειράκι, η Μαρία και το χαμένο πορτοφόλι» με το ψευδώνυμο «Πολύχρωμο Κοχύλι», που ανήκει στην κα Δέσποινα Χ. Κηπουρού.
στ) Με τον 2ο Έπαινο το διήγημα: «Ένας νέος που του αρέσει να γράφει» με το ψευδώνυμο «Αντώνης Αντωνίου», που ανήκει στον κο Βαγγέλη Γεωργάκη. (Ισοβαθμία).
ζ) Με τον 3ο Έπαινο το διήγημα: «Το ισχυρό μητρικό ένστικτο μιας χωρικής μάνας που λειτούργησε ως επιβεβαίωση μιας αληθινής ιστορίας», με το ψευδώνυμο «Ανάχαρσις» που ανήκει στον κ. Κωνσταντίνο Βόγγα.
3. Ειδικά βραβεία λαογραφικού κειμένου:
α) Το κείμενο «Το τάισμα της βρύσης», με το ψευδώνυμο «Αναστασία» που ανήκει στην κα Παναγιώτα Π. Λάμπρη.
β) Το κείμενο «Θεογέφυρα» με το ψευδώνυμο «Άρης Ελατιώτης» που ανήκει στον κ. Αριστείδη Σχισμένο.
γ) Το κείμενο «Μια αληθινή ιστορία» με το ψευδώνυμο «ΟΥΤΙΣ» που ανήκει στον κ. Ηλία Ν. Βρατσίστα.
Ο Πρόεδρος της Ε.Ε.Λ. Λευτέρης Τζόκας
Η Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, που εδρεύει στην Αθήνα και έχει τα γραφεία της στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 2-4, προκήρυξε για το έτος 2010 λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης και διηγήματος με ελεύθερο θέμα. Στο διαγωνισμό έλαβαν μέρος ποιητές και συγγραφείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Γερμανία, Αμερική και Αυστραλία). Η κριτική επιτροπή του διαγωνισμού, η οποία ορίστηκε από την Διοίκηση της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα έργα των διαγωνισθέντων λογοτεχνών έκρινε ότι τρία διηγήματα ξεχώριζαν τόσο για την αρτιότητά τους όσο και για το είδος τους – ανήκαν στον χώρο της λαογραφίας και αποφάσισε να βραβευτούν με την άκρως τιμητική διάκριση των ΕΙΔΙΚΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ.
Τα εντυπωσιακά αυτά λογοτεχνικά έργα ανήκαν στους:
-Ηλία Βρατσίστα, συνταξιούχο Δάσκαλο, τέως Δ/ντή Α/θμιας Εκπαίδευσης, συγγραφέα και δημοσιογράφο, διήγημα με τίτλο «Μια αληθινή ιστορία», που είχε το ψευδώνυμο «Ούτις».
-Αριστείδη Σχισμένο, συνταξιούχο Δάσκαλο, τέως Προϊστάμενο Α/θμιας Εκπ/σης, συγγραφέα, λαογράφο, διήγημα με τίτλο «ΘΕΟΓΕΦΥΡΟ» που έφερε το ψευδώνυμο «Άρης Ελατιώτης»
-Παναγιώτα Λάμπρη, Φιλόλογο Καθηγήτρια, συγγραφέα, διήγημα με τίτλο «Το Τάϊσμα της Βρύσης» και με το ψευδώνυμο «Αναστασία».
Η απονομή των βραβείων πραγματοποιήθηκε σε μια συγκινητική και άρτια οργανωμένη εκδήλωση, την Τετάρτη 22-12-2010, στην αίθουσα τελετών των Συνταξιούχων Υπαλλήλων της Τράπεζας Ελλάδος, στην οδό Σίνα 16, στην Αθήνα.
Στην κατάμεστη αίθουσα της εκδήλωσης, που συμμετείχαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, χαιρέτισαν τους παρευρισκόμενους και συγχάρηκαν όλους τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό με θερμά λόγια ο πανάξιος Πρόεδρος της Ένωσης κ. Λευτέρης Τζόκας όσο και ο ακαταπόνητος επίτιμος Πρόεδρος κ. Δημήτριος Τσουκνίδας.
Αξίζει να τονισθεί ότι ειδικά βραβεία από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών σε διαγωνισθέντες απονέμονται για πρώτη φορά και είναι αξιοσημείωτο ότι και οι τρεις βραβευθέντες με ειδικό βραβείο είναι Αρτινοί.
Αρκετά σημαντικό θεωρείται και το γεγονός της ταυτόχρονης βράβευσης του συγγραφέα κ. Χρήστου Παπακίτσου, από τα Άγναντα, με το πρώτο βραβείο διηγήματος και του ποιητή κ. Δημήτρη Τριάντου από την Πλατανούσα, με το δεύτερο βραβείο ποίησης.
Το γεγονός αυτό της βράβευσης πέντε λογοτεχνών από την ευρύτερη περιοχή του Νομού μας τιμά τόσο τον τόπο μας, όσο και τους τιμηθέντες συμπατριώτες μας.
Συγχαίρουμε όλους τους τιμηθέντες, τους ευχόμαστε καλή υγεία και να συνεχίσουν τη σπουδαία πνευματική τους προσφορά με την ίδια εργατικότητα, το αυτό πάθος και με αυξανόμενο μεράκι.
Εύγε τους!
http://www.clicknews.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=7995&catid=44&Itemid=174
.