Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Το «πάντρεμα» της φωτιάς, (23-12-2015)

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Έκφραση", τ. 6., Νοέμβριος 2016, Άρτα, σ. 16-17.

Προσωπική σελίδα στο fb, 24-12-2020.

 

   Κι εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, η Άννα, ο Μίλτος κι ο Νικόλας, μια και δεν είχαν σχολείο, ούτε βέβαια διάβασμα για την άλλη μέρα, θα ασχολούνταν αποκλειστικά σχεδόν με το στόλισμα του δέντρου. Αυτό, άλλωστε, έκαναν κάθε τέτοια μέρα απ’ όσο θυμούνταν τον εαυτό τους. Η Άννα, πιο μεγάλη από τ’ αδέλφια της, θα τα καθοδηγούσε κι αναλόγως θα λάβαινε τη βοήθειά τους. Η συμμετοχή του καθενός ήταν ανάλογη με την ηλικία του κι έτσι, μόλις θα το τελειώνανε, θα περηφανεύονταν πως όλοι μαζί το είχαν στολίσει.

   Το δέντρο ήταν, όπως πάντα, κέδρος, τον οποίο είχε φέρει ο πατέρας τους από παρακείμενο στο χωριό λόφο, όπου αυτά τα κωνοφόρα δέντρα αγαπούν να φύονται. Αυτή την ευθύνη θα την αναλάμβαναν τα παιδιά, μόλις μεγάλωναν λίγο ακόμα, κι η αλήθεια είναι ότι ανέμεναν πώς και πώς εκείνη τη στιγμή. Για την ώρα, όμως, η προμήθειά του ήταν αποκλειστική εργασία του πατέρα, ο οποίος μόλις τον έφερε, φρόντισε κι έμπηξε τη βάση του κορμού του σ’ έναν τενεκέ απ’ αυτούς που την άνοιξη και το καλοκαίρι φιλοξενούσαν λουλούδια και τον τοποθέτησε σε μια γωνιά του χειμωνιάτικου δωματίου, όπου διέμενε η οικογένεια τις περισσότερες ώρες της μέρας, αφού εκεί υπήρχε το τζάκι, το τραπέζι που έτρωγαν και γενικά λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής για όποιον έφτανε στο σπιτικό τους.

   Τα παιδιά είχαν αναλάβει τα υπόλοιπα, δηλαδή να ετοιμάσουν τα στολίδια και να τον στολίσουν. Τα στολίδια, όχι αγοραστά, ήταν δύο ειδών. Κάποια προέρχονταν από φυσικά υλικά, όπως κουκουνάρες πεύκου, κυπαρισσόμηλα, κλωναράκια που στην άκρη τους κρέμονταν βελανίδια, μούσκλα, καθώς και λευκό βαμβάκι. Τα άλλα ήταν έργα των χεριών τους, όλα έργα χαρτοκοπτικής, τα οποία είχαν φτιάξει στο σχολείο με την επίβλεψη των δασκάλων τους. Ένα αστέρι μεγάλο για την κορυφή του δέντρου, άλλα μικρότερα για τα κλαδιά, καθώς επίσης καμπανούλες, δεντράκια, Αι-Βασίληδες, μπαστουνάκια και ό,τι άλλο η φαντασία συσχέτιζε με τις γιορτές του Δωδεκαημέρου.

   -Μίλτο, Νικόλα, ελάτε! Ξεκινάμε, είπε με χαρούμενη φωνή η Άννα.

   -Αμέσως, αμέσως, ερχόμαστε! Μην αρχίσεις χωρίς εμάς! Να, φέρνουμε και τα μούσκλα που πριν λίγο μαζέψαμε!

   -Α! Ωραία! Πολύ ωραία!

   Η Άννα, η οποία από ώρα παρατηρούσε με προσοχή τα κλαδιά του κέδρου, για να δει πού πρέπει να μπει το κάθε στολίδι, ώστε να υπάρχει καλό αισθητικό αποτέλεσμα, είπε στ’ αδέλφια της πως είναι καλό πρώτα να τοποθετήσουν τα φυσικά στολίδια, μετά τις δικές τους δημιουργίες και στο τέλος να επικεντρωθούν στη διαμόρφωση της φάτνης. Τα συμβούλεψε, μάλιστα, με επιμονή, να προσέχουν τα τρυφερά τους χέρια, για να μην τσιμπηθούν και ματώσουν από τ’ αγκαθωτά φύλλα του κέδρου.

   -Εντάξει, Άννα, είπαν με μια φωνή. Δεν θέλουμε άλλες συμβουλές! Ξέρεις πως τις βαριόμαστε αφόρητα! Ε! Κάτι θυμόμαστε κι εμείς από τον περσινό στολισμό!

   Αυτά είπαν, αν και της αναγνώριζαν το δικαίωμα να έχει βαρύτητα η άποψή της για τέτοια θέματα, όχι μόνο επειδή ήταν μεγαλύτερη, αλλά και επειδή διακρίνονταν για το καλλιτεχνικό της αισθητήριο. Για άλλη μια φορά, μάλιστα, αποδείχθηκαν ιππότες, αφού, με αξιοπρόσεκτη συνέπεια και χωρίς αντιρρήσεις, και δεν της δημιούργησαν κανένα πρόβλημα και κρεμούσαν κάθε στολίδι στο σημείο που τους υποδείκνυε.

   Εκείνη ως πιο ψηλή κάρφωσε το αστέρι στην κορυφή του δέντρου και με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω κρεμιούνταν ένα μετά το άλλο τα στολίδια, άλλα σε εσωτερικά κι άλλα σε εξωτερικά κλαδιά, ώστε να μην μείνουν παραπονεμένα εκείνα που δεν φαίνονταν πολύ. Στο τέλος, για να δώσουν την αίσθηση της χειμωνιάτικης χιονισμένης φύσης, με πολλή προσοχή, και πηγαίνοντας από κλαδί σε κλαδί σαν πουλάκια τοποθέτησαν ολόλευκο βαμβάκι.

   Όταν ολοκλήρωσαν τον στολισμό, απομακρύνθηκαν λίγο, για να δουν το δέντρο από απόσταση.

   -Ω! Τι ωραίο που έγινε! Φώναξαν όλα μαζί και, ενώ το δέντρο που στόλισαν ήταν κέδρος, τραγούδησαν το «Ω! Έλατο…/ Ώ! Έλατο…/ Μ’ αρέσεις, πως μ’ αρέσεις! Τι ωραία την Πρωτοχρονιά…», το οποίο είχαν μάθει στο σχολείο. 

   -Πρώτη φορά το φτιάξαμε τόσο ωραίο, είπε ο Μίλτος, μόλις τέλειωσαν το τραγούδι.

   -Ναι, πρώτη φορά, είπαν με μια φωνή, κι η Άννα συμπλήρωσε:

   -Ελάτε, ελάτε, μη χασομεράμε, πρέπει να φτιάξουμε και τη φάτνη!

   Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Μίλτος κι ο Νικόλας κάλυψαν με μούσκλα τη βάση του δέντρου, έβαλαν εδώ εκεί λίγο βαμβάκι, γνώριζαν, άλλωστε, πως στη ρίζα των δέντρων, κάτω από τα φυλλώματα, δεν πέφτει παρά ελάχιστο χιόνι και σ’ ένα βαθούλωμα από μούσκλα, το οποίο έφτιαξαν, ώστε να θυμίζει σπηλιά, όπως ακριβώς άκουγαν πως ήταν κι εκείνη στην οποία γεννήθηκε ο Χριστός, τοποθέτησαν μια μικρή εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού, στην οποία η Παναγία κρατούσε αγκαλιά τον νεογέννητο γιο της, ενώ δίπλα υπήρχε ο Ιωσήφ και ποιμένες με τα ζώα τους, τα οποία ζέσταιναν με το χνώτο τους τον Χριστό.

   Με την αποπεράτωση της φάντης, ο στολισμός του δέντρου ολοκληρώθηκε. Και τα παιδιά, εκεί που το καμάρωναν, άκουσαν το εσπερινό χτύπημα της καμπάνας κι η φύση, παγωμένη, έφερε στα τζάμια των παραθυριών του φτωχικού τους νιφάδες χιονιού, οι οποίες μέχρι να νυχτώσει κάλυψαν με περίτεχνο τρόπο τα κλαδιά των δέντρων, τους θάμνους, τους φράχτες και τις σκεπές των σπιτιών. Τώρα εκείνο που έμενε ήταν ν’ απολαύσουν δίπλα στο στολισμένο δέντρο μια άλλη παραμονή Χριστουγέννων μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας. Η μέρα που σε λίγες ώρες θα γινόταν παρελθόν, είχε κι άλλα ευχάριστα να τους χαρίσει και κυρίως θα τους έδινε τη χαρά να πάρουν μέρος σ’ έναν γάμο, ο οποίος τελούνταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα! Θα πάντρευαν τη φωτιά! 

   Κρατώντας τα σύνεργα του παντρέματος κι έχοντας τελέψει όλες τις εξωτερικές εργασίες της μπήκε λίγο μετά η μητέρα των παιδιών στο δωμάτιο! Με έκπληκτα, χαρούμενα μάτια και καμαρώνοντας, είπε:

   -Μα, τι ομορφιά είναι αυτή που φτιάξατε αγάπες μου! Κι ώσπου να πεις κύμινο, ακούμπησε δίπλα στο τζάκι ό,τι κρατούσε και χωρίς περιττά λόγια, άπλωσε τα χέρια της σαν φτερούγες, τ’ αγκάλιασε και τα ’πνιξε στα φιλιά. Άλλωστε τα λόγια είναι ανούσια, όταν οι κινήσεις του κορμιού μας εκφράζουν τα συναισθήματα που νιώθουμε. Και τα παιδιά, η Άννα, ο Μίλτος κι ο Νικόλας, εισέπραξαν μέσα στην αγκαλιά της μητέρας τους, όχι μόνο τον έπαινο για το δέντρο, το οποίο με ζήλο είχαν στολίσει, αλλά και την απέραντη αγάπη της.

   Κι ο πατέρας, ο οποίος μπήκε λίγο μετά, έμεινε κι αυτός να κοιτάζει θαυμάζοντας:

   -Μπα, τι βλέπω εδώ! Εσείς είστε καλλιτέχνες! Για ελάτε, για ελάτε! Νομίζω πως, εκτός από φιλιά κι αγκαλιές που εγώ θα σας χαρίσω, το δέντρο σας θα έπαιρνε βραβείο, αν γίνονταν τέτοιος διαγωνισμός στο χωριό, ή έστω στη γειτονιά μας!

   -Α! Ωραία ιδέα, πατέρα! Να τον οργανώσουμε για του χρόνου!

   -Καλά, παιδιά μου, θα το δούμε! Όμως, για την ώρα αρκεστείτε σε φιλιά κι αγκαλιές! Θα συμφωνήσετε πως, όταν είναι αληθινά, είναι πολύ μεγάλα βραβεία!

-Ναι, πατέρα, ναι! Αλλά τώρα, είπε ο Μίλτος, σκέφτηκα να σας πω ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά που μάθαμε στο σχολείο! Να το πω;

   -Ναι, παιδί μου, πες το!

Να ’μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρο στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι,
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,

να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

   -Να πω κι εγώ ένα για την Πρωτοχρονιά; Δεν θυμάμαι ποιος ποιητής το ’γραψε, μου φαίνεται πως τον έλεγαν Στέλιο, αλλά θέλω να το πω, είπε κι ο Νικόλας.

   -Να πεις κι εσύ, να πεις! Τι, παραπονεμένο θα σ’ αφήσουμε; 

Ελάτε στο τραπέζι μας απόψε,
για τη χαρά να κάμομε μια θέση.
Την πίτα μας, πατέρα, τώρα κόψε,
να ιδούμε το φλουρί σε ποιον θα πέσει.
Κι ας μένει έτσι στρωμένο απόψε, ας μένει,
κι η σόμπα μας ας καίει εκεί στο πλάι.
Απόψε, με την κάπα χιονισμένη,
θα ’ρθει κι ο Αϊ-Βασίλης για να φάει.

   -Μπράβο! Μπράβο! Αντήχησαν τα χειροκροτήματα και, μόλις τελείωσαν, η Άννα βεβαίωσε πως τον ποιητή που ’χε γράψει το ποίημα τον έλεγαν πράγματι Στέλιο και πως το επώνυμό του ήταν Σπεράντζας.

   -Μπράβο και σε σένα Άννα, είπαν όλοι, που θυμάσαι τέτοιες λεπτομέρειες!

   -Ωραία τα ποιήματα, αλλά τώρα ελάτε να φάμε, γιατί περνάει η ώρα! Πρέπει να παντρέψουμε και τη φωτιά, είπε η μητέρα καθώς έφερνε νηστίσιμο φαγητό και φέτες ροδοκοκκινισμένου στη θράκα ψωμιού!

   -Ναι, ναι!

   -Αχ! Τι νόστιμες που είναι οι γιαχνιστές πατάτες! Και το ψωμί! Υπέροχο κι αυτό! Να ’σαι καλά μανούλα! 

   Μόλις τελείωσε το δείπνο, έπιασαν όλοι θέση κοντά στο τζάκι, όπου κόρωνε η φωτιά. Η μητέρα, συνεπής σε όλα, έφερε κλαδάκια κέδρου και αγριοκερασιάς, καθώς και το ένα από τα δώδεκα μικρά στεφάνια τα φτιαγμένα, επίσης, από μικρά κλαδιά αγριοκερασιάς, μια και πλησίαζε η ώρα για να παντρέψουν τη φωτιά. Όμως, η απορία του μικρού Νικόλα για την αιτία αυτού του παράδοξου παντρέματος, καθυστέρησε για λίγο την τελετή. Η μητέρα, πρόθυμη πάντα στο να λύνει τις απορίες του Νικόλα, αλλά και των άλλων παιδιών της, πήρε τον λόγο κι άρχισε την αφήγηση:

   -Που λες, Νικόλα μου, που λέτε παιδιά μου, κανένας δεν γνωρίζει πότε ακριβώς ξεκίνησε τούτο το έθιμο. Πρέπει, όπως κι εκείνο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, να ’ρχεται από πολύ παλιά. Τότε δηλαδή που οι πρόγονοί μας, και όχι μόνο, χρησιμοποιούσαν ακόμα και τα δέντρα στη λατρεία των θεών τους. Έτσι, στο χωριό μας, αλλά και σ’ άλλα χωριά της πατρίδας μας, όπου ο κόσμος ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και την εκτροφή των ζώων, με κάθε τρόπο επιθυμούσαν να εξασφαλίζουν αφθονία αγαθών, μια και απ’ αυτά εξαρτιόταν τόσο το ψωμί της οικογένειας, όσο κι όλα τους τα πλούτη. Νιώθοντας αδύναμοι μπροστά στη φύση, εφηύραν τρόπους με τους οποίους πίστευαν πως θα διώξουν το κακό και θα φέρουν το καλό για όλους και για όλα. Ανάμεσα σ’ άλλα, λοιπόν, επινόησαν και το «πάντρεμα» της φωτιάς! Για να γίνει, λοιπόν, αυτό το πάντρεμα έπρεπε κάθε μέλος της οικογένειας να πάρει στα χέρια του ένα κλαδί κέδρου, που είναι αρσενικού γένους, κι ένα αγριοκερασιάς, που είναι θηλυκού, και συμβολίζουν το ανδρόγυνο, και να τα ρίξουν σταυρωτά στη φωτιά λέγοντας την ευχή: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπρούς!» Και πάνω απ’ αυτά να ρίξουν ένα στεφανάκι από αγριοκερασιά! Άλλωστε, γίνεται γάμος χωρίς στεφάνι; 

   Το «πάντρεμα» της φωτιάς, βέβαια, δεν γίνονταν μόνο την παραμονή των Χριστουγέννων, αλλά όλες τις μέρες του Δωδεκαημέρου, δηλαδή από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα και δεν το έκαναν μόνο οι άνθρωποι του σπιτιού, αλλά κι όποιος επισκέπτης έφτανε σε κάθε σπίτι για ευχές, μια κι είχαν ως συνήθεια να επισκέπτονται τις γιορτινές μέρες συγγενείς και φίλους, για να τους ευχηθούν. Γι’ αυτό στην είσοδο του κάθε σπιτιού υπήρχαν κλαδιά κέδρου και αγριοκερασιάς κι, όποιος έρχονταν, έπαιρνε κλαδιά, έμπαινε στο σπίτι, πάντρευε τη φωτιά κι ευχόταν! Σκεφτείτε πόσες ευχές λέγονταν στις επισκέψεις αυτών των γιορτινών ημερών και πόσες προσδοκίες για ευόδωσή τους δημιουργούνταν! Αλλά και κάτι άλλο! Ξέρετε, γιατί επέλεξαν να παντρεύουν τη φωτιά με κλαδιά απ’ αυτά τα δέντρα; Διότι αναδύουν ωραίο άρωμα, όταν καίγονται, αλλά και διότι του κέδρου έχουν αγκάθια κι οι άνθρωποι πιστεύουν πως, τόσο το άρωμα, όσο και τ’ αγκάθια διώχνουν κάθε τι κακό και μέρες που είναι και τους καλικάντζαρους!

   Έτσι τελείωσε την αφήγησή της η μητέρα κι αμέσως, τελετουργικά σχεδόν, πήρε στα χέρια της δυο κλαδιά, τα ’ριξε σταυρωμένα στη φωτιά κι αναφώνησε: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπρούς!» Το ίδιο έκανε κι ο πατέρας, που, όση ώρα εκείνη μιλούσε, τη θαύμαζε για τον τρόπο με τον οποίο αφηγούνταν το έθιμο του «παντρέματος» της φωτιάς και της αναγνώριζε το χάρισμα να μεταδίδει με μοναδικό τρόπο στα παιδιά της όσα αφορούσαν στον λαϊκό πολιτισμό. Και τα παιδιά, κατά σειρά ηλικίας, αρχίζοντας από το μεγαλύτερο «πάντρεψαν» τη φωτιά. Κι η μητέρα ολοκλήρωσε τούτη τη μικρή τελετή ρίχνοντας πάνω απ’ όλα τα κλαδιά το μικρό στεφάνι.

   Ο θόρυβος από τα χλωρά κλαδιά που καίγονταν, το άρωμά τους που σκορπίζονταν στην ατμόσφαιρα και οι ευχές και τα φιλιά που ανταλλάσσονταν βεβαίωναν και τούτο το βράδυ πως η αγάπη τους ήταν πολύ δυνατή και πως η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον έτρεφε τις καρδιές τους.

   Όταν έπεσαν για ύπνο, η ατμόσφαιρα μύριζε ακόμη κέδρο και αγριοκερασιά κι η φωτιά έκαιγε στο τζάκι, μια και κατά το συνήθειο ένα μεγάλο κούτσουρο την κράταγε αναμμένη για να εμποδίζει, όπως πίστευαν, τους καλικάντζαρους να μπουν από την καμινάδα και να μαγαρίσουν το σπίτι και τα γιορτινά φαγιά, τα οποία είχαν ετοιμαστεί για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι!

   Τούτη τη βραδιά, ενώ το χιόνι συνέχιζε να πέφτει απαλό στη σιγαλιά της νύχτας, στο σπίτι τους βασίλευε θαλπωρή, αγάπη κι ελπίδα.

   Ξημέρωναν Χριστούγεννα! 

   Σημείωση: Το ανωτέρω διήγημα γράφτηκε με αφορμή τη γιορτή, η οποία διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο και την Τοπική Κοινότητα Ροδαυγής την παραμονή της Πρωτοχρονιάς (31-12-2015) για παιδιά και αναγνώστηκε, πριν τη βιωματική αναπαράσταση του εθίμου του παντρέματος της φωτιάς και την έλευση του Αι-Βασίλη που τους μοίρασε δώρα. http://rodavgiartas.blogspot.gr/2016/01/blog-post_5.html#more

 

Σχόλια:

Βάσω Κίτσου: Υπέροχο, Γιώτα μου!!! Καλά Χριστούγεννα σας εύχομαι με υγεία και κάθε καλό.

Παναγιώτα Σμυρλή: Παναγιώτα μου, σ' ευχαριστούμε γι' αυτό το υπέροχο διήγημα, αλλά και για το έθιμο που εμένα τουλάχιστον μου ήταν άγνωστο. Δρυίδες, αρχαιοελληνισμός, παγανιστικά όμορφα έθιμα που αναδεικνύουν την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να κρατηθεί από μια αόρατη κλωστή που αποκαλείται πίστη. Χρόνια πολλά, αγαπημένη μου.

Διαμάντω Κίτσου: Χρόνια πολλά, Γιώτα, με υγεία και πολλές ακόμη πνευματικές δημιουργίες!!! Υπέροχο το διήγημά σου που μου ανέσυρε μνήμες από το στόλισμα του δένδρου των παιδικών μου χρόνων! Σε ευχαριστούμε!!!

Ιωάννης Δαλάπας: Υπέροχο, Παναγιώτα. Υπέροχες αναμνήσεις. Πάντα επίκαιρη. Χαρούμενα και ευτυχισμένα γενέθλια Χριστούγεννα.

Γιάννης Καραμπούλας: Καταπληκτικό το διήγημά σου! Ταξίδι στις παραδόσεις μας, αξέχαστες αναμνήσεις! Πάντα δημιουργική και με έμπνευση εύχομαι! Χαρούμενες γιορτές! Με υγεία, αγάπη και αισιοδοξία! Γιορτές… με πολλές μυρωδιές και γεύσεις … κυρίως από ζωή!

Ειρήνη Φράγκου: Τι συμβαίνει και, ενώ δεν έζησα τέτοια παιδικά χρόνια, αυτά τα διηγήματα μιλούν στην καρδιά μου, τα λατρεύω; Μακάρι να έβρισκα κι άλλα!  Γι’ αυτό αγαπώ ιδιαίτερα και «Το χάσικο ψωμί». Σ' ευχαριστώ πολύ.

Αναστασία Ζήκου: Υπέροχο το ταξίδι σου στην παράδοση!!! Ευχάριστες χριστουγεννιάτικες ημέρες, ξορκίζοντας κάθε...κακό!

Ευάγγελος Αυδίκος: Καλό!

Θεόδωρος Θανόπουλος: Υπέροχο νοσταλγικό και "μαθησιακό"!... Συγχαρητήρια!... Κυρία Γιώτα...

Δημήτρης Παπανικολάου: Παναγιώτα, χρόνια πολλά, με υγεία και πάντα δημιουργική.
Σήμερα κατάφερα να διαβάσω το Χριστουγεννιάτικο διήγημά σου.
"Με ταξίδευσες στα χρόνια της παιδικής ηλικίας - της μόνης αληθινής πατρίδας - και του μικρού συνοικισμού που γεννήθηκα. Τότε που υπήρχε χρόνος για ό,τι συνέδεε τους ανθρώπους με τη  φύση και μέσω των εορτών, έθιμα και παραδόσεις λειτουργούσαν παρηγορητικά και ευφρόσυνα. 
Κάθε καλό και τη νέα χρονιά.
με πατριωτικούς χαιρετισμούς
Δημήτρης