Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Χαριτωμένη συντροφιά, (16-1-2016)

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Η ΡΟΔΑΥΓΗ", αρ. φύλλου 145, σ. 1.

Προσωπική σελίδα μου στο fb, 24-12-2021

Εφημερίδα "Ηχώ της Άρτας", 25-12-2021, σ. 1.

 

      Είχε πολύ κρύο εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων. Λίγο, μάλιστα, πριν νυχτώσει άρχισαν να πέφτουν αραιές κι ύστερα από λίγο πολύ πυκνές οι νιφάδες του χιονιού. Τα παιδιά, η Ευανθία, ο Σπύρος κι η Χαρίκλεια, κοιτούσαν πίσω από τα τζάμια των παραθύρων, τα οποία θόλωναν από το ζεστό χνώτο τους κάθε που τα πλησίαζαν, για να τις παρατηρήσουν καλύτερα. Τους άρεσαν πολύ τούτες οι λευκές πεταλούδες που ’ρχονταν από ψηλά, για να στολίσουν το χειμωνιάτικο τοπίο και πάντα θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο έπεφταν απαλά δημιουργώντας έναν λευκό μανδύα. Με μεγάλη τέχνη γινόταν, άλλωστε, αυτό, αφού όσα σημεία έμεναν ακάλυπτα, δημιουργούσαν ποικίλες φωτοσκιάσεις, οι οποίες συμπλήρωναν τον πίνακα που ζωγράφιζε η φύση!

      Έξω το χιόνι κάλυπτε κατά την προτίμησή του ό,τι έβρισκε στον δρόμο του κι η νύχτα, παγερή, έκρυβε από τα μάτια τους ό,τι το χάραμα θ’ αντίκριζαν! Κι έμοιαζαν, τόσο το χιόνι όσο κι η νυχτιά, με τον ζωγράφο που δεν αποκαλύπτει τα στάδια δημιουργίας κάποιου έργου του, αλλά το δείχνει προς θαυμασμό όλων, αφού βάλει και την τελευταία πινελιά του.

      Μέσα στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, όπου διαβιούσε η οικογένειά τους τις περισσότερες ώρες της μέρας, εκείνο το βράδυ επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα και αναμονή. Αλλά μαζί μ’ αυτά κυριαρχούσε, ή μάλλον βασίλευε, και κρύο! Το τζάκι, μοναδική εστία θέρμανσης, με τα παράθυρα και τις πόρτες να μπάζουν αέρα, έκανε ό,τι δύνονταν* για να τους ζεστάνει.  

      Η μητέρα τους είχε ετοιμάσει τα καθιερωμένα εορταστικά ψωμιά, καθάριο και μπομπότα, πάνω στα οποία είχε σχηματίσει με κύπελλο βελανιδιού και δαχτυλήθρα διάσπαρτα στρογγυλά σχήματα, τα λεγόμενα κατσίκια, όλα σύμβολα αφθονίας και προκοπής! Ανάμεσα σ’ αυτά είχε κάνει και τσιμπιές με πιρούνι, για να βγαίνουν τα μάτια όσων κοίταζαν κακόβουλα το σπίτι! Και φυσικά, είχε ετοιμάσει τα φαγητά για την άλλη μέρα, τα οποία γαργάλιζαν τη μύτη όλων με τις γιορτινές μυρουδιές τους.

      Τα παιδιά, αφού κατά το συνήθειο στόλισαν το κέδρινο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το καμάρωναν από απόσταση, αφού τοποθετημένο σε μια άκρη του δωματίου βρισκόταν μακριά από την αναμμένη εστία. Η οικογένεια, όπως και τ’ άλλα βράδια, μαζεύτηκε γύρω της κι ο καθένας πλησίαζε ή απομακρυνόταν κατά περίπτωση απ’ αυτήν ανάλογα με την ένταση της φλόγας. Για να προστατεύσουν το πίσω μέρος του κορμιού τους, μάλιστα, συνήθιζαν ν’ αρμαθιάζουν σε διάταξη πετάλου τις υπάρχουσες καρέκλες πάνω στις οποίες τοποθετούσαν ένα κόκκινο χράμι, για να κόβει το κρύο. Τούτο το αυτοσχέδιο ανάχωμα, το οποίο κατασκευαζόταν κάθε μέρα κατά το σούρουπο αποκλειστικά από τα παιδιά, έμοιαζε με κείνα τα παιχνίδια που τα παιδόπουλα χαίρονται επαναληπτικά, σχεδόν ιεροτελεστικά, να παίζουν! Πόσο μάλλον που ετούτο είχε και χρηστικό χαρακτήρα.

      Καθισμένοι, λοιπόν, μπροστά από τον ιδιότυπο κόκκινο θρόνο τους, απέναντι από τη φωτιά, θύμιζε τούτη η εικόνα βωμό, όπου η οικογένεια προσευχόταν στους εφέστιους θεούς κι ευχόταν υγεία, μακροημέρευση και προκοπή! Κι αν έβλεπε κανείς τούτη την ομήγυρη με ελεύθερο νου θα ’λεγε χωρίς άλλο πως δεν απέχει από το να είναι το ίδιο ιερή, σχεδόν θεία, αφού τα μέλη της οικογένειας ήταν όλα εκεί κι, εκτός από τη σχετική ανέχεια, την οποία αντιπάλευαν με τον καθημερινό μόχθο, ένιωθαν ευτυχείς κι αγαπημένοι έχοντας υιοθετήσει, ίσως κατ’ ανάγκη, την άποψη πως ευτυχής δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που αρκείται στα λίγα! 

      Ανάμεσα, λοιπόν, στα λίγα που πολλά λογιούνταν, ήταν κι η συντροφικότητα, την οποία με κάθε τρόπο απολάμβαναν. Το λιτό φαγητό, οι ατέρμονες συζητήσεις κι οι αφηγήσεις που τραβούσαν σε μάκρος, έδιναν με τον τρόπο τους τον τόνο της γιορτής ακόμα και τις μέρες που δεν υπήρχε. Διότι η επικοινωνία, το άγγιγμα της ψυχής εκείνων που αγαπιούνται, δεν μπορεί παρά να ’ναι γιορτή και εκλεκτή σχόλη. Πόσο, μάλλον, που αυτή η νυχτιά ήταν γιορτινή και μεγάλη γιορτή θα ξημέρωνε.

      Έτσι, μετά το καθιερωμένο πάντρεμα* της φωτιάς, κατά το οποίο εύχονταν να φέρει η καινούργια χρονιά που πλησίαζε «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς» ή «Αρνιά, κατσίκια, γρόσια και φλουριά, νύφες και γαμπρούς», ακολούθησε το λιτό σαρακοστιανό δείπνο. Ροδοψημένες πυρομάδες* συνοδευμένες με σύκα ξερά και σούμπρα,* τα οποία γλύκαιναν σχεδόν ερωτικά τους γευστικούς κάλυκες, ενώ οι μυρουδιές από τα γιορτινά φαγητά συνέχιζαν να πολιορκούν επίμονα τα ρουθούνια και τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες.

      Με τόσες μυρουδιές διάχυτες, ενώ όλοι γεύονταν το ψωμί και τους ξηρούς καρπούς, η Χαρίκλεια που περίμενε πώς και πώς τα Χριστούγεννα, τα οποία θα έδιναν τέλος στα σαρακοστιανά φαγιά, δεν άντεξε κι είπε σχεδόν ικετευτικά:

      -Μανούλα, δεν κόβεις ένα μικρό κομματάκι από τα ωραία λουκάνικα που έφτιαξες, αφού λίγες ώρες απομένουν για τα Χριστούγεννα;

      -Όχι, αγάπη μου, όχι! Δεν έχουμε πει πως, αν δεν φτάσει η Παναγία με τον νεογέννητο Χριστούλη, δεν τρώμε τίποτα αρτύσιμο;

      -Ε! Ναι! Μα, όπου να ’ναι φτάνει! Νομίζω, μάλιστα, πως έχει αργήσει κιόλας!

      -Όχι, όχι. Δεν έχει αργήσει! Δεν έχουμε πει πως θα φτάσει κοντά στο χάραμα, μια κι ο καιρός είναι κακός και το γαϊδουράκι που την κουβαλάει είναι κουτσό και δεν μπορεί να βαδίσει γρήγορα;

      -Αμάν, είπε η μικρή και σηκώθηκε όρθια, σχεδόν αγανακτισμένη. Κάθε χρόνο κουτσό γαϊδουράκι της δίνουν; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό! Αν η Παναγία τραβάει τέτοιες ταλαιπωρίες χειμωνιάτικα, τι θα κάνουν όλοι εκείνοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα! 

      -Κι όμως, Χαρικλάκι μου, κι όμως! Με το κουτσό γαϊδουράκι θα ’ρθει κι όπως κάθε χρόνο θα φτάσει στην ώρα της! Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που δεν θα ’ρθουν ούτε αυτά τα Χριστούγεννα, πρόσθεσε η μητέρα, όχι μόνο για ν’ αλλάξει κουβέντα, αλλά κι επειδή από το πρωί σκεφτόταν επίμονα τον αδελφό της που ’χε στην ξενιτιά.

      -Ποιοι, μανούλα, ποιοι είναι αυτοί που δεν θα ’ρθουν, είπαν και τα τρία παιδιά με μια φωνή.

      -Να, όλοι εκείνοι που ’ναι στην ξενιτιά κι ανάμεσα σ’ αυτούς, δεν πιστεύω να μην το θυμάστε πως βρίσκεται εκεί, ο αδελφός μου και θείος σας, ο Χρήστος!

      -Ναι, μανούλα! Πώς δεν θυμόμαστε! Ξεχνιούνται κάτι τέτοια; Μόνο που δεν τον έχουμε γνωρίσει! Η φωτογραφία εκεί στον τοίχο μέσα στη σκαλιστή κορνίζα δείχνει πως είναι όμορφος! Αλλά, γιατί δεν έρχεται; Τι κάνει εκεί στην ξενιτιά τόσα χρόνια; 

      -Αχ, αγάπες μου! «Τα ξένα παίνα* τα και μην τα περπατήσεις», αλλά και «Οπού ’χει στα ξένα καρτερεί, στον χάρο δεν παντέχει*», έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου, η γιαγιά Φροσύνη, και θαρρώ πως είχε δίκιο. Τι εκεί στην ξενιτιά όποιος πάει ή από τα κάλλη και τα πλούτη της θα μαγευτεί και δε θα ματαγυρίσει ή από αρρώστια ή άλλη συμφορά, μακριά από τον τόπο και από τους δικούς του θα χαθεί! Κι όσοι πίσω θα ’χουν μείνει, θα ζουν με μόνιμη απαντοχή πως κάποια μέρα θα γίνει η πολυπόθητη επιστροφή του!

      -Α! Μπορεί όλααα αυτά να συμβούν, είπε με θαυμασμό ο Σπύρος. Κι έλεγα κι εγώ, άμα μεγαλώσω, να φύγω να πάω εκεί, να καζαντίσω και πάλι πίσω να ’ρθω με γρόσια και φλουριά, όπως λέει κι η ευχή μας στο πάντρεμα της φωτιάς, κι όλοι μαζί εδώ να ζήσουμε καλύτερα!  

      -Μην το ξαναπείς αυτό, αγόρι μου! Μην το ξαναπείς! Γιατί άλλο να το σκέφτεσαι κάτι κι άλλο να το ζήσεις. Λες πως τυχαία γεννήθηκαν οι στίχοι «Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, / τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα»; Ναι, αγόρι μου, βαρύτερα είν’ τα ξένα!

      Ο πατέρας, όσο η μητέρα συζητούσε με τα παιδιά, άκουγε και κοιτούσε αμίλητος και συλλογισμένος τις πύρινες γλώσσες που έγλυφαν λαίμαργα τα ξερά ξύλα στο τζάκι και τα καταβρόχθιζαν αισθαντικά λες, όπως το θεριό το θήραμά του, σκορπώντας ζέστη και γλυκιά θαλπωρή. Όχι, δεν ήταν που δεν είχε τίποτα να πει. Αντιθέτως! Απλά εκείνη τη στιγμή κατέκλυσαν τη σκέψη και την ψυχή του μνήμες, ερωτηματικά και διλήμματα από τη δική του εμπειρία στην ξενιτιά, όταν πριν χρόνια πήγε κει, για ν’ αναζητήσει την τύχη του. Η μοναξιά που ένιωσε όμως, κι ο έρωτας που από παιδί σχεδόν ένιωθε για την όμορφη Μαριώ, γυναίκα του και μάνα των παιδιών του, τον έκαναν να επιστρέψει και ποτέ δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. Μπορεί στον τόπο του να μην απόκτησε τα πλούτη, τα οποία του υποσχόταν η ξενιτιά, αλλά ένιωθε ευτυχής, γιατί με τον ιδρώτα του προσώπου του πάλευε και κατάφερνε να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την οικογένειά του. Και φυσικά, τίποτα πλέον δεν ήταν πιο σημαντικό και τίποτα δεν τον έκανε πιο ευτυχισμένο από τα τρία αγγελούδια του και την αγάπη της ζωής του, τη Μαριώ!  

      -Ε, πατέρα, πες μας και συ κάτι! Τι έπαθες και τίποτα δε λες απόψε; Έλα, πες μας, απευθύνθηκαν αιτητικά τα παιδιά κι η σύντροφός του τού ’γνεψε καταφατικά κοιτώντας τον ερωτικά με τα μεγάλα της μάτια. Του χαμογέλασε κιόλας, σχεδόν συνωμοτικά, με κείνο το χαμόγελο που ποτέ δεν λησμονούσε κι ήταν μόνιμος πειρασμός όσο βρισκόταν στην ξενιτιά. Άλλωστε, η ώρα απαιτούσε αφηγήσεις και άλλα όμοια, μια κι ακόμα και το Χαρικλάκι που ορεγόταν τα λουκάνικα είχε ξεχαστεί. Τόση γοητεία είχαν ασκήσει πάνω της η ιστορία με το κουτσό γαϊδουράκι της Παναγιάς κι όσα με την ξενιτιά και το θείο Χρήστο σχετίζονταν. Τώρα, είχε έρθει η ώρα του πατέρα να ιστορήσει, έτσι, όπως μόνο αυτός το γνώριζε.

      -Εντάξει, παιδιά μου! Συμπαθάτε με που τόσην ώρα μένω αμίλητος, αλλά με συνεπήραν οι θύμησες και με γιόμισαν χαρμολύπες! Και πάλι σας λέω συμπαθάτε με και μέρα που ’ναι, έτσι για τα χρόνια που ’ζησα στην ξενιτιά, για τον θείο Χρήστο που τον καρτερούμε από κει να ’ρθει και μια κι αύριο είναι η γιορτή του, δεν θα σας πω ιστορίες.

      -Αχ, πατέρα, γιατί;

      -Να, γιατί θα σας πω κάτι άλλο! Ένα τραγούδι!

      Με τα μάτια των παιδιών ορθάνοιχτα και με τη σύντροφό του να τον κοιτά όλο αγάπη, ο Στέλιος άρχισε έναν σκοπό της ξενιτιάς, σκοπό λυπητερό, γιομάτον παράπονο:

Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω, 
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ, τους λέω εγώ δεν ξέρω.
Βαστάξτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, 
τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν, 
με πήραν τα γεράματα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Και τώρα για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, 
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Πααίνουν* ανύπαντρα παιδιά κι έρχονται γερασμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος, 
ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μάνα απ’ το παιδί, και το παιδί απ’ τη μάνα, 
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.    

      Με τα βλέμματα όλων να κρέμονται από τα χείλη του, τα οποία έμελπαν με μύχιο πόνο τους καημούς της ξενιτιάς, και με τον απόηχό της στην ψυχή τους πήγαν για ύπνο όλοι εκείνο το βράδυ, ενώ η επιθυμία για απαγορευμένα φαγητά είχε καταλαγιάσει κι η Παναγιά συνέχιζε το επίπονο ταξίδι της μέσα στη νύχτα με το κουτσό γαϊδουράκι! Όπου να ’ταν θα ’φτανε!  

 

  Γλωσσάρι 

δύνονταν > ἐδύνατο > δύναμαι ( = μπορώ)

πάντρεμα της φωτιάς (το) μαγική πράξη ευγονίας

πυρομάδα (η) ροδοψημένη φέτα ψωμιού

σούμπρο (το) το βρώσιμο μέρος του καρυδιού

παίνα να επαινείς

παντέχει αναμένει, περιμένει

πααίνουν πηγαίνουν 

 

Σχόλια

 

Άντα Μιχαλοπούλου - Καραμάνου: Εξαιρετικό διήγημα, με λογοτεχνική δομή, ζωντανές εικόνες, αξιοθαύμαστα πλούσιο λεξιλόγιο και

λαογραφικές αναφορές. 'Υμνος στην δεμένη κι αγαπημένη οικογένεια, όπου η αγάπη είναι αυτοσκοπός και οι δυσκολίες την δυναμώνουν.

Καλά Χριστούγεννα να περάσετε κυρία Γιώτα, με πολλή αγάπη και χαρά στο σπιτικό σας!     

Εγώ:  Ευχαριστώ από καρδιάς για τα ξεχωριστά λόγια σας! Χαίρομαι που απολαύσατε τη γραφή μου και τα νοήματά της! Να είστε καλά και

να περάσετε με ζεστασιά στην ψυχή και με ζεστές παρουσίες την αυριανή μέρα κι όλο το Δωδεκαήμερο!        

 

Σοφία Ευθυμίου: Τέλειο το διήγημα σου και πόσο δυνατό για να γλυκάνει την πίκρα των ημερών μας!!!

 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος: «Ολοζώντανο» το διήγημά σου, Γιώτα! Όσοι πανομοιότυπα μεγαλώσαμε με αυτές τις αρχές της

οικογένειας και γύρω από το τζάκι, τα χειμωνιάτικα γιορτινά βράδια ήταν ξεχωριστά! Η περισυλλογή του πατέρα και το τραγούδι του, μου θυμίζει

τη γιαγιά μου, που, ειδικά τέτοιες μέρες την έβλεπα σκεπτική. Κι όταν κάποτε τη ρώτησα, όπως η Μαριώ και τα παιδιά στο διήγημά σου, τα μάτια

της έτρεξαν και άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα αγρό τραγούδι! Γι’ αυτή την εικόνα και οι στίχοι στο ποίημα μου «στο σπίτι μου το πατρικό»:

«Κι απ’ τη χαρά της μάζωξης / στο τζάκι τ’ αναμμένο, / ένα κομμάτι έλειπε / για τον ξενιτεμένο».

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Εγώ: Πολύ σ' ευχαριστώ, Νίκο μου! Είναι σπουδαίο να συνδέονται οι άνθρωποι μέσω των κειμένων, τα οποία γίνονται αφορμή, όχι σπάνια,

για επικοινωνία, για θύμησες, για διδαχή,..., και τόσα άλλα! Καλά Χριστούγεννα, με φως στις καρδιές του καθενός και στον κόσμο που μας

περιβάλλει!

 

Μίμης Σκαναβής: Ω! Τι ευχάριστο το διήγημα σου. Κάλυψες όλες τις πτυχές του διηγήματος σου κα Πσναγιώτα!! Με γύρισες στα παιδικά μου

Χρόνια. Απλότητα, ταπεινότητα και σεβασμός!!

Εγώ: Να είστε καλά, κ. Σκαναβή! Χαίρομαι που ευχαριστηθήκατε, διαβάζοντας το διήγημά μου, το οποίο σας ξύπνησε ξεχωριστές μνήμες!

Καλά Χριστούγεννα!

 

Διαμάντω Κίτσου: Υπέροχο το επίκαιρο διήγημά σου, Γιώτα, με την τόσο γλαφυρή αφήγησή σου, που ξυπνά παιδικές μνήμες από την

παραμονή των Χριστουγέννων, με εκείνη την οικογενειακή θαλπωρή γύρω από το τζάκι, τις ετοιμασίες, την εορταστική ατμόσφαιρα και το

σεβασμό στην παράδοση! Συγχαρητήρια!!! Καλά Χριστούγεννα με υγεία και χαρά!

Εγώ: Αγαπητή Διαμάντω, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ! Είναι χαρά μου τα όσα γράφεις και είναι υπέροχη η κοινή αντίληψη που απορρέει από

παραπλήσιες μνήμες! Να είσαι καλά και ν' απολαύσεις ό,τι ευγενές και όμορφο κομίζουν οι γιορτές! Καλά Χριστούγεννα!

 

Χρήστος Αποστόλου: Όμορφο!!! Καλά Χριστούγεννα!

 

Ξανθή Παπακανέλλου: Συγκλονιστικό κείμενο..αξίες διαχρονικές και αναλλοίωτες... Συγχαρητήρια, κ. Παναγιώτα Π. Λάμπρη. Σας

ευχαριστούμε!!! Καλή αυριανή!

 

Δήμητρα Ζαχαρή: Πόσο υπέροχο, πόσο όμορφο το διήγημά σου, Παναγιώτα!! Να είσαι καλά να γράφεις και να μας ταξιδεύεις με πλούτο

συναισθημάτων! Χρόνια Πολλά και Καλές Γιορτές!!

 

Αγάθη Βαρμάζη: Υπέροχο! Υπέροχο και συγκινητικό! Χρόνια πολλά, Παναγιώτα! Καλά Χριστούγεννα!

 

Γιάννης Καραμπούλας: Εξαιρετικό διήγημα, Παναγιώτα! Μας ταξίδεψες στη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, που λίγο ή

πολύ όλοι έχουμε βιώσει. Να είσαι καλά και να μας επιφυλάσσεις πολλά αντίστοιχα ταξίδια! Χρόνια πολλά και καλές γιορτές, χαρούμενες και

ευτυχισμένες, με υγεία, αγάπη και αισιοδοξία!

Εγώ: Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ, Γιάννη! Χαίρομαι που ευχαριστήθηκες το "ταξίδι" κι έγινες συνοδοιπόρος μου! Κι εσύ να είσαι καλά και να περάσεις

όμορφα το Δωδεκαήμερο με τους αγαπημένους σου!

 

Κωνσταντίνος Νικολόπουλος: Υπέροχο Παναγιώτα!!!Επί γης Ειρήνη, αγάπη, ζεστασιά και φως στις καρδιές των ανθρώπων. Ας μείνουμε ο

εαυτός μας σε ένα κόσμο που χάνεται κι ας προσφέρουμε ότι καλύτερο και καθαρότερο έχουμε στην ψυχή μας ως αντίδωρο, όπου χρειάζεται...

Καλά Χριστούγεννα σου εύχομαι!!

Εγώ: Σ' ευχαριστώ από καρδιάς, Κώστα! Συμφωνώ πως οφείλουμε να μείνουμε ο εαυτός μας και να μην αλλοτριωθούμε στη ρύμη των καιρών!

Χριστούγεννα της αγάπης και της χαράς εύχομαι για σένα και τους οικείους σου! Χρόνια πολλά!

 

Μιχάλης Δημητρίου: Υπέροχο! Καλές γιορτές!

 

Αγγελική Μάνου: Εξαιρετικό!!!

 

Μαρία Λιόπα: Εικόνες που ζήσαμε, ιστορίες που ακούσαμε γύρω από το τζάκι, ξαψαλιστό ψωμί που χόρταινε την πείνα μας και γλυκιά προσμονή

της Άγιας νύχτας. Πόση χαρά και τι ευτυχία πλημμύριζε τις παιδικές μας ψυχές! Τι νοσταλγία μας ξυπνήσατε κα Παναγιώτα με την όμορφη

εξιστόρησή σας! Καλά Χριστούγεννα!!!

Εγώ: Καλημέρα και χρόνια πολλά! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Χαίρομαι για το ξύπνημα της μνήμης και τη μέθεξη! Να είστε καλά!

 

Λευτέρης Τσιρώνης: Επιδοκιμαστική αγκαλιά (εικόνα).

 

Ευαγγελία Κολιομάρου: Γιώτα μου, με την τόσο όμορφη αφήγηση με ταξίδεψες στα Χριστούγεννα των παιδικών χρόνων μου!!! Σε ευχαριστώ!!

Και θυμήθηκα και το έθιμο με το άκραντο νερό!!! Θα το θυμάσαι!!!! Σου εύχομαι χαρούμενες γιορτές!!!

Εγώ: Καλημέρα, Ευαγγελία μου, και χρόνια πολλά! Πολύ χαίρομαι για όσα μου έγραψες! Εννοείται πως το θυμάμαι το αμίλητο νερό! Και γι' αυτό

έχω γράψει! Να είσαι καλά και να περάσεις όμορφα το Δωδεκαήμερο!

Ε. Κ.: Χρόνια Πολλά, Γιώτα μου!!! Εγώ θυμήθηκα ακριβώς την έκφραση της γιαγιάς μου: ακραντο νερό!!!!

Εγώ: Ναι, και άκρεντο!

 

Μαντώ Κάτσιου: Καλώς να ρθει η Παναγία με το κουτσό γαιδουράκι. Να φέρει χαρά και απαντοχή σε όλους μας. Καλά Χριστούγεννα,

Παναγιώτα!

 

Μάρκος Σκληβανιώτης: Όμορφο διήγημα!!!

 

Παναγιώτα Κυρτσούδη: Σε ευχαριστώ, Γιώτα μου, που μου έστειλες το διήγημά σου. Με μετέφερε νοερά στο χριστουγεννιάτικο πνεύμα και

παράλληλα μου έκανε γνωστές παραδόσεις του τόπου σου. Κάπου εκεί μέσα αναγνώρισα εσένα και την οικογένειά σου. Η νοσταλγία σου για

εκείνα  τα χρόνια είναι ολοφάνερη. Σου εύχομοι μέσα από την καρδιά μου να βρεις λίγη από εκείνη τη μαγεία και στα τωρινά Χριστούγεννα.

 

Ελένη Καρανίκα: Διάβασα το διήγημά σου και πολύ με άγγιξε!

 

Βασίλης Μαλισιόβας: Αγαπητή Παναγιώτα, Ευχαριστώ θερμά τόσο για το υπέροχο διήγημα (το οποίο προώθησα στο Δίκτυό μου), όσο και για

τις όμορφες ευχές! [...]

 

Δήμητρα Κουτρουμάνου: Το όμορφο διήγημά σου ανακάλεσε στη μνήμη μου βιώματα " ξεχασμένα" με τα χρόνια στου μυαλού τα βάθη. [...]

 

Θεοδώρα Γιολδάση: Υπέροχο διήγημα με την προσμονή των Χριστουγέννων και των ξενητεμένων. Χρόνια πολλά, Γιώτα, καλές γιορτές!

Αγαπώ τη γραφή σου!

 

Παναγιώτης Χαλούλος: Καλημέρα, Παναγιώτα, χρόνια πολλά! ⭐ Ευχαριστούμε για άλλη μια φορά για το όμορφο λογοτεχνικό σου

δημιούργημα, με τις μνήμες παλιών παιδικών εορταστικών στιγμών, σε εποχές φτωχικές, όταν το μόνο που μπορούσαμε να έχουμε και να

πιστεύουμε ήταν πράγματι "πως ευτυχής δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που αρκείται στα λίγα!", αντίθετα από τις σημερινές

αντιλήψεις της εποχής της αφθονίας (που ούτε η περίοδος της οικονομικής κρίσης που περάσαμε στην εποχή μας δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει

- και "δυστυχής" αισθάνεται όποιος δεν μπορεί να ακολουθήσει την τάση της εποχής!...)

Εγώ: Όμορφη μέρα, Παναγιώτη, και χρόνια πολλά! Σ' ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου! Συμφωνώ με ό,τι γράφεις για το σήμερα και στ' αλήθεια,

νιώθω τυχερή που έζησα τον πλούτο της φτωχικής ζωής! 

 

Βάσω Κίτσου: Χρόνια Πολλά, Γιώτα μου! Με συγκίνησε το αφήγημα σου! Να είσαι πάντα καλά και να μας χαρίζεις για πολύ ακόμα καιρό τα

όμορφα δημιουργήματα σου!

 

Θεόδωρος Θανόπουλος: Εξαιρετικό, κ. Γιώτα!.. Αφήγημα, γλαφυρής περιγραφής, θύμησης κι αναπόλησης... με το τραγούδισμα της πικρής,

άχαρης και θλιβερής ξενιτιάς.

«Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω, μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι,
να πάρει ο γιος στη στράτα του στης ξενιτιάς το δρόμο.
Με δάκρυα βάζει το νερό, με πόνους το ζυμώνει
και με τα αναστενάγματα βάνει φωτιά στο φούρνο.
Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις,
για να διαβεί η συντροφιά κι ο γιος μου να μη φύγει.»

(Πολυφωνικό Ηπείρου)

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!...

 

Λευτέρης Τσιρώνης: Χρόνια σου πολλά και κάθε καλό στο σπιτικό σου, Γιώτα. Δάκρυσα μόλις το διάβασα. Σε ευχαριστώ!!

 

Ντίνα Ζήδρου: Χρόνια πολλά! Πάντα υγιής και δημιουργική! Υπέροχο!

 

Παναγιώτα Σμυρλή: Παναγιώτα μου, τόση ομορφιά στον λόγο σου, εικόνες οικείες, λέξεις μεστές, νοήματα που θάλλουν. Σ' Ευχαριστούμε.

Εγώ: Σ' ευχαριστώ από καρδιάς που το διάβασες και χαίρομαι που σου άρεσε, Παναγιώτα! Να είσαι καλά! Ευοίωνο να είναι το 2022 για σένα και

τους αγαπημένους σου! 

Π. Σ.: Επίσης, Καλή μου. Διαβάζω τα πάντα, γιατί εκτιμώ απεριόριστα τη γραφή σου κι εσένα ως άτομο. Αυτά πάνε πάντα μαζί.