Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

 

"Το μοίρασμα", (2-3-2017)

 

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Η ΡΟΔΑΥΓΗ", Ιανουάριος - Μάρτιος 2017, αρ. φύλλου 146, σ. 1.

Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2019, Ετήσια Λογοτεχνική Έκδοση του Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.), τ. 5ος, Αθήνα 2020, σ. 148.

 

   -Ξύπνα, κόρη μου, ξύπνα! Μεγάλη Πέμπτη σήμερα! Πρέπει να πας στην εκκλησιά για τα κόλλυβα! Σήκω, χτύπησε κι η δεύτερη καμπάνα!

  -Αμέσως, μανούλα! Αμέσως! Σε λίγα λεπτά θα ’μαι έτοιμη!

   Σε λίγα λεπτά, πράγματι, ήμουν! Φίλησα τη μάνα μου κι εντός ολίγου έφτασα στον ναό της Αγίας Παρασκευής. Έριξα κέρμα στο παγκάρι, πήρα κεράκι, το άναψα, κι ασπάστηκα την εικόνα της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκονταν αντίκρυ. Κατόπιν, περνώντας ανάμεσα από τις γυναίκες, κατευθύνθηκα στο μπροστινό μέρος του δεξιού κλίτους, για να βλέπω τον ιερέα κάθε που έβγαινε στην Ωραία Πύλη και, κυρίως, για να παρατηρώ τα κόλλυβα! Όχι μόνο τα δικά μας, αλλά όλων των γυναικών, οι οποίες, όπως και η μάνα μου, τα είχαν προσκομίσει, μέρα που ήταν, στη μνήμη αγαπημένων νεκρών.

   Οι γυναίκες, μόλις μ’ έβλεπαν να χώνομαι ανάμεσά τους, μου ’καναν χώρο να περάσω και κάποιες μου απηύθυναν ψιθυριστά τον λόγο.

   -Καλώς την! έλεγε η γερόντισσα κυρα - Ξενούλα.

   -Καλημέρα, απαντούσα και της φιλούσα το χέρι, ενώ εκείνη χάιδευε τα μαλλιά μου, δείχνοντας τα αισθήματα που έτρεφε για μένα.

   -Πού είσαι τσούπρα μου! ήταν η σταθερή προσφώνηση της θείας Λένης, ξαδέλφης της μάνας μου, η οποία με λάτρευε, και όπου κι αν τη συναντούσα αυτό μου ’λεγε και μ’ έκλεινε στην αγκαλιά της.  

   -Πάλι εσένα έστειλε η μάνα σου; Έσκυβε και μου ’λεγε στ’ αυτί, λες και κάτι άσχημο έβρισκε σ’ αυτό, η κάκω* Νάσιαινα. 

   -Ναι, κάκω, εμένα! Μ’ αρέσει να ’ρχομαι κι η μάνα μου δεν μου χαλάει το χατίρι, της απαντούσα.

   Αυτή η γυναίκα με θύμωνε λίγο, γιατί ένιωθα πως το «πάλι εσένα έστειλε η μάνα σου!» αποτελούσε μομφή για κείνη. Επειδή, όμως, με είχαν διδάξει οι γονείς μου πως πρέπει να προσπερνώ τα πικρόχολα σχόλια, σχεδόν αδιαφορούσα για τα δικά της,  και χαιρόμουν με όσα ζούσα κάθε φορά που πήγαινα τέτοια μέρα στην εκκλησιά, έχοντας την ευθύνη να τηρήσω το έθιμο των κολλύβων και του μοιράσματος, εντασσόμενη κάπως, παιδί εγώ, στον μυστηριακό κόσμο των γυναικών!

   Εκτός από τη χαρά του βιώματος, η θέαση των πορσελάνινων πιάτων και των μικρών εμαγιέ λιμπών με τη χρωματιστή ρίγα στο χείλος τους, όπου τοποθετούσαν τα κόλλυβα οι γυναίκες, με συγκινούσε ιδιαίτερα. Νογούσα βαθιά μέσα μου πως η παγκαρπία, την οποία προσκόμιζαν κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για όσους οικείους τους είχαν πορευθεί στο ανεπίστρεπτο, ήταν κάτι ανώτερο από ένα έθιμο. Συνιστούσε μια εκ βαθέων επικοινωνία μαζί τους, η οποία αποδείκνυε ταυτόχρονα πως δεν τους είχαν λησμονήσει. Ίσως, μάλιστα, κάποιοι κόμποι καυτών δακρύων, που κυλούσαν στις παρειές τους κατά την ετοιμασία των κολλύβων ή όταν ο ιερέας μνημόνευε το πλήθος των αποθανόντων, να έπεφταν στη γη και να έστελναν μήνυμα σε κείνους, όπως τα πολύ παλιά χρόνια, όταν οι αρχαίοι πρόγονοί μας στη γιορτή των Ανθεστηρίων, στην καρδιά της άνοιξης, όπως κι εμείς, θυμούνταν και τιμούσαν τους νεκρούς τους, καλώντας για λίγο τις ψυχές τους στον Πάνω Κόσμο! 

   Κάτι ακόμα που συνέπαιρνε την ψυχή μου ήταν ο μεγάλος αριθμός των περιεχόντων τα κόλλυβα σκευών, τα οποία ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης και μπροστά μέχρι τον πολυέλαιο κάτω από τον μεγάλο τρούλο. Και τούτο, διότι το όλο σκηνικό, πέραν του νοήματος που εξέπεμπε, είχε ξεχωριστή καλλιτεχνική αξία. Από τη μια, το σύνολο των απλωμένων στο δάπεδο πιατικών, τα οποία έφεραν στη μέση ή στην άκρη τους αναμμένο κερί, συνήθως σε σχήμα σπείρας, θύμιζαν μικρούς φωτισμένους τύμβους κι από την άλλη, κανενός το στόλισμα δεν επαναλάμβανε ίδια διακοσμητικά μοτίβα, αφού οι γυναίκες και σ’ αυτή την περίπτωση εξέφραζαν μια μορφή κληρονομημένης καλλιτεχνικής αντίληψης, την οποία διάνθιζε με το δικό της αισθητήριο η καθεμιά.

   Με το πέρας της θείας λειτουργίας και το ψάλσιμο των κολλύβων, ακολουθούσε η τελετουργική σχεδόν παραλαβή τους. Οι γυναίκες, μία μετά την άλλη, τα παραλάμβαναν, έσβηναν το κερί, πολλές με την άκρη των αργασμένων από τις χειρωνακτικές εργασίες δακτύλων τους, και κατευθύνονταν στην έξοδο του ναού, στο χαγιάτι, όπου έριχναν μέσα σ’ ένα μεγάλο ψάθινο κάνιστρο μέρος των κολλύβων. Το ίδιο έκανα κι εγώ, συνήθως τελευταία, γιατί η μητέρα μου, καθώς τα πήγαινε με το άκουσμα της πρώτης καμπάνας στην εκκλησιά, ενώ ακόμη δεν είχαν προσέλθει άλλες γυναίκες, έβαζε το πιάτο δίπλα από την Ωραία Πύλη, κάτω από την εικόνα του Χριστού, οπότε, για να φθάσω ως εκεί, έπρεπε να αποσυρθούν τα υπόλοιπα.

   -Καλημέρα, έλεγα χαμογελαστή στον υπεύθυνο για το θέμα επίτροπο, και χρόνια πολλά!

   -Καλημέρα, παιδί μου, χρόνια πολλά και καλή πρόοδο, απαντούσε, επίσης, χαμογελώντας.

   Τότε, πλησίαζα το πιάτο με τα κόλλυβα στο χείλος του κάνιστρου κι εκείνος, χρησιμοποιώντας ένα πιατέλο, έριχνε μέρος τους μέσα. Αμέσως, με το ίδιο, έριχνε στο πιάτο μου ως αντίδωρο, για συχώριο, λίγα από τα αναμεμειγμένα στο κάνιστρο κόλλυβα. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία, ακολουθούσε το μοίρασμα! Διαμοιράζονταν, δηλαδή, στο εκκλησίασμα το σύνολο των σμιγμένων κολλύβων μαζί μ’ ένα κομμάτι λειτουργιάς κι όλοι εύχονταν για τη συχώρεση των αποθανόντων.

   Η διαδικασία του μοιράσματος δεν σχετίζονταν μόνο με τους νεκρούς και τους ζώντες συγγενείς τους, αλλά είχε βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο, διότι εκτός από τη συνεύρεση και την επικοινωνία, την οποία καλλιεργούν τέτοια έθιμα, σε δύσκολες από άποψη επισιτισμού περιόδους αποτελούσαν αποκούμπι για πένητες και απόκληρους της ζωής. Το εξηγεί και το ότι κατά το παρελθόν είχε επικρατήσει η συνήθεια να προσκομίζονται πολλές φορές μέσα στον χρόνο κόλλυβα, τα οποία  διανέμονταν με τον ίδιο τρόπο.

   Εγώ, μόλις έφερνα εις πέρας την αποστολή μου, επέστρεφα ευτυχισμένη στο σπίτι, όπου με καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες και φιλιά η μάνα μου, ευχαριστώντας με που είχα πάει για τα κόλλυβα και, φυσικά, επειδή τα είχα καταφέρει.

   Μετά την απότιση τιμής στους νεκρούς, βάφαμε, σύμφωνα με το έθιμο, τα λαμπριάτικα αυγά, ενώ το βράδυ πηγαίναμε πάλι στην εκκλησιά, οικογενειακώς, για να παρακολουθήσουμε την τελετή της Σταύρωσης και για ν’ ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια! Ειδικά η Σταύρωση συγκλόνιζε την παιδική μου ψυχή! Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου το «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου/ ὁἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας. […]», όπως τότε το άκουγα. Το έχω ξανακούσει, αλλά από κανέναν ιερέα τόσο συγκλονιστικά, όσο από τον αείμνηστο παπα - Γιάννη Οικονόμου! Η φωνή του, καθαρή, δυνατή, δωρική, δημιουργούσε ρίγος στο κορμί κι έφερνε δάκρυα στα μάτια μου, όχι μόνο, όσο ήμουν παιδί, αλλά για όσα χρόνια τον θυμάμαι να ιερουργεί.

   Όταν αργότερα εντρύφησα στην αρχαία ελληνική τραγωδία, είπα πως ο παπα - Γιάννης, χωρίς να την έχει διδαχθεί, την έκανε μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο πράξη τα βράδια της Μεγάλης Πέμπτης, και όχι μόνο. Ως κορυφαίος τραγικού χορού, κρατώντας τον Σταυρό και κουβαλώντας τη μνήμη αρίφνητων προγόνων, εξέφραζε μέσω της φωνής και της κίνησής του την τραγικότητα του Ιησού και, φυσικά, του ανθρώπου. Και κατέληξα πως αυτό το υπέροχο δημιούργημα, η τραγωδία, δεν μπορούσε να γεννηθεί αλλού, παρά στην Ελλάδα, σ’ έναν τόπο δηλαδή, όπου οι άνθρωποι βιώνουν την τραγικότητα, όχι μόνο στην απέραντη θλίψη τους, αλλά και στην απροσμέτρητη χαρά τους, ζώντας πάντα με την αναμονή της κάθαρσης!   

Γλωσσάρι

κάκω, η θεία, γερόντισσα