Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Ο παππούς, (11-11-2017)

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Άπειρος Χώρα", Δεκέμβριος 2018, τ. 107, σ. 54.

"Λογοτεχνικά μονοπάτια" της Ομάδας "Ζωντανές - Νοσταλγικές Μνήμες Γυμνασίων Αιγίου" στο fb, 17-9-2021.

Προσωπική σελίδα μου στο fb, 4-10-2019 & 17-9-2021.

 

οὕς ἄν ἐράνους εἰσενέγκῃς τοῖς γονεῦσιν, τούς αὐτούς προσδέχου καί παρά τῶν τέκνων.

Θαλής*

   Ο παππούς πλησίαζε τα ενενήντα. Εδώ και λίγο καιρό φαίνονταν καθαρά πως είχαν ασθενήσει πολλές φυσικές λειτουργίες του. Τα πόδια του κινούνταν πιο αργά και χωρίς το μπαστουνάκι του δεν δυνόταν να κάνει ούτε δυο τρία βήματα. Και το πρωί, μέχρι να ξεμουδιάσει το κορμί του από τη νυχτερινή κατάκλιση, συχνά χρειαζόταν βοήθεια, την οποία του πρόσφεραν, όχι πάντα χωρίς μικρή έστω δυσανασχέτηση, ο γιος και η νύφη του. Ειδικά, η τελευταία, φαρμακόγλωσση από τη φύση της, δεν του χρωστούσε καλή κουβέντα.

   –Πάλι δεν μπορείς, του ’λεγε, και του ’πιανε απότομα το χέρι, για να σηκωθεί.

   Εκείνος δεν μιλούσε. Ποτέ δεν της αντιγύρισε λόγο. Τι, να βάλει σε αμάχη το αντρόγυνο;

   Αλλά και τα σπινθηροβόλα σαν του μελιού το χρώμα μάτια του είχαν χάσει κάτι από τη λάμψη τους, που κάποτε ήταν συνώνυμη με το κοφτερό μυαλό του, το οποίο, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, ακόνιζε διαβάζοντας κάθε μέρα την εφημερίδα του ή λίγες σελίδες από κάποιο βιβλίο που είχε πάντοτε δίπλα στο προσκεφάλι του. Τώρα, που και η όρασή του τον εγκατέλειπε σταδιακά και δεν μπορούσε να περνά μέρος του χρόνου του με το διάβασμα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, συνήθιζε να κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα από τη θύρα, όπου λιαζόταν. Αν τότε τύχαινε να τον καλημερίσει ή να τον καλησπερίσει κάποιος περαστικός συγχωριανός, του αντιγύριζε τον χαιρετισμό κι, αν κάποιος απ’ αυτούς είχε χρόνο, αντάλλασσε  και δυο κουβέντες μαζί του.

   Οι διαβάτες, ούτως ή άλλως, ήταν μια επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Ήταν και παρηγοριά. Στο σπίτι συνήθως ήταν αμίλητος. Με ποιον να κουβεντιάσει και σε ποιον ν’ ανοίξει την καρδιά του; Όσο, μάλιστα, περνούσε ο καιρός, του άρεσε όλο και πιο πολύ να αποστασιοποιείται από το παρόν, να βυθίζεται στο παρελθόν και ν’ αναπολεί την περασμένη του ζωή. Τότε, που έπιανε την πέτρα και την έστυβε, τότε, που αγκάλιαζε την καλή του και την έκανε να νιώθει γυναίκα! Εκείνη είχε γλιτώσει, σκεφτόταν. Άμποτε να ’ρθει κι η δική του ώρα. Να πάει να την ανταμώσει! Θα την ανταμώσει, όμως; Να το ερώτημα, το οποίο τον βασάνιζε! Άλλωστε, δεν πίστευε και πολύ σ’ όλα αυτά που μιλούσαν για την άλλη ζωή και τα τοιαύτα. Όπως και να ’χαν όλα τούτα τα μεταφυσικά, όμως, τη γυναίκα του την είχε χαρεί και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τη βλέπει ευτυχισμένη. Πίστευε, μάλιστα, πως το είχε καταφέρει. Έτσι, του μηνούσαν τα μαύρα της μάτια, που όμοια δεν είχε άλλη γυναίκα στον τόπο τους! Ακόμα κι όταν τη φίλησε για τελευταία φορά στο νεκροκρέβατό της, πίσω από τα ερμητικά κλεισμένα βλέφαρά της, αυτά τα μάτια έβλεπε! Τα μάτια που, όπως ακόμα έλεγε, δεν τα ξεχνούσε και κάποτε τον είχαν φέρει κοντά της.

   

   Μια μέρα, εκεί που καθόταν στην εξώθυρα, παρατήρησε πως υπάρχει  ιδιαίτερη κινητικότητα στο κάτω επίπεδο του σπιτιού, στο κατώι, το οποίο λειτουργούσε εδώ και χρόνια ως αποθήκη. Ο γιος και η νύφη του συγύριζαν και το συγύρισμα κράτησε για αρκετές μέρες. Εκείνοι δεν του ’λεγαν κάτι γι’ αυτό. Ούτε, βέβαια κι αυτός ρωτούσε. Είχε πάψει, άλλωστε, από καιρό να απευθύνει ερωτήσεις. Αν ήταν κάτι που τον αφορούσε, θα το μάθαινε. Και δεν άργησε πολύ αυτή η ώρα.

   –Καλημέρα, πατέρα, είπε καλοσυνάτα η νύφη του μια μέρα.

   Ασυνήθιστος ο γέροντας σε τέτοιες γλύκες, αντιχαιρέτησε, αλλά τον έζωσαν τα φίδια. Σε λίγο εμφανίστηκε χαρούμενος κι ο γιος του, ο οποίος έφερε τους πρωινούς καφέδες συνοδευμένους με φρέσκα μυρωδάτα κουλουράκια κανέλας, τα οποία γνώριζε πως ήταν η αδυναμία του πατέρα του. Αν ήταν άλλη στιγμή, θα είχε πάρει αμέσως ένα και θα το είχε βουτήξει στον ζεστό καφέ. Η ψυχή του, όμως, ήταν μαγκωμένη. Τέτοιο καλημέρισμα είχε καιρό να δεχθεί. Ούτε θυμόταν πια από πότε.

   Κάθονταν και οι τρεις γύρω από το τραπεζάκι, απ’ όπου αναδύονταν οικείες μυρουδιές, οι οποίες γαργάλιζαν τον ουρανίσκο, αλλά είχε πέσει μια παράξενη σιωπή. Κανείς δεν έλεγε κάτι. Ο πατέρας, γιατί βρισκόταν σε αναμονή, κι ο γιος με τη νύφη, γιατί δεν έβρισκαν τα λόγια, για να πουν αυτά που είχαν σχεδιάσει.

   –Που λες, πατέρα, είπε ο γιος με φωνή που δυσκολευόταν να αρθρωθεί. Αλλά, αμέσως σταμάτησε. Τι να πει! Πώς να πει στον πατέρα του πως από αυτή τη μέρα θα ’πρεπε να μένει στο κατώι; Πώς; Αλλιώς ήταν τότε, όταν γίνονταν οι σχετικές εργασίες και τα σχέδια της μετεγκατάστασής του, αλλά τώρα!

   –Έλα, παιδί μου, πήρε τον λόγο ο πατέρας. Πες μου! Τι θέλεις να μου πεις και διστάζεις;

   –Τίποτα, πατέρα, τίποτα! Ας πιούμε τον καφέ μας. Θα κρυώσει! Φάε και κουλουράκια κανέλας που σ’ αρέσουν!

   Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τον λόγο του και παρενέβη με συγκρατημένη οργή και υψώνοντας τον τόνο της φωνής της η σύζυγός του.

   –Τι τίποτα και τίποτα! Ό,τι έχουμε να πούμε να το πούμε τώρα!

   –Καλά, γυναίκα, καλά! Θα το πούμε!

   Αλλά πάλι δίσταζε. Η ώρα του φάνταζε χρόνος. Αλλά τι να κάνει; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

   –Που λες, πατέρα, τώρα που μεγάλωσε κάπως ο συνονόματός σου εγγονός, είπαμε, επειδή έχει ανάγκη για μεγαλύτερο δικό του χώρο, να μείνεις εσύ στο κατώι. Σου το ετοιμάσαμε κι έγινε πολύ ωραίο! Μόλις κατεβούμε, θα το δεις! Είμαστε σίγουροι πως θα σ’ αρέσει! Εκεί θα ’χεις και την ησυχία σου!

   Μετά την πρώτη έκπληξη, την οποία προσπάθησε να κρύψει, όσο μπορούσε, ανασήκωσε ελαφρά το κορμί του, κοίταξε για λίγο επίμονα στα μάτια, μια τον γιο, μια τη νύφη του και όλο αξιοπρέπεια είπε:  

   –Καλά, παιδί μου. Θα κάνω ό,τι λες. Δεν θέλω να είμαι εμπόδιο στη ζωή του εγγονού μου, ούτε στη δική σας. Να θυμάσαι, όμως, από μένα, τον γέρο πατέρα σου, που ξόδεψα κάθε ικμάδα της ζωής μου, πάντα με τη συμπαράσταση και την κατανόηση της συγχωρεμένης της μάνας σου, για να δημιουργήσουμε όλα όσα εσείς απολαμβάνετε, πως καλά έκανες ό,τι έκανες και καλά αποφάσισες ό,τι αποφάσισες. Και καλά έκανες και ετοίμασες ό,τι ετοίμασες! Θα σου χρειαστεί! Διότι, όταν γεράσεις, εκεί θα σε βάλει κι εσένα ο γιος σου!

   Στη νύφη του δεν είπε τίποτα. Ποιος ο λόγος; Μόλις απόσωσε ό,τι από τα πικραμένα του χείλη βγήκε, έπιασε με τα μακριά λιπόσαρκα δάχτυλά του ένα κουλουράκι. Το βούτηξε τελετουργικά στον καφέ μέχρι που ένα κομμάτι του κόπηκε και κολύμπησε στο φλιτζάνι, χύνοντας το πικρό υγρό – σκέτο τον έπινε εδώ και χρόνια τον καφέ του – και λερώνοντας το λευκό δαντελωτό δισκόπανο, έργο της χρυσοχέρας της γυναίκας του. Πόσο του ’λειπε το παρηγορητικό χάδι της εκείνη τη στιγμή! Κοίταξε ένα γύρω με απλανές βλέμμα τον γιο και τη νύφη του, χαιρέτισε συνωμοτικά σχεδόν τους κατιφέδες και τα βασιλικά, που άνθιζαν στην αυλή και του κρατούσαν αφιλοκερδή συντροφιά, σήκωσε με το κουρασμένο χέρι το νεροπότηρο κι αναφώνησε με όση δύναμη του απέμενε:

   –Έχε γεια, καημένε κόσμε! Έχε γεια! Ήρθα, εργάστηκα, ερωτεύτηκα, έμαθα, προσέφερα, αγάπησα,… Φεύγω πλήρης!

   Κι έφυγε.          

 

  Ο γιος και η νύφη έμειναν άφωνοι. Μόνο η πνιχτή κραυγή του μικρού εγγονού διατάραξε την εκκωφαντική σιωπή της στιγμής. Μόλις είχε ξυπνήσει κι έτρεχε, όπως κάθε μέρα, ολόχαρος να καλημερίσει και ν’ αγκαλιάσει τον παππού. Ήταν ο μόνος που τον αγαπούσε!

 

* Ό,τι πρόνοιες θα λάβεις εσύ για τους γονείς σου, τις ίδιες να περιμένεις κι από τα παιδιά σου (Διογ. Λαέρτιος, Βίοι καί γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων 1.37).

 

Σχόλια:

 

Λευτέρης Τσιρώνης: Υπέροχο, κυρία Γιώτα!!!

Χρυσή Κοσμάτου: Ένα ιδιαίτερο κείμενο - βουκέντρα για ευαίσθητους ανθρώπους. Και την νομοτελειακή πορεία της Ζωής από τη γέννηση ως

την δύση της. Μια βόλτα πάντως στο Γηροκομείο κι έχουμε πολλά ν’ αντικρίσουμε από τα "περήφανα γηρατειά" που βουβά πορεύονται στον κοιτώνα

τους μέσα σε δωμάτια που μυρίζουν κουνουπίδι... κι είναι κάθυγρα... Το πιο σοκαριστικό που αντίκρισα το 2009, ήταν μια λιπόσαρκη πολύτεκνη

μητέρα, που μετά από επέμβαση μόνη της γιατροπορευόταν όντας χήρα κι αποκομμένη από την φαμίλια της... Έδειχνε να τα ’χει τετρακόσια στα

μυαλά, αλλά το βλέμμα της ήταν παραιτημένο... Μέχρι να συναντήσει κάθε απόγευμα το βλέμμα του θεράποντος γιατρού της… Μετά από κάθε

επίσκεψη είχε ένα φωτεινό χαμόγελο… Τελικά ήταν Μακεδονίτισσα, πρώην αγρότισσα, όπως μου είπε.

Εγώ: Ευχαριστώ πολύ για τα γραφόμενά σας! Δυστυχώς, συμβαίνει μια μάνα ν' ανατρέφει πολλά παιδιά κι εκείνα να αδυνατούν(!) να φροντίσουν

τη μάνα, που είναι μία! Πόσο μάλλον, που μεγάλη μερίδα ανθρώπων της εποχής μας λατρεύει υπέρ το δέον τη νεότητα και το δηλώνει παντοιοτρόπως,

λησμονώντας, ίσως, πως όποιος ζήσει δεν αποφεύγει το γήρας! Και θαρρώ πως η απόφανση του Μενάνδρου "Τίμα τό γῆρας, οὐ γάρ ἔρχεται μόνον.",

δηλαδή, τίμα τα γηρατειά, γιατί δεν έρχονται μόνα τους, θα 'πρεπε να βρίσκεται στη σκέψη και τη ζωή όλων!

Παναγιώτα Σμυρλή: Αχ βρε, Παναγιωτίτσα. ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ!

Σουζάνα Ζάραγκα: Τέλειο!!!

Μαίρη Αναστασίου: Η νιότη αψηφά τα γηρατειά. Χρειάζεται ευαισθησία και ενσυναίσθηση για τους απόμαχους της ζωής. Χρειάζεται πάνω απ’

όλα αγάπη.

Εγώ: Έτσι, είναι, Μαίρη μου. Η κοινωνία θα 'πρεπε να γαλουχεί διαφορετικά τα μέλη της, διότι όσοι φθάνουν στα γηρατειά πρέπει να έχουν τον

σεβασμό για πολλούς λόγους. Φιλιά...

Δημήτρης Πολίτης: Είναι σύνηθες και σκληρή πραγματικότητα το φαινόμενο, όσο και αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε.

Εγώ: Οπωσδήποτε, Δημήτρη, όπως και πολλές άλλες κοινωνικές παθογένειες. Όλα, όμως, έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του καθενός και

με την ενσυναίσθησή του.

Ιωάννης Δαλάπας: Παναγιώτα, το διήγημα σου έχει πολλές αλήθειες. Νομίζω ότι είναι αληθινή ιστορία. Δυστυχώς, η ελληνική αξιοπρέπεια και ο

σεβασμός προς τους γονείς φθίνει και χάνονται οι Έλληνες αξίες. Εύχομαι και ελπίζω να έχω λάθος.

Εγώ: Γεια σου, Γιάννη. Όλα δοκιμάζονται στον χρόνο! «Ὁ χρόνος ἅπαντα τοῖσιν ὕστερον φράσει• / Λάλος ἐστίν οὗτος, οὐκ ἐρωτῶσιν λέγει.»,

δηλαδή, ο χρόνος όλα θα τους τα πει, εν προκειμένω θα μας τα πει και γι' αυτό το θέμα, αργότερα• είναι φλύαρος, δεν απαντάει σε όσους τον ρωτούν.

(Ευριπίδης) Τους χαιρετισμούς μας έχετε...

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος: Καλησπέρα, Γιώτα. "Γροθιά στο στομάχι" το εξαίρετο διήγημά σου! "Γροθιά, γιατί κάτι παραπάνω από το

"ενίοτε" είναι και πραγματικότητα!

Εγώ: Καλησπέρα, Νίκο μου. Σ' ευχαριστώ πολύ! Πάντα κρύβονται αλήθειες πίσω από τις λέξεις! Πόσο μάλλον, όταν περιγράφουν λεπτές ισορροπίες,

οι οποίες καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, και αναδεικνύουν, ή όχι, τον Άνθρωπο!

Νόπη Γραικούση: Πολύ δυνατό και αληθινό το διήγημά σου Γιώτα! Τα γηρατειά θέλουν αγάπη, γιατί τους αξίζει!!! Τα νιάτα χρειάζεται να μάθουν

την "κατανόηση". Γιατί μόνο την ζητούν. Δεν την έχουν!

Εγώ: Καλησπέρα, Νόπη. Ευχαριστώ πολύ! Όντως, αυτό χρειάζονται! Αγάπη και ενσυναίσθηση! Όταν διάβασα σε μαθητές μου το διήγημα, ήταν

κατηγορηματικά εναντίον του γιου και της νύφης και μου διηγήθηκαν πολλές σχετικές ιστορίες! Ελπίζω, όταν βρεθούν στην ίδια θέση, να μη

λησμονήσουν το διήγημα και τα σημαινόμενά του!

Ν. Γ.: Συμφωνώ, γιατί μπροστά στα θέλω όλα γίνονται "έπεα πτερόεντα"!!

Μαρία Λιόπα: Όταν η μυθοπλασία γεννά τόσο δυνατά συναισθήματα, εισπράττεται από τον αναγνώστη ως βίωμα. Κυρία Παναγιώτα, μας

συγκλόνισες! Ευχαριστούμε!!!

Λευτέρης Τσιρώνης: Μπράβο!!! Χειροκρότημα (εικόνα).

Αναστασία Ζήκου: Πόσα συναισθήματα μας ξυπνάς, Γιώτα μου, με το γράψιμο σου!! Με συγκίνησες για άλλη μια φορά!!! Να είσαι πάντα καλά!!!

Διαμάντω Κίτσου: Υπέροχο διήγημα, πολύ διδακτικό!!! "Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις"!!! Ευχαριστουμε, Γιώτα!

Ηλίας Παντελίδης: Εξαιρετικό!

Θεόδωρος Θανόπουλος: Εξαιρετικό, κ. Γιώτα!.. Το μήνυμά του τόσο "δυνατό"!.. Κύκλος είναι η ζωή!... Καλό Σας Απόγευμα!...

Παναγιώτης Χαλούλος: Από τα πολύ ωραία διηγήματά σου! Το ξαναδιάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση!

Μιχάλης Δημητρίου: Μου θυμίζει την ατάκα, που λένε στην Καλαμπάκα: Μη κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ τα παιδιά σου.

Εγώ: Καλημέρα σας! Οι παροιμίες επιβεβαιώνουν τη ζωή! Σας ευχαριστώ πολύ!

Άντα Μιχαλοπούλου - Καραμάνου: Συγκινητικό και πολύ διδακτικό διήγημα! Μακάρι κανένας γονιός να μη ζήσει αυτή την πικρή στιγμή της

απόλυτης απόρριψης και αχαριστίας από τα παιδιά του, γιατί αυτό το συναίσθημα είναι σαρωτικό και ματαιώνει τα πεπραγμένα μιάς ολόκληρης

ζωής! Ευχαριστούμε κυρία Λάμπρη! Καλή εβδομάδα να έχετε!

Μαρία Μπατάλη - Καραλή: Συγκίνηση μας διακατέχει. Αφορμή για σκέψη, σκέψη, σκέψη...

Κατερίνα Καλαντζοπούλου: Πολύ συγκινητικό και σε γεμίζει σκέψεις και απορίες. Συγχαρητήρια! Respect!