|
|
|
|
|
|
Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Στ' ακρογιάλι, (22-4-2024)
Δημοσιεύτηκε: Στην προσωπική σελίδα μου στο fb, 5-10-2024.
Κείνο το δείλι, έφτασε και πάλι στ’ αγαπημένο της ακρογιάλι. Επιθυμούσε να βαδίσει ξυπόλυτη στη ράχη του και να ψηλαφίσει με τα τρυφερά πέλματά της την εναλλασσόμενη τραχύτητα του. Ήθελε να το νιώσει, τα μυστικά του ν’ αφουγκραστεί. Και το τόλμησε… Παραβλέποντας την αγριάδα της αφής του, μια γλυκιά, δυνατή αίσθηση διαπέρασε το κορμί της και την καλούσε να μην αμελήσει να του προσφέρει βαθύτερη επαφή με τις αρχέγονες δυνάμεις της γης.
Ξάπλωσε, σχεδόν τελετουργικά, νιώθοντας ευεργετικό πάνω της το γλυκόπνοο αεράκι που έφτανε από την ελαφρά ρυτιδωμένη θάλασσα, το οποίο, λες, μηνύματα ερχόταν να της αναγγείλει. Έπλεξε τα χέρια της, κάνοντάς τα προσκέφαλο, έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό κι αφέθηκε στη μαγεία των στιγμών.
̵ Τι απεραντοσύνη είν’ αυτή, ψιθύρισε, και με τι χρωστήρα, Θε μου, έβαψες αυτό το δειλινό; Πώς ν’ αντέξει τόση ομορφιά η ψυχή; Θα πλαντάξει!
Συναισθήματα, λογισμοί, ονείρατα,… συνωστίστηκαν μέσα της, ήχοι κι αρώματα πολιόρκησαν εμφατικά τις αισθήσεις της κι απολαυστική χαύνωση, παραίτηση σχεδόν, πλημμύρισε το σώμα της, το οποίο ένιωσε να την εγκαταλείπει, να ίπταται και να θεάται τ’ ακρογιάλι και ό,τι άλλο εκεί υπήρχε, από ψηλά!
Μα, τι βλέπω, αναρωτήθηκε. Εκεί που βρισκόμουν, υπάρχουν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ποιοι να ’ναι; Αυτή η γυναίκα σαν να μου μοιάζει. Μπα, όχι! Μα, τι κάνουν; Δεν μπορώ να διακρίνω!
Α! τώρα, βλέπω πιο καθαρά…
Ο άντρας, ψηλός, με λιοκαμένο κορμί και μαλλιά που λούζουν τους ώμους του, θωρεί τη γυναίκα στα μάτια και της χαϊδεύει τη βοστρυχωτή κόμη. Και τη φιλά! Με πάθος τη φιλά κι όλο της ψιθυρίζει στ’ αυτί, μη και κάποιος ακούσει τα μιλήματά του. Σταδιακά, αρχίζει να την αγγίζει απαλά στο κορμί, να της αφαιρεί τ’ αέρινα λευκά ενδύματα, ένα μετά το άλλο, αργά, υπομονετικά, και… ελεύθεροι πια από συμβάσεις του πολιτισμού, ολόγυμνοι, ορκίζονται στην Αφροδίτη, προσφέροντας, ως θυσία εσπερινή στον γιο της, την ένωση των άγουρων κορμιών τους.
***
Η ανατολή του Αποσπερίτη φώτισε αμυδρά το θυσιασμένο σώμα τους, που παγωμένο από αισθήματα, μιλούσε γι’ ανείπωτα.
̵ Μα τι έγινε, τι έπαθαν, δεν τους βλέπω, κραύγασε εκείνη, ταράζοντας τη γαλήνη, καθώς επέστρεψε στο μοιραίο ακρογιάλι, ενώ το σώμα κι η ψυχή της πονούσαν αφόρητα, καταλύοντας με την αλήθεια τους την πραγματικότητα. Τόσος ήταν ο πόνος!
***
Και πώς αλλιώς, αφού, εκεί, στ’ όμορφο, πολυφίλητο ακρογιάλι, είχε γνωρίσει κι απωλέσει τον Έρωτα…