|
|
|
|
|
|
Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«Η πηγή Ρωμαίου», (8-10-2009)
Έλαβε τον 3ο έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών του 2009, με θέμα: ΦΥΣΗ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (Ψευδώνυμο: Άλκηστις)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Λογοτεχνική Δημιουργία» της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, τ. 168, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2010, σ. 49-54.
Όταν ήμουν παιδί, κάθε που έβρεχε, έπιανα να κοιτώ απ’ το παραθύρι τις σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα φυτά, άλλοτε χαϊδεύοντας τους κορμούς, τα φύλλα και τα άνθη τους, λες και πολύ τα είχαν αγαπήσει, κι άλλοτε χτυπώντας τα ανελέητα, λες κι αυτά τα ανυπεράσπιστα «πλάσματα» του Θεού δέχονταν την εκδίκηση των δυνάμεων του νερού για κάποιο μεγάλο κακό που είχαν κάνει. Μόλις σταματούσε η βροχή, έβγαινα στη χωμάτινη αυλή του πατρικού μου σπιτιού και με γυμνά πόδια πλατσούριζα σε όποιες μικρές γούρνες υπήρχαν ή σχηματίζονταν κατά περίπτωση μετά από κάθε μεγάλη νεροποντή κι απολάμβανα επίσης αχόρταγα να δέχομαι στο κορμί μου τις στάλες που έπεφταν εδώ κι εκεί απ’ τα πλατιά φύλλα ή τα κλωνάρια των μουριών που στέκονταν εκεί στην άκρη της αυλής, πιστοί φρουροί του σπιτιού.
Κι όταν έριχνε χαλάζι ή χιόνι, το ίδιο έκανα. Με τη διαφορά πως απολάμβανα ιδιαίτερα την ομορφιά του χιονισμένου τοπίου, ενώ αντιθέτως στενοχωριόμουν πολύ, όταν έβλεπα τα αποτελέσματα της πτώσης του σκληρού χαλαζιού που έπεφτε βίαια και κατέστρεφε ό, τι έβρισκε στο δρόμο του. Διέκρινα κιόλας πως είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στα όμορφα λουλούδια, στα φρούτα και στα φυλλώματα, ακόμα και στα ταπεινά λαχανικά των κήπων! Όλα αυτά, αν και δεν μπορούσαν να εκφραστούν, έμεναν λες απορημένα για τη φθορά τους, ειδικά όταν έβγαιναν οι ακτίνες του ήλιου και «διαπίστωναν» πιο καθαρά τα πάθια τους!
Με απορία τα κοίταζα κι εγώ. Συχνά, μάλιστα, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Έκλαιγα για την ξαφνική απώλεια τόσης ομορφιάς, αφού τα πολυειδή και ποικιλόχρωμα λουλούδια της αυλής κείτονταν ηττημένα μέσα σε λάσπες και νερά, στερημένα από κάθε πρωτινή γοητεία. Και για τα λουλούδια των οπωροφόρων δέντρων παρόμοια συναισθήματα βίωνα, αφού η καταστροφή τους, εκτός που στερούσε την όραση από μια ειδυλλιακή εικόνα και την όσφρηση από εξαιρετικά αρώματα, σήμαινε ακόμα πως εκείνη τη χρονιά δεν θα τρώγαμε κεράσια, αχλάδια, μήλα, κυδώνια ή άλλα αγαπημένα φρούτα κι οι νοικοκυράδες δε θα έφτιαχναν γλυκά του κουταλιού, απιδοκόμματα*, τσαπέλες κι άλλες νόστιμες λιχουδιές!!!
Οι γονείς μου δεν κατανοούσαν το μέγεθος της θλίψης μου, αν και οι ίδιοι γνώριζαν πολύ καλά το πόσο απαραίτητα ήταν τα περισσότερα, απ’ όσα κάθε φορά καταστρέφονταν, για την επιβίωση της οικογένειας. Κι αυτό, γιατί οι δυσκολίες της ζωής τους είχαν οπλίσει με μια στωικότητα που τους ευκόλυνε να αντιμετωπίζουν τα δύσκολα με μια σοφία που εγώ λόγω ηλικίας δεν τη διέθετα και συνήθιζαν να λένε πως «έχει ο Θεός» ή πως «χρονιά είναι και θα περάσει» εκφράζοντας έτσι και την προσδοκία πως το μέλλον θα ήταν πιο ευοίωνο από το αλγεινό παρόν.
Μου έδιναν βέβαια και μια εξήγηση, η οποία με βοήθησε να αποδέχομαι τις νεροποντές, τις χαλαζοπτώσεις και τα χιόνια με μεγαλύτερη επιείκεια, ακόμα κι όταν είχαν καταστροφικά αποτελέσματα, αφού μου εξηγούσαν ότι στη φύση υπάρχει μια αλληλουχία φυσικών φαινομένων, τα οποία μπορεί να δημιουργούν προβλήματα στους ανθρώπους, αλλά ευεργετούν τη λειτουργία της ίδιας της φύσης καθώς συμβάλλουν στη δημιουργία αποθεμάτων νερού, στη δημιουργία ποταμιών, λιμνών, πηγών...
Αυτή η «λογική» εξήγηση πρέπει να συνέβαλε ιδιαίτερα στο να αγαπήσω πολύ τη σοφία με την οποία λειτουργεί η φύση και κάθε τι που σχετίζεται με το υδάτινο στοιχείο. Άρχισα, λοιπόν, σταδιακά να βλέπω με διαφορετικό μάτι, όλα τα «νερά» που έρχονταν απ’ τον ουρανό και προσπαθούσα να τα εντάξω μέσα στην αέναη κίνηση του σύμπαντος και την επίσης αέναη δημιουργία και φθορά που συνέβαλε και συνεχίζει να συμβάλει σ’ αυτή την ομορφιά που απολαμβάνουμε πάνω στη γη.
Μέρος αυτής της ομορφιάς, η οποία μάλιστα είναι και ζωτικής αξίας για τον άνθρωπο, είναι οι πηγές των υδάτων. Οι πηγές των υδάτων, οι πηγές της ζωής! Οι πηγές που έρχονται απ’ τα έγκατα της γης και ξεδιψούν χωρίς φειδώ με το ζείδωρο ύδωρ τους όλα τα όντα που το χρειάζονται.
Αυτές τις πηγές, ειδικά του γενέθλιου τόπου, πολύ τις αγάπησα Και δεν τις αγάπησα μόνο, επειδή ευεργετούσαν πολλαπλά τους ανθρώπους της κοινότητας, αλλά και επειδή πολλά από τα παιχνίδια μας γίνονταν έχοντας αυτές ως σημείο αναφοράς.
Ιδιαίτερα αγαπητή πηγή ήταν αυτή που βρίσκεται σε μια κατάφυτη από πλατάνια ρεματιά σχετικά κοντά στο πατρικό μου σπίτι. Εκεί πηγαινοέρχονταν αρκετές φορές την ημέρα η μάνα καθώς και άλλες γυναίκες για να κουβαλήσουν νερό με τη βαρέλα κι εκεί συνήθιζαν επίσης να κάνουν τη μπουγάδα τους οι γυναίκες του κάτω μαχαλά του χωριού.
Η νερομάνα όμως που από τη στιγμή που την πρωτοείδα μου έκλεψε την καρδιά ήταν αυτή που ακόμα και σήμερα τη λένε πηγή Ρωμαίου. Ο ένας λόγος που μου έκλεψε την καρδιά ήταν το όνομά της. Ο άλλος είχε να κάνει με το γεγονός ότι αυτή ήταν η μόνη από τις πηγές που είχα μέχρι τότε δει, στην οποία οι κάτοικοι, εκτός από ένα λιθόστρωτο από μαύρους σχιστόλιθους στη μια της πλευρά, το οποίο εφάπτονταν με ένα πεζούλι, χτισμένο επίσης από τα ίδια υλικά, τα οποία έδεναν αρμονικά με το γύρω χώρο, δεν είχαν κάνει καμιά άλλη παρέμβαση. Κι αυτές οι παρεμβάσεις ήταν έκδηλο πως συμπορεύονταν κατά κάποια έννοια στο χρόνο με την πηγή και αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της, λες και υπήρχαν εκεί από πάντα. Ήταν, δηλαδή, μια άλλη απόδειξη της σοφίας των κατασκευαστών, που ζώντας κοντά στη φύση κι έχοντας αφουγκραστεί και νιώσει στα κατάβαθα της ψυχής τους τη «μαγική» αρμονία που διέπει τη συνύπαρξη των όντων, έφτιαχναν έργα που εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες τους χωρίς σ’ αυτό το σκοπό να θυσιάζουν κάθε αισθητική και κυρίως χωρίς να «πληγώνουν» το περιβάλλον!
Το όνομά της, λοιπόν, αν και τότε δεν είχα κάποιες γνώσεις στις οποίες θα μπορούσα να στηριχθώ, για να δώσω κάποια ερμηνεία, το συνέδεα κατευθείαν με τους Ρωμαίους για τους οποίους είχα μάθει αρκετά στο μάθημα της Ιστορίας. Και καθώς το μάθημα της Ιστορίας ήταν από τα αγαπημένα μου, το όνομα κέντριζε συνεχώς το ενδιαφέρον μου και με καλούσε να το διερευνήσω. Ο συσχετισμός που έκανα με τους Ρωμαίους δεν ήταν και τόσο άσχετος με την ιστορική διαδρομή της Ηπείρου, αφού, όπως διάβασα χρόνια μετά στον ιστορικό Πολύβιο, οι Ρωμαίοι που την κατέκτησαν με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο κατέστρεψαν εβδομήντα πόλεις της1. Φαίνεται, λοιπόν, πως κάποιος Ρωμαίος πρέπει να κατοικούσε εκεί κοντά στην πηγή ή να υπήρχε κάποιο άγνωστο σε μας περιστατικό που συνδέονταν με τη ζωή κάποιου εξ αυτών και το οποίο κατέστη ικανό να «βαφτιστεί» η πηγή με το όνομά του. Όπως και να ’χει, στην περιοχή πρέπει να είχαν εγκατασταθεί σίγουρα Ρωμαίοι, αφού πολλά επώνυμα κατοίκων που διαμένουν στην ευρύτερη περιοχή αυτής της πηγής έχουν έντονη λατινική επιρροή!
Αυτή η νερομάνα, λοιπόν, που ξεκινούσε ποιος ξέρει από ποιο σημείο των σπλάχνων της γης και ποιος ξέρει στο «ταξίδι» της ποια όμορφα πετρώματα έγλειφε ή διηθούσε κατά περίπτωση, το κατακαλόκαιρο κυλούσε κρυστάλλινο και δροσερό νερό και το χειμώνα πιο ζεστό, πάντα πεντακάθαρο και ξεδιψούσε - κανείς δεν γνωρίζει από πότε - καθέναν που έσκυβε να πιει.
Γι’ αυτή τη ζωοδότρα νερομάνα, οι εικόνες που συγκρατεί η μνήμη είναι τόσο πολλές που συνωθούνται μέσα στο μυαλό και συχνά ξεπηδούν ζητώντας το δικό τους μεράδι στο παιχνίδι της μνήμης και της λήθης.
Και με κάθε σκέψη ή αναφορά σ’ αυτή, έρχεται πάντα στο προσκήνιο η όμορφη εικόνα των γυναικών που πήγαιναν σ’ αυτή την πηγή, για να μεταφέρουν νερό για τη λάτρα του σπιτιού με τη βαρέλα. Άλλοτε βαδίζοντας η μία σε μικρή απόσταση πίσω απ’ την άλλη κι άλλοτε βαδίζοντας κατά μόνας, πάντα όμως κρατώντας στα χέρια κάποιο εργόχειρο, συνήθως πλέξιμο ή γνέσιμο. Αυτές τις γυναίκες, έτσι καθώς τις βλέπαμε να προχωρούν θαρρούσαμε πως μπροστά μας δεν κινούνταν νοικοκυράδες από πιο πλούσια ή πιο φτωχικά σπιτικά, θαρρούσαμε πως μπροστά μας κινούνταν σεβάσμιες ιέρειες ταγμένες στην υπηρεσία των δυνάμεων του νερού!
Κι αυτό καθόλου τυχαία, αφού είχε κανείς την αίσθηση πως σχεδόν τελετουργικά, ξεφόρτωναν από τους ώμους τους και ακουμπούσαν τη βαρέλα πάνω στο πέτρινο πεζούλι της νερομάνας, αναδίπλωναν τα σκουτιά τους για να μην κυλήσουν στο νερό και βραχούν, έδεναν πιο ψηλά το τσεμπέρι, έπλεναν τα χέρια τους, ένιβαν το πρόσωπό τους με το διάφανο νερό και το σκούπιζαν με την άκρη της κεντητής ποδιάς τους, γέμιζαν τις χούφτες τους και δρόσιζαν τα σωθικά τους! Κι όσο γέμιζαν τη βαρέλα με ένα μικρότερο αγγείο, βάζοντας στο στόμιό της ένα μικρό μεταλλικό χωνί, φτιαγμένο απ’ τα επιδέξια χέρια του σιδερά του χωριού, σταύρωναν στα πεταχτά και καμιά κουβέντα, συχνά κανένα επίκαιρο κουτσομπολιό, με όποια γυναίκα τύχαινε να παρευρίσκεται στην πηγή για τον ίδιο σκοπό!
Εμείς τα παιδιά που μας άρεσε να πλατσουρίζουμε στα νερά αυτής της πηγής, σπάνια πίναμε νερό με τη χούφτα. Ξαπλώναμε πάνω στο πλαϊνό λιθόστρωτο, ακουμπούσαμε τα χέρια μας στην άκρη του, σκύβαμε το κεφάλι μας προς το νερό που κυλούσε, το αγγίζαμε με τα χείλη μας και ρουφούσαμε το νερό σαν τα ζα κάνοντας βέβαια ενδιάμεσες διακοπές, για ν’ ανασαίνουμε. Εκεί, ξαπλωμένα μπρούμυτα, νιώθαμε μια υπέρτατη ευχαρίστηση, μια ηδονή όμοια μ’ αυτή που νιώθει διψασμένος στρατοκόπος, όταν μετά από μακρινή πορεία φτάνει σε μια παρόμοια νερομάνα και σκύβει κι ακουμπά σε τρεχούμενο δροσερό νεράκι τα από ώρες διψασμένα χείλη του! Νιώθαμε ακόμα, πως γινόμασταν ένα με τη γη και με το νερό που κυλούσε τόσο ευεργετικό και αθόρυβο απ’ τα αδιανόητα για μας βάθη της.
Μόλις γέμιζε η κοιλιά και τα χείλη μας είχαν απολαύσει για τα καλά το θείο δώρο που έρχονταν απ’ την αγκαλιά της γης, μας άρεσε να καθόμαστε για ώρα μπρούμυτα πάνω στο λιθόστρωτο. Κοιτούσαμε τότε βαθιά μέσα στο στόμιο της σπηλιάς από την οποία πήγαζε το νερό, αλλά, επειδή δεν ήταν και πολύ πλατιά, η φαντασία μας οργίαζε. Είχαμε ακούσει άλλωστε παραμύθια που έλεγαν ότι σε κάτι τέτοιες σπηλιές κατοικούσαν μεγάλοι δράκοντες κι αυτό μας φόβιζε λίγο. Διακόπταμε γρήγορα τις κακές σκέψεις γι’ αυτά τα μυθικά όντα και σκεφτόμασταν τις νεράιδες, τις νύμφες που τριγυρνούσαν στα ποτάμια, τις πηγές και τις κρήνες, τις Ναϊάδες των αρχαίων προγόνων.
Γι’ αυτές γνωρίζαμε πολλούς μύθους που μας γοήτευαν. Ανάμεικτους συχνά μύθους. Άλλους που κουβαλούσαν μέσα τους ατόφια πανάρχαια παγανιστικά στοιχεία κι άλλους που είχαν ενσωματωθεί στη χριστιανική θρησκεία και μόνο ως ανάμνηση υπήρχε μέσα σ’ αυτούς το παγανιστικό παρελθόν τους.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ, όταν ξάπλωνα κι έπινα νερό και χάζευα κοιτώντας το ασαφές καθρέφτισμα του προσώπου μου στον καλυμμένο από μικρές ή μεγαλύτερες πέτρες βυθό του ρεύματος των νερών, πάντα έφερνα στη σκέψη μου τον αρχαίο Ύλα. Αυτός ο Ύλας, αγαπητός σύντροφος του Ηρακλή, κάποτε πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Σ’ αυτή την πηγή συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο καημένος ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ’ αυτές, η Εφυδάτια, η οποία κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη άρπαξε την ευκαιρία και τον φίλησε και περνώντας τα χέρια της από το λαιμό τον αγκάλιασε και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του!!!
Εκτός απ’ τους μύθους που μας ταξίδευαν πίσω στο χρόνο, εκεί που ήμασταν ξαπλωμένα χαζεύαμε από άλλη οπτική γωνία τη γύρω από την πηγή φύση. Κάθε εποχή του χρόνου δε χορταίναμε να βλέπουμε την εναλλαγή των εικόνων. Τα πάσης φύσεως μικρά φυτά που φύτρωναν κυριολεκτικά ακόμα και μέσα από ανεπαίσθητες ρωγμές του ασβεστολιθικού βράχου που στέκονταν στιβαρός πάνω από την πηγή. Μικρές φτέρες διαφόρων ειδών και πολυτρίχια, βρύα και λειχήνες, ένα κυκλάμινο που πεισματικά κάθε φθινόπωρο έκανε αισθητή την παρουσία του με τα ιδιαίτερου κάλλους άνθη του, κλωνάρια κισσού που σκαρφάλωναν επιδέξια στο βράχο κι άλλα που κρέμονταν γεμάτα σπόρους από τα κλωνάρια του βαθύσκιωτου πουρναριού που στεφάνωνε το βράχο πάνω απ’ την πηγή, του οποίου κάποιες μικρές ρίζες πρόβαλλαν από σχισμές του βράχου δηλώνοντας την παντοδυναμία της ζωής που «ξετρυπώνει» όπου βρει «χαραματιά»!
Εκεί κάτω απ’ αυτό το αιωνόβιο πουρνάρι, στο οποίο αναπτύσσονταν ποικίλες μορφές ζωής, χαιρόμασταν το βόμβο των μελισσών που ρουφούσαν νέκταρ από τα κιτρινωπά λουλούδια του κισσού που ραχάτιαζε πάνω στα κλωνάρια του, καθώς και το τιτίβισμα των αμέτρητων κοτσυφιών που σε μεταγενέστερο χρόνο τιτίβιζαν και τσιμπολογούσαν αχόρταγα τους κισσόσπορους. Εκεί κάτω, λοιπόν, κάθε φορά που κοίταζα τον κισσό έρχονταν στο μυαλό μου οι στίχοι του φυσιολάτρη ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, τους οποίους μας δίδαξε μια μέρα ο δάσκαλος στο σχολείο, τους γνωστούς: «Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξέν’ αναστηλώματα δεμένο./Ας είμ’ ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,/μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω». Πολύ διδακτικό το τετράστιχο, δε λέω, αλλά εγώ κοιτώντας το πουρνάρι κάτω απ’ την πηγή, διδάχτηκα πως ο «παρεξηγημένος» κισσός που παρασιτεί πάνω σε όποιο δέντρο βρεθεί κοντά του, δεν είναι και τόσο παράσιτο, αφού προσφέρει ζωή σε τόσα πλάσματα! Γιατί, εκτός απ’ τις μέλισσες, τα κοτσύφια και άλλα έντομα ή πουλιά που φανερά διεκδικούσαν την τροφή τους πάνω στα κλωνάρια του κισσού, υπήρχαν και άλλα ζώα που γεύονταν τα αγαθά του, όπως ας πούμε οι κατσίκες μας, τις οποίες είχα δει πολλές φορές τη μάνα να τις ταΐζει με τρυφερά φύλλα κισσού!...
Στη μια πλευρά του ρεύματος του νερού αυτής της πηγής, απέναντι από το λιθόχτιστο πεζούλι που ακουμπούσαν τις βαρέλες τους οι γυναίκες και ξεκουράζονταν οι στρατοκόποι, μια επίσης λιθόχτιστη σκάλα ακουμπούσε στην πλευρά της παρακείμενης μικρής κατωφέρειας, λες κι ήταν κολλημένη πάνω της από πάντα. Αυτής της σκάλας τις αναβαθμίδες ανεβοκατεβαίναμε πολύ συχνά καθώς σε μικρή απόσταση απ’ την πηγή και κολλητά σ’ αυτή υψώνονταν μια γρέβια* από την εποχή της γερμανικής κατοχής.
Αυτή η γρέβια* που υψώνεται ακόμα και σήμερα ερειπωμένη δίνει για πάνω από εξήντα χρόνια τη δική της μαρτυρία για τη θηριωδία των κατακτητών που την έκαψαν, αλλά και μαρτυρά επίσης με τον τρόπο της την ευημερία των ιδιοκτητών της. Ως παιδιά κοιτάζαμε με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το μεγάλο διώροφο σπίτι και προσπαθούσαμε να ανασυνθέσουμε στο μυαλό μας το αλλοτινό του μεγαλείο και μέναμε συχνά ενεοί καθώς η φαντασία μας έπλαθε την ομορφιά και την αίγλη του, η οποία σε τίποτε δε θύμιζε τα δικά μας φτωχόσπιτα.
Εκείνο που επίσης τραβούσε την προσοχή μας, ήταν η ζωή που αναπτύσσονταν μέσα και γύρω από τα χαλάσματα. Φυτά πολλών ειδών που κάποια θρασομανούσαν και γέμιζαν με λουλούδια την άνοιξη, αγριοσυκιές που φύτρωναν στο κατώι ή στους μισοερειπωμένους τοίχους του σπιτιού και κισσοί που πρόβαλλαν και τους κάλυπταν κάθε χρόνο και πιο επιθετικά, σε μια διαδικασία στήριξης και φθοράς τους.
Μέσα σ’ αυτά τα χαλάσματα πρωτοκαθεδρία είχαν τα πάσης φύσεως ερπετά. Πολύ συχνά βλέπαμε καφετιές και πράσινες σαύρες να βολτάρουν αμέριμνες και να φωτίζονται τα όμορφα χρώματά τους κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Πού και πού πρόβαλλε και καμιά ακίνδυνη σαϊτούρα*, η οποία έτρεχε να κρυφτεί κάθε που ένιωθε τη θορυβώδη συνήθως παρουσία μας. Εκεί μέσα φώλιαζαν και δηλητηριώδεις οχιές κι ήταν αυτές οι μόνες που φοβόμασταν και μας έκαναν ιδιαίτερα προσεκτικούς κάθε που χαζολογάγαμε μέσα στα χαλάσματα, ειδικά το καλοκαίρι.
Μπορεί να υπήρχαν και στοιχειά μέσα στα χαλάσματα. Μπορεί να υπήρχαν και δράκοντες και νύμφες στα ρέοντα ύδατα της νερομάνας. Εμείς, πάντως, ποτέ δεν τα είδαμε. Κι ίσως να μην τα είδαμε, επειδή αυτές οι δαιμονικές δυνάμεις «κυκλοφορούν» τη νύχτα ή ακόμα ακόμα, επειδή παραμένουν αθέατες στις αθώες παιδικές ψυχές! Όπως και να ’χει, αυτές οι δυνάμεις, υπήρχαν δεν υπήρχαν, υπάρχουν δεν υπάρχουν, ποτέ δεν έκαναν κακό στην αγαπημένη μας πηγή. Την όμορφη ξεδιψάστρα μας την πλήγωσαν και αλλοίωσαν την αλλοτινή ομορφιά της σύγχρονοι «ροπαλοφόροι». Τα σύνεργά τους; Μια σκαπάνη που ξήλωσε το όμορφο λιθόστρωτο, λίγοι τσιμεντόλιθοι, δημιουργήματα της σύγχρονης βιομηχανίας, που χτίστηκαν μπροστά στο στόμιό της και ένας μεταλλικός σωλήνας που μπηγμένος στα σπλάχνα της διατρέχει το ρεύμα των υδάτων της!
Όσο για την αντίληψη που λέει πως οι παρεμβάσεις μας σε «μνημεία» της φύσης οφείλουν να είναι εναρμονισμένες με το περιβάλλον, είναι φανερό πως ποσώς απασχόλησαν τη σκέψη των σύγχρονων «βανδάλων», οι οποίοι δανείζονται ανέξοδα από τα παιδιά του μέλλοντος πλείστες όσες φυσικές ομορφιές! Και πίσω από όλη αυτή την αντιαισθητική και αντιπεριβαλλοντική παρέμβαση; Η έλλειψη παιδείας με συνακόλουθη την αδυναμία κατανόησης της σημασίας του σεβασμού στο περιβάλλον και σε κάθε τι που ταιριάζει στη φύση και τη «φιλοσοφία» της καθώς και η αδιαφορία για τη ζωή και για τα συναισθήματα όσων ανθρώπων αγαπούν και δένουν ποικιλοτρόπως τη ζωή τους με κάθε τι που συνιστά ένα υγιές και ανθρώπινο περιβάλλον! Και η παρακαταθήκη αυτών των «καταστροφέων» στο μέλλον; Η κοινότοπη δυστυχώς αντίληψη πως η φθορά ή η αλλοίωση πραγμάτων που έχουν διαχρονική αξία είναι σχετικής αξίας μπροστά στο όποιο ατομικό ή άλλου είδους συμφέρον!...
Γλωσσάρι
απιδοκόμματα (τα) απίδια κομμένα σε σφηνοειδή κομμάτια, τα οποία στεγνώνονται στον ήλιο και το χειμώνα βράζονται, συνήθως μαζί με κεράσια ή κράνα επίσης στεγνωμένα στον ήλιο, και τρώγονται μαζί με το ζωμό τους
γρέβια (η) ερειπωμένο κτίσμαΒιβλιογραφία
1. Πολύβιος, Ιστορίες, 30.14.1, «Τῶν γοῦν Ἠπειρωτῶν ἑβδομήκοντα πόλεις Πολύβιος φησίν ἀνατρέψαι Παῦλον μετά τήν Μακεδόνων καί Περσέως κατάλυσιν· Μολοττῶν δ’ ὑπάρξαι τάς πλεῖστας· πέντε δέ καί δέκα μυριάδας ἀνθρώπων ἐξανδραποδίσασθαι».
μτφρ.: «Ισχυρίζεται λοιπόν ο Πολύβιος ότι ο (Αιμίλιος) Παύλος μετά την υποταγή των Μακεδόνων και του Περσέως κατέστρεψε εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου, ότι οι περισσότερες ήταν των Μολοσσών και ότι υποδούλωσε δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους».Εφημερίδα ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, 25-12-09 & Εβδομαδιαία εφημερίδα Θεσπρωτών ΤΙΤΑΝΗ, 27-12-09
Από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών
Διάκριση Ηπειρωτών δημιουργών σε πανελλήνιο διαγωνισμό!
Για Ποίηση και Διήγημα έτους 2009• Πέντε Ηπειρώτες δημιουργοί διακρίθηκαν στον πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος έτους 2009, που προκήρυξε η Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, με θέμα: «Φύση και περιβάλλον» κι ένας ακόμη αναζητείται, καθώς εντός του διαγωνισμού, δεν είχε το πραγματικό όνομά του και τηλέφωνο. Την Τετάρτη, 16 Δεκεμβρίου 2009 και ώρα 6 μ.μ., πραγματοποιήθηκε, σε μια ασφυκτική από κόσμο αίθουσα της Τράπεζας Ελλάδας (Σίνα 16 - Αθήνα), η απονομή των βραβείων. Οι συμμετοχές έφτασαν σε μεγάλο αριθμό, από όλη την Ελλάδα. Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Κριτικής Επιτροπής, Ηπειρώτης λογοτέχνης Λευτέρης Ν. Τζόκας, καλωσόρισε τους παρισταμένους και διάβασε το Πρακτικό της Κριτικής Επιτροπής.
Είπε χαρακτηριστικά: «...Έχοντες την πεποίθηση ότι φέραμε σε πέρας την αποστολή μας ευσυνείδητα και με δικαιοκρισία, εκφράζουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια σε όλους που έλαβαν μέρος στο Διαγωνισμό. Ευχόμαστε να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους για το καλό του πλανήτη μας. Η Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών, το αρχαιότερο λογοτεχνικό σωματείο της χώρας, που το νέο έτος 2010 γιορτάζει τα 80 χρόνια από την ίδρυσή της, για τη Φύση και το Περιβάλλον ας δώσει μαζί με τα μέλη της το καλό παράδειγμα, για ένα υγιεινότερο κι ανθρωπινότερο περιβάλλον...».
Στη συνέχεια μίλησε επί ολίγον και χαιρέτησε τους παρισταμένους ο επίτιμος Πρόεδρος της Ε.Ε.Λ. Δημήτρης Τσουκνίδας. Η αναφορά που έκανε στην Ποίηση και το Διήγημα άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Την Κριτική Επιτροπή του Διαγωνισμού αποτελούσαν οι: Λευτέρης Β. Τζόκας, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, Γιώργος Σπυρόπουλος, εκπαιδευτικός, ποιητής και συγγραφέας, αντιπρόεδρος της Ε.Ε.Λ., Γιάννης Παπαδόπουλος, συγγραφέας, έφορος Βιβλιοθήκης της Ένωσης. Η συμμετοχή υψηλών προσκεκλημένων από τον Συγγραφικό, Δικαστικό, Πανεπιστημιακό, Πολιτικό και Επιστημονικό κόσμο ήταν μεγάλη. Ανάμεσά τους ήταν: Ο επίτ. Αρεοπαγίτης Μιχ. Μαργαρίτης, ο Γεώργιος Κατσιάρης, Καθηγητής πανεπιστημίου Πατρών και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος Εθνικού Κτηματολογίου, Στέφανος Τσιτομενέας, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, Γεώργιος Μανουσόπουλος, Γεν. Γραμματέας Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, η πολιτευτής της Ν.Δ. Παπατζανή Στέλλα, οι έγκριτοι δικηγόροι Αθηνών Βασίλης Παπαδημητρίου, Χρήστος Αναγνώστου, Νανά Αναγνώστου - Λυντέρη και Στέργιος Λυντέρης, ο συγγραφέας Γιώργος Χαροκόπος, ένας εκ των αγωνιστών της Κρήτης, που έλαβε μέρος στην απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε, ο αντιπτέραρχος ε. α. Πολύβιος Μαργιάς, άνθρωποι των ΜΜΕ, Γραμμάτων και Τεχνών, κ.α.
• Η απονομή των βραβείων είχε κάτι από την ηπειρώτικη συγκίνηση και νοσταλγία. Βραβεύτηκαν τα ποιήματα των ηπειρωτών ποιητών, Δημήτρη Τριάντου με τίτλο «Πληγωμένη Φύση», του Γιάννη Τσώλη «Φυγή στη Φύση» κι αναζητείται ο ποιητής με το ψευδώνυμο «Γριμπαβιώτης» που συμμετείχε με το «Ανέβασμα στο Ξηροβούνι». Πρώτο βραβείο κέρδισε ο Ευάγγελος Σπανδάγος με το ποίημα «Ο τελευταίος της γης ηγήτορας», οι κυρίες Ζωή Παπαδημητρίου - Τζιράκη και Άννα Μοσχονίδου πήραν άλλα βραβεία.
Τα βραβεία Διηγήματος κέρδισαν: Η κ. Ιωάννα Θεοχαροπούλου με το διήγημα «Επιστροφή στην πόλη των πελαργών» (Φιλιππιάδα), ο Αριστείδης Σχισμένος με τη «Δρακότρυπα στην ειδυλλιακή περιοχή των πηγών Αγίου Γεωργίου - Φιλιππιάδας» και η Παναγιώτα Π. Λάμπρη με την «Πηγή Ρωμαίου».
Το Α' βραβείο πήρε η εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Παναγιώτα Μπαλινάκου με το διήγημα «Ο Γιάννης αγαπά το χωριό του» και άλλα βραβεία πήραν, ο Γιάννης Καρβελάς με «Της φύσης το προσκύνημα» και η Πουλχερία Σπηλιοπούλου με το διήγημα «Το κόκκινο δεντράκι».