Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»

Από τη Λαμπρινή Στάμου, φιλόλογο

Θεσσαλονίκη, (16-4-2010)

 

   Με την Παναγιώτα Λάμπρη, μολονότι γνωριζόμαστε ελάχιστα, φαίνεται πως έχουμε πολλά κοινά. Το σπουδαιότερο είναι ότι η πρώτη μας ματιά σε αυτόν τον κόσμο, ακούμπησε και στάθηκε στα αγέρωχα Τζουμέρκα. Τα παιδικά μας χρόνια, επομένως, σημαδεύτηκαν από παρόμοια βιώματα Και αυτά, θεωρώ ότι στοίχειωσαν τη ζωή μας.

   Γέννημα, λοιπόν, αυτού του φτωχού τόπου και η Παναγιώτα, τον λάτρεψε, όπως όλα του τα παιδιά. Και, όπως τα περισσότερα παιδιά του, αυτός ο φτωχός τόπος δε μπόρεσε να την κρατήσει κοντά του. Άνοιξε τα φτερά της και πέταξε. Έφυγε για να σπουδάσει και στη συνέχεια να δουλέψει σε διάφορα μέρη. Όμως, όπως σ’ όλους τους ξενιτεμένους Τζουμερκιώτες έτσι και στην Παναγιώτα, ο πόθος της επιστροφής–η λαχτάρα του νόστου- και η αγάπη για τον τόπο που τη γέννησε σιγοκαίει μέσα της και, κάποιες φορές, η φλόγα φουντώνει και γίνεται πυρκαγιά, που πυρπολεί τα σωθικά της. Ο μόνος τρόπος να καταπραΰνει αυτόν τον πόθο είναι να τον αφήσει να κυλήσει στο χαρτί.

   Με το βιβλίο της «Το χάσικο ψωμί», το οποίο αποτελείται από μικρά διηγήματα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κεντάει μνήμες ανεξίτηλες στον καμβά του χρόνου και ξυπνάει θύμησες λουφαγμένες μέσα μας, που αφορμή ζητούν να μας κατακλύσουν και να βυθιστούμε στη νοσταλγία. Κεντάει με μαεστρία τα βιώματα των παιδικών μας χρόνων, ανατρέποντας έτσι τις δυσοίωνες προβλέψεις που έκανε η ίδια στο διήγημα το «Το κέντημα», όπου αναφέρεται σε μια παράδοση του χωριού της, πως το πρώτο κέντημα του κοριτσιού έπρεπε να το πετάξουν σε μέρος με τρεχούμενο νερό, για να γίνει γρήγορη η κεντήστρα

   Διαβάζουμε, λοιπόν: «Αυτό που κυρίευσε την ψυχή μου εκείνες τις μέρες ήταν το πένθος, το οποίο εκφράστηκε με μια απέραντη θλίψη, που τη διαδέχτηκε η απογοήτευση, γιατί, και στερήθηκα το πρώτο μου κέντημα και δε θα γινόμουν καλή κεντήστρα, αφού αυτό δεν κύλησε μέσα στο νερό, για να μεταφέρει με μαγικό τρόπο τη γρηγοράδα του σε μένα».

   Κύλησε όμως από τότε πολύ νερό στο αυλάκι της ζωής και τα φτωχά παιδικά μας χρόνια, τα λιτά, τα αγνά, καθάρισαν από ό,τι δύσκολο και άσχημο και έμειναν στη μνήμη μας πάλλευκα και, καθώς περνούν τα χρόνια, όλο και γυρίζουμε με νοσταλγία σε αυτά για να αντλήσουμε δύναμη.

   Το πρώτο διήγημα είναι αυτό που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο. «Το χάσικο ψωμί» «χάσ’κου» στην Τζουμερκιώτικη διάλεκτο είναι το ψωμί το ζυμωμένο με άσπρο αλεύρι, το οποίο παίρνουμε συνήθως από τον επαγγελματικό φούρνο. Θεωρούνταν παλιότερα ιδιαίτερη λιχουδιά, όχι λόγω της νοστιμιάς(γιατί, κατά τη γνώμη μου, ήταν τελείως άνοστο) αλλά λόγω της διαφοράς χρώματος και υφής του( άσπρο και μαλακό σαν βαμβάκι) από το ζυμωτό σπιτικό ψωμί, το οποίο παλιότερα ήταν από καλαμπόκι (η καθ’ ημάς κουλούρα, που στη κατοχή ήταν θησαυρός), αργότερα ήταν μισό καλαμπόκι μισό σιτάρι (η γνωστή τζουμερκιώτικη μπομπότα) και στα δικά μας, τα νεότερα χρόνια, στα περισσότερα σπίτια, ήταν αμιγώς από σιτάρι.

   Γράφει λοιπόν: «Έτσι και το χάσικο ψωμί μας γοήτευσε με τη διαφορετική μυρουδιά και τη γεύση του αλλά ποτέ δε μας κατέκτησε!...Η μνήμη και η γεύση έχουν αλωθεί κυριολεκτικά από το ψωμί που έφτιαχναν τα κουρασμένα χέρια της μάνας. Δεν είναι μόνο που αυτά τα χέρια το έφτιαχναν με γνήσια υλικά και το έψηναν στη γάστρα, είναι που το έφτιαχναν με κέφι και το προσέφεραν με αγάπη. Με μια αγάπη που δεν νοηματοδοτούνταν απ’ τις πολλές ανούσιες λεκτικές επιβεβαιώσεις, αλλά προσφέρονταν ουσιαστικά, απλόχερα κι αθόρυβα».

   Η συγγραφέας καταφέρνει να ξυπνήσει μέσα μας χρώματα και μυρωδιές αξεπέραστες και άγνωστες σήμερα, όπου τα πάντα είναι άγευστα και άοσμα και άδικα ψάχνουμε κάτι που να μας θυμίζει αυτά, που τότε τρώγαμε.

   Στο διήγημα «Τα μήλα» φέρνει στο νου τις όμορφες ανθισμένες μηλιές, αλλά και το άρωμα, το χυμό και τη γεύση των φρούτων τους, που την κάνει ακόμη και σήμερα να τα αναζητά εις μάτην…

   Γράφει: «Έχετε αρωματικά γλυκόμηλα; Ρώτησα μια μέρα όλο συστολή, μπας και κάνω πάλι λάθος, έναν μανάβη στην πλατεία Επταλόφου.

   -Σίγουρα δεν είστε από δω!...

   -Όχι, είπα κι ένιωσα πως μου καταλόγιζε ευθύνη που είχα έρθει από αλλού και δε γνώριζα τις ονομασίες των μήλων, όπως τις έλεγαν σ’ αυτή την πόλη.

   -Από πού, παρακαλώ; Συνέχισε μ’ έναν μισοειρωνικό σχεδόν τόνο κι ένιωσα σαν να μου έκανε ανάκριση.

   -Απ’ την Ήπειρο, είπα εγώ όλο καμάρι.

   -Α! Κατάλαβα! Μ’ απάντησε κοφτά.

   Τι κατάλαβε, ο Θεός και η ψυχή του….».

   Τα ελάχιστα αγαθά που είχαν οι άνθρωποι τότε, ήταν δικά τους δημιουργήματα, τα τιμούσαν και αισθάνονταν ιδιαίτερη ικανοποίηση, αν μπορούσαν με τον ιδρώτα τους να έχουν κάτι παραπάνω. Ήταν συνηθισμένοι στο λίγο, και το περίσσιο ήταν καλοδεχούμενο αλλά όχι απαιτούμενο

   Στο διήγημα «Ο Αύγουστος» γράφει: «Αν τα αρώματα που έβγαιναν απ’ αυτά τα ζυμαρικά, όσο τα ’φτιαχναν οι νοικοκυρές, ήταν τέτοια που πολλοί άνθρωποι της εποχής μας δεν έχουν ποτέ εισπνεύσει, τα αρώματα απ’ το μαγείρεμά τους μαρτυρούσαν σ’ όλη τη γειτονιά το φαγητό του γείτονα. Ένα πιάτο τραχανάς αρτυμένος με λιωμένο βούτυρο και φρέσκο γάλα, μια τραχανόπιτα, ένα πιάτο με χυλοπίτες σούπα ή ένα πιάτο με χυλοπίτες ψημένες στη γάστρα και αρτυμένες με κρεμμυδάκι, φρέσκια ντομάτα και βούτυρο λιωμένο, αξίζουν πολλά λεφτά, όπως θα ’λεγε και η μάνα μου».

   Με τη στιβαρή της γραφή η συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταφέρει στον τόπο της και στα παιδικά της χρόνια. Έχει μια ειλικρίνεια και έναν σεβασμό στο παρελθόν της, το οποίο, όχι μόνον δεν προσπαθεί να αποκρύψει, όπως κάποιοι νεόπλουτοι που αγοράζουν κάδρα στο Μοναστηράκι και τίτλους ευγενείας, για να δείξουν αριστοκρατική καταγωγή, ούτε να το ωραιοποιήσει, αλλά το τονίζει και είναι περήφανη γι’ αυτό, όπως είμαστε οι περισσότεροι Τζουμερκιώτες. Ξέρει καλά, ότι σ’ αυτό το παρελθόν οφείλει τη δόμηση της στέρεας προσωπικότητάς της.

   Οι άνθρωποι που περιγράφει η Π. Λάμπρη ήταν αυτάρκεις και η λαϊκή σοφία τους καταγεγραμμένη από αρχαιοτάτων ετών στο DNΑ τους, τούς βοηθούσε να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες τούς παρουσιάζονταν. Γνώριζαν πολύ καλά οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, πως τίποτε δεν μπορούσαν να ελέγξουν - κάτι που εμείς σήμερα δε θέλουμε να αποδεχτούμε και γι’ αυτό βασανιζόμαστε για όσα δύσκολα μας φέρνει η ζωή - και είχαν τη σοφία να αποδέχονται ό,τι δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Δέχονταν πιο εύκολα και φυσικά, ακόμα και το απαίσιο και αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου, και προσπαθούσαν να το ξεπεράσουν με τη συμπαράσταση των άλλων ανθρώπων. Στο αφήγημα «Η γιαγιά Ρίνα» γράφει:

   «Σ’ αυτές τις νυχτερινές παρηγοριές, οι επισκέπτες κάθονταν πολλή ώρα, έτρωγαν μαζί με τους εκάστοτε νοικοκυραίους, έπιναν κανένα τσίπουρο και κουβέντιαζαν για διάφορα θέματα. Στην αρχή μιλούσαν για το νεκρό, συνήθως για τα προτερήματά του, αλλά με το πέρασμα της ώρας και με τη χαλάρωση και την οικειότητα που φέρνει το φαΐ και το ποτό, έλεγαν ιστορίες ποικίλου περιεχομένου, συχνά πικάντικες, και, στην περίπτωση που ο νεκρός είχε φύγει πλήρης ημερών, δεν έλειπαν τα χάχανα και τα γέλια.

   Και ήταν αυτές οι νυχτερινές συναθροίσεις ενός είδους αγωγή της ψυχής και ένας καλός τρόπος, απ’ τη μια να ανακουφίζεται ο πόνος που είχε προκληθεί στους οικείους του νεκρού από το θάνατό του, κι απ’ την άλλη να διακόπτεται η μονοτονία της καθημερινότητας και να στερεώνονται οι κοινωνικοί δεσμοί».

   Η γλώσσα της είναι απλή δημοτική, πηγαία, λιτή, και γίνεται εξαιρετικά σπαρταριστή ντοπιολαλιά στους διαλόγους. Είναι σαν ν’ ακούει κανείς τους παλιούς κατοίκους της Ροδαυγής (είναι το χωριό της συγγραφέως) να μιλάνε με τη χαρακτηριστική τους προφορά.

   «Στα μαντέματα του Μάρτη» διαβάζουμε: «Εγώ π’ λες Αθηνούλα μ’, έλεγε η γιαγιά, καληώρα σαν κι εσένα που ‘σι νέα κοπέλα, έφκιασα μια Καθαρά Δευτέρα αρμυρουκ’λούρα. Έκατσα νηστκιά κι διψασμέν’ όλη τ’ μέρα κι του βραδάκι έκανα όλ’ αυτά π’ λέει του έθιμου, εσύ του ξέρ’ς κι δε χρειάζιτι να τα ματαλέμι, και πλάιωσα για ύπνου. Είδα, είδα εινόρ’τα εκειό του βράδ, κουράσ’κα απ’ τα ταξίδια».

   Είναι άμεση και καθαρά βιωματική η γραφή της και κινείται με άνεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη λαογραφία, δίνοντάς μας εκπληκτικά στοιχεία για μια εποχή που, ενώ δεν είναι τόσο μακρινή, φαντάζει σήμερα στα μάτια των νέων, προϊστορική. Είναι τα διηγήματά της δοσμένα με τέτοιον τρόπο, που πραγματικά - θα πω το κοινότοπο - βοηθάει τους παλιούς να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν, και τους νέους να μάθουν.

   Δεν είναι η μίζερη εσωστρεφής γραφή ενός ανθρώπου προσκολλημένου σε μια στείρα παρελθοντολογία, όπου τα πάντα ήταν ιδανικά, ούτε η γκρίνια για εκείνα που δεν απόλαυσε στα παιδικά του χρόνια, αλλά είναι μια ανοιχτόκαρδη προσπάθεια κοινοποίησης ενός τρόπου ζωής υπαρκτού, λιτού, ο οποίος βοήθησε πάρα πολύ τους ανθρώπους μιας εποχής, αλλά ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να τους εμπνέει, να τους διδάσκει και, κυρίως, να τους βοηθάει σε κάτι που θεωρώ σημαντικότατο: να μη χάσουν το μέτρο. Στις δύσκολες μέρες που μας ξημέρωσαν, θα μπορούσαν να μας δώσουν ιδέες και πρακτικές, σαν κι αυτές, που παλαιότερα ήταν συνηθισμένες και σήμερα τις θεωρούμε εντελώς ξεπερασμένες.

   Στο διήγημα «Τα αποφόρια» διαβάζουμε: «Εξάλλου τα ρούχα που φορούσα εκείνη τη μέρα ήταν πράγματι πολύ χαριτωμένα. Και εκείνο που τα ’κανε πιο αξιόλογα και ενδιαφέροντα ήταν, πως δεν είχαν ραφτεί από καινούριο ύφασμα που είχε κοπεί σε εμπορικό κατάστημα από μεγάλο τόπι, αλλά προέρχονταν από μεταποίηση άλλου ρούχου». Να, λοιπόν, κάτι τόσο συνηθισμένο στο παρελθόν και τόσο ξένο για τα μέχρι σήμερα δεδομένα μας! Η συνέχεια του αποσπάσματος όμως, δείχνει την περηφάνια και αξιοπρέπεια των ανθρώπων, που γνώριζαν τη φτώχια τους, αλλά δεν ήθελαν να επιτρέψουν σε κανέναν να τους λυπηθεί: «Αυτό το αγνοούσε η δασκάλα μου και είναι σχεδόν βέβαιο πως, αν το γνώριζε, θα επαινούσε, οπωσδήποτε, περισσότερο τη δεξιότητα της μάνας μου στη ραπτική. Δεν της το ‘πα όμως. Κι αυτό, όχι από κάποια περίεργη μυστικοπάθεια, αλλά από μια έμφυτη περηφάνια, που δε μ’ άφηνε να επιτρέψω στους άλλους να αισθανθούν έστω και τον ελάχιστο οίκτο για μένα και την οικογένειά μου».

   Στρέφεται στο παρελθόν της γενιάς της (της γενιάς μας) η συγγραφέας με ανείπωτη τρυφερότητα και διαπιστώνει πως, όσο κι αν προοδεύσαμε, όσο κι αν αποχτήσαμε αγαθά που εκείνη την εποχή ούτε στο όνειρό μας δε μπορούσαμε να δούμε, τη ζωή μας την κάναμε, ίσως, ευκολότερη με τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας, όμως δεν καταφέραμε να την κάνουμε ποιοτικά καλύτερη, ούτε να εξασφαλίσουμε, έστω και στο ελάχιστο, κάτι από την ανθρωπιά και την ανεμελιά εκείνης της εποχής. Στα διηγήματα υπάρχουν στιγμιότυπα από την εποχή που οι άνθρωποι δούλευαν σκληρά για να ζήσουν, δεν ήταν θύματα άκρατου καταναλωτισμού, και αρκούνταν κυρίως σε ό,τι τους έδινε η γη και το ζωικό βασίλειο. Μπορεί τότε να μας φαίνονταν κάποια πράγματα από τον έξω κόσμο εξωτικά, και να λαχταρούσαμε να τα γευτούμε, ήταν όμως λίγα, γιατί δεν έφταναν πολλά αγαθά στα απομακρυσμένα χωριά μας και έτσι δεν διαταράσσονταν οι συνήθειές μας.

   Στο διήγημα «Οι γκοφρέτες» διαβάζουμε: «Μετά από λίγο βρισκόμουν κι εγώ πολύ μπροστά, τόσο που μπορούσα να βλέπω πολύ καλά και μ’ όλες του τις λεπτομέρειες το περιτύλιγμα που παρόμοιό του, μέχρι τότε κανένας μας δεν είχε δει. Το σχήμα του ήταν ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, κυρίαρχα χρώματά του ήταν το κόκκινο και το χρυσαφί και πάνω έγραφε, με όμορφα ευδιάκριτα και λίγο παχουλά γράμματα ΓΚΟΦΡΕΤΑ.

   Τι σήμαινε, αλήθεια αυτή η λέξη, για να υποπτευθούμε ποιο ήταν το περιεχόμενο που, αν και δεν το γνωρίζαμε έκανε τα σάλια μας να τρέχουν;».

   Στα διηγήματά της περιγράφονται σκηνές που έρχονται από πολύ παλιά, ιεροτελεστίες, που δείχνουν τη συνέχεια αυτού του λαού μέσα στο πέρασμα των αιώνων, έθιμα που δυστυχώς εκλείπουν, αλλά κυρίως, μια άλλη στάση ζωής.

   Το ανικανοποίητο και η απληστία της σημερινής εποχής τούς ήταν άγνωστα και η ζωή τους ήταν απλή και ανεπηρέαστη από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα, κάτι που στις μέρες μας είναι αδιανόητο, δεδομένου ότι τα ηλεκτρονικά μέσα της εποχής μας διαμορφώνουν τη ζωή και την άποψή μας. Αυτό φαίνεται ότι προβληματίζει τη συγγραφέα στο σήμερα. Διαβάζουμε στο διήγημα «Το ραδιόφωνο»: «Ό,τι άκουγαν απ’ το ραδιόφωνο, γίνονταν μέρος και του δικού τους προβληματισμού κι απασχολούσε τις συζητήσεις στα καφενεία και στα σπίτια τους. Μερικές φορές μάλιστα, για να πείσουν για την αλήθεια των λεγομένων τους έλεγαν πως «του ’πι κι του ράδιου». Τότε δεν ήξεραν κι ούτε και το φαντάζονταν το πόσο, το ραδιόφωνο κι όλα τ’ άλλα ηλεκτρονικά μέσα, που θα εμφανίζονταν ένα μετά το άλλο σε λίγα χρόνια, θα επηρέαζαν τη σκέψη και τις επιλογές τους και εν τέλει, την ίδια τους τη ζωή».

   Εκείνο όμως, που θεωρώ πως αξίζει να προσέξει κανείς στα διηγήματα, είναι οι πολλοί τρόποι κοινωνικοποίησης των ανθρώπων και η μύηση των παιδιών σ’ αυτήν, από πολύ τρυφερές ηλικίες. Αυτή η έντονη κοινωνικότητα, τους έκανε να τρέχουν και να συμπαραστέκονται σε χαρές και λύπες, να κάνουν το πρόβλημα του γείτονα δικό τους πρόβλημα και τη χαρά του χαρά τους, και ήταν αυτό, το σπουδαιότερο αντίδοτο στη μοναξιά, που εκείνη την εποχή ήταν άγνωστη λέξη και σήμερα, δυστυχώς, πιστός μας σύντροφος.

   Τα παιδιά αμέσως μετά τη γέννησή τους ζούσαν σ’ ένα περιβάλλον που αποτελούνταν - εκτός από τους γονείς - από παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, εξαδέλφια και από όλη τη γειτονιά. Δεν είναι τυχαίο το ότι αποκαλούσαμε τους μεγαλύτερους «θείο ή μπάρμπα» και τις γυναίκες «θείες».

   Καμία σχέση με το σήμερα, που τα παιδιά θεωρούνται ενοχλητικά από πολλούς, που ο χώρος στένεψε απελπιστικά, που οι αλάνες έγιναν πιλοτές, που ο γείτονας είναι ξένος και ενίοτε ύποπτος, που οι τρέλες με τους φίλους, έγιναν οθόνες τηλεόρασης και υπολογιστή

   Είχαν τότε την απόλυτη ελευθερία να κινούνται σ’ όλο το χωριό, χωρίς κανένα φόβο, καθώς όλοι τα γνώριζαν και τα θεωρούσαν παιδιά τους. Αισθάνονταν ασφαλή στο χωριό τους και, όπως λέει και ο Ράσελ, «αν ένα παιδί ζει μέσα στην ασφάλεια, μαθαίνει να πιστεύει».

   Οι γονείς και, κυρίως, οι μανάδες, τα μυούσαν στη συνύπαρξη με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, με διάφορους τρόπους, όπως με το να συμμετέχουν σε γιορτές, στα ξεφλουδίσματα του καλαμποκιού - όπου συγκεντρώνονταν συγγενείς φίλοι και γείτονες - να τραγουδούν «τα Πάθη του Χριστού» στα σπίτια του χωριού, αλλά και να πλένουν τα ρούχα στη ρεματιά, περνώντας μια ευχάριστη μέρα με άλλες γυναίκες και μαθαίνοντας διάφορα πράγματα.

   Διαβάζουμε στο διήγημα «Μπουγάδα στο Μπέσικο»: «Η ώρα περνούσε κι απ’ τα ρούχα που ’χαμε απλώσει νωρίς, όσα είχαν αρχίσει να στεγνώνουν, εγώ τα μάζευα, τα δίπλωνα, τα στοίβαζα το ένα πάνω στ’ άλλο και τα τακτοποιούσα σ’ ένα πλατύ ψάθινο πανέρι. Με μεγάλη προθυμία έκανα το ίδιο, χωρίς να μου το ζητήσει, και για τα απλωμένα ρούχα της κυρά –Κώσταινας, η οποία με γέμιζε με καλά λόγια και ευχές: - Να’ σι πάντα καλά, πιδί μ’, καλή προουδου στου σκουλειό κι καλή τύχη».

   Διαβάζοντας τα διηγήματα της Παναγιώτας Λάμπρη ήταν σαν να ξεφύλλιζα ένα άλμπουμ φωτογραφιών και από τη δική μου παιδική ηλικία. Ήρθαν στο νου μου στιγμιότυπα χαρούμενα, θλιβερά, μνήμες καταχωνιασμένες, εικόνες τρυφερές, χρώματα ζωηρά, που νόμιζα ότι είχαν ξεθωριάσει, συναισθήματα που κρύβονταν βαθιά μέσα μου, αισθήσεις ολοζώντανες και όλα ήταν ποτισμένα με το άρωμα του κυδωνιού, μήλου και συκομαΐδας, που ανέδιδε το μπαούλο της δικής μου γιαγιάς Ρίνας.

   Να ’σαι καλά Παναγιώτα που με ταξίδεψες….

   Σας ευχαριστώ

 

 

.