Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»

Από τον Γιώργο Ραβανίδη, βιολόγο

Θεσσαλονίκη, (16-4-2010)

 

     1.  Το χάσικο ψωμί.

2.  Τα μήλα.

3.  Στα ξεφλουδίσματα.

4.  Οι μουριές.

5.  Η γιαγιά Ρίνα.

6.  Οι μαύρες μπότες.

7.  Τα αποφόρια.

8.  Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

9.  Στο παλιό νεκροταφείο.

   10.  Τα θελήματα και οι καραμέλες.

   11.  Πέθαν’ ο Κριγιάτος, πέθανε.

   12.  Τα μαντέματα του Μάρτη

   13.  Φεύγατε φίδια και σκονταρέλες.

   14.  «Ω γλυκύ μου έαρ…».

   15.  Σιμά του αι Γιωργιού, σιμά του αι Δημητριού.

   16.  Το κέντημα.

   17.  Οι γκοφρέτες.

   18.  Το ραδιόφωνο.

   19.  Μπουγάδα στο Μπέσικο.

   20.  Ο Αύγουστος.

.

Διαβάζοντας τον παραπάνω «πίνακα περιεχόμενων», αντιλαμβάνεται ο κάθε αναγνώστης ότι ο κόσμος της Παναγιώτας Λάμπρη είναι αυτός ο κόσμος που ζήσαμε οι περισσότεροι από εμάς στις δεκαετίες του ’50 του ’60 και του ’70 σε όλα τα μέρη της πατρίδας μας.

      Δεν θα παρουσιάσω το βιβλίο της κυρίας Λάμπρη ως ειδικός παρουσιαστής, αφού δεν είμαι ούτε συγγραφέας, ούτε και κάποιος ειδικός φιλόλογος. Δέχτηκα με ευχαρίστηση την τιμητική της πρόταση να μιλήσω για το βιβλίο της ως αναγνώστης. Αγαπούσα τους ανθρώπους της τέχνης από τα μαθητικά μου χρόνια, όταν άρχισα να πιστεύω ότι οι άνθρωποι της τέχνης είναι ξεχωριστοί αφού έχουν το μοναδικό ταλέντο να δημιουργούν.

      Το «χάσικο» είναι μια λέξη πολύ γνωστή στην Ελλάδα. Όπως και να προφέρεται, όπου και να χρησιμοποιείται, οι μνήμες που ξυπνά αυτή η λέξη είναι οι ίδιες. Στα δικά μου τα μέρη, στα παιδικά μου χρόνια το ’60, λέγαμε ότι «φάγαμι  κι  χάσκου ψουμί». Ήταν το κάτασπρο ψωμί που τρώγαμε κάπου-κάπου όταν είχαμε την τύχη να φύγουμε από το χωριό μας και να βρεθούμε σε κάποια κωμόπολη η χωριό. Το λαχταρούσαμε το χάσικο ψωμί γιατί πιστεύαμε ότι ήταν καλύτερο από το δικό μας «μαύρο» ψωμί, του σπιτιού μας.

      Διαβάζοντας, λοιπόν, το βιβλίο της κυρίας Λάμπρη, βρήκα στις σελίδες του τον κόσμο που έζησε η ιδία, αλλά βρήκα και πολλές φράσεις που με πολύ μαστοριά κτίζουν και «ανοίγουν» και τις προσωπικές μας μνήμες. «Το χάσικο ψωμί» μας γοήτευσε με την μυρουδιά του και την γεύση του, αλλά ποτέ δεν μας κατέκτησε», γραφεί στο βιβλίο της. Αυτό που μας κατέκτησε εκείνα τα χρόνια και απλώθηκε σ’ όλα τα κομμάτια της ψυχής μας ήταν το δικό μας ψωμί που πλάθονταν με ιδιαίτερη πρακτική από τα χεριά της μάνας, και το χάσικο ψωμί προσωρινά μόνο απαλλοτρίωνε την καρδιά μας.

      Μετρώντας τα 20 κομμάτια του βιβλίου σου αγαπητή Παναγιώτα, μέτρησα σε κάθε σελίδα του και κάτι το ξεχωριστό. Στο τέλος της ανάγνωσης το βιβλίο γέμισε από σελιδοτσακίσματα, να δείχνουν όλα σχεδόν τα σημεία της ζωής μας. «Η γιαγιά Ρίνα» έμεινε στην μνήμη, χωρίς ο θάνατος της να αναστατώσει την παιδική ψυχή, γράφεις κάπου, επειδή σας νοιάζονταν και σας αγαπούσε όπως αγαπάνε οι γιαγιάδες τα εγγόνια.

      Από το βιβλίο ξεχώρισα το ταξίδι σου στο Λονδίνο  που πολύ καλλιτεχνικά εκμεταλλεύτηκες στο 7ο σου διήγημα «Τα Αποφόρια» και με λέξεις που εσύ ξέρεις πως πρέπει να ταιριάξεις, περιγράφεις μια πόλη που σήμερα σχεδόν όλοι ζούμε. Και έτσι από το Λονδίνο μας μεταφέρεις στα γνωστά ρούχα από δεύτερο χέρι (second hand) που πάντα θα υπάρχουν μαζί με τους ανθρώπους του, για να ζωντανεύουν ολονών μας τις μνήμες.

      «Στο χριστουγεννιάτικο δέντρο»  των παιδικών μας χρονών ζωντανεύει κι η λαχτάρα μας να κρατήσουμε τους κανόνες που μας επιβάλλουν τα έθιμα και θα συνεχίζουν και μελλοντικά να μας οδηγούν ως ένας μίτος στο λαβύρινθο της ζωής μας. 
Η σχέση με το «παλιό νεκροταφείο» είναι η ανθρώπινη εξοικείωση με τη ζωή και το θάνατο και όλα τα νεκροταφεία του κόσμου γρήγορα παλιώνουν παρόλο που κάποια απ’ αυτά έχουν βαφτιστεί ως «νέα κοιμητήρια».

      Ποιος θα μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα κάποια ακαταλαβίστικα δρώμενα στις κοινωνικές εκδηλώσεις; Ας μην ψάχνουμε να βρούμε εξηγήσεις μας λες και μας γραφείς στο κείμενό σου «Πέθανε ο Κριγιάτος, πέθανε». Στο δρώμενο της καρναβαλικής ανθρωπινής καμήλας δικαιολογείται το συμβάν αυτό αφού πρόκειται για γιορτή και κάθε γιορτή είναι από την φύση της ανατρεπτική, δηλαδή: μεταφυσική και παράλογη. Και έτσι συμφωνεί ο καθένας να τραγουδήσει με τους άλλους το γνωστό τραγούδι για τα πράσα και για τα κρεμμύδια της Σαρακοστής.

      «Οπόχει κόρην ακριβή, τον Μάρτη ήλιος μην τη δει» λέει η παροιμία στα «Μαντέματα του Μάρτη» και ένα τετράστιχο μιλάει ως εξής για την αγάπη των ανθρώπων:

Το ν’ αγαπάς και να το λες,

αυτό δεν είναι πόνος,         

μα ν’ αγαπάς και να μην κλαις,

           και να το ξέρεις μονός.            

      Στο τέλος στον επίλογο του «Φευγάτε φίδια» για το έθιμο του Ευαγγελισμού ακούστε την πρόταση: «Οι θόρυβοι της νέας εποχής γκρέμισαν σα γυάλινο πύργο τη θορυβώδη συνήθεια του εθίμου και (σήμερα) τα φίδια μπορούν να ξυπνούν από την χειμερία νάρκη τους με την ησυχία τους και χωρίς κανένα φόβο».

      Για όσους κατάγονται από τα μέρη της Παναγιώτας Λαμπρή αλλά και όσοι έτυχε να ζήσουν εκεί όπως εγώ, η γλώσσα του βιβλίου της είναι γάργαρη και πλούσια με καθαρές λέξεις για κάθε περίσταση και πλάθονται έτσι εικόνες που σχεδόν ταυτίζονται με τις ομορφιές που συναντάει κανείς σ’ όλα τα ξακουστά Τζουμέρκα.

   Στο «Ω γλυκύ μου έαρ» φεύγει η Μεγάλη Παρασκευή μέσα σε ένα διάχυτο πένθος και όλοι νιώθουν μια γαληνή στην ψυχή τους αφού γνωρίζουν ότι σε λίγο θα ψάλουν με δάκρυα χαράς το Χριστός Ανέστη.

      «Τ’ άι-Γιωργιού, τ’ άι-Δημητριού» είναι το ρολόι για τους Βλάχους κτηνοτρόφους της Πίνδου, κατεβαίνοντας στα χειμάδια και ανεβαίνοντας τα καλοκαιριά στα βουνά ακόμα και σήμερα, έστω με τα φορτηγά τους και συνεχίζουν με έναν άλλο τρόπο τον ίδιο δρόμο της ζωής τους, για να προκαλούν σε όλους μας το θαυμασμό για τον αγώνα τους και το δέσιμο τους με το φυσικό κόσμο των φυτών τους και των ζώων τους.

      Στα 3 προτελευταία διηγήματα του βιβλίου για «Το κέντημα», «Οι γκοφρέτες», και  «Το ραδιόφωνο», διαβάζοντας τα, συνάντησα τα ιδία βιώματα που σήμερα είναι απόμακρα. Όμως και πριν από μας έζησαν οι άνθρωποι χωρίς γκοφρέτες – χωρίς ραδιόφωνο, σίγουρα όμως είχαν άλλους τρόπους να μαθαίνουν τη γεωγραφία τους. Έτσι οι γκοφρέτες πάντα θα μας ταξιδεύουν σε άγνωστα μέρη και τα ραδιόφωνα σαν τελάληδες πάντα θα υπάρχουν για να ακούγονται είτε ευχάριστα είτε ενοχλητικά, είτε από τα πλατάνια της πλατείας είτε από ακουστικά ατομικά χωμένα στα αυτιά μας.

      Κυρίες και Κύριοι, σας παρουσίασα ως αναγνώστης το βιβλίο «Το χάσικο ψωμί» που είναι με μια λέξη η μνήμη της συγγραφέως αλλά και η δικιά μας μνήμη. Στην επιστήμη της βιολογίας διάβασα τα βιβλία μιας επιστήμης. Έμαθα για τον μικρόκοσμο της ζωής. Το κύτταρο, το μιτοχόνδριο, τους χλωροπλάστες, τα ριβοσώματα, τον πυρήνα, το DNA, τις πρωτεΐνες, τα ένζυμα και πολλά άλλα όντα και λειτουργίες της φύσης. Στην επιστήμη προσπαθείς να ρωτάς σωστά και να μαθαίνεις έτσι και να κατακτάς την γνώση. Αυτή είναι και η διάφορα ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη.

       Στα Λογοτεχνικά κείμενα δεν υπάρχει φανερά και έντονα η επιστημονική γνώση, αλλά υπάρχει η εξήγηση του λογοτέχνη για κάθε ζήτημα που με το ταλέντο του αυτός μπορεί να γοητεύει τον αναγνώστη και να τον οδηγεί σε μονοπάτια που δεν μπορεί να τον οδηγήσει η επιστήμη. Έτσι η τέχνη πλημμυρίζει ευχάριστα την καρδιά μας και ανακουφίζει πολλές φορές την ψυχή μας.

      Με την κυρία Λάμπρη υπήρξαμε συνάδελφοι πριν από 26 χρόνια στο Βουργαρέλι της Άρτας στο ίδιο σχολείο. Ανήκει στην κατηγορία των μάχιμων εκπαιδευτικών. Με τα βιβλία που έχει γράψει μέχρι τώρα κατατάσσεται εδώ και αρκετά χρόνια στους λογοτέχνες. Εύχομαι να συνεχίσει να δημιουργεί και να γεννά και αλλά γραπτά κείμενα και με χαρά και κάθε εκτίμηση να τα διαβάζουμε. Την ευχαριστώ πολύ που με τίμησε με την πρόταση της να παρουσιάσω «Το χάσικο ψωμί» της.