|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»
Από τον Κώστα Τραχανά, κριτικό λογοτεχνίας
http://anaggelioxoros.blogspot.com/2010/10/blog-post_6571.html
http://astrohori.blogspot.com/2011/01/blog-post_26.html
http://ipirotikovima.gr/2011/11/21/%C2%ABto-chasiko-psomi%C2%BB-vivlio-tis-panagiotas-lampri/
Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδες "Ελευθερία", 3-3-2011, "Ο Δορυφόρος", 5/6-3-2011, "Μαχητής", 28-4-2011
Δεν υπάρχουν παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους……
Ωραία μικρά διηγήματα, της συμπατριώτισσας Παναγιώτας Λάμπρη, που σε ξαφνιάζουν, σε ερεθίζουν, σε φωτίζουν, σε συγκινούν. Κείμενα τρυφερά, ζωντανά. Μικρές αυτόνομες ιστορίες, για τη ζωή στην Ροδαυγή της Άρτας, την δεκαετία του ΄50. Ιστορίες μνήμης. Ιστορίες που σου μιλάνε πολλές γλώσσες. Μπορεί και στον καθένα μας, να «τραγουδήσουν» διαφορετικά. Αναλόγως τις μουσικές που ο καθένας μας κουβαλάει…
«Κι αν ήταν να το ξανάκανα
τον ίδιο δρόμο θα ’παιρνα»….
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι μέσα και έξω από τον χρόνο. Ένα ταξίδι στις καρδιές των ανθρώπων που αγαπήσαμε. Ταξιδεύοντας στο γενέθλιο τόπο μόνο καταλαβαίνεις. Χωρίς ταξίδι , δε ζεις. Μα δεν μπορείς ούτε καν να αγαπήσεις εάν δεν απομακρυνθείς….
Ο γενέθλιος τόπος, που όπου κι αν πάμε, μας ακολουθεί, και ο χρόνος που ζωντανεύει και τους νεκρούς, επιτρέποντας στο μέλλον να φανερώνεται και στο παρελθόν να επιστρέφει αποκαλύπτοντας μυστικά και θαύματα…. Και τα φαντάσματα που τριγυρίζουν, άλλα ξαλαφρωμένα και άλλα αδικαίωτα…. Να είναι, τελικά, σωτηρία η λησμονιά;
Μια γραφή δαντελοπλεγμένη. Διηγήματα – κεντήματα, με στραβοβελονιά το προσωπικό βίωμα και καμβά το ήδη γνωστό, το καθημερινό… Με τον έρωτα να πρωτοστατεί. Με τον χρόνο να κάνει παιχνίδια έξω από το ήδη μετρήσιμο και γνωστό. Με το χώρο να εκτείνεται πέρα από το αναγνωρίσιμο, πεπατημένο και βιωμένο. Παρελθόν και παρόν και μέλλον εδώ, και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση της συγγραφέως, και στην κάθε φράση, στην κάθε σιωπή. Η ατμόσφαιρα των διηγημάτων της Παναγιώτας Λάμπρη είναι αίσθηση, σε καταπίνει μαγεύοντας, διαθέτει αφή!!
Η συγγραφέας, σαν την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων ακολουθεί όχι το… κουνέλι αλλά την ουρίτσα μιας ανάμνησης, ένα κομματάκι χαμένου εαυτού, μια μυρωδιά, ένα χρώμα, έναν ήχο… Επειδή η ζωή μας αποκαλύπτεται στα σημεία. Στη λεπτομέρειά της συγκεντρώνει όλη της τη σοφία η ζωή!!
Εξάλλου, ζωή δεν είναι μόνο τα όσα ζήσαμε, αλλά και τα όσα φοβηθήκαμε, ονειρευτήκαμε, επινοήσαμε.
Ένα απίστευτο παρελθόν ταυτισμένο με έναν τόπο, την Ροδαυγή της Άρτας, ξαναζωντανεύει στη μνήμη μας περασμένο με την πατίνα του χρόνου. Τόποι, αρχαίες πέτρες, πλατείες, εκκλησίες, ποτάμια, σοκάκια, πρόσωπα, μέσα στην αιώνια σκόνη ….έναν τόπο σταθερό που ποζάρει μέσα στο χρόνο.
Καλή αφήγηση, ονειρική ατμόσφαιρα, αλλά και προσωπική συναισθηματική εμπλοκή, αφού από την Ροδαυγή της Άρτας είναι οι ρίζες της Παναγιώτας Λάμπρη, που ουσιαστικά καταθέτει ένα «φόρο τιμής» στην ξεχασμένη κληρονομιά και σε ένα άγνωστο κομμάτι της ιστορίας της Ροδαυγής.
Στα διηγήματα αυτά συνυπάρχουν πολλά και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία: μνημονικά κάδρα, αδρές περιγραφές του ηπειρώτικου τοπίου, πυκνές αναπλάσεις του μικρόκοσμου της κοινωνίας της Ροδαυγής, ντοπιολαλιές και τοπωνύμια, παπαδιαμαντική μιμική, ποιήματα και γιορτινά, μνήμες και θύμησες, παρελθόν και ρίζες, και τέλος η πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Η συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη αναδύει μέσα από το χρονοντούλαπο των παιδικών της αναμνήσεων: βιώματα και αισθήσεις, εφηβικούς έρωτες, παιχνίδια εφηβείας, ματωμένες λαχτάρες, ήλιους προκοπής, εφήμερα άνθη, τιμωρίες επιτυχίας …
Το βιβλίο αυτό είναι η Ροδαυγή (το « Ρόδο της Αυγής»), και κάθε Ροδαυγή που ξεμακραίνει, η Ροδαυγή που χάθηκε, που άλλαξε, αλλά που μένει πάντα μαγευτικά και αγαπημένα στη μνήμη αυτών που τη γνώρισαν.
«Το χάσικο ψωμί» της Παναγιώτα Λάμπρη δεν μπορεί να παγιδέψει τη μυρωδιά του πασμά και του καμένου ξύλου, τη μυρωδιά του μοσχοβολιστού χάσικου ψωμιού, της φρεσκοψημένης αρμυροκουλούρας, των φρεσκοπλυμένων ρούχων και του βρεγμένου χώματος, καταφέρνει ωστόσο να αιχμαλωτίσει εκείνη τη μια στιγμή που πλάι στην άλλη και την άλλη δημιουργούν μια αλυσίδα φωτός που μας πάει στην άκρη του ορίζοντα. Κι εκεί με φόντο τα σπαράγματα των σπιτιών και της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, τα παράθυρα που μιλούν για τη φτώχεια ή τον πλούτο, τα φυτρωμένα αγριόχορτα και τα ανθισμένα δέντρα, τα σπουργίτια και τα κοτσύφια, τις γίδες και τα πρόβατα, τα χελιδόνια και τους καλογιάννηδες, τα αγριολούλουδα και τα σύκα, τα καρύδια και τα μήλα, τις αμυγδαλιές και τις κορομηλιές, τις κυδωνιές και τις κερασιές, τα μνήματα και τα νεκρόδειπνα, τις νύμφες και τις ξωθιές, τις χορτόπιτες και την μπομπότα, τη ζούρα και τον τραχανά, τα νυχτέρια και τα ξεφλουδίσματα, τις τσαπέλες και τα τσίπουρα, τα πολυσπόρια και τα κράνα, τα οργώματα και τη σπορά, το κυνηγητό και το κουτσό, το γλυκό κεράσι και το κουρκούτη, τα φίδια και τις σκονταρέλες, τους επιτάφιους και το μαρτίτσι, τα χιόνια και τις βιολέτες, τα κρίνα και τις πασχαλιές, τις σαρμανίτσες και τα σαμάρια, τα εργόχειρα και τα κουτσομπολιά, τις βαρέλες και τη μπουγάδα στο Μπέσικο, τη σκάφη και το μπουγαδοκόφινο, τις τηγανίτες και τους λαχανοκεφτέδες, τους τενεκέδες και τα χαλκωματένια καζάνια, το τσάι και τη ρίγανη, τη δάφνη και το τίλιο, τις διαβατήριες τελετές και τους άγραφους κανόνες, τους κήπους και τα καλντερίμια, τα μαντέματα του Μάρτη και το αυγουστιάτικο φεγγάρι, τις στιγμές της σιωπής, τα απομεσήμερα της μελαγχολίας, τα πρωτοβρόχια, τους θαμπούς χειμώνες, τους χαμένους ήλιους, τη μυρωδιά της ασβέστης, τα γλυκά του κουταλιού, τα όνειρα της νιότης, της χειρονομίας που έμεινε βουβή, του βήματος που καλύφθηκε από τη σκόνη των ετών, ζωντανή αποκαλύπτεται και πάλι η γονιδιακή μας μνήμη.
Όλα αυτά σηματοδοτούν έναν κόσμο που έχει μια ενότητα: το χαμηλόφωνο ενός άκρατου ρομαντισμού, μιας κατασταλαγμένης παραδοχής της φθοράς και την ομορφιά του φθινοπώρου των χρωμάτων.
Αυτά τα χρώματα, οι μυρωδιές και oι ήχοι είναι απόλυτα συνεπή με το ιστορικό πλαίσιο που ζωντανεύουν. Όλες οι αισθήσεις ικανοποιούνται, βλέποντας, ακούοντας, γευόμενοι, αισθανόμενοι και σκεφτόμενοι την Ροδαυγή της Άρτας. Όπως ακριβώς λέει ο Κάμινγκς:
«Τώρα τα αυτιά των αυτιών μου βλέπουν
Τα μάτια των ματιών μου ακούν……».
«Το χάσικο ψωμί» είναι ένα βιβλίο για την ομορφιά που υπάρχει, φτάνει κανείς να μπορεί να τη δει. Για την αγάπη που επιμένει, ακόμα και όταν εκείνη φεύγει. Για το μεγαλείο που κρύβουν μέσα τους οι φτωχοί και τίμιοι άνθρωποι της ορεινής Άρτας. Για την τοξίνη των λέξεων που μπορεί ως και να χαρίζει ζωή σε ό,τι αξίζει…
Με ό,τι έχουμε γράφουμε, και ερωτευόμαστε με ό,τι είμαστε….