|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»
Από τον Γιώργο Στεφ. Σιμιτζή, λογοτέχνη
«Στην συναισθηματοαβαθή
και ρηχή ζωή μας,
ανοίγει δρόμους με θέα,
η γραφή σου Παναγιώτα!»
Το χάσικο ψωμί! Λίαν ελκυστικός αυτός ο τίτλος του βιβλίου. Αυτό το λογότυπο επίγραμμα μας καλεί και μας προσκαλεί σαν πινακοθήκη σπάνιων και δυσεύρετων εικόνων στο οπτικό διάβασμα και στο ταξίδεμα στην τεχνοτροπία τους. ετούτο το βιβλίο μας καλεί και μας προσκαλεί σαν η πατρώα γη νοσταλγικά τον ταξιδεμένο. Μας καλεί το βιβλίο αυτό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη για κατάγνωση κι αναβαπτισμό στα βιώματά της τα χρονοανεξίτηλα και στις αναπαλλοτρίωτες θύμησές της! η λογοτέχνης Παναγιώτα Λάμπρη, εσωσμιλεύτηκε και ενδοσημαδεύτηκε από βιώματα ισχυρά και μνήμες δυνατές, σαν των παλιών ξενητεμένων, που το ταξίδι τους, είχε μεγαλοπάθια και χιλιοβάρσανα!... Η συγγραφέας εμμένει κι επιμένει σε συμβάντα και γεγονότα, που η παιδική της προσδοκία, τα ωραιοποίησε και τα εξιδανίκευσε, όπως τα μικροταξίδια του πατέρα της στην πόλη.
Γράφει συγκεκριμένα:
«Η προσμονή της επιστροφής του πατέρα κάθε φορά, που πήγαινε στην πόλη, αύξανε στο κατακόρυφο τον πόθο μας γι’ αυτές τις καραμέλες. Οι ώρες κυλούσαν πολύ αργά, σχεδόν βασανιστικά και καμία ασχολία μας δεν ήταν ικανή να τον μειώσει. Μόνο τα βήματά του στην αυλή του σπιτιού μας, που δήλωναν την επιστροφή του, έδιναν, ως δια μαγείας τέλος σ’ όλα τα συναισθήματα, που μας βάραιναν και μας χαλούσαν το κέφι».
Ξεφυλλίζει και δικά μας αναμνηστικά και βιωματικά βιβλία με ορισμένα, που θίγει κι εμβαθύνει η κυρία Λάμπρη. Κι εμείς, σαν αυτή περιμέναμε με υπαρκτή λαχτάρα και ιδιάζοντα πόθο το χάσικο, ή χάσ’κο όπως το λέγαν οι παλιότεροι τότε ψωμί. το περιμέναμε με αγωνία σαν την ειδή της νούνας ή νουνάς μας, που θα μας έδωνε καλούδια και ζαχαρ’κά.
Με εντυπωσίασε η περιγραφή της, για το χάσικο ψωμί. συγκεκριμένα γράφει:
«Καμιά φορά που πήγαινε ο πατέρας στην πόλη μας έφερνε, εκτός από άλλα πράματα, και χάσικο ψωμί. αυτό το ψωμί, όχι πως ήταν νοστιμότερο απ’ το σπιτικό, αλλά έτσι άσπρο και αφράτο, που ήταν μας άρεσε να το αγγίζουμε και να το τρώμε χωρίς προσφάι, σαν κάτι εξωτικό που, επειδή το τρώγαμε σπάνια, το είχαμε και σε μεγαλύτερη υπόληψη απ’ το ψωμί, που τρώγαμε καθημερινά».
Κάνει γραφή την άφεγγη κι ανεκδήλωτη επιθυμία της με το χάσικο ψωμί, που τ’ αγόραζε κανείς από την πόλη και πολλά χωριατόπαιδα το τρώγαν σάμα να ’ταν προσφάι και μάλιστα τυρί.
Αυτή η θελκτική της γραφή με το χάσικο ψωμί της κυρίας Λάμπρη εμένα μου θυμίζει πολλά, που έμειναν στη μνήμη μου παντοτινά.
Στο βιβλίο «Το χάσικο ψωμί», περιέχονται θύμησες, που αναφέρονται σε πολλές πτυχές της ζωής της συγγραφέα στο χωριό. θύμησες για τα μήλα και το κτήμα της στη θέση Βάσιου, με τις γκορτσιές, δαμασκηνιές, καρυδιές, καστανιές, συκιές, μηλιές… Πολλές μηλιές. Θύμησες απ’ το κέντημα και τις γκοφρέτες. Θύμησες απ’ το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και τη μπουγάδα στο Μπέσικο και την ιδιωματική έκφραση της μητέρας της:
-Πάρε κι συ τουν κόπανου, κι πάμι!
Η Λογοτέχνης Παναγιώτα Λάμπρη γράφει ελεύθερα, ανεπηρέαστα και ξέρει πού θα ρίξει τα μάτια του στοχασμού της. ξέρει τη θέα των βιωμάτων της. ξέρει τον τόπο, που έλαβαν χώρα και γνωρίζει με ποιες λέξεις θα δομήσει τις ευαισθησίες της και θα στεγάσει τις αναπολήσεις της!
Ειδικά στη θεματική ενότητα «Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ», η συγγραφέας, μας επιφυλάσσει συγκινήσεις πινακοθήκη πολύχρωμων εικόνων εδώ η υψιπετής κάλαμός της. κάθε πρόταση εδώ είναι και μια φωτογραφία, γι’ αυτόν το μήνα με τις φεγγαρόλουστες νύχτες και την αφθονία οπωρών –φρούτων.
Γράφει συγκεκριμένα:
«Αυτή την εποχή, όπου και να περπατούσες στο χωριό, απ’ τη μια έρχονταν οι μυρουδιές απ’ τα ώριμα φρούτα, και όχι μόνο, που σου ’σπαζαν τη μύτη, κι από την άλλη, η φύση είχε να επιδείξει μια ιδιαίτερα όμορφη ποικιλία χρωμάτων και εικόνων. Τα φύλλα των δέντρων είχαν χάσει μέρος της ικμάδας τους απ’ την κάψα του καλοκαιριού και με το υποκίτρινο κάποιες φορές χρώμα τους, ήταν οι καλύτεροι προάγγελοι της εποχής που πλησίαζε. Αν πει κανείς για τις ασέληνες αυγουστιάτικες νύχτες, αυτές ήταν μοναδικού κάλλους, όπως είναι άλλωστε και σήμερα στην ύπαιθρο μακριά απ’ τους προβολείς και τα φώτα των πόλεων, όπου τα μάτια ατενίζοντας τον ουρανό νιώθουν πως καθρεφτίζεται μέσα τους το μεγαλείο του σύμπαντος».
Η Παναγιώτα Λάμπρη είναι δεινότατη στις περιγραφές, που είναι ζωγραφιές και φωτογραφίες. πλάθει κι αναπλάθει, αναπολεί και γράφει γι’ αυτά που οι τωρινοί καιροί δεν τα καταφάσκουν σαν να ’ναι αντίγνωμά τους.
Δεν στέκεται σε προσωπικά περιστατικά στο χωριό και στο σπίτι της με οικεία πρόσωπα αποδεκτά ή όχι στην ιδιαίτερη πατρίδα της, επεκτείνει τη γραφή της ευρύτερα. Δεν αφήνει να χαθούν έξεις, συνήθειες, στερεότυπες εκφράσεις, τοπικιστικές λέξεις και αξίες κι απαξίες εκείνης της εποχής. Ίσως αυτή πρώτη βίωσε σ’ όλο το τοπικό μεγαλείο τα σκιρτήματα όλων αυτών σ’ εκείνα τα χρόνια, που η φτώχεια και η ανέχεια ήταν ανίκητη καθεστηκυία τάξη στον τόπο της κι αλλού.
Πείθει ο λόγος της, σαν το λόγο φιλαλήθους παιδιού. Θα υποστήριζα μετά βεβαιότητας κι αποστασιοποιημένος από υπερβολές, ότι το βιβλίο της αυτό και το προηγούμενό της με λογότυπο «Η ΡΟΔΑΥΓΗ» είναι διθυραμβικός ύμνος για τον τόπο της με τους καλόκαρδους ανθρώπους και το πλούσιο φυσικό τους περιβάλλον.
Οι τοπικιστικές λέξεις, που χρησιμοποίησε εδώ και είναι πολλές η συγγραφέας, είναι αργυροκλείδια, που ανοίγουν πόρτες του χθες και φιλοξενείται και αναθυμιέται! Όλα αυτά δεν τα κάνει μυστικό επτασφράγιστο, μας τα διηγείται χαρισματικά και μας τ’ αφηγείται εγχρωμοτονισμένα. Δεν ξαστόχησε πρόσωπα του χωριού παραδοσιακά, φτωχοντυμένα, ατημέλητα ή όχι. Δεν λησμόνησε παιγνίδια που ’παιζαν την Κυριακή της Τυρινής, όπως το γαϊτανάκι και τις όμορφες χρωματιστές κορδέλες στο γερό στύλο, απ’ την προηγούμενη μέρα, ως μας πληροφορεί!
Διασώζει ήθη, έθιμα, ασχολίες, παιδιάστικους καημούς, ελπίδες ανέλπιδες και παιδικές απορίες. Ακόμα – ακόμα και παρατεταμένα … χρόνια ερωτηματικά παιδικής ηλικίας.
Όπως στόλιζαν στο σπίτι της κάποτε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, έτσι στόλισε κι αυτή με λόγια και σύνθετες λέξεις, μ’ επίθετα και παρομοιώσεις τις σελίδες του υπέροχου βιβλίου της «Το χάσικο ψωμί». Το στόλισε και το χαιρόμαστε με την βαθυανάγνωσή μας εμείς οι αναγνώστες, που το θαυμάζουμε!