|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»
Από τον Γεώργιο Α. Γεωργάκη, (29-10-2009)
Πόρτο Εννιά Κερατέας, 29-10-2009
κ. Παναγιώτα, ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμή να μου στείλεις το… «Χάσικο ψωμί» με την προτροπή να γίνει αφορμή να ταξιδέψω σε δικές μου μνήμες.
Με την πρώτη επαφή των διηγήσεων σε πρώτο πρόσωπο, είδα τον πλούτο των ζωντανών εικόνων μιας άλλης εποχής, την ανάπλαση της καθημερινότητας του χθες ήταν να μ’ αφήσουν ασυγκίνητο και να μη ταξιδέψω στις ρίζες μου;
Περιδιαβαίνοντας «ατάκτως» τη συγγραφή μού γεννήθηκε η επιθυμία για κάποια σχόλια, αλλά πόθεν άρξομαι;
Να ειπώ, κ. Παναγιώτα, για την απέραντη μνήμη με την οποία σε προίκισε η μάνα σου; Το χάρισμα που, ασφαλώς με πολύ κόπο, πολλαπλασίασε για να το απολαμβάνομε εμείς οι αναγνώστες. Το χάρισμα, που, όπως γράφεις (σελ. 8), το οφείλεις στον πατέρα σου, την αγάπη για τη γνώση. Τα κείμενα εκεί που από τον τίτλο φαίνονται κάπως ασήμαντα, μόλις, όμως, αρχίζει η ανάγνωση, έχουν μια περίεργη μαγνητική δύναμη, απορροφούν το είναι μας, ζώντας και πάλι το παρελθόν.
Πώς να μη θαυμάσω την ευρηματικότητά σου, διαβάζοντας την προμετωπίδα στο πρώτο διήγημα (και σε όλα τα κεφ.- διηγήματα) τους στίχους από την Οδύσσεια του Ν. Καζαντζάκη «...το σίτινο ψωμί - το τρεχούμενο δροσερό νερό - την γυναίκα την καλή την άγια...».
Αυτή η τρίτη φράση - θέση, αν και ακούγεται από έναν κοσμογυρισμένο Καζαντζάκη, φαίνεται να όζει πατριαρχία… Αλλού περιγράφεις με χάρη και αρκετή σάτιρα αντιλήψεις και ήθη των παλαιών ημερών μας, όπως π.χ. (σελ. 31) θεωρούσαν υποτιμητικό να πάρουν στο κρεββάτι γυναίκα «αλλουνού».
Σε άλλο διήγημα (σελ. 119) γίνεται ολοφάνερο το πνευματικό επίπεδο της εποχής, καθώς σημειώνεις: «...οι άνθρωποι συζητούσαν με το ίδιο ενδιαφέρον για τη γυναίκα, αλλά και για την αγελάδα του γείτονα, όταν γεννούσαν».
Και παραπέρα από το «ω γλυκύ μου έαρ». Τι να πρωτοπάρω. Εκεί αναβλύζουν μηνύματα της εφηβείας, της πάντα εξημμένης φαντασίας της, της δεισιδαιμονίας (καλοτυχίες), ερωτικές ανησυχίες (μαντείες), θρησκευτικές αναζητήσεις, μεταφυσικές σκέψεις. Να μια γραμμή που λέει πολλά. «Αυτές τις σκέψεις τις κρατούσα μέσα για πολλά χρόνια κι είχαν για μένα την αξία του ανομολόγητου...» (...και μη φοβάσαι - λέω εγώ - μη σε χαρακτηρίσουν ασεβή).
Η κ. Παναγιώτα, δηλαδή η συγγραφέας δεν γράφει γραμμούλες με ρομαντικό ύφος για πρόχειρη τέρψη, αλλά με θαυμάσιο καλλιτεχνικό λόγο υψώνει αρχές και αξιώματα υπερτοπικά και υπερχρονικά, διδάσκοντας και ψυχαγωγώντας μας. Η συγγραφή μ’ αυτή την αρτίωση που έχει, νομίζω, ικανοποιεί και τον απλό απαίδευτο αναγνώστη του τόπου μας, αλλά και όσους έτυχε να έχουν κάποια παιδεία.
Θερμή μου επιθυμία να μη γίνω φορτικός… και γι’ αυτό έτσι επιλεκτικά φτάνω στο τελευατίο διήγημα «Ο Αύγουστος» που κατά την παροιμία «Να ’ταν δυο φορές το χρόνο», όπως το επισημαίνει αρχή αρχή στο κείμενο, γράφοντας ότι «...κατά περίεργο τρόπο διεγείρεται η μνήμη μου και με καλεί πίσω στο χρόνο, όταν όλα ήταν ή απλά τα έβλεπα αθώα».
Ευκαιρία εδώ να εκθέσω τη δική μου αδυναμία, λέγοντας ότι έχω μεγαλώσει μάλλον με σύκα. Συμμερίζομαι την αγάπη σου για τα σύκα, αλλά και την ανησυχία σου για το μεταφυσικό πρόβλημα, που θίγεις,, της ευθύνης του Ιούδα. Το θέμα, όπως ξέρεις, πέρα από τη φιλοσοφική του πλευρά είναι και πρόβλημα του Ποινικού Δικαίου. Η μετριότης μου το έχει λελυμένο… και κάθε χρόνο με λαχτάρα περιμένω να ωριμάσουν από τις πέντε μικρές συκιές του κήπου μου εδώ στο Πόρτο Εννιά Κερατέας. Όπως γράφετε (σελ. 229) “Τα σύκα είναι απ’ τις μικρές μεγάλες απολαύσεις της ζωής». Αυτός ο αφορισμός σου μου θυμίζει μια παράλληλη; - παραπλήσια; Μαντινάδα από την «Αναφορά στο Γκρέκο» του Καζαντζάκη, που τη βάζει στο στόμα ενός Αρβανίτη: «Μια μαντινάδα θα σας πω νάναι του περιτρόπου/ το φάε, πιε και … νάτη η ζωή τ’ ανθρώπου».
κ. Παναγιώτα, με εκπλήσσει, - πώς να το κρύψω και γιατί; - εκτός από τη μνήμη σου, και τη διείσδυση στην ψυχανάλυση και ψυχογραφία των προσώπων της εποχής εκείνης με μια τάση εξιδανίκευσης της πραγματικότητας. Κάνω τη σκέψη ότι διαθέτεις όλον τον εξοπλισμό για να έχομε την ευτυχία να μας δώσεις προσεχώς μια συγγραφή με περιεχόμενο στον αντίποδα της εξιδανίκευσης. Πιστεύω θα είναι η ολοκλήρωσή σου στο χώρο της πνευματικής καταξίωσης.
Να τελειώσω με τούτο το κάπως μεταξύ σοβαρού και αστείου περίεργο προσάναμμα - πειρασμό στη σκέψη μου:
Στην αρχή κάθε διηγήματος και μια ωραία αφιέρωση, το σύνολο δε αφιερώνεις «Στο σύντροφό μου». Αναρμοδίως σε καλώ εις «απολογίαν». Αν θυμάμαι η έννοια (κατά τους νόμους της Τυπικής Λογικής) του Συντρόφου πρέπει να είναι ευρύτερη του Συζύγου σε σχήμα ομόκεντρων κύκλων. Άρα η Παναγιώτα, αν και η συγγραφή της εστιάζεται στο παρελθόν, ήδη ζει στο μέλλον, προλαβαίνει τις εξελίξεις της ζωής, «συγγενεύει» δε με την επίσημη διαβεβαίωση του πρόσφατου Νόμου «Περί του συμφώνου συμβίωσης» (αριθ. 3719/26-11-2008, ΦΕΚ 241, Α'). Πολύ χάρηκα τη θέση σου μ’ αυτή την αφιέρωση. Να συστήσω - χωρίς να κάνω το δάσκαλο - να διαβάσεις το «Φιλοσοφία των φύλων» της Βούλας Λαμπροπούλου, έκδοση 1981 Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κλείνω με τη μέση πλευρά του εσωφύλλου, τη φωτογραφία, η οποία μαρτυρεί, εκπέμπει χαρά συμπλήρωμα του όλου έργου, κοπέλλα της όμορφης Ροδαυγής με έκφραση, αν καλά διακρίνω, μιας αυστηρότητας και πάντως «σκεπτόμενου» Ανθρώπου.
Επιστρέφοντας από το ταξίδι στις μνήμες μου.
Ευχαριστώ και πάλι.
(υπογραφή)
Γεώργιος Α. Γεωργάκης