|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»
Από τον Μάνθο Σκαργιώτη, λογοτέχνη
Αίθουσα Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας, Αθήνα, 1-2-2010
Η Ροδαυγή είναι ένα γραφικό χωριό, λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας. Έχει, από τη μια, φορτωμένα τα βράχια του Ξεροβουνίου και, από την άλλη, ανοιχτόν ορίζοντα μπροστά της. Ξεκινώ μ’ αυτή την επισήμανση, όχι ασφαλώς χάριν της γεωγραφίας. Απλώς θέλω να υπογραμμίσω δυο κοινά γνωρίσματα των ηπειρωτικών χωριών: την πέτρα και τον ανοιχτό δρόμο φυγής. Γι’ αυτό, οι Ηπειρώτες της μεταπολεμικής κυρίως εποχής, μόλις ένιωσαν να συνθλίβονται ανάμεσα στα λιθάρια, κάρφωσαν τα μάτια τους στον ορίζοντα και πέρα απ’ αυτόν είδαν εκείνα που ήθελαν. Και βιάστηκαν – βιαστήκαμε – να φύγουν για να σωθούν. Με αποτέλεσμα τα χωριά μας να ρημάξουν. Ρήμαξαν όμως; Πάντως, μόλις απομακρυνθήκαμε και κρυφτήκαμε στη ράχη και πάψαμε να τα βλέπουμε, από εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε η νοσταλγία. Κι από την ίδια στιγμή ψάχναμε το ιαματικό της απουσίας. Κι αυτό το ιαματικό το αναζητήσαμε όχι στη λήθη αλλά νοσταλγοί πλέον το γυρεύαμε – και το γυρεύουμε – στον τόπο που αφήσαμε. Και μάλιστα με ένα πατρογονικό πείσμα. Γιατί έχουμε τούτη την ευλογημένη διαστροφή: να αγαπούμε τον τόπο μας πιο πολύ όταν τον εγκαταλείπουμε. Γι’ αυτό και τα φαντάσματά μας, ευσχήμως να τα πούμε ποιητικά φαντάσματα, τριγυρίζουν εκεί. Έχουμε την ευτυχία δηλαδή, ας ακουστεί αυτό και ως χαριτολόγημα, να ζούμε ταυτόχρονα δυο ζωές: από εκεί μεριά την ποιητική – με την έννοια της μνήμης και της δημιουργίας – και από δω μεριά την πεζή, την καθημερινή, τη ζωή της τρέχουσας ανάγκης στον τόπο που τρώει ψωμί ο καθένας μας. Έτσι, ανεπαίσθητα γίναμε ποιητές, ονειροπόλοι, τραγουδιστές, παραμυθάδες.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις μού έδωσε το βιβλίο της Παναγιώτας Λάμπρη Το χάσικο ψωμί. Η Λάμπρη γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Ροδαυγή της Άρτας, σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάζεται στην Πάτρα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει πάρει μέρος σε συνέδρια ως εισηγήτρια, ενώ αρθρογραφεί και δημοσιεύει παρουσιάσεις βιβλίων στον τύπο. Το 2006 εξέδωσε τη λαογραφική μελέτη «Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής» για το οποίο βραβεύτηκε από το Δήμο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης.
Το χάσικο ψωμί κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία. Πρόκειται για είκοσι διηγήματα βιωμένου λόγου και χαρακτήρα νοσταλγικού. Το δεύτερο (ο νοσταλγικός χαρακτήρας) διαπιστώνεται από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου. Διαβάζοντας κανείς αυτά τα διηγήματα – «μικρά ταξίδια στη μνήμη» θα τα πει η συγγραφέας τους – σχηματίζει την εντύπωση πως, αν επιστρατεύαμε την παιδικότητα την οποία μεταγγίζουν και τ’ αφήναμε αδέσποτα, θα τα βλέπαμε να σκορπίζουν σ’ εκείνο τον τόπο: να αναρριχιούνται στο βουνό, να λιάζονται στις πεζούλες, να χάνονται στις ρεματιές, να τετραποδίζουν στα μονοπάτια ή να απομακρύνονται από τη δημοσιά, να σκαρφαλώνουν στα δέντρα, να ροβολούν στα λιθοσώρια. Κι αλλού, να κρέμονται στις ανθισμένες μηλιές με τις φλέβες τους ραμμένες στις φλέβες του δέντρου, να πηδούν απ’ τους όχτους ή να χώνονται κρυφά στο μαγειριό για να δοκιμάσουν το γκορτσοζούμι, να ξαπλώνουν τα μεσημέρια του καλοκαιριού στα διασταυρωμένα κλωνάρια της μουριάς, να δοκιμάζονται στους νερόλακκους και τις πηγές. Κι άλλοτε, να μεθούν με τις μυρουδιές του Αυγούστου ή να ονειρεύονται στα χειμωνιάτικα νυχτέρια πλέκοντας αλήθειες και ψέματα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να βγάλουν πέρα τις αδυσώπητες ανάγκες. Και κάποια να ακολουθούν τα διαβατάρικα με τις βαμμένες ράχες και τις ξύλινες λαιμαριές, ενώ άλλα να γίνονται φύλλο που πέφτει από δέντρο φθινοπώρου ή λαγκάδι που κατεβάζει το θυμό του βουνού ή να γίνονται μελωδίες της Μεγάλης Παρασκευής. Να περιφέρονται δηλαδή σαν αγριοκάτσικα σ’ έναν τόπο ζυμωμένο με παραμύθια, που γι’ αυτό το λόγο περικλείει κάτι το υπερκόσμιο, το μυθικό, το ανεξήγητο.
Είναι γραμμένα (τα διηγήματα) σε ρέουσα προσεγμένη γλώσσα, με λόγο πηγαίο. Μ’ ένα λόγο που γίνεται οικείος, κουβεντιαστός, μακροπερίοδος κατά κανόνα, και ορμητικός, κάποτε αυτοσαρκαστικός. Συχνά, παρεμβάλλονται διάλογοι μέσω των οποίων αποδίδεται γλαφυρά η ντοπιολαλιά. Έτσι, οι αναγνώστες που ζουν στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων ή κατάγονται από εκεί, θα θυμηθούν – θα θυμηθούμε – ότι το αγνό φαί είναι αυτό που τρώμε χωρίς ψωμί, ότι αϊδημήτρης είναι το χρυσάνθεμο, αρβάλι είναι το τοξοειδές χερούλι της τέτζερης, κρεμαστάλα η χοντρή αλυσίδα με το άγκιστρο στην άκρη που κρέμεται μέσα από την καπνοδόχο (τον μπουχαρή), γκούσια ο φλοιός της κολοκύθας αφού αφαιρέσουμε τη σάρκα της, κοκόσια το καρύδι. Θα θυμηθούμε τα πολυσπόρια, την παρδαβίτσα, τα σιαταν’κά, το χλιάρι, το πρήσκαλο σύκο, τους πασμάδες, την κανούτα γίδα, τα αγγειά, τη σκονταρέλα, τα μούσκλα, τις σκρίκες και μια σειρά από άλλες λέξεις που για μας γίνονται πόρτες απόδρασης για το παρελθόν. Γιατί συμβαίνει, πολλές φορές, να έχουν μεγαλύτερη δύναμη οι λέξεις, ακόμα και απομονωμένες, απ’ ό,τι έχει μια πετυχημένη, για παράδειγμα, εικόνα ή μια περιγραφή ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και σχεδόν πάντα – για να επανέλθω στην ντοπιολαλιά – το άτονο, συνήθως, ο να γίνεται ου (καλή πρόουδου στο σκουλειό), το άτονο ε να γίνεται ι (το παιδί είναι πιδί, το νερό νιρό) ή να αποβάλλονται φωνήεντα (το σπίτ’, το κ’τί), ακόμα και ολόκληρες συλλαβές.
Τα θέματα των διηγημάτων καλύπτουν τις ουσιαστικότερες, κατά τη συγγραφέα, πτυχές του τοπικού κοινωνικού βίου. Η περιπέτεια του ψωμιού, τα ξεφλουδίσματα, οι ερωτικές μαντείες, οι χριστουγεννιάτικες αγωνίες, τα αποφόρια που έστελνε η μητρόπολη μέσα σε δέματα, τα θελήματα ως έκφραση σεβασμού και κοινωνικότητας, οι μυρουδιές των φαγητών, οι επιστολές των ξενιτεμένων στο ραδιοφωνικό σταθμό συνοδευμένες από τα τραγούδια του Καζαντζίδη, οι νεκροί του παλιού νεκροταφείου και το χρέος των ζωντανών απέναντί τους, η μπουγάδα στο ρέμα (στο Μπέσικο), το πρώτο κέντημα που έπρεπε να το πάρει το τρεχούμενο νερό, το πρώτο ραδιόφωνο, ο Επιτάφιος. Και μέσα σ’ αυτόν το μικρόκοσμο έρχονται κι επανέρχονται τα ίδια, κατά βάση, πρόσωπα με τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Ο τρυφερός πατέρας και χαρισματικός αφηγητής που η κόρη λατρεύει, η καλοσυνάτη και εργατική μάνα, η γιαγιά με τη συσσωρευμένη γνώση, η κάκω Μήτσαινα με το μόνιμο χαμόγελο, η Γιώργαινα η δουλευταρού με τη δωρική κορμοστασιά, όλοι φιγούρες που τις έκοψαν οι άνεμοι και οι βροχές κατ’ εικόνα και ομοίωση του τόπου τους. Και σχεδόν παντού, πρόσωπο κεντρικό η ίδια η συγγραφέας στην παιδική ηλικία της. Τύποι αντιπροσωπευτικοί του ντόπιου πληθυσμού που, καθώς η Λάμπρη διαθέτει ασκημένο μάτι, περιγραφική ικανότητα και ψυχογραφική δύναμη, αποδίδονται ατόφιοι και με ενάργεια και χωρίς να ωραιοποιούνται. Και συχνά με τις αντιφάσεις τους για τις οποίες οι ίδιοι αδιαφορούν κι όταν ακόμη τις έχουν συνειδητοποιήσει: η ευγένεια είναι απελέκητη, η συμπάθεια εκδηλώνεται με τρόπο απότομο, η χαρά της επιστροφής περικλείει τον πόνο του νέου αποχωρισμού, η περηφάνια τους δεν ακυρώνεται από τη φιλανθρωπία της εκκλησίας, τα παιδιά θα παίξουν ανέμελα ανάμεσα στους τάφους. Και στην πλειονότητά τους άνθρωποι καρτερικοί για να παλέψουν τη δυσκολία, την οποία θα θεωρήσουν αναγκαία προϋπόθεση προκοπής και ισόβιο χρέος προς έναν αόρατο πιστωτή ζωής.
Μέσω των παραπάνω αντιπροσωπευτικών τύπων στο Χάσικο ψωμί παρουσιάζεται η συλλογική συμπεριφορά, όπως αυτή υπαγορεύεται από τη διαμόρφωση του φυσικού τοπίου και την τοπική και εθνική ιστορία. Τα παιδικά παιχνίδια, τα νυχτέρια, τα νεκρόδειπνα της παρηγοριάς, οι δοσοληψίες της γειτονιάς, οι συναντήσεις των τριών γενεών (παππούδων, γονιών, παιδιών) με την ευκαιρία μιας γιορτής ή μιας γεωργικής ασχολίας, τα κυριακάτικα πρωινά στο μεσοχώρι, οι αποκριάτικες μεταμφιέσεις – για να αναφέρω ενδεικτικά κάποιες ομαδικές εκδηλώσεις αιώνες παγιωμένες – έχουν συγκεκριμένους όρους και λόγους. Ώσπου ήρθε να τις διαταράξει πρώτα το κοινοτικό ραδιόφωνο «που εξέπεμπε από δυο μεγάφωνα που βρίσκονταν πάνω σε δυο ψηλά πλατάνια… κι έμοιαζαν σαν τεράστιες φωλιές αρπακτικών πουλιών» (συμβολική, προφανώς, η παρομοίωση) και αργότερα η τηλεόραση, το κουτί που μέσα του, κατά τον Πατροκοσμά, θα ’μπαινε ο διάβολος και «τα κέρατά του θα ήταν στα κεραμίδια». Το ανθρώπινο τοπίο με τις ανησυχίες του, την κουλτούρα του και την προοπτική του, συμπληρώνεται με παρεκβάσεις που κάνει συχνά η συγγραφέας παρέχοντας μια ακόμη πληροφορία ή αφηγούμενη μια σκηνή, μια ανάμνηση και πολλές λαϊκές αντιλήψεις και δοξασίες. Έτσι που, τελικά, τα διηγήματα να αποτελούν ανατομία της τοπικής κλειστής κοινωνίας.
Όσο αφορά την τεχνική των διηγημάτων εκείνο που θα μπορούσε να επισημάνει κανείς είναι ότι σε αρκετά ξεκινά με ένα χαρακτηριστικό του θέματος διαλογικό στιγμιότυπο, στη συνέχεια γενικεύει κι ύστερα επανέρχεται στο μύθο. Σε άλλα διηγήματα αποφεύγει το εναρκτήριο στιγμιότυπο και μπαίνει στο επεισόδιο αφηγηματικά μέσω κάποιας γενίκευσης ή κατ’ ευθείαν, εξ εφόδου. Ως προς την αρχιτεκτονική διάρθρωση της πλοκής δε διστάζει η Λάμπρη να υπερβεί τις αυστηρές προδιαγραφές του διηγήματος, ενώ συχνά μετατοπίζει το μύθο από τον έξω, τον ορατό κόσμο, στα μέσα τοπία, τα ψυχικά. Κι αυτό γιατί έχει πολλά συσσωρευμένα βιώματα που δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Την πονούν, πρέπει να τα πει. Και τα λέει Γι’ αυτό με την άδεια που της δίνει η τέχνη, συνδυάζοντας την περιγραφή, το διάλογο και την αφήγηση, σπάει φράχτες σαν το ρυάκι που δε χωράει σε κοίτη φρόνιμη. Θυμίζει έτσι τα παιδιά εκείνης της εποχής που, όταν περπατούσαν στις στράτες μαζί με τους μεγαλύτερους, αυτά συχνά, με το δυναμισμό που είχαν, παρεξέκλιναν της πορείας, σκαρφάλωναν στα πρανή κι επανέρχονταν, για να επαναλάβουν το ίδιο. Γιατί η Λάμπρη γράφει κυρίως με την καρδιά και δευτερευόντως με το νου, αφού οι παιδικές μνήμες είναι και ζωντανές και ανεξάντλητες. Αυτό το βλέπει κανείς στην παρατηρητικότητα της συγγραφέως, στην καταπληκτική γνώση των λεπτομερειών του οικογενειακού και κοινοτικού βίου και στη δυνατή μνήμη, σαρωτική θα έλεγα – στοιχεία που οφείλουμε να εξάρουμε.
Το βιβλίο περιέχει πλούσιο λαογραφικό υλικό στο οποίο εντοπίζονται και εκείνα τα νήματα που ενώνουν νεοελληνικές συμπεριφορές με αρχαίες ως και πρωτόγονες. «Όσο για τα κορίτσια δεν ήταν η μόνη φορά που προέβαιναν σε πράξεις ερωτικής μαντείας, σε μέρες που γιόρταζαν χριστιανοί άγιοι, διαιωνίζοντας πολλά παγανιστικά έθιμα, τα οποία επιβίωσαν μέσα στους αιώνες.» γράφει στο διήγημα Τα μαντέματα του Μάρτη. Κι αλλού, θα βρούμε τους εξορκισμούς, το Χριστό-Άδωνη, τα δρώμενα της αποκριάς που έχουν πανάρχαια καταγωγή ή τα στεφάνια από κλαδιά αγριοκερασιάς για το πάντρεμα της φωτιάς του Δωδεκαήμερου.
Πέρα από τις γνώσεις αυτές που αποκομίζει ο αναγνώστης θα πρέπει να σταθούμε σε δυο άλλες αρετές του βιβλίου. Η πρώτη είναι η δύναμή του να συγκινεί τον μυημένο αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που έχει ανάλογα βιώματα. Μια γνήσια συγκίνηση που δεν εκβιάζεται, αλλά προκύπτει πηγαία από τις εικόνες και τα επεισόδια, ενώ ενισχύεται με τα αποσπάσματα δημοτικών τραγουδιών ή ποιημάτων που τα βρίσκουμε ή ως μότο ή ως λυρικά οργανικά μέρη στον κορμό του μύθου. Ακόμη και τα δύσκολα τότε (εκείνης της εποχής) συγκινούν ευχάριστα τώρα.
Η δεύτερη αρετή του βιβλίου είναι η δύναμή του να κινητοποιεί, στον μυημένο πάλι αναγνώστη, μια αίσθηση ελευθερίας. Κι αυτό γιατί τα τοπία που περιγράφονται διδάσκουν ελευθερία. Γίνομαι πιο σαφής: το νερό εκεί τρέχει ελεύθερο και όχι από τους σωλήνες των πολυκατοικιών, ο αέρας φυσάει ελεύθερος και όχι από τα συστήματα κλιματισμού, τα πουλιά κελαηδούν ελεύθερα και όχι μέσα από τα κλουβιά των μπαλκονιών, οι δρόμοι είναι ελεύθεροι και όχι παραδομένοι στους τροχούς. Τι άλλο είναι, αλήθεια, αυτά (και άλλα ανάλογα) παρά ζωντανά μαθήματα ελευθερίας;
Τελειώνοντας, να πω μια σχεδόν κοινοτοπία: στο χώμα, στα σπίτια, στους δρόμους, στα χωράφια βρίσκονται οι ίσκιοι των ανθρώπων που περπάτησαν σ’ αυτά, έσκαψαν, αγάπησαν, έθαψαν τους νεκρούς τους. Χρειάζεται ευαισθησία και ευλάβεια, για ν’ ακούσεις τις φωνές αυτών των ίσκιων. Γιατί ο θάνατος τις έχει αγιοποιήσει. Η Λάμπρη είναι προφανέστατο πως διαθέτει και την ευαισθησία και την ευλάβεια. Ξέρει πως, κι όταν ακόμα τα δέντρα ξεραίνονται, εμείς μπορούμε να κόβουμε απ’ τα κλωνάρια τους τους καρπούς και να τους γευόμαστε. Γι’ αυτό και Το χάσικο ψωμί αξίζει και να το διαβάσουμε και να το εκτιμήσουμε.