Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»

Από την Ελένη Κ. Παπαβασιλείου, φιλόλογο

Αίθουσα Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας, Αθήνα, (1-2-2010)

 

Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα.

      Ξεκινώντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της πρώτης διηγηματογραφικής συλλογής της Παναγιώτας Λάμπρη «Το χάσικο ψωμί» αισθάνομαι την ανάγκη να σας αποκαλύψω ότι με τη συγγραφέα μας συνδέουν πολλά: η ίδια γειτονιά με την υπέροχη θέα στα Τζουμέρκα,  που σημαδεύει ανεξίτηλα τη μνήμη, παρόμοιες εμπειρίες σαν και αυτές που ζωντανεύουν στις σελίδες του βιβλίου της, η ίδια διαρκής νοσταλγία για το γενέθλιο τόπο, που οδηγεί τα βήματά μας με την πρώτη ευκαιρία ξανά πίσω σ’ αυτόν. Κοινό είναι το ενδιαφέρον και η ενασχόλησή μας με την τοπική ιστορία και πολιτισμό, κοινές και οι ανησυχίες  που μοιραζόμαστε για το μέλλον του...Όλα αυτά συντέλεσαν ώστε να αναπτυχθεί ανάμεσά μας με τα χρόνια μια βαθιά σχέση φιλίας, η οποία ίσως κάνει την οπτική μου λιγότερο αποστασιοποιημένη από τα γραφόμενα, ωστόσο -πιστεύω- δεν κάνει κατ’ ανάγκην και την κρίση μου λιγότερο καθαρή.

      Η συγγραφέας δραστηριοποιείται σε πολλά μέτωπα: μάχιμη εκπαιδευτικός, αρθρογράφος, λαογράφος, ερευνήτρια... Τα πρώτα της μικρά κείμενα με κοινωνικό, παιδαγωγικό και οικολογικό περιεχόμενο δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στην εφημερίδα της αδελφότητας Ροδαυγιωτών «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», με στόχο να αφυπνίσουν τους αναγνώστες σε θέματα ποιότητας ζωής και πολιτισμού της καθημερινότητας. Με την αρθρογραφία συνεχίζει να καταγίνεται ακόμη και σήμερα θίγοντας  με αιχμηρό λόγο τα κακώς κείμενα του σύγχρονου τρόπου ζωής, που θέλει τα χωριά θύματα του «εκσυγχρονισμού», βρίσκοντας βήμα και σε αρτινές εφημερίδες, όπως η «ΗΧΩ» και η «ΑΜΒΡΑΚΙΑ». Ένα άλλο πεδίο της συγγραφικής δραστηριότητάς της είναι οι φιλολογικές μελέτες (κριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις, φιλολογικά πορτρέτα) είτε ως δημοσιεύσεις σε περιοδικά είτε ως εισηγήσεις σε συνέδρια.

      Το λαογραφικό της έργο - καρπός της αγάπης της για την ιδιαίτερη πατρίδα - είναι συγκεντρωμένο στον τόμο «ΡΟΔΑΥΓΗ. ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ» που εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2006. Τις δοκιμές για τη συγγραφή διηγημάτων εμπνευσμένες από τη ζωή στη γενέτειρα γη τις ξεκίνησε από την ίδια εσωτερική ανάγκη εκείνη περίπου την περίοδο.  Στα πρώτα διηγήματά της που δημοσιεύτηκαν στις αρτινές εφημερίδες « Η ΓΝΩΜΗ» και «ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ» διαπιστώνεται μια συνέχεια, μια μετάβαση από τη λαογραφία στη λογοτεχνία σε μια πιο ζωντανή και ελκυστική μορφή, που απευθύνεται σε όλους, ειδικούς ή μη. Το πέρασμα αυτό αποδεικνύει ότι η μάχιμη εκπαιδευτικός-συγγραφέας με τις διαρκείς παιδαγωγικές ανησυχίες, διαθέτει ταυτόχρονα και ισχυρότατη λογοτεχνική φλέβα, η οποία της επιτρέπει να κυριαρχεί και να κατευθύνει το ρυθμό και τον τόνο των κειμένων της σύμφωνα με τις ανάγκες των καλλιτεχνικών της σκοπών.

      Η Παναγιώτα Λάμπρη εστιάζει στο μικρό, το καθημερινό, το ευτελές, με απώτερο σκοπό μέσα από τη συγγραφική επεξεργασία να το μετουσιώσει από αιτία συναισθηματικής σε αιτία λογοτεχνικής συγκίνησης. Βρίσκει έμπνευση σε ταπεινά πράγματα, όπως το ψωμί, τους καρπούς των δέντρων του χωριού, τις καραμέλες, πράγματα που άλλοι θα τα προσπερνούσαν αδιάφοροι, αλλά που για αυτήν λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι με τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, τον οποίο δε θεωρεί ως απολεσθέντα ακριβώς επειδή ζει μέσα της και συνιστά μέρος της ύπαρξής της.

      Με λιτότητα και καίρια συντομία κατορθώνει στα διηγήματά της να αφηγηθεί την ιστορία με επάρκεια και αποτελεσματικότητα. Οι σύντομες αφηγήσεις της έχουν κάτι αόριστα και ευχάριστα λυρικό, αποπνέοντας την απλότητα και τη χάρη του παλιού καιρού. Στις περισσότερες από αυτές συμμετέχει ως πρωταγωνίστρια και αφηγείται σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο μια σειρά από γλυκόπικρες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας, οι οποίες άλλοτε παρατίθενται χωρίς μεγάλη συνοχή, σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση ενδόμυχων σκέψεων, επιθυμιών και παθημάτων, και άλλοτε συνιστούν ένα πιο πειθαρχημένο σύνολο. Βασικό της κίνητρο για τη συγγραφή είναι η προσπάθειά της να μοιραστεί με τους άλλους τη ματιά της, να μεταδώσει κάτι που την ανησυχεί.

      Αντλώντας όμως υλικό από διάφορες αυτοβιογραφικές περιοχές, όπως είναι η παιδική ηλικία, ο γενέθλιος τόπος, οι στερήσεις και η θύμηση της μάνας-περιοχές από μόνες τους φορτισμένες με συναισθήματα νοσταλγίας- δεν πέφτει στην παγίδα του μελοδραματισμού, της πρόκλησης εύκολης συγκίνησης, της ωραιοποίησης... Η ιδιότυπη μελαγχολία που διακρίνεται στα διηγήματα οφείλεται στην καταγραφή εμπειριών διαμορφωμένων μέσα σε δύσκολες συνθήκες αλλά φιλτραρισμένων από την παιδική μνήμη. Έτσι η χρονική απόσταση λειτουργεί συμφιλιωτικά ανάμεσα στα δύο  αφηγηματικά επίπεδα, του παρόντος και του παρελθόντος. Είναι φανερό ότι συνδέοντας το χτες με το σήμερα το κάνει για να πλουτίσει το δεύτερο με τα διαχρονικά διδάγματα του πρώτου και να προβληματίσει για το αύριο. Η ίδια έχει, όπως προείπα,  οικολογικές ανησυχίες, τις οποίες έμπρακτα υποστηρίζει με πάθος προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους στον αγώνα να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν από την πλούσια φυσική και πολιτιστική μας κληρονομιά. Επομένως στα διηγήματά της καθρεφτίζεται μια στάση ζωής και όχι ένας στείρος και απωθητικός διδακτισμός.

      Οι ιστορίες των διηγημάτων είναι ιστορίες τέλους εποχής, στο μεταίχμιο αλλαγής της μικρής -φαινομενικά στάσιμης- αγροτοκτηνοτροφικής κοινωνίας του χωριού, όπου όλα φαίνονται ίδια, αλλά και όλα έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται, λόγω της μεγάλης καθόδου προς  τις πόλεις και της εισβολής των νέων προτύπων που έρχονται μέσω του ραδιοφώνου αρχικά και της τηλεόρασης στη συνέχεια («Το ραδιόφωνο», «Οι γκοφρέτες»). Άλλοτε με διστακτικά και άλλοτε με γοργά βήματα η ελληνική ζωή της επαρχίας προσπαθεί να απομακρυνθεί από το παρελθόν και να ακολουθήσει τους νέους ρυθμούς ζωής που επιβάλλονται από τα μεγάλα αστικά κέντρα.

      Το ψωμί του ομότιτλου πρώτου διηγήματος δεν είναι απλώς ο άρτος ο επιούσιος, αλλά ταυτίζεται με το επίπεδο διαβίωσης της κοινωνίας, που αλλάζει διαφοροποιώντας τη μια γενιά από την άλλη. Η σπανιότητα του χάσικου ψωμιού τού δίνει μια μαγική νοστιμιά, που στην πραγματικότητα δεν έχει. Το «εκλεκτό» αυτό έδεσμα είναι παρόν στις «παρηγοριές»- νεκρόδειπνα για να συνοδεύσει την οδύνη για την απώλεια των προσφιλών προσώπων και να ελαφρύνει την πένθιμη ατμόσφαιρα του σπιτιού («Η γιαγιά Ρίνα»). Αντίθετα δεν είναι παρόν στα «νυχτέρια εργασίας» («Στα ξεφλουδίσματα») στις αυλές των σπιτιών, που σφύζουν από ζωή και κέφι... Η απουσία του ψωμιού όμως απαλύνεται από την παρουσία της μάνας, η έλλειψή του αντικαθίσταται από τη δημιουργικότητα και την αγάπη της. Ό,τι είναι το ψωμί για το σώμα, είναι η μάνα για την ψυχή... Η προσφορά της πολύπλευρη: τροφός, παιδαγωγός, στυλοβάτης...

      Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της όμως αντί να παγιδεύσει στο πένθος στάθηκε για τη συγγραφέα αφορμή επανεκκίνησης και ενεργοποίησης της μνήμης –δρώντας ευεργετικά- και επανεκτίμησης της ίδιας της ζωής. Γιατί η ηπειρώτισσα μάνα μέσα από τη στέρηση και τη φτώχεια διδάσκει αξιοπρέπεια  και αγωνιστικότητα τα παιδιά της, είναι ο συνδετικός κρίκος με την παράδοση και ταυτόχρονα εξαίρει την αξία των γραμμάτων για τη ζωή. Έτσι προετοιμάζει από νωρίς τα παιδιά της για τη ζωή χωρίς εκείνη, καθώς η φυσική της παρουσία αντικαθίσταται από την πνευματική της παρακαταθήκη, που νικά τη φθορά, δεν αφήνει χώρο στη λήθη, αψηφά ακόμα και το θάνατο...Η κόρη λοιπόν ζει στο σήμερα θησαυρίζοντας τις αναμνήσεις των οικείων της για να ανοίξει έτσι το δύσκολο διάλογο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών, καθώς αυτοί, -οι «χαμένοι» μας- είναι ο ζωντανός πλούτος μας και ο οδηγός στη ζωή μας.

      Ο τρόπος που η Παναγιώτα Λάμπρη  προσεγγίζει τα θέματά της υπακούει σ’ αυτή ακριβώς τη ζωτική της ανάγκη να αποκαταστήσει το δεσμό ιστορίας και μνήμης. Τα περισσότερα διηγήματά της έχουν έναν άτυπο δοκιμιακό χαρακτήρα, καθώς η περιδιάβαση στο χτες ξεκινά από κάποια επικαιρική αφορμή και αποκτά κοινωνικές προεκτάσεις και φιλοσοφικό προβληματισμό. Στοιχείο της δοκιμιακής αυτής γραφής είναι και η συνειρμική ροή της αφήγησης, που με φυσικότητα γεφυρώνει το σήμερα με το χτες. Οι αναμνήσεις ενεργοποιούνται συνήθως από κάποιο σύγχρονο ερέθισμα και εμπλουτίζονται από τις μετέπειτα γνώσεις και βιώματα. Διαβαθμίσεις αυτής της τάσης υπάρχουν άφθονες στα διηγήματα. Στα «Αποφόρια», για παράδειγμα, η ημερολογιακού τύπου καταγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων οδηγεί από το σύγχρονο ερέθισμα (μαγαζί με ρούχα από δεύτερο χέρι στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο) στην κατάδυση στις αναμνήσεις της ντυμένης με μεταποιημένα ρούχα παιδικής ηλικίας και, τέλος, στη φορτισμένη με ανάμεικτα συναισθήματα διαπίστωση της μετατροπής της τότε πιεστικής ανάγκης σε σύγχρονη μόδα!

      Στα «Μαντέματα του Μάρτη» η συγγραφέας εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με εσωτερική εστίαση και σε τρίτο πρόσωπο αφηγείται την ιστορία της Αθηνάς, ενός πλαστού προσώπου, που δεν αντιπροσωπεύει απλώς έναν ανθρώπινο τύπο, την αφελή κοπέλα του χωριού, αλλά είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, που εμπνέει τη συμπάθεια με την αθωότητα και την αλήθεια της. Η ιστορία απλή στη σύλληψή της, αλλά πέρα για πέρα αληθοφανής: μια ερωτοχτυπημένη κοπέλα που επιδίδεται σε πράξεις ερωτικής μαντείας, προκειμένου να της αποκαλυφθεί ο καλός της στον ύπνο της και να «στρέξει» το προξενιό. Και ποιο κορίτσι του παλιού καιρού δε ζούσε με το όνειρο του γάμου του διατηρώντας έτσι ζωντανά έθιμα και δοξασίες πανάρχαιων χρόνων;

      Αλλά και στα «Ξεφλουδίσματα», στις «Μαύρες μπότες», στη «Μπουγάδα στο Μπέσικο», στις «Γκοφρέτες» και αλλού, όπου η ιστορία είναι βιωματική, η μυθοπλασία είναι παρούσα και συμπληρώνει χωρίς να παραποιεί την πραγματικότητα, προσφέροντας στον αναγνώστη εκτός από τη γνήσια συγκίνηση, την εικόνα και το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής.

      Η συγγραφέας γράφει για την Ήπειρο, αλλά δεν απευθύνεται μόνο σε Ηπειρώτες. Στα κείμενά της συνυπάρχουν δύο γλώσσες, μια ιδιωματική ηπειρώτικη και μια σύγχρονη κοινή νεοελληνική, η μεν στα διαλογικά μέρη, η δε στην αφήγηση. Δεν υπάρχει καμιά διάθεση «στρογγυλέματος» (χάριν αναγνωσιμότητας) της ντοπιολαλιάς των διαλογικών μερών και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές από την τεράστια απόσταση που παρατηρείται σε σχέση με τα αφηγηματικά μέρη. Γι’ αυτό και η συγγραφέας έκρινε σκόπιμο να παραθέσει γλωσσάρι με τις κυριότερες ιδιωματικές λέξεις που απαντώνται στα διηγήματά της.

      Ως Ηπειρώτισσα, λοιπόν, περήφανη για την καταγωγή της, στο έργο της μεταφέρει το άρωμα του τόπου της, αλλά στον πυρήνα του διαφυλάσσει το πολύ προσωπικό ίχνος της δημιουργού του. Στο προσωπικό σύμπαν όμως του κάθε Ηπειρώτη είναι ριζωμένες κάποιες σταθερές αξίες: ο ακατάλυτος δεσμός του με την πατρίδα του και την παράδοση, η εκτίμησή του για τα «γράμματα», η περηφάνια του για την καταγωγή του. Ο Ηπειρώτης δεν έζησε ποτέ άνετα, πλουσιοπάροχα και εύκολα. Αντίθετα σύντροφος της ζωής του ήταν η φτώχεια και η στέρηση, που όμως έκαναν το μυαλό του εφευρετικό και το σώμα του ανθεκτικό. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που ο Ηπειρώτης δεν διακατέχεται από  τα «κατοχικά σύνδρομα» των μεταπολεμικών Ελλήνων που οδήγησαν στον υπερκαταναλωτισμό και την αλόγιστη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος. Ούτε και από τα συμπλέγματα κατωτερότητας, που ο αστικός τρόπος ζωής κληροδότησε στους επαρχιώτες. Η αξιοπρεπής φτώχεια του σε υλικά αγαθά τον οδήγησε στην αναζήτηση του άλλου πλούτου, του πνευματικού, που κατακτάται εξίσου δύσκολα, αλλά είναι παντοτινός σύντροφος ζωής. Και αυτή την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Ηπειρώτη αναδεικνύει η Παναγιώτα Λάμπρη στα διηγήματά της.

      Για όσους από μας γνωρίζουν τη δουλειά της δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι λίγο πριν τα Χριστούγεννα έλαβε τον 3ο έπαινο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών με θέμα: «Φύση και Περιβάλλον» με το διήγημά της «Η πηγή Ρωμαίου». Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με ένα μικρό απόσπασμα από αυτό:

   «Εμείς τα παιδιά που μας άρεσε να πλατσουρίζουμε στα νερά αυτής της πηγής, σπάνια πίναμε νερό με τη χούφτα. Ξαπλώναμε πάνω στο πλαϊνό λιθόστρωτο, ακουμπούσαμε τα χέρια μας στην άκρη του, σκύβαμε το κεφάλι μας προς το νερό που κυλούσε, το αγγίζαμε με τα χείλη μας και ρουφούσαμε το νερό σαν τα ζα κάνοντας βέβαια ενδιάμεσες διακοπές, για ν’ ανασαίνουμε. Εκεί, ξαπλωμένα μπρούμυτα, νιώθαμε μια υπέρτατη ευχαρίστηση, μια ηδονή όμοια μ’ αυτή που νιώθει διψασμένος στρατοκόπος, όταν μετά από μακρινή πορεία φτάνει σε μια παρόμοια νερομάνα και σκύβει κι ακουμπά σε τρεχούμενο δροσερό νεράκι τα από ώρες διψασμένα χείλη του! Νιώθαμε ακόμα, πως γινόμασταν ένα με τη γη και με το νερό που κυλούσε τόσο ευεργετικό και αθόρυβο απ’ τα αδιανόητα για μας βάθη της.»

   Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.

   Σημείωση: Το ανωτέρω κείμενο, μετά από επεξεργασία της συγγραφέως του, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τζουμερκιώτικα χρονικά», έτος 11ο, τόμος 11ος, Μάιος 2010, σ. 236-239.