Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για «Το χάσικο ψωμί»

Από τον Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνο, λογοτέχνη, (2-3-2010)

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Άπειρος χώρα», τεύχος 119, Απρίλιος 2010, σ. 54-56

 

Σκέφτομαι τούτες τις μέρες, καθώς κρατώ στα χέρια μου και ξαναδιαβάζω «Το χάσικο ψωμί» της Παναγιώτας Λάμπρη, το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή «Το τέλος της μικρής μας πόλης», που κυκλοφόρησε πριν μισό περίπου αιώνα και περιγράφει με τρόπο δραματικό τη δύση μιας παλιάς και την ανατολή μιας νέας εποχής στα γειτονικά μας Γιάννενα. Και προσπαθώ ν’ αναστήσω και ν’ αναπαραστήσω μέσα μου όλον αυτόν τον κόσμο του χτες, αυτόν τον κόσμο το μικρό το μέγα, που αισθανόμαστε ακόμη να κυλάει η ανάσα του πάνω στο σώμα μας και την ψυχή μας. Και συλλογίζομαι, με πολλή κάποτε νοσταλγία και θλίψη, πως έφυγε ανεπιστρεπτί όλος αυτός ο – πτωχός πλην – εκπληκτικός και αδαμάντινος κόσμος των πατρογονικών εστιών. Αλλά κάνω ταυτόχρονα και την παρήγορη σκέψη πως ίσως κάποτε, στο κοντινό ή μακρινό μέλλον, μπορεί τα παιδιά και τα εγγόνια μας, τυλιγμένα και ξεχασμένα μέσα στα καλώδια και στα σύρματα, να τον θυμηθούν και να τον κάνουν λαϊκό τους ανάγνωσμα.

      Η Παναγιώτα Λάμπρη στέκεται στο μεταίχμιο μιας ιστορικής και κοινωνικής διαδρομής, που ανέβηκε την πλαγιά και πέρασε στην απέναντι όχθη. Και αγναντεύει με τα μάτια της «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα» όλα τα πριν, τα νυν και τα αεί πάνω στην κόψη του ξυραφιού, εκεί που το χέρι αρχίζει να τρέμει και ν’ αμφιβάλλει ψηλαφίζοντας το ζυμάρι και τον πηλό της πρώτης απόδρασης απ’ το εγώ στο αυτό και στο εκείνο. «Το χάσικο ψωμί» μοιάζει με τον όμορφο και περιεκτικό επίλογο μιας ανασκόπησης των περασμένων και φαντάζει σαν μιαν ακτή στην άκρη της θάλασσας, εκεί όπου ένα μακρύ ταξίδι και μια πολλαπλή μάχη με τα κύματα τελειώνει και ομολογείς, με την πείρα πλέον των ανδρών και των άστεων, πως κάθε τόπος, μικρός ή μεγάλος, σημείωσε οπωσδήποτε το δικό του τέλος. Που μπορεί, ωστόσο, τούτο το τέλος να ’ναι κι η αρχή για ένα νέο ταξίδι, για μια μέρα καινούργια με αλλιώτικες και πρωτόγνωρες μάχες.

      Αλλά το θέμα είναι πως κλείσανε πλέον για πάντα οι πύλες των μικρών φυσικών παραδείσων και χορταριάσανε οι δρόμοι των ακριβών και στιλπνών αναμνήσεων. Κι έτσι κάπου στα βάθη μας έχει φωλιάσει ένας φόβος μην έχουμε κιόλας χαθεί μέσα στις ανοιχτές πολιτείες των ρευστών και θολών καταδύσεων και κατακλίσεων. Φυλλομετρώντας «Το χάσικο ψωμί», ζεις μέσα σ’ αυτή τη βεβαιότητα της οριστικής αποκοπής μας απ’ όλα αυτά τα, άλλοτε τρυφερά και άλλοτε σκληρά, επεισόδια του προτέρου φτωχού και μαζί πλούσιου βίου των προγονικών μας βωμών και εστιών. Τι μένει; Και τίποτε να μη μείνει. Κι ας σωριαστούν κάτω οι παλιές πέτρες κι ας γίνουν ερείπια τα χαγιάτια μας και τα χειμωνιάτικα δώματα της φωτιάς και του μύθου. Να μείνει όρθια η μνήμη: μια στήλη που πάνω της στήσαμε τα παλιά εικονίσματα κι ένα κερί που στέκει εκεί αναμμένο, για να τους κρατά συντροφιά και να τους φέγγει τις ασέληνες νύχτες.

      Η Παναγιώτα Λάμπρη φιλοτεχνεί, χωρίς να το επιδιώκει και χωρίς να ’ναι αυτός ο σκοπός της, τα πορτρέτα ενός αυθεντικού και ακατέργαστου κόσμου που υπήρξε το λίκνο μας και η πρώτη ανάσα μας. Πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν παίζει, ποιος άλλος, η μάνα. Γιατί το ψωμί, ως εικόνα, ως ύλη και ουσία, αναδύει πρώτα την ιδανική μορφή της μάνας, που μοιάζει να βρίσκεται βυθισμένη σε όλη αυτή τη μυσταγωγία ενός ποιητικού κύκλου: το σιτάρι και το δρεπάνι, το αλεύρι και η σήτα, το προζύμι και το ξύλινο πιάτο, το ζύμωμα και το σκαφίδι, το ψήσιμο και φούρνος, το ξεφούρνισμα και το μοίρασμα. Ή αλλιώς: η σπορά, το θέρισμα, το αλώνισμα, το άλεσμα, το κοσκίνισμα, το ζύμωμα, το ψήσιμο, το ψωμί. Ο μέγας αγώνας. Η έγνοια. Η αγρύπνια. Η ζωή.

      Γιατί όταν άνοιγε το φούρνο η μάνα και απίθωνε με τα ροζιασμένα της χέρια πάνω στο χώμα τέσσερα ταψιά για τους μεγάλους κι έναν νταβά για τους μικρούς με καθάριο ψωμί, άχνιζε η αυλή μας και μοσχοβόλαγε στάρι ο τόπος τριγύρω. Μια μαγεία το άσπρο ψωμί, κι η μάνα η βασίλισσα, η αρχόντισσα, ο στύλος του κόσμου, η γη της επαγγελίας, το μάννα εξ ουρανού. Και το σπίτι το μικρό μας βασίλειο μέσα στην αυτοκρατορία του χωριού, όπου τα πρόσωπα και τα πράγματα πορεύονταν ήσυχα κι ενωμένα πάνω στις αυλακιές και στις ράγες προκαθορισμένων κι ανεξερεύνητων διαδρομών ή αναζητούσαν σοκάκια και τρόπους για να βγουν από αυτές και λαχταρώντας να νιώσουν το αδοκίμαστο και το αλλιώτικο μέσα στο ημίφως και τη γοητεία της αταξίας και της αμαρτίας.

      Η Παναγιώτα Λάμπρη συνυπάρχει και συγκατοικεί ταξιδεύοντας στην ίδια κιβωτό με το νερό, με το αλεύρι και το αλάτι που ανάπιασαν το προζύμι μας και αβγάτυναν τα μπορώ και τα θέλω μας. Ανήκει στη γενιά που τη σημάδεψαν και τη χάραξαν οι συγκλονιστικές αλλαγές της πιο τρελής κούρσας όλων των αιώνων. Μέσα σε πενήντα χρόνια ανακατώθηκαν και μεταμορφώθηκαν τα πάντα. Φύση, αντικείμενα, εργαλεία, πρόσωπα, συνήθειες. Έτσι που τα παιδικά μας βήματα καταγράφονται σε μαύρο φόντο πάνω στην οθόνη των καινούργιων μηχανών και μοιάζουν σα ν’ ακούγονται υπόκωφα και να ’ρχονται απ’ το βαθύ και απροσδιόριστα μυθικό παρελθόν. Από την πλάκα και το κοντύλι περάσαμε στο δωδεκάφυλλο τετραδιάκι και το μαύρο μολύβι. Από εκεί στο σημειωματάριο και το μπλε στυλό – το κόκκινο ήταν προνόμιο μόνο των δασκάλων – κι ύστερα στη γραφομηχανή με το τακ – τακ, για να φτάσουμε τέλος στην ψηφιακή εποχή του υπολογιστή, του πληκτρολόγιου και του τηλεχειριστήριου. Ψηφιακά δωμάτια, ψηφιακά μηνύματα, ψηφιακοί φίλοι, ψηφιακοί άνθρωποι, ψηφιακές σχέσεις.

      Ναι, αλλά «οι καινούργιες εποχές δεν αρχίζουν αμέσως. Ο παππούς μου ζούσε κιόλας στην καινούργια εποχή. Το εγγόνι μου θα ζει ακόμα στην παλιά», διαβάζουμε στον Μπέρτολντ Μπρεχτ κι επαναλαμβάνουμε συχνά τούτο το λόγο του για να κατανοήσουμε και να κατακτήσουμε την αλήθεια του. Ζήσαμε – και ζούμε  ακόμη – το ανερμήνευτο και το ιδιότροπο της ιστορίας και της κοινωνικής ψυχολογίας. Η μνήμη μας ένα κουβάρι, που έτσι κι αρχίζει να ξετυλίγεται δεν μπορεί τίποτε να το συγκρατήσει. Και μια αδήριτη ανάγκη που μας παίρνει απ’ το τώρα και μας γυρίζει στο πίσω, στο τρυφερό και στο ανεξίτηλο της καρτερικότητας και της προσδοκίας.

      Η Παναγιώτα Λάμπρη, περισσότερο ίσως από αρκετούς άλλους εραστές τούτου του τόπου, είναι μια αποθήκη αναμνήσεων και εικόνων του χθες, λίγο πριν ξεσπάσουν οι μεγάλοι κατακλυσμοί και παρασύρουν, κάνοντάς τα στο διάβα τους θρύψαλα, τα παραμύθια και τις ιστορίες των μικρών μας πατρίδων. Το ζήτημα δεν είναι να επιστρέφεις νοερά και νοσταλγικά στις αγνές και παρθένες κοιλάδες τους. Το ζήτημα είναι να βρίσκεις τη δύναμη μέσα σου και αυτό που σε ανέθρεψε και σου ’δωσε νόημα, να μην αφήσεις να σ’ το πάρουν οι αγέρες και να χαθεί μες στη λαίλαπα του μεγάλου καρναβαλιού, που μοιάζει με κινούμενη άμμο και πηγαίνει παντού εν ριπή οφθαλμού. Αλλά να παλεύεις αδιάκοπα, με τις αισθήσεις σου σε επαγρύπνηση, ξέροντας και ψιθυρίζοντας πως «ό,τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει».

      Γιατί θέλει αρκετή λεβεντιά και πείσμα για να ν’ ακούσει κανείς μια φωνή μέσα του που να του υπαγορεύει σε τόνο αργό πως δικαιούνται και οι ταπεινοί και ανώνυμοι αυτοί άνθρωποι του ψωμιού και του μόχθου να γίνουν ιστορία και ν’ αντέξουν στο χρόνο. Και τότε μπορεί να ’χει περιεχόμενο αληθινό η ελπίδα και η ευχή: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες, ότι αυτοί χορτασθήσονται». «Το χάσικο ψωμί» γίνεται η μεταλαβιά, η θεία κοινωνία, το σώμα και το αίμα των ταπεινών και καταφρονεμένων που μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά και αναστυλώσαν με το τραγούδι τους και το χαμόγελο το ηθικό μας. Και μπορεί να μνημονεύονται εις τους αιώνας των αιώνων, όσο θ’ αγαπούν και θα πιστεύουν ακόμη σε αξίες οι άνθρωποι, ως οι τελευταίοι άγιοι, πριν μπουν στα γρανάζια των μηχανών και οι άγιοι και γίνουν κι αυτοί ψηφιακοί.

      Όσοι ζυμώθηκαν σαν το ψωμί μέσα στην ξύλινη σκάφη του μικρού τους λαού, δε θα γλιτώσουν ποτέ απ’ τη μοίρα του τόπου τους, απ’ την ιστορία του και το μύθο του. Όπου κι αν πάνε, όσο κι αν τους ρίξουν τα κύματα της ζωής σε άξενους πόντους και γδαρθεί το κορμί κι η ψυχή τους πάνω στα κοφτερά βράχια της ξενιτιάς και της περιπλάνησης. Κι όσες γλώσσες κι αν μάθουν κι όσες λαλιές κι αν γνωρίσουν, θ’ ακούνε να ηχεί στην ψυχή τους η φωνή της μικρής τους πατρίδας και θα αναπηδούν σαν μικρές αναφλέξεις οι λέξεις που πρόφεραν πρώτες με κομμένα και παραλλαγμένα τα σύμφωνα και τα φωνήεντα. Η ψυχή του λαού χτυπάει μέσα στη γλώσσα του. Κι όταν ψάχνεις για την ψυχή του, ξεκινάς απ’ τη γλώσσα του. Η Παναγιώτα Λάμπρη γνωρίζει πως θα ’ναι η εικόνα του ψεύτικη και φτιαχτή, αν αλλάξεις το λόγο, αν στρογγυλέψεις τις λέξεις και αναγκάσεις τον άνθρωπο της υπαίθρου να μιλάει με τη γραμματική και το συντακτικό των δασκάλων.

      Μέσα στις 240 σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται ο χάρτης του γενέθλιου τόπου και ζωντανεύουν πάνω του με τρόπο φυσικό και λιτό τα πρόσωπα και τα πράγματα που τον ενσάρκωσαν, αλλά κι ενσαρκώθηκαν μέσα σ’ αυτόν. Η Παναγιώτα Λάμπρη χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ακριβώς γιατί έχει βιώσει κι εξακολουθεί να βιώνει την ψυχή του τόπου της: την ιστορία του, την παράδοση, τη συλλογική του συνείδηση, την έκφρασή του, το βάθος του και το πλάτος του. Αυτά τα πράγματα τα ανασύρεις απ’ τα πηγάδια σου και τα γράφεις γιατί δε γίνεται αλλιώς. Όχι από χρέος, αλλά από ανάγκη. Κι ό,τι βγαίνει από μέσα μας και αποτυπώνεται στο χαρτί είναι πηγαίο και ρέει ανεμπόδιστα, καθώς οι κουβέντες και οι φράσεις και τα μισοτελειωμένα νοήματα και παραμύθια της μικρής παλιάς γειτονιάς μας.

      Μετά τη «Ροδαυγή – το Ρόδο της Αυγής», η Παναγιώτα Λάμπρη επανέρχεται δριμύτερη με «Το χάσικο ψωμί» και αποτυπώνει με τη φυσικότητα που τους πρέπει τα ποικίλα επεισόδια και τις ήσυχες μέρες ενός άλλου καιρού. Τώρα δε βλέπει απέξω ως ένας μελετητής και δε στήνει απέναντί της ως ένας ερευνητής τις τοιχογραφίες του μικρόκοσμου που μας κράτησε στην αγκαλιά του και μας μύησε στα μυστικά της ζωής, αλλά βρίσκεται μέσα σ’ αυτές, είναι μέρος τους και γίνεται ο ιστός τους, καθώς δεν αφηγείται απλά ιστορίες άλλων, αλλά αφηγείται δικές της ιστορίες, που είναι μαζί και άλλων ιστορίες, ή αφηγείται τις ιστορίες άλλων που είναι ταυτόχρονα και ιστορίες δικές της. Η Παναγιώτα Λάμπρη ιδιοποιείται το χώρο, εξοικειώνεται με όλες τους τις ιδιομορφίες και τον καθιστά εντέλει μια δική της αυλή των θαυμάτων, όπου το σύνηθες συμπλέκεται με το απρόοπτο και το ατομικό συγκρούεται με το συλλογικό ή συμπληρώνεται από αυτό.

      Αλλά «Το χάσικο ψωμί» ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων που περιφέρεται μέσα τους και βουίζει ένα γνώριμο πλήθος: η γειτονιά των αγγέλων, οι παιδικοί μας φίλοι, το παραμύθι, η απόδραση, τα φτερά των ονείρων, το δέντρο, η φυγή, τα φεγγάρια, η πόλη, τα γράμματα, ο καημός των σπουδών, τα σήμαντρα και τα σήματα που μας έσμιγαν και μας χώριζαν και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μας έστελναν να χορτάσουμε το ψωμί, το άσπρο ψωμί, το καθάριο ψωμί, το χάσικο ψωμί. Καμιά φορά, λοιπόν, έχεις την αίσθηση πως ένα βιβλίο δεν ανήκει σ’ αυτόν που το γράφει, ανήκει εντέλει σ’ εκείνους που το διαβάζουν. Γιατί η συγγραφέας ανέσυρε πετρωμένα επεισόδια που τα φτιάξαμε κάποτε εμείς. Εκείνη απλά τα κατέγραψε. Αλλά το υλικό της το πήρε από εμάς. Γι’ αυτό ακριβώς αξίζει να μοιραστούμε όλοι μαζί, όπως παλιά, τούτο «Το χάσικο ψωμί», που μας ετοίμασε η Παναγιώτα Λάμπρη.