|
|
|
|
|
|
Κριτική για "Ροδαυγή - Το ρόδο της αυγής", β' έκδοση
Από τον Σταύρο Ιντζεγιάννη, λογοτέχνη - δημοσιογράφο, (26-10-2016)
Αναρτήθηκε: www.fileas-kritikes.blogspot.com
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Έκφραση», τ. 6, Νοέμβριος 2016, Άρτα, σ. 18-19
Βιβλιοπαρουσίαση από τον Σταύρο Ιντζεγιάννη
Πάτρα 26 Οκτώβρη 1916
Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου
ΡΟΔΑΥΓΗ -ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ-
Παναγιώτας Λάμπρη
Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. (Καβάφης)
Τις δικές της Θερμοπύλες, του τόπου της και της παράδοσης, φυλάει στο μετερίζι του χρόνου η Παναγιώτα Λάμπρη θεωρώντας χρέος της να διασώσει στους καιρούς την ιστορία, τη ντοπιολαλιά, το ύφος και το ήθος, τις συνήθειες, τα έχει της κι όλα αυτά που εικονογραφούν, χαρακτηρίζουν, διαμορφώνουν - ή ίσως διαμόρφωσαν μια και το ξέφρενο τρεχαλητό του χρόνου, ανελέητο, διαγράφει ανέμελα πολλά από αυτά που φυλάγαμε ακριβό γκόλφι μας – και υπογραμμίζει τα της καθημερινότητας των ανθρώπων στη Ροδαυγή.
Να διασώσει το ωραίο παραμύθι της φυλής που ξετυλίγεται σαν ένα κουβάρι που δεν έχει αρχή, μήτε, -το ελπίζω και το εύχομαι- τελειωμό!
Αυτό νομίζω ήταν η ανάγκη που την έσπρωξε να κάνει μια δεύτερη έκδοση ύστερα από δέκα χρόνια, του μεγάλου - πολύ σημαντικού έργου της «ΡΟΔΑΥΓΗ» - που τόσες μάζεψε εγκωμιαστικές κριτικές!
Και σωστά. Γιατί πώς να περιγράψεις μια ολόκληρη ιστορία αιώνων σε μερικές - όσες- σελίδες χωρίς να αισθανθείς πως κάτι σου ξέφυγε, κάτι παράλειψες, κάτι που έπρεπε να καταχωρήσεις για να συμπληρωθεί -όσο είναι μπορετό- αυτή η κατάθεση ψυχής. Πολύ περισσότερο όταν σε πολλά στηρίζεσαι στην προφορική παράδοση, που αλλάζει καθώς είναι φυσικό από στόμα σε στόμα. Γιατί το έργο της Παναγιώτας Λάμπρη «ΡΟΔΑΥΓΗ» είναι μια εκ βαθέων ανάγκη να κληροδοτήσει στους επερχόμενους -σκυτάλη- την ιστορία του τόπου, όπως την άκουσε από γονεϊκά χείλη, ή διάβασε ή τον απόηχό της - αυτόν που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα - έζησε στα παιδικά της χρόνια. Ή ακόμη - ακόμη σα ν’ άκουσε εκείνες τις ιερές φωνές που ακούμε σ` ώρες νυχτερινές κι αλαφροΐσκιωτες. Φωνές που ακούς να σου ορίζουν το χρέος σου.
Η Ροδαυγή, λοιπόν. Κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη, ως Ροδαυγή ορίζεται η Ανατολή του ήλιου που συνοδεύεται και χαρακτηρίζεται από εκπομπή απαλού ρόδινου φωτός.
Κατά την Κυρία Παναγιώτα Λάμπρη, Ροδαυγή είναι ο τόπος, όπου η ομορφιά του τοπίου σμίγοντας στην ομορφιά της παράδοσης δημιούργησαν μια πολίχνη, η οποία κάνει αισθητή την παρουσία της στον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα το Νομό Άρτας, με το όνομα Ροδαυγή.
Η δεύτερη έκδοση της «Ροδαυγής», παρουσιάζεται με άλλο, έγχρωμο αυτή τη φορά εξώφυλλο με ανθισμένο τοπίο που σημειολογεί την ομορφιά του τόπου με τα αυτοφυή αγριολούλουδα, τα οποία συνήθως συναντάς στα ορεινά μονοπάτια, μαζί με τα σκιερά πολυκαιρισμένα δέντρα, χαρακτηριστικά του ορεινού τοπίου. Εξ άλλου η πολυχρωμία που από το βαθύ κόκκινο ξανοίγει από σκιερό στο ξάγναντο, ανοιχτό κίτρινο, προδιαθέτει τον αναγνώστη για ένα τόπο γεμάτο από χαρούμενη- αισιόδοξη διάθεση των κατοίκων. Στη δεύτερη αυτή έκδοση έχει περιληφθεί και πάλι ο επεξηγηματικός υπότιτλος -Η κοινωνική και πνευματική παράδοση της Ροδαυγής και οι αρχαιοελληνικές της ρίζες- με την υπογράμμιση, ενώ στο οπισθόφυλλο έχει προστεθεί το ποίημά της, Αυγή και Ροδαυγή. Όπου «ποιητικώ τω τρόπω» ετυμολογείται το τοπωνύμιο Ροδαυγή και συναρτώνται οι λέξεις ρόδον και αυγή απ’ όπου και το χαρακτηριστικό απόσπασμα. (Σε λόγια γλώσσα και πολυτονικό, εν αντιθέσει με το όλο σώμα του βιβλίου, που και σ` αυτή την έκδοση είναι σε μονοτονικό)
« Θα ’χεις το καλλιώνυμο ορεινό χωριό
με τα ευειδή τοπία και τα πολλά νερά
με τα κλιμακωτά πεζούλια και τα ωραία σπιτικά,
ιοστεφές, ηλιοστεφές και ανθοστολισμένο,
δασοσκεπές καλλίβατο και εύξενο,
εύανδρο και καλλιγύναικο,
των βουνών την Άρτα να καλλύνει.»
Στο εσώφυλλο υπάρχει η αιτιολόγηση «β' έκδοση βελτιωμένη και επαυξημένη» και σωστά, διότι στοιχεία που εν πολλοίς στηρίζονται στην προφορική παράδοση - αυτή την διηγηματική σκυτάλη από στόμα σε στόμα - πάντα θα υπάρχει και μια προσθήκη, μια διαφορετική ερμηνεία, μια αμφισβήτηση (μπα γιε μ’ που τ’ άκσις αυτό;), που δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα κάποιου γεγονότος.
Γι’ αυτόν που το διαβάζει πρώτη φορά έχει το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η λαογραφία, η ιστορία, οι ρίζες και η καθημερινότητα, η πανίδα και η χλωρίδα, μα πιο πολύ η παράδοση με τα τραγούδια, τους χορούς, τα ανταμώματα, οι ξενιτεμοί και τα γιορτάσια. Όλα αυτά που ιστορούν τον τόπο μέσα στον χρόνο και χαρακτηρίζουν τα Ελληνικά κεφαλοχώρια, όπως η Ροδαυγή της Άρτας. Αλλά και γι’ αυτόν που είχε διαβάσει την πρώτη έκδοση πριν δέκα χρόνια, η ιστορία παρουσιάζει τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας η δεύτερη μετά από χρόνια ανάγνωση, καθώς ανακαλείς στο νου σου συμπυκνωμένες τις εντυπώσεις από την πρώτη σου επαφή με την ουσία των πραγμάτων.
Η ίδια εξ άλλου αιτιολογώντας προλογικά τη δεύτερη έκδοση γράφει: «Δέκα χρόνια μετά τη πρώτη έκδοση του βιβλίου «Ροδαυγή» ήρθε η ώρα να βγει στο φως της δημοσιότητας η δεύτερη έκδοση, η οποία γεννήθηκε από την εσωτερική μου ανάγκη να ξανακοιτάξω με την απόσταση του χρόνου το πρώτο μου συγγραφικό δημιούργημα ….ομολογώ μάλιστα πως το ξανακοίταγμα μου έδωσε τη δυνατότητα να το δω με αλλιώτικη, αν και όχι διαφοροποιημένη ως προς τον αρχικό στόχο ματιά…… έτσι με την τρυφερότητα γονιού, αλλά και με το ιερό πάθος του αρχικού συγγραφικού ζήλου διήλθα επανειλημμένα τις σελίδες του βιβλίου και έκανα τις αναγκαίες παρεμβάσεις…»
Η δομή της δεύτερης έκδοσης ακολουθεί το ίδιο διάγραμμα παραλλάσσοντας ή συμπληρώνοντας την πρώτη σε μερικά σημεία. Ίσως, είναι πιο επεξηγηματική.
Η κ. Λάμπρη - γνωστό για όσους τη διαβάζουμε - θητεύει την παραδοσιακή πεζογραφική τακτική, όπου τα πάντα ακολουθούν τη μέθοδο της λογικής σειράς μιας αφήγησης τακτοποιημένης κατά κεφάλαια, με ελάχιστες παραπομπές, κυρίως ως προς τις πηγές ή τον συγγραφέα - το σύγγραμμα-από τις οποίες αρύεται τη σχετική πληροφορία ή γνώση.
Αρχίζοντας από την ιστορική αναδρομή η ζωή του τόπου καθώς έρχεται από την αρχαιότητα και εξελίσσεται στη σημερινή του θέση με το γλωσσικό ιδίωμα κυρίαρχο γνώρισμα της Ελληνικότητας, αλλά και της συνέχειας της Ελληνικής παρουσίας στην παγκόσμια ανθρωπογεωγραφία. Η κ. Λάμπρη - και δεν είναι η μόνη -προσπαθεί την κωδικοποίηση του γλωσσικού ιδιώματος - προσπάθεια επαινετή φυσικά - αλλά που δεν οδηγεί σε ασφαλείς κανόνες, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να καταγραφεί μια γλώσσα προσωδιακή εν πολλοίς που στηρίζεται στη τρόπο εκφοράς και τονισμού ή ηχητικής και που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από τόπο σε τόπο!
Αποτελεί ξέχωρο και εκτεταμένο κεφάλαιο ο «κύκλος της ζωής». Η ζωή του χωριού, αλλά και κάθε τόπου, όπου η δομή της οικογένειας που αποτελεί το κύτταρο της εξέλιξης δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα μια σύγκρισης ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, όπου η επαφή και ο έντονος συγχρωτισμός με τους «έξω των τειχών» πολιτισμούς και τα ήθη, άλλαξε πολλά από τα γνωστά παραδοσιακά φερσίματα, όπως για παράδειγμα η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος. Ακόμη η θέση του άντρα, η θέση της γυναίκας, των παιδιών και των γερόντων, της οικογένειας γενικά, όπου υπάρχει η παρουσία της πεθεράς (σημειώνεται άποψη Μ. Γ. Μερακλή), της μητέρας δηλονότι του γαμπρού, στην οποία η νύφη οφείλει σχεδόν τυφλή υπακοή και καταγράφονται, υπογραμμίζονται - ίσως και κρίνονται ή κατακρίνονται - ως προς το «γε νυν έχον» ανάλογα με το αμετακίνητο ή την προσαρμοστικότητα του αναγνώστη.
Με λεπτομέρεια καταγράφονται τα έθιμα του χωριού (της Ροδαυγής εδώ), όπου ο αναγνώστης βρίσκει άκρως ενδιαφέρουσες λαογραφικές καταγραφές.
Όπως είναι γνωστό σε όσους έχουν θητεύσει στην αγροτική ζωή αυτή που χαρακτηρίζει την Ελληνική ενδοχώρα δηλαδή, οι γιορτές και τα πανηγύρια αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής στο χωριό καθώς εκεί βρίσκονται – συγχρωτίζονται, ανταμώνονται οι άνθρωποι. Έτσι η κ. Λάμπρη αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της λαογραφικής της έρευνας στους χορούς - με ειδική μνεία για το καγκελάρι-, τα τραγούδια και τα άλλα δρώμενα.
Οι ασχολίες των κατοίκων αποτελούν μια αφορμή για σύγκριση της γεωργικής ζωής από τόπο σε τόπο και φυσικό να απασχολεί μέρος της έρευνας της κ. Λάμπρη, η οποία αφιερώνει ένα πολύ μεγάλο μέρος της λαογραφικής της κατάθεσης για τη Ροδαυγή. Το χωριό της. Τόπο της ζωής και της καρδιάς της, στον έντεχνο προφορικό λόγο. (Αινίγματα, Δημοτικά τραγούδια, Λογοπαίγνια, Παραδόσεις, Θρύλοι, Παροιμίες, Προλήψεις και Δεισιδαιμονίες, παιχνίδια, αποδεικνύοντας την ανθρωποκεντρική υφή του βιβλίου, αλλά και της κοσμοθεωρίας της. Πολλά από αυτά τα παιχνίδια -όπως σημειώνει η συγγραφέας έρχονται από την αρχαιότητα (σημειώνει μάλιστα και τα αρχαϊκά τους ονόματα) κρυφτό = αποδιδρασκίνδα, κουτσό= ακινητίνδα, μακριά γαϊδούρα = μοσκίνδα, το λουρί = σχοινοφιλίνδα κ.ά., όπως η κούνια = αιώρα, η οποία μάλιστα –όπως εξηγεί –σχετίζεται με τη ρομαντική μαζί και τραγική ιστορία του Ικάριου και της κόρης του της Ηριγόνης και της διαδόσεως του κρασιού με τη συμβολή το Διόνυσου στην Αττική!
Αυτή η ανθρωποκεντρική μορφή της πεζογραφίας της - του τρόπου δηλαδή πάνω στον οποίο στηρίζει – σε όλα της τα έργα μέχρι τώρα - τη σκέψη και την αγάπη της για τον άνθρωπο μέσα στη φύση, για να μην αδικούμε και τη φυσιολατρία της, νομίζω πως τη χαρακτηρίζει και υπογραμμίζει την ευαισθησία της
Το βιβλίο της στη δεύτερη έκδοσή του – βελτιωμένη και συμπληρωμένη – σε όχι καίρια κατά τη γνώμη μου σημεία, - καθώς έχω διαβάσει και σχολιάσει την πρώτη έκδοση- συμπληρώνεται από τη Λαϊκή τέχνη (35 σελίδες) για την αρχιτεκτονική, το κέντημα, την υφαντική, τη λιθογραφική, ή τη ξυλογλυπτική, την παραδοσιακή ενδυμασία, παραδόσεις θρύλοι (Η Αγία Παρασκευή σκοτώνει το δράκο της Νησίστας ή τα τόσο ωραία και τόσο ζωντανά κλέφτικα τραγούδια, κ.ά., όπως λ.χ. η Λαϊκή θεραπευτική και οι ιστορίες από το παρελθόν. (η ιστορία του Μακεδονομάχου Τσάγκα).
Η Β' αυτή έκδοση κρατά την δομική εισαγωγική πρόταξη, πριν τη λεπτομερή καταγραφή στο κάθε κεφάλαιο, όπως και η πρώτη άλλωστε, και συμπληρώνεται όπως και η πρώτη από ένα γλωσσάρι απαραίτητο κι αυτό συμπλήρωμα μιας λαογραφικής γνωριμίας με τη ζωή του χωριού της, της Ροδαυγής.
Μια γενική παρατήρηση σχολιάζοντας αυτή τη δεύτερη έκδοση της «Ροδαυγής» από την απόσταση των 10 χρόνων, που χωρίζουν τον αναγνώστη από την πρώτη είναι ότι χρησιμοποιήθηκε μεγαλύτερη γραμματοσειρά -και σωστά- που κάνει το βιβλίο πιο εύκολα αναγνώσιμο και η όλη του η εμφάνιση με τις έγχρωμες φωτογραφίες - στην πρώτη έκδοση ήταν ασπρόμαυρες - παραπέμπει σε μια προσεγμένη, εκδοτικά, εργασία.
Με τις ευχές μου για καλοτάξιδο, υπογράφω τη χαρά μου που το ξαναδιάβασα.
Σταύρος Ιντζεγιάννης