Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για «Ἐν ὀδύναις»

Από τον Γεώργιο Στεφ. Σιμιτζή, λογοτέχνη, (3-6-2015)


Σκέψεις και στοχασμοί μας, για τα ποιήματα της κυρίας Παναγιώτας Λάμπρη, στο βιβλίο της «Ἐν ὀδύναις»


Όταν γεννιέται ένα ρόδο,
      κανένας δεν προσμένει να το κόψει.
(Από το ποίημα «Το ρόδο»)

      Η ποιήτρια και λογοτέχνης Παναγιώτα Λάμπρη, ξέρει γράμματα, χειρίζεται τη γλώσσα θαυμάσια και διαλέγει λέξεις να ωραιοποιήσει στιγμές, να χρωματίσει εικόνες και να εξαργυρώσει συγκινησιακά στιγμές ανίδωτους απ’ τους πολλούς, που τις αντιπαρήλθαν βιαστικά σαν να μην είχαν τίποτα να τους δώσουν! Είναι τυχεροί οι μαθητές της σε Γυμνάσια και Λύκεια του Δημοσίου ως καθηγήτρια φιλόλογο, που την άκουσαν και την παρακολούθησαν με τη δέουσα προσοχή και φαουστική έφεση του ειδέναι, να διδάσκει και να αφοπλίζει μαθητόκοσμο. Είναι ανυπέρβλητη να λεξιντύνει συναισθήματα, σκιρτήματα, προσμονές και λαχτάρες του κόσμου, δικές της και στιγμών, που θέλουν και αυτές τον λεξιεκπροσωπό τους, να τις αποδώσει και να αναδειχθούν χάριν της κοινωφέλειας! Δομεί υπέροχα με σπάνιες λέξεις και δυσεύρετες τους στίχους της! Tα ποιήματά της, δεν έχουν επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά και δεν είναι ψυχροουδέτερα στις απόψεις τους! Έχουν εμπειρία, ηχητικό γλυκασμό, συναισθηματικό πλουτισμό και περιγραφική ρώμη. Γράφει για ό,τι την άγγιξε εσωτερικά και για ό,τι τη χαράκωσε και τη σημάδεψε! Γράφει για όνειρα απραγματοποίητα και για μικροχαρές, που ο χρόνος έκανε στάση, σαν το βλέμμα διαβάτη, όταν σταματάει και στέκεται με λυρισμό και ρέμβη σε ανθολίβαδα πολύχρωμα και σε ξερόκαμπους χρόνιας αφροντισιάς! Μιλάνε τα ποιήματα στο βιβλίο της – ποιητική Συλλογή «Ἐν ὀδύναις», για πρόσωπα σεβαστά όπως είναι η μάνα και ο πατέρας της, που τράβηξαν στη ζωή τους του λιναριού τα πάθια και της πικροελιάς τα χιλοβάσανα! Γράφει για τη μάνα της, στο ποίημα με τίτλο «Δεκατρία χρόνια»:

Δεκατρία χρόνια!
Πότε διάβηκαν;

Δεκατρία χρόνια!
Χωρίς τό γεμάτο ἀγάπη βλέμμα σου. […]

      Στίχοι οφειλής ευγνωμοσύνης ατελεύτητης προς τη μακαρίτισσα μητέρα της, Αναστασία, που η ακροστιχίδα της σε ομώνυμο ποίημά της, την αποκαλύπτει και την υμνεί επάξια!
Στο ποίημά της «Ο πρίνος», για τον πατέρα της, γράφει όπως τον αποτύπωσε η μνήμη της σε οικείο και προσφιλή χώρο. Σ’ ετούτο το ποίημα ιριδοχρωμοζωγραφίζει στιγμές του πατέρα της με επίθετα απείρου συμβολικού κάλλους! Γράφει:

Σέ γέρικου δένδρου
ρίζα
σκεπτικός κάθεται
ὁ γέρων πατέρας·
τά πόδια του δέν τόν βαστοῦν·
οἱ παλμοί τῆς καρδιᾶς του
βραδεῖς
προοιωνίζουν τό τέλος·
τό βλέμμα του,
χαμένο στήν ἀπεραντοσύνη
τοῦὁρίζοντα,
κάπου-κάπου γυρίζει,
κοιτᾷ τά μισόγυμνα κλωνάρια
τοῦ μοναχικοῦ πρίνου
καί μονολογεῖ. […]

      Αυτό το ποίημα με συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί οι λέξεις του έχουν τόπο και παρέα! Βλέπουν ουρανό σκυθρωπής θλίψης σαν να ’ναι μεσοφθινοπωριά και όταν θα ξενιτευτούν, ξέρουν τι αποχαιρέτησαν και ποιοι τις αποχαιρέτησαν με μάτια βουρκωμένα! Η ποιήτρια θυμάται τον πατέρα της κάπου… σ’ ένα στιγμιότυπο και τον ποιητικοζωγράφισε απ’ τη λησμονιά για να το γλιτώσει. Ναι!  Να το γλιτώσει το στιγμιότυπο αυτό!  Τον ένιωσε τον πατέρα της, σαν ο πρίνος… το πουρνάρι τον καημό του. Η Παναγιώτα Λάμπρη είναι ευρυβλεμματική και συναισθηματόπλουτη ποιήτρια. Ξέρει πού θα σταθεί και τι θα θαυμάσει! Ξέρει από ποιο δρόμο θα πλησιάσει το ανανθές κλαδάκι, τη βαθιά χαράδρα, τη διαυγή ατμόσφαιρα, το νιόβγαλτο τσίπουρο, το ασύστολο, που μεγαλαυχεί, τη φθαρμένη άσφαλτο, τη μάταιη προσμονή και το ορφανόκερο μανουάλι σε ρημοκκλήσι χρονοφαγωμένο σαν το τραπεζομάντηλο το μισολιωμένο! Λεξιχτένιστα τα ποιήματά της, δεν τα βγάζει σε δημόσια θέα και σε κοινή ειδή! Από τα μύχια της καρδιάς της, της ψυχής της εκπορεύεται η εντρυφηματική γραφή της, σαν κατευόδιο ευχετικό σ’ αυτόν, που αναχώρησε από το σπίτι του μόνος και σαν περαστικά και σαν έχει ο Θεός, σ’ έναν άρρωστο! Το ποιήματά της στη Συλλογή «Ἐν ὀδύναις», αντικατοπτρίζουν και καθημερινές σκηνές και κοινωνικά θεώμενα. Περπατάνε στα πεζοδρόμια και γυρνάνε και πίσω σαν να καρτερούνε συνοδοιπόρους, συνπεζοδροματαξιδευτές και ποδοαποκαμωμένους, για να πάνε αντάμα και να συνομιλήσουνε. Να πάρουν και αυτοί θάρρος σαν τ’ αποδημητικά πουλιά τα φτερουγοεξουθενωμένα στα πολυήμερα ταξίδια τους! Αυτά τα ποιήματα προσωποποιούνται, είναι παρομοιωτικά ευήνια και ευοίωνα ορισμένα!  Έχουν οράματα. Κάνουν σωματική έρευνα στην αναλγησία της πολεμοχαρούς διάθεσης, που βάλλει κατά της ευαισθησίας σε όλες τις εκφάνσεις της!  Παρασημοφορούν ευποιΐες, υποσχέσεις και χρέη πραγματωμένα χάριν των άλλων. Μέγιστο το ύψος της  συμβολικότητας στα δυο ποιήματά της «Τό ἕντεκα» και «Ἀπραξία». Στο πρώτο της απομονώνω τον στίχο, σαν ωδή και σαν ψαλμό Σαρανταλείτουργου και θέλω να τον ψάλω εγώ, ή να τον πω ορθόφωνα. Να ποιος είναι και με θέλγει:

Κάθε φορά,
σέ χαρά ἤ σέ λύπη,
μυστηριακά λές,
ἕνα ἕντεκα
κανοναρχεῖ τήν ζωή τους.

   Αυτή η παρεμβολή του ρήματος «κανοναρχεί» σφραγίζει και θεωρεί διαβατήριο άκρως συμβολικών ποιητικών ταξιδιών! Τα σφραγίζει και τα υπογράφει κι εμείς ταξιδεύουμε σ’ εδεμιαίους τόπους αναπόλησης και οραματισμού! Στο άλλο της ποίημα «Ἀπραξία», η ποιήτρια ανεβαίνει σε συμβολικές εμπνεύσεις της και φτάνει στο οροπέδιο των Μουσών του Ολύμπου για ποιητική σπονδή μέθεξης και για συνομιλία βαρυτιμίας! Το επιτυγχάνει κι εμείς θαυμάζουμε τον ποιητικό της οίστρο, χωρίς πρωτοποιητικόσταμα, ή δεύτερο. Να τι γράφει

Στήν Πολιτεία,
βαριά πέφτει ἡ σκιά
ὅλων ἐκείνων
πού στήν παρακμή
μεθοδικά τήν ὁδήγησαν.

Ἀναρριχημένες μετριότητες
στίς δημόσιες θέσεις
συνεχίζουν ἀπτόητες
τό γνώριμο ἔργο τους
ἐπιβραβεύοντας τήν ἀσυνέπεια
καί τόν ἥσσονα μόχθο.

Ὁ αἰσιόδοξος λόγος
περί προόδου
τῶν δημοσίων πραγμάτων
παράταιρα ἠχεῖ
στήν συναυλία τῶν μετρίων.

      Βλέπεις στα ποιήματά της εκφράσεις νοημάτων για τα υπερώα και τα υψηλά, με λέξεις σύνθετες και γλυκοΐσκιωτες, όπως:

γυρεύουν ἀπαντήσεις
γιά τίς ἀπολεσθεῖσες
βεβαιότητες τῆς ζωῆς τους, 
πού πολλές κι ἐπώδυνες,
φανερώνουν τήν ἀδικία·
(Από το ποίημα «Οἱ κατακτητές»)

Ή:
κυρτώνει
τό περήφανο σῶμα του
καί θεᾶται μέ δέος
τό εἴδωλό του
πού μόλις διακρίνεται
στό ἐλαφρῶς παλλόμενο
τῆς θάλασσας γκρίζο.
(Από το ποίημα «Ὁ χαρταετός»)

Ή:
Πικρά τά λόγια
πλημμυρίζουν μέ χολή
κάθε προσδοκία
παυσίλυπης γιορτῆς
κι ἐλπιδοφόρας.
(Από το ποίημα «Ματαίωση»


Ή:
Σάν φώλιασε
ὁἐχθρός μές τό κορμί
μέ ἐπιμονή
μηνύματα ἔστελνε
πώς γιά τόπους ἄγνωρους
κι ἀνήλιαγους
σέ ἀνέμενε ταξίδι,
πού μόνος θά ’κανες,
μές στήν καλοκαιριάτικη
ῥαστώνη.
(Από το ποίημα «Μνημόσυνο»)

      Συμπερασματικά και αποφθεγματικά και τα σαράντα τέσσερα της παρούσης ποιητικής Συλλογής, της καθηγήτριας Παναγιώτας Λάμπρη απ’ τη Ροδαυγή της Άρτας, έχουν ψυχικό κόσμο, κοινωνικά ενδιαφέροντα, αξιολογικό φρονηματισμό, εκτόπισμα ρέμβης και διακονούν αλήθειες, ιδέες, αισθήματα και φιλανθρωπίες! Συμπορεύονται με άφατους πόνους, ακατάπαυστους γόους, αναψυχές ψυχών κι εκφράζουν κακώς κείμενα του είναι της ζωής μας. Κοσμούνται και διανθίζονται από εικόνες που έχουν φωτογένεια, βαθύνοια και διδακτικότητα. Ειλικρινά κυρία Παναγιώτα σας συγχαίρω και σας προσήκει ο συγχαρητήριος λόγος μου. Είστε ανήσυχος τύπος εσείς και δεινός χειριστής της οξυπετούς καλάμου στο γράφειν! Χίλια ευ και μύρια εύγε σας ταιριάζουν!