Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: 

Βασίλη Γκουρογιάννη «Από την άλλη γωνία»  

Βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο», 24 Μαρτίου 2007 

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι», Ιαν. - Μάρτ. 2007, τ. 85, εκδ. του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Πάτρας

 

Μόλις πήραμε στα χέρια μας τη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Γκουρογιάννη με τίτλο «Από την άλλη γωνία», το εικαστικό περιεχόμενο της  εικόνας του εξωφύλλου μας οδήγησε σε σκέψεις και μας έδωσε το πρώτο ερέθισμα να προσεγγίσουμε ένα συγγραφέα που μας συνδέει κοινή καταγωγή, αφού είμαστε και οι δύο Ηπειρώτες, αλλά που ποτέ δεν είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε παρά μόνο μέσα από την πνευματική του δημιουργία. Αυτό το έργο τέχνης, λοιπόν, βρίσκεται στην Κόνιτσα και το υλικό κατασκευής του είναι η πέτρα. Η πέτρα, φυσικό υλικό που βρίσκεται εν αφθονία στην Ήπειρο, αποτελεί μέρος της γοητείας της, αλλά και της μοίρας των ανθρώπων της. Μιας μοίρας που ανάγκασε πολλούς απ’ αυτούς να ξενιτευτούν, αλλά και που τους κρατά δεμένους μαζί της μ’ ένα μαγικό τρόπο.

      Ο Βασίλης Γκουρογιάννης είναι ένας απ’ αυτούς. Είναι ένας από τους πολλούς εργάτες του πνεύματος που γέννησε η Ήπειρος και που, αν και η ανάγκη της μόρφωσης και της βελτίωσης των βιοτικών συνθηκών τον ανάγκασαν να φύγει νέος από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γρανίτσα Ιωαννίνων, ποτέ δεν ξέχασε. Τα βιώματα των παιδικών και νεανικών του χρόνων ζουν βαθιά στη συνείδησή του και καθορίζουν τη σκέψη, τις επιλογές και την έμπνευσή του. Μια έμπνευση που με το βλέμμα  του λογοτέχνη εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων και αγγίζει ποικίλες πλευρές του ανθρώπινου βίου και ψυχισμού.

      Έτσι, η γυναίκα του «Ανθρωποχελίδονου», πρώτου διηγήματος της συλλογής, δέσμια της μοίρας, που ήταν μοίρα των περισσοτέρων γυναικών στην ελληνική ύπαιθρο, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, είναι απροστάτευτη και χωρίς βούληση, αφού είναι ενεργούμενο του αφέντη πατέρα ή άνδρα, κατά περίπτωση. Πληρώνει αυτή για τις αμαρτίες άλλων κατά το «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» και βρίσκει τη λύτρωση με μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Τα αποσιωπητικά του συγγραφέα, αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία, αλλά η απουσία συγκεκριμένου ονόματος κάνει το μύθο όχι μόνο πιο ενδιαφέροντα, αλλά και πιο ουσιαστικό ως προς το σημαινόμενο.

      Στο δεύτερο διήγημα που φέρει τίτλο ίδιο με αυτόν της συλλογής, ο συγγραφέας γυρνώντας στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, όπως ήταν άλλωστε και των περισσοτέρων που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο, άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με σαρκασμό μας μεταφέρει στον κόσμο των παιχνιδιών της παιδικής ηλικίας. Μια δερμάτινη μπάλα, είδος πολυτελείας για την εποχή  εκείνη, ο ιδιοκτήτης της και η παρέα των παικτών είναι το πλαίσιο. Ο Λάμπρος, που «ήταν το πιο καλοταϊσμένο παιδί του χωριού»,  δε γίνεται αποδεκτό από τους συνομηλίκους όχι τόσο γι’ αυτό το λόγο, αλλά για την εξουσία και την αλαζονία που του δημιουργούσε η κατοχή της μπάλας.

      «Το φρύδι της βασίλισσας» είναι ένα απολαυστικό διήγημα, με χιούμορ, λεπτή ειρωνεία  και σαρκασμό. Η πένα του συγγραφέα μας ταξιδεύει στη μεταπολεμική Ήπειρο κι ο ήρωάς του ο Ακταίωνας με τα περιστατικά στα οποία εμπλέκεται και με τις ιστορίες που αφηγείται, στις οποίες «κατά λάθος ήταν παρόν», δεν είναι μόνο ένα συμπαθές πρόσωπο, αλλά το κατάλληλο πρόσωπο με το οποίο ιχνογραφούνται πολλά χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης.

      Στον «Τελευταίο στρατιώτη της 8ης Μεραρχίας», η επιθανάτια αγωνία του καρκινοπαθή ήρωα είναι η αφορμή για διερεύνηση της έννοιας της πατρίδας. Η πατρίδα, όποια κι αν είναι, για το στρατιώτη της 8ης Μεραρχίας που πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40, δεν είναι η πατρίδα του Νεοέλληνα, που όλο κάτι του οφείλει, είναι η πατρίδα που της οφείλει και αγωνιά για το μέλλον της.

      Στο επόμενο διήγημα, με τίτλο «Ανταρσία στο Ουσάκ», ο συγγραφέας με διεισδυτική ματιά, αλλά και με μια αδιόρατη μελαγχολία μας μεταφέρει στα θλιβερά γεγονότα του 1922, τον εθνικό διχασμό και την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από το μέτωπο της Μικράς Ασίας.

      Ο «Ναζίφ, ο Τουρκογιαννιώτης», είναι ένα διήγημα που συμπλέκει το παρελθόν με το παρόν, την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 με τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του ’90, ο οποίος ανάγκασε τους Τούρκους μετανάστες στη Δυτική Γερμανία να πηγαίνουν για τις διακοπές τους στην Τουρκία μέσω Ηγουμενίτσας. Ο συγγραφέας με παραστατικότητα περιγράφει τις στάσεις των Τούρκων για ξεκούραση και σαρκάζει για την αργοπορία στην κατασκευή της Εγνατίας οδού. Αυτό το πέρασμα των μεταναστών από την Ελλάδα γίνεται αφορμή για μνήμες και για την ανάσυρση κρυμμένων συναισθημάτων ιδιαίτερα για έναν απ’ τους ταξιδιώτες, το Ναζίφ, ο οποίος ως απόγονος Τούρκων που ζούσαν στα Γιάννενα πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ψάχνει μάταια  στις οικογενειακές φωτογραφίες που κουβαλά μαζί του για το σπίτι του παππού του και συνειδητοποιεί ότι όλα έχουν αλλάξει στα Γιάννενα εκτός από τα νερά της λίμνης.

      Το διήγημα που ακολουθεί με τίτλο «Ο θαυματουργός Σεν Τζορτζ των βλάχων»  μας μεταφέρει στα Τζουμέρκα και ειδικά στο Συρράκο. Ο συγγραφέας με αφορμή την κατασκευή ενός σύγχρονου αυτοκινητόδρομου που θα οδηγούσε στο χωριό και τις επαναλαμβανόμενες δολιοφθορές στο σκαπτικό μηχάνημα που επιβράδυναν την κατασκευή του,  δημιουργεί ένα μύθο με αστυνομική πλοκή στον οποίο εκτός από τους ενδιαφερόμενους «συμμετέχει» και ο άγιος Γεώργιος, ο οποίος δίνει και τη λύση.

      Στο «Δοκάρι κι έξω», με φόντο το Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα και με αφορμή τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια μεταξύ νεαρών Ελλήνων και Αλβανών μεταναστών, θίγεται το θέμα της μετανάστευσης, του ρατσισμού και αγγίζονται ιστορικά θέματα από άλλη γωνία.

      Το προτελευταίο διήγημα της συλλογής έχει τίτλο «Ο μεγάλος εκδικητής». Ένα αρκετά σύνηθες γεγονός στα μέσα μαζικής μεταφοράς των μεγαλουπόλεων, οι κλοπές των πορτοφολάδων, είναι η αφετηρία για ποικίλους προβληματισμούς και συμπεριφορές. Ο ήρωας, αφού υπέστη κλοπή από έναν πορτοφολά θηλυκού γένους, περνά από την άρνηση του γεγονότος, στη φιλοσοφική του προσέγγιση και τελικά στη σύλληψη ενός σατανικού σχεδίου τιμωρίας όσων έχουν αυτή τη συμπεριφορά. Αναζητώντας την κοπέλα που του έκλεψε το πορτοφόλι, τη συναντά και μετά από ερωτική συνεύρεση μαζί της, λυτρώνεται και παύει να έχει οποιαδήποτε διάθεση εκδίκησης.

      «Η πρόβα» είναι το τελευταίο διήγημα της συλλογής κι ο συγγραφέας μέσα από μια μακάβρια πρόβα, φιλοσοφεί γύρω απ’ το θάνατο και σαρκάζει και ειρωνεύεται την ανθρώπινη ματαιοδοξία.

      Μέσα από αυτό το σύντομο κοίταγμα των διηγημάτων της συλλογής «Από την άλλη γωνία», προκύπτει αβίαστα πως ο συγγραφέας ρίχνει ένα βλέμμα στην ελληνική κοινωνία όντως από άλλη γωνία. Με λόγο που ρέει και σε συναρπάζει και κυριολεκτικά δε σου επιτρέπει να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου πριν φτάσεις στην τελευταία σελίδα, με ύφος που περνά από το χιούμορ στο σαρκασμό ή την ειρωνεία και το αντίστροφο, σε κάνει συμμέτοχο στον προβληματισμό και την υπαρξιακή του αγωνία. Τα θέματα των μύθων, αν και ξεκινούν από περιστατικά της καθημερινότητας ή ιστορικά γεγονότα, η ευαισθησία και η ιδιαίτερη ματιά του τα μεταπλάθει σε ιστορίες με βάθος που καλούν τον αναγνώστη να πορευτεί μαζί τους και να τις ζήσει.

      Θαρρούμε πως αυτή η συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Γκουρογιάννη είναι μια πνευματική δωρεά για όλους μας και έχουμε την αίσθηση πως, όποιος την πάρει στα χέρια του και τη μελετήσει, μπορεί σε κάποια σημεία να αναγνωρίσει τον εαυτό του και ίσως νιώσει ικανοποίηση και ελπίδα που στην εποχή μας, εποχή που η επιφάνεια σκεπάζει το βάθος των πραγμάτων, υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται και μας καλούν σε μια άλλη πορεία και σ’ ένα κοίταγμα της ζωής από άλλη γωνία!...

      Ευχαριστώ.