|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Σταύρου Ιντζεγιάννη «ΤaΓΚΟ - Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω», εκδ. Ίδιον 2012, σ. 178
Φιλολογικά Βραδινά, Δημοτική Βιβλιοθήκη Πάτρας, 18 Ιανουαρίου 2013
Αγαπητοί φίλοι των Φιλολογικών Βραδινών, καλησπέρα….
Όταν καλείσαι να μιλήσεις για το βιβλίο κάποιου, και ειδικά φίλου, υπάρχει ο κίνδυνος να συμβεί αυτό που λέει ο Θουκυδίδης, πως δηλαδή «είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μ’ επιτυχία, εκεί που με κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια. Κι αυτό, γιατί ο ακροατής που ξέρει καλά τα γεγονότα και τ' ακούει μ' ευνοϊκή διάθεση, ίσως θα σχημάτιζε τη γνώμη ότι τα λεγόμενα είναι κάπως κατώτερα, σε σύγκριση μ' αυτά που και θέλει ν’ ακούει και τα ξέρει καλά· όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ’ όσα άκουσε· όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ' την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη» (Θουκυδίδης, 2.35.2.1-3.1).
Διατρέχοντας, λοιπόν, αυτόν τον κίνδυνο, θα σας παρουσιάσω τη δική μου ανάγνωση της καινούργιας συλλογής διηγημάτων του Σταύρου Ιντζεγιάννη «Τaγκό - Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω», που ομολογώ πώς, όταν τελείωσα την πρώτη μελέτη της, ανάμεσα σ’ όλα εκείνα που κατέκλυσαν το νου μου ήρθαν λες κι από ώρα τους καλούσα οι στίχοι της Κικής Δημουλά που λένε:
Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑ περπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ να ’ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
να ’ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀ ναπόληση.
ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση. (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kikh_dhmoyla/various.htm)
Η ανάκληση αυτών των στίχων, είναι προφανές πως είχε γι’ αφορμή, όχι μόνο το μότο του συγγραφέα στην αρχή της συλλογής, όπου σημειώνει: «Δεν ξέρω μα την αλήθεια, αν όλα αυτά τα ’ζησα ή τα φαντάστηκα. Ίσως και τα δύο.
Άλλωστε πιστεύω ότι το όνειρο συμπορεύεται τόσο αξεδιάλυτα με την πραγματικότητα, έτσι που κανείς δεν ξέρει πού σταματά το ένα και πού αρχίζει το άλλο.
…Κι αυτή είναι η ομορφιά της ζωής», αλλά και το περιεχόμενο όλων των διηγημάτων, όπου η μνήμη του συγγραφέα καθορίζει και εν πολλοίς υπαγορεύει τη σύνθεσή τους.
Η μνήμη. Αυτή η αφέντρα της ζωής μας, που άλλοτε με επιμονή φέρνει στη σκέψη και τη συνείδησή μας την περασμένη ζωή τη δική μας και άλλων κι άλλοτε με πανούργο θα ’λεγες τρόπο κάνει λογοκρισία βολική για ζώντες και νεκρούς. Όμως, αν «οι αναμνήσεις μας είναι ο μοναδικός παράδεισος από τον οποίο δεν μπορούμε να εκδιωχθούμε», όπως έχει πει ο Γερμανός συγγραφέας Jean - Paul Richter κι, αν «Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι», όπως έχει πει ο Κολομβιανός συγγραφέας Gabriel Garcia Marquez, τότε η επιλογή του Σταύρου Ιντζεγιάννη να μας σεργιανίσει μέσω της δικής του μνήμης σε τόπους, σε πρόσωπα και σε γεγονότα που αγάπησε, πέραν της αξίας που έχει για τον ίδιο αυτή η de profundis ανάδυσή της, είναι πολύ σπουδαία και για μας τους αναγνώστες· κι αυτό, όχι μόνο γιατί ικανοποιεί την ανθρώπινη περιέργεια που τέρπεται από την εισχώρηση στα άδυτα της μνήμης και εν τέλει της ψυχής του άλλου, αλλά και γιατί οι γεμάτες χαρμολύπη μνήμες του συγγραφέα, οι οποίες έρχονται από μακριά κουβαλώντας τα ακριβά τους δώρα, αγγίζουν τις ψυχές τους και σχεδόν ομοιοπαθητικά ξυπνούν και δικές τους μνήμες, οι οποίες έχουν μείνει αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου και ως τέτοιες συνιστούν μέρος της ύπαρξής τους.
Για το συγγραφέα, οι μνήμες που κάποιες «κείνται» μακριά «στα πρώτα εφηβικά του χρόνια», είναι άρρηκτα δεμένες με το γενέθλιο τόπο, την Άρτα, κάποιες άλλες αναφέρονται στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, κάποιες άλλες στη δεύτερη πατρίδα του, την Πάτρα, κάποιες άλλες... Ουσιαστικά, ο Σταύρος Ιντζεγιάννης θυμάται γεγονότα που σημάδεψαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη ζωή του κοινωνικού του περίγυρου και τη δική του και μέσα από τη ζωή των ηρώων μας κάνει κοινωνούς του προσωπικού, του κοινωνικού και εν τέλει του ιστορικού γίγνεσθαι στο οποίο αυτοί συμμετέχουν.
Μέσα, λοιπόν, στα δεκατέσσερα εν συνόλω διηγήματα της συλλογής, ο συγγραφέας μας καλεί να συμπορευτούμε σ’ ένα μαγικό ταξίδι, όπου θα μας συντροφέψουν γυναίκες σαν την κυρά – Σουλτάνα, η οποία σώζει την εικόνα της Παναγίας της Αϊβαλιώτισσας μέσα στο χαλασμό του διωγμού των προγόνων απ’ τις πατρογονικές εστίες της Μ. Ασίας και μέσω αυτής της παράτολμης πράξης της, και όχι μόνο, αναμοχλεύει συναισθήματα και σκέψεις που πονούν. Επίσης, στο διήγημα με τον τίτλο «Εξάρες», όπου πρωταγωνιστεί ο πατέρας του συγγραφέα, πρόσφυγας ο ίδιος, μέσα από τη σχέση του μ’ έναν Τούρκο, αναδεικνύει τη μεγαλοσύνη και την ανθρωπιά που μπορεί να γεννηθεί στην καρδιά ενός ανθρώπου που έζησε ως τα μύχια της ύπαρξής του τις συνέπειες μιας εθνικής τραγωδίας. Αλλά κι ο «Αντώνης ο κοντραμπατζής», έρχεται να προσθέσει με την παρουσία του μια από κείνες τις ζωές που ξεριζώθηκαν από την Ιωνία κι έζησαν κι άφησαν την τελευταία τους πνοή στα Προσφυγικά της Πάτρας.
Θα γνωρίσουμε επίσης ανθρώπους και ιστορίες από τη στρατιωτική θητεία του συγγραφέα, «εποχή που είχαμε ξεκινήσει παιδόπουλα να κονταροχτυπηθούμε με τους ανεμόμυλους της εφηβείας μας», όπως εύστοχα σημειώνει, κι αυτός «ο δρόμος πέρναγε αναγκαστικά απ’ το στρατό». Θα μεταφερθούμε στην εποχή του δεύτερου μεγάλου σύγχρονου πολέμου και θα μάθουμε για την ολική αμνησία του Βασίλη Ευθυμίου και για ό,τι σχετίζεται μ’ αυτήν, αλλά και σ’ ένα ναρκοπέδιο στην Κόνιτσα θα πάμε, όπου η αναζήτηση των οστών ενός προσφιλούς νεκρού του πολέμου, στοίχισε τη ζωή σε δυο λεβέντες.
Θα φιλοξενηθούμε στη στάνη του Κώστα Σούκα πάνω στα Τζουμέρκα, που έχει για σύντροφο «μια βλάχα σωστή Καρυάτιδα, με μια πλεξίδα μέχρι τη μέση της, που έκανε μπάνιο στα δεκαέξι της με το μισοφόρι της» σ’ έναν νεραύλακα και θα μοιραστούμε γλυκόπικρες στιγμές της ζωής τους· θα γνωρίσουμε και μια άλλη βλάχα, την αγαπημένη μπαμπόγρια του συγγραφέα, που ξεγέλασε τους αξιωματικούς στις εκλογές του 1952 και, για την οποία μιλάει όλο θαυμασμό και στο πρόσωπό της πλέκει εγκώμιο για όλες τις γυναίκες της πονεμένης Ρωμιοσύνης: «Ώριμη την πρόλαβα. Σαραντάρα. Γεροδεμένη. Χωριάτα από εκείνες τις γυναίκες που στάθηκαν σωστές ιέρειες του τόπου, ανασταίνοντας παιδιά και εγγόνια, φροντίζοντας τον άντρα και τη στάνη και το χωράφι, κουβαλώντας ζαλίκι τα ξύλα και το παιδί και το φόρτωμα για τα ζωντανά, πλέκοντας ταυτόχρονα στην οδοιπορία τους και τα τσουράπια της φαμίλιας ή γνέθοντας με τη ρόκα το μαλλί, για τις φανέλες των παιδιών και του αντρός της. Κολώνες ασάλευτες του σπιτιού και της ζωής. Λέω πως αν είχα μια δύναμη εξουσίας στα χέρια μου, θα ’σταινα σε περίοπτη θέση το άγαλμά τους, από λευκό, πάλλευκο μάρμαρο, όπως αγνές κι αμόλευτες ήταν οι καρδιές τους και θα το δαφνοστεφάνωνα κάθε χρόνο, για να το βλέπουν όλοι οι νεοέλληνες και να θυμούνται πόσα χρωστάει ο τόπος αυτός, σ’ αυτές τις χωριάτισσες. Τις χωριάτισσες στην καταγωγή αλλά αρχόντισσες στην προσφορά τους.»
Θα περιπλανηθούμε μαζί του στα σοκάκια της γενέθλιας πόλης και κάπου εκεί θα τον ανταμώσουμε στους πρώτους χορούς, στα πρώτα του ερωτικά ξαφνιάσματα, και φυσικά, θα γνωρίσουμε τη Φανή, τη δεκατετράχρονη ντάμα του· για τη συνάντηση που έγινε μαζί της χρόνια μετά, μεταξύ άλλων, γράφει: «Αρχίσαμε κλαίγοντας και καταλήξαμε να γελάμε. Να γελάμε δυνατά, ώσπου ένιωσα τα δάκρυά της, καθώς είμαστε αγκαλιασμένοι, να κυλάνε στο σβέρκο μου. Δεν ξέρω αν κλαίγαμε ή γελούσαμε. Ίσως και τα δύο… Καθώς ήτανε έτσι σφιχτά δίπλα μου άρχισε κάποια στιγμή να σιγοψιθυρίζει. «Το ταγκό το ωραιότερο του κόσμου, είν’ αυτό που χορέψαμε μαζί». Κι έτσι καθώς την κρατούσα, κάναμε δυο τρία βήματα στο ρυθμό του χορού. «Το ταγκό τ’ ωραιότερο του κόσμου».
Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω.
Το νεαρό ζευγάρι, έκπληκτο στην αρχή, παρασύρθηκε κι αυτό μαζί μας στην ευφορία της στιγμής: «Το ταγκό τ’ ωραιότερο του κόσμου…».
Θα εντρυφήσουμε στους έρωτες του Επαμεινώνδα Παμίνου και θα ζήσουμε την ατμόσφαιρα του καφενείου «Μανούσαγας» που το βράδυ με το όνομα «Η πριγκίπισσα της λίμνης» μετατρέπονταν σ’ ένα ιδιότυπο φιλολογικό στέκι· θα μετάσχουμε στην ξεχωριστή πρωτομαγιά του Βασίλη Λέλεκα, θα γνωρίσουμε κι έναν Τούρκο, τον Σελίμ, που δεν διακρίνονταν για την μπέσα του, αλλά και τη Λουκία την άλλοτε φερέλπιδα και αξιέραστη νεάνιδα, η οποία οδηγήθηκε στην παραίτηση από τη ζωή, άφησε τα εγκόσμια κι αφιερώθηκε στο Θεό.
Όλες αυτές οι ιστορίες δεν θα ’χαν την ίδια αξία, δεν θα μας γοήτευαν και δεν θα μας καλούσαν να τις διαβάσουμε πάλι και πάλι, αν δεν είχαν αποτυπωθεί στο χαρτί από την ιδιαίτερη πένα του Σταύρου Ιντζεγιάννη· ιστορίες δηλαδή που με ιδιαίτερη μαεστρία αφηγείται έχοντας ως αρωγό την πλούσια λυρική γλώσσα, την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης καθώς και το ευφυές, συχνά σαρκαστικό, χιούμορ του και μας τυλίγουν με τη μαγευτική αχλή του χρόνου που πέρασε, αλλά που για τους πρωταγωνιστές συνιστά δυναμικό κομμάτι της ζωής τους και γι’ αυτό σημαντικό.
Για των λόγων το αληθές διαβάζω στο διήγημα «Ο δρόμος του Θεού»: «Το ’χε μεράκι, σκοπό της ζωής του (ενν. ο Προκόπης) να γίνει κάποτε παπάς. «Παπάς –έλεγε, όχι μόνο λειτουργός του Θεού, αλλά και της κοινωνίας». Να φτιάξει μια στέγη για τα ορφανά παιδιά να κουρνιάσουν εκεί, μέχρι να βρεθεί η πολιτεία ή κάποιος φιλάνθρωπος να τα βοηθήσει να ορθοποδήσουν. Να βρουν το δρόμο τους, «δρόμο του Θεού και των ανθρώπων», όπως έλεγε.
Φυσικά, όλ’ αυτά δεν τον εμπόδιζαν για την ώρα, να συμμετέχει σ’ όλα τα γλέντια μας, ως απλός πυροβολητής πλέον, στο μικρό ταβερνάκι απέναντι από το στρατόπεδο, όπου εν ευθυμία διατελών, έβγαζε έναν πύρινο λόγο κατά του αλκοολισμού, πίνοντας –για να βρέχει τη γλώσσα του- το ουζάκι του. Όχι σπάνια, σε κατάσταση τσακίρ κέφι καθώς λέμε, αρχίζοντας από το «Άστα τα μαλάκια σου ανακατωμένα» τραγούδι επιτυχία του καιρού, συνέχιζε με το «Ένας αετός καθότανε» για να τελειώσει με τον εθνικό ύμνο των Ιωαννίνων «Χαλασιά μου – χαλασιά μου, ζωντανή ξεχωρισιά μου» και να κάνει απόλυση με το «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου».
Την άλλη μέρα ξενερωμένος, εν μετανοία, ορκιζότανε «Τον υπόλοιπον χρόνο της ζωής ημών, ανώδυνον, ειρηνικόν και ανεπαίσχυντον και… καλά στερνά»!!! Και στον διάλογο που διαμείφθηκε χρόνια μετά ανάμεσα στον Προκόπη, ιερέα πια, και στον συγγραφέα, διαβάζουμε:
«-Πάμε να πιούμε δυο ούζα - πρότεινα.
-Πάνε, αυτά, μου είπε. Έβγαλε σκούπισε τα γυαλιά του. Είχε ένα δάκρυ στα μάτια. Έλα να μ’ ακούσεις στην εκκλησία. Είμαι ιεροκήρυκας.
-Δε φαντάζομαι να ξαναψάλλεις «Η γέννησή Σου Χριστέ».
Βάλαμε τα γέλια. «Και όμως -μου είπε- εκείνη η ταβέρνα και η τότε παρέα, όλες αυτές οι αποκοτιές που είναι στιγμές μου μοιάζουν σαν ένα όνειρο, μου βάλανε μυαλό. Αν δεν περνούσα από αυτή τη δοκιμασία που ευτυχώς με τη βοήθεια του Θεού την ξεπέρασα, ίσως σήμερα να μην ήμουν Ιεροκήρυκας. Σώθηκα στην άκρη του γκρεμού γιατί έτσι ήθελε η Θεία βούληση. Με έσωσε για να τον υμνώ.»
-Έχεις δίκιο Προκόπη. Καμιά φορά βλέπεις, ο δρόμος του Θεού περνάει κι από μια ταβέρνα!».
Θα ήταν παράλειψή μας να μην αναφέρουμε πως στο λογοτεχνικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται στα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής, είναι καταφανής η θητεία του συγγραφέα στο χρονογράφημα, καθώς επίσης η ευρυμάθειά του σε τομείς όπως η ιστορία, η λαογραφία, η λογοτεχνία καθώς επίσης η ιδιαίτερη αίσθηση και γνώση των τεκταινομένων του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα, χρόνου μέσα στον οποίο κινούνται οι μύθοι των διηγημάτων του· διακρίνουμε επίσης μια ευκολία στη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα, αφού οι δύο χρονικές βαθμίδες συμπλέκονται αρμονικά υπηρετώντας την αφήγηση και τα σημαινόμενά της.
Επίσης στα θετικά της γραφής του Σταύρου Ιντζεγιάννη, μπορούμε να αναφέρουμε και τη γνώση της ανθρώπινης φύσης, η οποία έχει τη δύναμη ακόμα κι όταν έχει βιώσει στο έπακρο την τραγικότητα να μπορεί να αίρεται πάνω απ’ αυτή και να συνεχίζει τη δια βίου πορεία της. Άλλωστε πολλοί από τους ήρωές του, ακριβώς, επειδή δεν συνετρίβησαν από τη βίωση του τραγικού, συνέχισαν τη ζωή τους βιώνοντας συναισθήματα και προβαίνοντας σε ενέργειες που πρωτύτερα δεν είχαν καν φανταστεί. Κάτι τέτοιες στιγμές, συναντούμε το συγγραφέα φιλοσοφούντα, όπως και στο ακόλουθο απόσπασμα από την «Πριγκίπισσα της λίμνης», όπου γράφει: «Είναι μυστήρια η ζωή ή είμαστε εμείς; Ποιος ξέρει τι είναι αυτό που κυβερνάει πάνω από τη δική μας θέληση και μας ερεθίζει, μας σπρώχνει να κάνουμε σώνει και καλά τα ίδια λάθη. Τις ίδιες αποκοτιές. Σα να μη ζήσαμε την κατηφοριά και θέλουμε να ξαναδοκιμάσουμε την αντίστασή μας στη δύναμη του κακού ή του ανάποδου. Του αντίθετου της λογικής.
-Και το δις εξαμαρτείν;
-Κολοκύθια. Θεωρία, χωρίς πρακτική εφαρμογή!».
Αγαπητοί φίλοι. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα για τα διηγήματα της συλλογής «ΤaΓΚΟ- Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω» του Σταύρου Ιντζεγιάννη, αλλά μια και η ώρα παρήλθε, οφείλω να πω κλείνοντας πως ο συγγραφέας σ’ αυτή τη συλλογή δεν μας μιλά απλά για αγαπημένες περιοχές της ζωής και της μνήμης του, αλλά μας καλεί σ’ ένα γοητευτικό ταξίδι που έχει ως οδηγό τον ιδιαίτερο τρόπο ή μάλλον την ιδιαίτερη ματιά με την οποία θεάται τα πράγματα του κόσμου. Ενός κόσμου που ούτε είναι τέλειος, ούτε άλλωστε κι ο ίδιος θέλει να τον παρουσιάσει ως τέτοιον. Έναν κόσμο όμως που αξίζει να τον απολαύσεις με όλες τις αισθήσεις σου! Έναν κόσμο που εν τέλει αξίζει να τον ζήσεις!
Αγαπητέ, Σταύρο, στο επόμενο βιβλίο σου θα ψάξω να βρω και μερικά ψεγάδια! Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα…
Να ’σαι καλά, να γράφεις, να σε διαβάζουμε.
Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας.