Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Γεωργίας Τάτση " Χορός στα ποτήρια", εκδ. Γαβριηλίδη 2013, σ. 117

Αίθουσα Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου «Σκουφάς», Άρτα 11 Οκτωβρίου 2013

 

   Αγαπητοί συντοπίτες και φίλοι, καλησπέρα σας.

   Για τον μη υποψιασμένο στα μουσικά δρώμενα της Ηπείρου αναγνώστη, ο τίτλος της νουβέλας της Γεωργίας Τάτση «Χορός στα ποτήρια» αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση να τη μελετήσει. Εμάς, όμως, που μεγαλώσαμε ακούγοντας στα πανηγύρια των χωριών μας το κλαρίνο ν’ αναστενάζει στο μουσικό ρυθμό της «Παπαδιάς» και μείναμε μαγεμένοι, συχνά, ενεοί με τη δεξιοτεχνία και τη λεβεντιά του κορυφαίου του χορού να τον χορεύει ακροπατώντας πάνω στα αναποδογυρισμένα κρασοπότηρα τούτος ο τίτλος μας καλεί να αναστοχαστούμε ήχους, εικόνες, συναισθήματα, βιώματα ξεχωριστά του τόπου μας και μας προσκαλεί να μυηθούμε στο πώς η συγγραφέας δένει το μύθο της με τούτη την πανώρια μελωδία και με τούτον τον τελετουργικό χορό, που η σύζευξή τους πάθη ανάβει και πάθη κατασβήνει! 

   Η δική μου ανάγνωση του «Χορού στα ποτήρια», την οποία σας παρουσιάζω, ομολογώ πως έγινε απ’ την αρχή ως το τέλος έχοντας πλέριες τις αισθήσεις μου απ’ τον μουσικό δρόμο της «Παπαδιάς» κι απ’ τον πρωτοχορευτή - μύστη που την χορεύει. Κι αυτό, διότι απ’ τις πρώτες γραμμές της αφήγησης ο μυημένος διαισθάνεται τις ασταθείς ισορροπίες που καθορίζουν αυτόν τον χορό να είναι δεμένες σαν με ομφάλιο λώρο με τη δράση των δύο πρωταγωνιστών, που η συγγραφική πένα επιλέγει η συνάντηση και το μοιραίο κοίταγμά τους να γίνουν σε μια σκηνή που ένας τέτοιος χορός βρίσκεται στην κορύφωσή του.

   Έτσι, ο θάνατος του ενός εξ αυτών παίρνει άλλη διάσταση, αφού επέρχεται την ώρα που χορεύει, την ώρα δηλαδή που το σώμα του δείχνει χορεύοντας πως θυμάται, πως νοσταλγεί, πως επιθυμεί, πως χορεύει τον καημό του, τη μεγάλη λύπη του κι αναμετριέται λες με τους φυσικούς νόμους αναζητώντας την προσωπική κάθαρση μέσω της τελετής του χορού!

   Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, που ξενιτεύτηκε στη Σουηδία, βιοπορίζεται καθαρίζοντας τζάμια. Στην προσπάθειά του να ενταχθεί στην καινούργια κοινωνία, ανιχνεύει τον τόπο, μαθαίνει τη γλώσσα, συγχρωτίζεται με τους ανθρώπους που ζουν εκεί, γνωρίζει, ερωτεύεται και παντρεύεται μια Σουηδέζα. Ενώ φαίνεται πως βάζει σ’ έναν δρόμο τη ζωή του, αδήριτη η μνήμη φέρνει στο προσκήνιο συνέχεια το παρελθόν μέχρι που μια επιστολή της αδελφής του τον οδηγεί στην απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα για να δολοφονήσει τον Τάσο -έναν αστυνομικό που βασάνισε έναν ξάδερφό του σε μια ανάκριση. Ο Αλέξανδρος βιώνει έντονα την προετοιμασία του σχεδίου της δολοφονίας, αλλά όταν πλησιάζει η ώρα της υλοποίησής του έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτό. Στην κορύφωση του μύθου, ο Τάσος φοβούμενος μήπως ο Αλέξανδρος τον σκοτώσει, τον δολοφονεί εκείνος. Στο δεύτερο και το τρίτο μέρος του βιβλίου ο μύθος μας μεταφέρει στα τελευταία χρόνια της ζωής του Τάσου.

   Βέβαια, η παραμονή του Αλέξανδρου στην ξένη χώρα υπονομεύεται απ’ την αρχή, αφού ζει όπως οι περισσότεροι μετανάστες έναν δυισμό ανάμεσα στην απτή καθημερινότητά του και στη ζωή που άφησε πίσω, η οποία μέσω της μνήμης, αυτής της ιδιότυπης αφέντρας της ζωή μας, επιστρέφει και προβάλλεται σαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία πάνω στα τζάμια των υψηλών κτιρίων που καθαρίζει αιωρούμενος μ’ έναν κλωβό.

   Εκεί πάνω «Ο νους του, ελεύθερος, γύριζε πίσω στην Ελλάδα και βλέποντάς τα όλα από ψηλά, όλα από απόσταση, απέκτησε την ικανότητα να διακρίνει τις σωστές διαστάσεις των πραγμάτων, αν κι όχι πάντα. Την «έπαρση-υποστολή» της ζωής του, το συνεχές «πάνω - κάτω με τον κλωβό, το όριζε μέσα του ως Πάνω και Κάτω κόσμο, όπως άλλοι -με τις ίδιες λέξεις- ορίζουν τη ζωή και το θάνατο χωρίς ωστόσο να τους προσδίδει παρόμοιο περιεχόμενο. Είχε λοιπόν διπλή ζωή. Η Πάνω -η ζωή στην Ελλάδα-, η Κάτω -η ζωή του εδώ στη Σουηδία» (σ. 10).

   Ένα άλλο στοιχείο που υπονομεύει την παραμονή του εκεί είναι το άρωμα της γυναίκας που τον σαγήνευσε, «άρωμα μανταρινιού, χαμένο στους λαβυρίνθους της παιδικής ηλικίας» (σ. 17). Το μεθυστικό αυτό άρωμα, έτσι, καθώς διατρέχει ως συνδετικός ιστός τον κορμό της αφήγησης μέχρι την ώρα που ξεψυχάει, είναι λυτρωτής και δυνάστης του. Τον προσγειώνει στο παρόν που είναι η Κιμ κι η ζωή του στην ξένη χώρα και τον απογειώνει στο παρελθόν που είναι η ζωή του στην πατρίδα και του φέρνει στο μυαλό τη νεκρή μάνα, που «μύριζε μανταρίνι το κορμάκι της ακόμη κι όταν το έφερε ο πατέρας αστραποκαμμένο» (σ. 37) καθώς και τον κήπο με τις μανταρινιές της θείας Αντριάνας που «ήξερε να διαβάζει το βλέμμα των ζώων και των ανθρώπων -κυρίως όμως των μικρών παιδιών-» (σ. 38) και τον φρόντισε σαν τη μάνα του. 

   Η υπονόμευση της παραμονής του Αλέξανδρου στην ξένη χώρα καθορίζεται κι απ’ τις επιμέρους ιστορίες θανάτου -πώς χώρεσε στ’ αλήθεια τόσος θάνατος μέσα στις σελίδες του βιβλίου;- οι οποίες προοικονομούν κατά κάποια έννοια το δικό του θάνατο, και όχι μόνο. 

   Ελεγεία θανάτου θα χαρακτήριζα τη νουβέλα «Χορός στα ποτήρια», αλλά ταυτόχρονα βάσει της ηρακλείτειας φιλοσοφικής θεώρησης κι έναν λυρικό ύμνο στη ζωή. Η αφανής αρμονία, η θαυμαστή συνύπαρξη των αντιθέτων που, αν και δεν κραυγάζει, μαρτυρά πως κι αυτό το αντιθετικό ζεύγος, η ζωή κι ο θάνατος, είναι αλληλένδετο με όλα τ’ άλλα ως ένα όλον στο πλαίσιο της συμπαντικής τάξης. Οπότε εν τέλει κι ο θάνατος παίρνει αξία απ’ την ίδια τη ζωή, από το πώς δηλαδή τη ζούμε. Γιατί, όταν ο άνθρωπος παλεύει να παραμείνει στη ζωή, με όποιο τίμημα, ζει εν ζωή το θάνατό του.

   Μ’ αυτό το τελευταίο έρχεται να συναντηθεί ο θάνατος του Τάσου, ο οποίος τριγυρισμένος καθώς είναι από θάνατο τον «ζει» όντας ζωντανός μέσω της βιολογικής φθοράς του, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο, ο οποίος πεθαίνει στην ακμή του την ώρα που χορεύει την «Παπαδιά». Μόνο που, αν και για τον καθένα επήλθε με διαφορετικό τρόπο, καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτή καθαυτή την υπαρξιακή αγωνία, από το φόβο του θανάτου. Κι ο φόβος αυτός έχει μεν αναφορά στη δικτατορία που ανάγκασε τον Αλέξανδρο να ξενιτευτεί και τον Τάσο να τον σκοτώσει, αλλά κινείται επίσης σε πιο μακρινές, αλλά και τόσο κοντινές, αφού δεν ξεχάστηκαν, μνήμες, που κείνται στην πληγωμένη παιδική ηλικία: 

   «Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. […] Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία, κρατούσε το χέρι του παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρα περιβραχιόνια στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.[…]

   Η νονά -Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου «εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την» και σκύβει το παιδάκι· δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτιά και δεντρολίβανο και τόπους - τόπους κόκκινα γεράνια». (σ. 22-23)

   Κι αλλού: «Λίγο καρπούζι φέρε» φώναξε στη γριά.

   Την ώρα που μπροστά στο νεροχύτη, μπήγει η γυναίκα το μαχαίρι στο καρπούζι κι ακούγεται το κρακ, μπήγει κι αυτός άλλο μαχαίρι στην κοιλιά του και ένα «αχχχχχχ» ακούγεται. Ένα μεγεθυσμένο αχ, όχι από στόμα, σαν από χωνί, ένα μεγεθυσμένο αχ που αιωρείται πάνω απ’ τον πηχτό αέρα και κολλάει σαν ύλη καυτή στα τσαμπιά της ζαμπέλας, στην κληματαριά, στον τοίχο, στο σπίτι. Βγαίνει στην πόρτα η γερόντισσα και τρέχει. Πίσω της, με μια φέτα καρπούζι στο χέρι, ο Τάσος ίσα με έξι χρονών. Βλέπει το αίμα που έχει κυκλώσει τον παππούλη του και πετάει το καρπούζι, κλαίει. Κάθεται ανακούρκουδα και κλαίει.

   Κι ενώ η ψυχή του αυτόχειρα φτερουγίζει, όρθιο το αριστερό του χέρι σαν να χαιρετά. Η κοιλιά ανοιχτή και χυμένα τα έντερα έξω. Το δεξί -μεταμελημένο- αγωνίζεται, ματαίως, να τα συγκρατήσει με το βραχίονα και την παλάμη.

   Ο Τάσος δεν ξανάβαλε καρπούζι στο στόμα του». (σ. 93) 

   Η συγγραφέας προβάλλει κι άλλα βιώματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, τόσο του θύματος, όσο και του θύτη, τα οποία χωρίς άλλο επηρέασαν τον ψυχισμό και τις επιλογές της ωριμότητάς τους και κρατά, σχεδόν, ίση απόσταση απ’ αυτές τους τις επιλογές, χωρίς όμως να δικαιολογεί τον δεύτερο ή να αφήνει να εννοηθεί πως η ασθένεια κι ο επώδυνος θάνατός του συνιστούν τη δικαιολογημένη λόγω των πράξεών του νέμεση. 

   Με γραφή λιτή, ρεαλιστική, που συχνά γίνεται νατουραλιστική, δίνει ζωή στα αφηγούμενα κρατώντας σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του αναγνώστη –δεν είναι υπερβολή αυτό. Η σκηνοθετική της ματιά εστιάζεται στην εναλλαγή πλήθους εικόνων κι έτσι καθώς περνά απ’ το σήμερα στο χθες και πάλι απ’ την αρχή, συμπλέκει αρμονικά τις δύο χρονικές βαθμίδες υπηρετώντας την αφήγηση και τα σημαινόμενά της. Στην ουσία γνωρίζει και αξιοποιεί αυτό που θεμελίωσε ο Όμηρος, αν και δεν είχε δει κινηματογράφο, δηλαδή, την κινηματογραφική τεχνική στην αφήγηση. Γνωρίζει επίσης πώς να κεντρίζει το ενδιαφέρον με την προβολή του ψυχικού κόσμου των ηρώων, γνωρίζει την εκκωφαντική δύναμη της σιωπής, την αιωνιότητα της στιγμής, την παρουσίαση μιας λεπτομέρειας που καθηλώνει. Στοιχεία, που, όταν κλείσεις το βιβλίο σε κάνουν να νιώσεις πως βγήκες από κινηματογραφική αίθουσα, ή μάλλον, πως θα ’θελες έτσι να είχε συμβεί.

   «Παρατηρούσε κλεφτά το πρόσωπό της όσο η γυναίκα έψαχνε με το βλέμμα το παιδί ή γύριζε σ’ αυτόν και του απευθύνονταν. Ασυνήθιστα όμορφο. Μάτια μπλε. Στο κάτω χείλος μια μικρή ατέλεια, μια ελάχιστη παρέκκλιση από τη συμμετρία. Ανεπαίσθητος προγναθισμός έκανε το στόμα της ελκυστικό, σχεδόν λάγνο. Αυτός ο παρατονισμός, σε αντίστιξη με την ευγένεια του προσώπου της, πρόσθετε στην προφορά έναν τόνο συριστικό, κάτι ανάμεσα σε σίγμα και θήτα και έδινε στη φωνή της ιδιαίτερη χροιά. Επάνω αριστερά, ο κυνόδοντας προεξείχε λίγο, υπογραμμίζοντας το σμάλτο των δοντιών της.» (σ. 19)

   Κι αλλού: «Ξυπνούσε και κοιτούσε γύρω του, δεν αναγνώριζε το ίδιο του το σπίτι όμως σιγά-σιγά συνερχόταν κι έβγαζε από την τσέπη της πυτζάμας τα «Καρέλια». Άναβε τσιγάρο να διώξει τους εφιάλτες, εφευρίσκοντας διάφορα τεχνάσματα, παρότι μερικές φορές -συνήθως στα όνειρα με τα ανθρώπινα μέλη- τον κατέκλυζε η νοσταλγία της κωλοδουλειάς, η νοσταλγία της εξουσίας που κατείχε. Έκλεινε την τραχειοτομή τελετουργικά, βάζοντας τον αντίχειρα στην οπή, πάνω από το ύφασμα, και τραβούσε τον καπνό βαθιά μέχρι τα νύχια των ποδιών του κι αμέσως ανασήκωνε το δάχτυλο, ανασηκώνοντας μαζί και το πανί ενώ τα μάτια του ζωήρευαν, καθώς αντίκριζε τον καπνό να βγαίνει από το άνοιγμα του λάρυγγά του. Παρατηρούσε την εικόνα του προσεχτικά κι ένιωθε σαν σφαγμένος κόκορας που ενώ τον έχει ήδη εγκαταλείψει η ζωή, το αποκεφαλισμένο σώμα ακόμα ζει και τρέχει να γλυτώσει από το θάνατό του» (σ. 78). 

   Κουβαλώντας η Γεωργία Τάτση πολλές μνήμες απ’ τον γενέθλιο τόπο τις κάνει βιώματα και μνήμες των ηρώων της. Αγαπώντας αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του τον κάνει, μαζί με την ξένη χώρα, με την οποία δείχνει ιδιαίτερη οικείωση, χώρο δράσης του μύθου της σε παρελθόντα χρόνο που έχει αναφορές από τον εμφύλιο μέχρι λίγο μετά το τέλος της δικτατορίας. Στα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν σημαντικό υπόβαθρο του μύθου, δίνει τόσο χώρο όσος είναι απαραίτητος, για να υποστηρίξει τη δράση των πρωταγωνιστών, αλλά και για να μεταφέρει το άρωμα μιας εποχής που επηρέασε πολλαπλά τη ζωή των ανθρώπων. Άλλωστε απ’ τον τρόπο που τα παρουσιάζει δείχνει να μην την ενδιαφέρει αυτή καθαυτή η πολιτική δράση τους, όσο η όποια αντανάκλασή της στην ατομική και τη συλλογική ανθρώπινη περιπέτεια.

   Επίσης, αν και οι πρωταγωνιστές του μύθου είναι άντρες, η παρουσία των γυναικών είναι καταλυτική. Είναι οι κομπάρσοι πρωταγωνιστές της ζωής, είναι -πλην της Κιμ και της κόρης της που απηχούν μια άλλη κοινωνία- τα αγαθά στοιχειά που κράτησαν όρθια, τόσα και τόσα φτωχόσπιτα της βασανισμένης Ρωμιοσύνης! Κι αυτές τις γυναίκες τις γνωρίζει πολύ καλά η συγγραφέας. Είναι η μάνα της, είναι οι γιαγιάδες, οι θειάδες, οι γειτόνισσες, όλες, οικείες μορφές με γνώριμη τη συμμετοχή τους σ’ όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου.

   Επιτρέψτε μου την κρίση πως, όση φαντασία και να ’χει κάποιος, δεν μπορεί να αναπαραστήσει τόσο πειστικά, όσο η Γεωργία Τάτση, τα νεκρικά έθιμα και το αειθαλές πένθος που στέγνωνε και πέτρωνε τις ψυχές των γυναικών, αν δεν τα ’χει βιώσει σε θανάτους δικών και ξένων, ούτε μπορεί να μιλήσει με επάρκεια για γυναίκες που γερνούσαν ανύπαντρες περιμένοντας ο μέλλων σύζυγός τους να παντρέψει τις αδελφές του ή γι’ άλλες που ντροπιαστικά βίωναν ως δική τους στειρότητα εκείνη του άντρα τους ή γι’ άλλες που μέσα στη λαίλαπα των καιρών έγιναν μανάδες των αδελφών τους, ούτε να περιγράψει το χορό στα ποτήρια μπορεί, αν δεν έχει χορέψει ο ίδιος ή δεν έχει γίνει ένα με τον εν εκστάσει πρωτοχορευτή, ούτε…

   Ανάμεσα στα πολλά σημεία που πιστοποιούν την κρίση μου, διαβάζω:

   «Γεια σου Αλέξανδρε, να ζήσει το Κλειστό» λέει, καμαρώνοντας στο φίλο του ο δεύτερος που του κρατάει το μαντήλι, και κάποιος άλλος αναποδογυρίζει τρία ποτήρια του κρασιού στο χώμα, έτσι που μεταξύ τους σχηματίζουν τρίγωνο, για να χορέψει ο μερακλής επάνω τους.

   Πατάει ο Αλέξανδρος στο κρασοπότηρο με το αριστερό, με αργή κίνηση φέρνει μπροστά στο γόνατο το άλλο πόδι και πάλι αργά το πάει πίσω, κοντά στην κλείδωση.

   Χαμηλώνοντας το σώμα, αργά, κουρνιάζει ολόκληρος πάνω στο ποτήρι, μένει για λίγο ακίνητος, συγκεντρωμένος στα έγκατα του εαυτού του και ύστερα στροβιλίζεται, ξεδιπλώνεται, μετεωρίζεται για μια στιγμή και εκτινάσσεται, αλλάζοντας πόδι στον αέρα, πατάει με το δεξί στο μεσαίο κρασοπότηρο, στο ακριανό μετά, μεσαίο, ακριανό, ακριανό, μεσαίο, ξανά, ξανά, φτερουγίζοντας από ποτήρι σε ποτήρι.

   «Γεια σου Αλέξανδρε» λέει πάλι ο φίλος και ο Αλέξανδρος δεν είναι πια ο Αλέξανδρος. Το αρσενικό, ο αετός που ανοίγει τη βεντάλια των φτερών του και ανυψώνεται, ενσαρκώνοντας την ψυχή όλων των ανδρών, όσων χορεύουν μαζί του και τον επευφημούν και όσων αμίλητοι τον βλέπουν αφού ο χορός τους επιτρέπει ν’ αφεθούν στο συναίσθημα χωρίς ντροπή, χωρίς αυτοσυγκράτηση και επιφυλάξεις[…]». (σ. 68)

   Η Γεωργία Τάτση γνωρίζει πως η λογοτεχνία δεν είναι μόνο ανάγνωσμα προς τέρψιν των αναγνωστών και συνειδητά προβάλλει πολλά από ’κείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν στην αυτοσυνειδησία ενός λαού. Το ιστορικό πλαίσιο του μύθου, πέραν της εξυπηρέτησης της πλοκής, δεικνύει πως οι άνθρωποι δεν κάνουν, ως οφείλουν, την ιστορία τους «κτήμα ες αεί», επαναλαμβάνουν νομοτελειακά, λες, τα ίδια λάθη και υφίστανται τις συνέπειες. Επίσης, τα ήθη και τα έθιμα, οι δεμένες με τον τόπο γεύσεις και μυρουδιές, που παρεισφρέουν μέσα στην αφήγηση, ζουν τη δική τους αυθεντική ζωή μέσω των βιωμάτων των προσώπων του μύθου και στέλνουν τα δικά τους μηνύματα. Και με τη γραφή, αυτή τη σηματοδότρα της λογοτεχνικής αξίας ενός κειμένου, αναδεικνύεται ο πλούτος της γλώσσας μας και κατ’ επέκταση ο γλωσσικός πλούτος της συγγραφέως, η οποία, μια και μιλάει για ανθρώπους του τόπου της, ευφυώς μπολιάζει το κείμενό της με τα νάματα της μητρικής ντοπιολαλιάς και με τις λεπτές νοηματικές αποχρώσεις της. 

   Και η τέχνη έχει τη θέση της μέσα στο «Χορό στα ποτήρια», η οποία αλλού εμπλέκεται ως δυναμικό στοιχείο του αστικού τοπίου κι αλλού συνιστά δημιουργικό αποτέλεσμα του ιστορικού γίγνεσθαι. Και φυσικά, τίποτα από τα γραφόμενα δεν θα ’χε ψυχή, αν η συγγραφέας μέσω της προσωπικής αναζήτησης και της διαρκούς παρατήρησης της ανθρώπινης φύσης δεν είχε γνώση της διάστασης του τραγικού στα ανθρώπινα, αλλά και ’κείνης της δύναμης που φωλιάζει στην ψυχή και το πνεύμα των θνητών, η οποία μετά τη βίωση του τραγικού τους κάνει να αίρονται πάνω απ’ τα συντρίμμια και να πορεύονται στο μέλλον.

   Αγαπητοί συντοπίτες και φίλοι. Με δεδομένο πως καμία παρουσίαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει ένα βιβλίο, ομολογώ πως δεν είπα όσα θα ’θελα για τον «Χορό στα ποτήρια». Οφείλω, όμως, να σημειώσω πως είναι μεγάλη χαρά για μένα κάθε που κάποιος συντοπίτης εκδίδει ένα βιβλίο, πόσο μάλλον που πέραν της γραμματειακής τους κατάταξης τα περισσότερα έχουν ως πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς το γενέθλιο τόπο. Οφειλή; Χρέος; Όπως και να το πούμε, σημασία έχει πως οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη ο καθένας με τον τρόπο του ν’ αγγίξει την πατρώα γη σαν τον μυθικό Ανταίο, να πάρει δύναμη και να δημιουργήσει.

   Αυτό έκανε και η Γεωργία Τάτση που γεννήθηκε στο Κλειστό Άρτας, ζει στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρίες, το κρατικό ραδιόφωνο, την κρατική τηλεόραση και σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ. Επέστρεψε με τούτο το βιβλίο εδώ στα τόπια που μεγάλωσε και μας αφηγείται το μύθο της. Γεωργία, καλωσόρισες! Εύχομαι το λογοτεχνικό σου εγχείρημα να ’χει συνέχεια και, γιατί όχι, να το δούμε και στις κινηματογραφικές αίθουσες.

   Να είστε όλοι καλά.

   Σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.