|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου "Το ματωμένο θέρος του 1882 - Ιστορικό Δοκίμιο", έκδ. ΗΠ.Ε.ΠΟ.ΤΕ., 2014
Πέτα Άρτας, 12 Αυγούστου 2014
Φίλες και φίλοι, καλησπέρα.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην χώρα μας αναζωπύρωση και διεύρυνση του ενδιαφέροντος για την τοπική ιστορία, στο πεδίο έρευνας της οποίας έχει δημιουργηθεί αυτόνομη βιβλιογραφική παραγωγή, πολύ συχνά έξω και μακριά από τις ακαδημαϊκές συζητήσεις ή σε αντιπαράθεση με αυτές στο επίπεδο της επιστήμης Ιστορίας.
Είναι, μάλιστα, γεγονός ότι πονήματα που έχουν ως θέμα τους διάφορες εκφάνσεις της ιστορικής εξέλιξης ενός τόπου γίνονται αποδεκτά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις τοπικές κοινωνίες. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της ικανοποίησης που προσφέρει η διατήρηση της μνήμης μέσω της καταγραφής του παρελθόντος του τόπου τους, αλλά κι από μια βαθύτερη ανάγκη να κοινωνήσουν μ’ αυτό το παρελθόν. Διότι μπορεί να μην τους είναι παντελώς άγνωστο, αφού είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παρόν στην καθημερινότητά τους, αλλά, όταν παρουσιάζεται γραπτώς μετά από έρευνα, αυτό το παρελθόν παίρνει άλλη διάσταση και νοηματοδοτεί με διαφορετικό τρόπο την μέχρι τότε εμπειρία συμβάλλοντας στο μέτρο που του αναλογεί στην σφυρηλάτηση σε μια έλλογη βάση των δεσμών τους με τον τόπο που ζουν. Όταν, μάλιστα, τοπικά συμβάντα μετατρέπονται εκ της σημασίας τους σε ιστορικά γεγονότα εθνικής σημασίας, τότε η ανατροφοδότηση της μνήμης δημιουργεί δυναμική σχέση ζωής με τον τόπο και τους ανθρώπους του, οδηγεί στην αυτοσυνειδησία και συμβάλλει στο μέτρο που της αναλογεί στην διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης.
«Η γνωριμία με έναν τόπο», όπως σημειώνει κι ο Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου, συγγραφέας του ιστορικού δοκιμίου «Το ματωμένο θέρος του 1882» (έκδ. ΗΠ.Ε.ΠΟ.Τ.Ε., 2014) με αφορμή το οποίο είμαστε εδώ σήμερα, «συμβαίνει καταρχήν με την εικόνα και τις εικόνες του. Αλλά η αναγνώριση ενός τόπου δεν ολοκληρώνεται παρά περιδιαβάζοντας τα ίχνη που του άφησε η διαδοχή των ημερών. […] Είναι η δόξα και η παρακμή, η γλώσσα της, οι αλλαγές και το απαράλλακτό της, οι νίκες και οι ήττες, η διαχρονική αλήθεια της.» (σ. 157).
Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω μπορούμε να κατανοήσουμε, αν όχι πλήρως, πάντως επαρκώς, τις κινητήριες δυνάμεις που ώθησαν τον συντοπίτη συγγραφέα να γράψει αυτό το βιβλίο. Το ότι ως παιδί έπαιζε ποδόσφαιρο με τους συνομηλίκους σ’ ένα χωράφι στην άκρη του χωριού του, τους Κωστακιούς Άρτας, που οι μεγάλοι αποκαλούσαν «το λιβάδ’ τ’ Καραπάν’», είναι μια αφορμή για πυροδότηση της μνήμης. Όμως, δεν αρκεί. Υπάρχει και είναι ισχυρή στο υποσυνείδητό του η αντίληψη που είχαν οι οικείοι και οι συγχωριανοί του γι’ αυτό το λιβάδι, καθώς και οι συζητήσεις που γίνονταν έχοντας αυτό ως αφορμή. Και κυρίως υπάρχει η βούλησή του να προσεγγίσει ένα θέμα του τόπου του, να το ερευνήσει, να δώσει απαντήσεις σε δικά του ερωτήματα και κατ’ επέκταση να χαρίσει στους συντοπίτες του, και όχι μόνο, το προϊόν του μόχθου του, το οποίο αφορά σε μια ενδιαφέρουσα, αλλά ταυτόχρονα πολλαπλά δύσκολη περίοδο της ιστορίας της χώρας μας.
Μένει να μας το βεβαιώσει ο ίδιος, αν η παιδική του ηλικία έχει να θυμάται ανάλογα ερωτήματα σαν κι αυτό που παραθέτει μεταξύ άλλων στην εισαγωγή του δοκιμίου του, δηλαδή, «ποιος, άραγε, ήταν ο Καραπάνος;», το οποίο μη επιδεχόμενο μονολεκτική απάντηση οδήγησε την έρευνα και την πένα του στην «ιστορία της Άρτας, αλλά και της Ελλάδος, στην καθοριστική περίοδο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα».
Και θαρρώ πως, πέραν όλων των άλλων, ο Γ. Παπασωτηρίου έκανε πράξη την Ευριπίδεια διατύπωση «ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας/ ἔσχε μάθησιν» (Ευριπίδης, Απόσπασμα 910.1-2), σύμφωνα με την οποία ο ποιητής δεν θεωρεί ευτυχή όποιον γνωρίζει ιστορία, όχι πως δεν μπορεί να είναι, αλλά «όποιον διδάχθηκε να ερευνά συστηματικά τον κόσμο», όπως πρώτοι μας δίδαξαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι με όπλο την νόησή τους έσπασαν τα δεσμά της θεοκρατικής ερμηνείας του κόσμου και προσέγγισαν τα μυστικά του σύμπαντος διατυπώνοντας αλήθειες που φωτίζουν και οδηγούν τον κόσμο μέχρι σήμερα.
Στην εισαγωγή του δοκιμίου του, άλλωστε, ως άλλος φιλόσοφος βρίσκεται σε απορία -βασική προϋπόθεση αναζήτησης της γνώσης- και παραθέτει πλήθος ερωτημάτων, τα οποία κινούνται στον χώρο του υπαρξιακού, του φιλοσοφικού και του πολιτικοκοινωνικού στοχασμού. Και όπως είναι φυσικό πίσω, ή μάλλον, μέσα σε όλα υπάρχει ο άνθρωπος, άλλοτε επαναστάτης κι αναζητητής της αλήθειας κι άλλοτε έρμαιο και θύμα δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει. Πολύ συχνά, μάλιστα, υφίσταται τις συνέπειες από επιλογές και πράξεις άλλων, οι οποίες έγιναν σε παρελθόντα χρόνο, αλλά καθορίζουν το δικό του παρόν και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό αυτό που ζει.
Ο αναγνώστης, ειδικά αυτός που γνωρίζει ελάχιστα ή είναι παντελώς ανυποψίαστος για τα γεγονότα της ιστορικής περιόδου στην οποία αναφέρεται «Το ματωμένο θέρος του 1882», σχεδόν από τις πρώτες σελίδες αναγνωρίζει βιωμένα «οικεία κακά», νιώθει πως, αν αντικατασταθούν τα ονόματα και οι χρονολογίες με ονόματα και χρονολογίες της εποχής μας, θα έχει παρουσιασμένη μπροστά του την ιστορία των ημερών μας, λες κι από τότε δεν πέρασε ούτε μια μέρα. Κι αυτό, όχι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται, αφού άλλοι άνθρωποι σ’ άλλες εποχές δρουν κάθε φορά, αλλά επειδή ή δεν την μελετούν, ή κι αν την μελετούν, δεν διδάσκονται απ’ αυτή, οπότε η διατύπωση του George Santayana «όποιος δεν θυμάται τα περασμένα, είναι καταδικασμένος να τα ξαναζήσει», απλώς επιβεβαιώνεται και δυστυχώς με συχνότητα που δεν δικαιολογεί τον εν πολλαίς αμαρτίαις και μη μετανοούντα, όχι με την χριστιανική έννοια, περιπεσόντα άνθρωπο.
Διαβάζουμε: «[…] δημιούργησε δύο μεγάλες χρηματιστηριακές «φούσκες» […], από τις οποίες πλούτισε ακόμα και εις βάρος του πεθερού του.» (σ. 20)
«[…] θα εξαγοράσει ψήφους δίνοντας χρήματα, μειώνοντας επιτόκια δανείων κ.ά. Συγκεκριμένα το σύστημα πατρωνίας βασίζεται στους διορισμούς […] και τις μικροεξυπηρετήσεις». (σ. 52) «[…] πολλές φορές η εξαγορά ψήφων γίνονταν έναντι πινακίου φακής και η διευθέτηση της σύγκρουσης πόλης-χωριού μέσω των εκλογών αποδεικνύονταν εντέλει καταστροφική για την πολιτική και τα όποια ψήγματα δημοκρατίας. (σ. 53)
«[…] (αφού πήγε με τον Κουμουνδούρο, τον Τρικούπη, τον Δηληγιάννη, ύστερα έκανε δικό του κόμμα) γίνεται βασιλικός και στη συνέχεια βενιζελικός». (σ. 65)
«[…] η επιχειρηματική αντίληψη των κεφαλαιούχων της ελληνικής διασποράς είναι βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, όλοι τους είναι με μια βαλίτσα στο χέρι έτοιμοι να αναχωρήσουν ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό και οι επενδύσεις τους δεν γίνονται σε μακροπρόθεσμη και παραγωγική βάση. Τουναντίον, είναι της λεγόμενης «αρπαχτής». (σ. 69)
«[…] προφήτευσε την καταστροφή και ενεργοποίησε τον πυροκροτητή για να επαληθευθεί η αυτοεκπληρούμενη προφητεία του». (σ. 76)
«[…] θεώρησε ότι το πρωταρχικό ήταν η εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το εξωτερικό και ο «ισοζυγισμένος» προϋπολογισμός […], που σήμαινε οικονομίες και νέους φόρους. Οι νέοι φόροι έπληξαν τις μεσαίες και τις φτωχές αγροτικές κοινωνικές ομάδες που καλούνταν για μια ακόμη φορά να πληρώσουν το μάρμαρο.» (σ. 79)
«[…] παρουσίασε την Ελλάδα σε συνέδριο επιχειρηματιών στο Παρίσι ως χρεοκοπημένη χώρα. (σ. 79) «Στο εξωτερικό στράφηκαν όλοι εναντίον της Ελλάδας. Ένα σατυρικό περιοδικό του Βερολίνου […] δημοσίευσε γελοιογραφία με το βασιλιά ντυμένο αρματολό, με φουστανέλα και φέσι και τη λεζάντα «Ο μικρός κλέφτης» […]. Οι Γερμανοί είχαν πάθει μεγάλη ζημιά καθώς είχαν αγοράσει πολλά ελληνικά χρεόγραφα […]. Η τότε τρόικα ήταν το συμβούλιο της εταιρίας των Μονοπωλίων […] στο οποίο συμμετείχαν, προκειμένου να ελέγχουν, και οι ξένοι δανειστές με αντιπροσώπους τους»! (σ. 80-81)
Διατυπώσεις σαν τις παραπάνω, από τις οποίες σκοπίμως, πλην κάποιας εξαίρεσης, παρέλειψα τα ονόματα, προκειμένου να γίνει πιο εύκολη η αναγωγή στο σήμερα, υπάρχουν και πολλές άλλες μέσα στο βιβλίο για τους αναγνώστες του. Τόσο αυτές, όσο και οι υπόλοιπες οι οποίες δείχνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε και εξέπνευσε το αγροτικό κίνημα στην Άρτα, αναδεικνύουν και διαχρονικές παθογένειες της αστικής δημοκρατίας της χώρας μας, οι οποίες υφίστανται, όχι επειδή δεν μπορούν να θεραπευτούν, αλλά επειδή η ύπαρξή τους διευκολύνει την νομότυπη ή νομιμοφανή δράση κάποιων, συνήθως ισχυρών της εξουσίας και του χρήματος, οι οποίοι μετέρχονται παντοίους τρόπους, όπως δωροδοκία ψηφοφόρων, υποσχέσεις για διορισμούς στο δημόσιο, κ.λπ., προκειμένου να μην απομακρυνθούν από την νομή της εξουσίας και τα οφέλη που απορρέουν απ’ αυτή.
Είναι, μάλιστα, τόσο ισχυρά αυτά τα κίνητρα που τους κάνουν να αθετούν εν ριπή οφθαλμού και χωρίς αιδώ τις υποσχέσεις τους προς τους πολίτες και να καλύπτουν με μοναδική ευκολία τα ανομήματα των πολιτικών τους αντιπάλων που είχαν προηγηθεί στην εξουσία, φυσικά, με το αζημίωτο, ασχέτως, αν όλα αυτά εξανεμίζουν κάθε ελπίδα των πολιτών για βελτίωση της ζωής τους. Αριβίστες και αδίστακτοι, μετέρχονται όλα τα μέσα προκειμένου να έχουν υπό τον έλεγχό τους την εκλογική μάζα, η οποία συχνά άγεται και φέρεται από ψευτοδιλήμματα, τα οποία εντέχνως περιάγουν, μια και γνωρίζουν πως αυτός που είναι ευτυχής αρκούμενος στα λίγα χειραγωγείται πιο εύκολα, όταν του επισείεις την απειλή πως μπορεί εύκολα να τα απολέσει.
Φίλες και φίλοι.
Η λαϊκή παροιμία που λέει «όταν στον βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια» έχω την αίσθηση πως αναπαριστά σε μεγάλο βαθμό αυτό που συνέβαινε στον τόπο μας την εποχή που έλαβε χώρα το αγροτικό κίνημα, για το οποίο λίγοι γνωρίζουν πως «ξεκίνησε στην Άρτα το 1873 εναντίον του Καραπάνου, και κορυφώθηκε τα χρόνια 1881-1883, ενώ απονεκρώθηκε στη συνέχεια, ξεσπώντας, τελικά, στη γειτονική Θεσσαλία το 1910.» (σ. 52) με τα γνωστά αποτελέσματα.
Από τις πηγές που παραθέτει ο συγγραφέας, αλλά και από τις κρίσεις στις οποίες τον οδήγησε η έρευνά του, -πιστεύω πως και τις μεν και τις δε θα τις μελετήσετε με ενδιαφέρον- κατανοούμε την ένταση της αντιπαράθεσης γύρω από την εκμετάλλευση των μεγάλων γαιοκτησιών και κατ’ επέκταση το μέγεθος των διακυβευομένων συμφερόντων, τα οποία προασπίζονταν με κάθε μέσο οι ιδιοκτήτες τους, έχοντας υπό τον έλεγχό τους πρόσωπα της διοίκησης, αλλά και ντόπιους επιστάτες, οι οποίοι εξαντλούσαν την αυστηρότητα και τις διαβολές τους εις βάρος των φτωχών καλλιεργητών, οι οποίοι ίσα που εξασφάλιζαν την χαμοζωή τους.
Άλλωστε, οι χωρικοί αγωνίζονταν ούτως ή άλλως για μια θέση στον ήλιο, την οποία ήταν δύσκολο να εξασφαλίσουν υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, στις οποίες η επιβολή του δίκαιου του ισχυρότερου ήταν καταφανής, τόσο στην καθημερινότητά τους, όσο και κάθε φορά που σήκωναν το κεφάλι διεκδικώντας τα αυτονόητα, τα οποία όμως σήμαιναν και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Κι οι ιδέες διανοουμένων υποστηρικτών της δικής τους τάξης, των οποίων ο λόγος θα άγγιζε και θα πυροδοτούσε τις φρυγμένες από την αδικία ψυχές τους, δεν έφταναν στα υγρά καλυβόσπιτα και τα λασπωμένα κτήματα, όπου ξόδευαν κάθε ικμάδα ζωής, μόνο για ένα ξεροκόμματο.
Προς επίρρωση της κατάστασης που βίωναν οι καλλιεργητές, και μια και βρισκόμαστε στο Πέτα ας δούμε ένα απόσπασμα από την επιστολή του πληρεξουσίου του χωριού Πέτρου Παπαγεωργίου, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μέλλον» στις 21 Δεκεμβρίου 1873: «Αξιότιμε κύριε συντάκτα του «Μέλλοντος» […] Απορώ πως ο συντάκτης της των Ιωαννίνων εφημερίδος τολμά να διαψεύση ταύτα και να υπερασπίζεται τον πάσι γνωστόν δια τα αποτρόπαια εγκλήματά του κ. Γερ. Καραπάνον, όστις σποκεί να εξολοθρεύση το ανωτέρω χωρίον, πληρών τας φυλακάς Άρτης και Ιωαννίνων εκ των ατυχών κατοίκων από το 1869 μέχρι σήμερον και μεταφυλακίζων αυτούς εις τας φυλακάς Πρεβέζης, ίνα αποστερήση αυτούς του επιουσίου άρτου, ον οίκοθεν ελάμβανον, και αποθάνουν της πείνης ωσεί λησταί και κακούργοι, ένθα ευρίσκονται ήδη. Αλλ’ υπομονή αν ηρκείτο εις τούτο, έτερον τραγικόν συνέβη την 28 π.μ. 8βρίου. Τη διαταγή του εστάλη και έτερος Γιούμπασης μετά του Μουλιαζήμου Κ. Μπογιάνη και 10 στρατιωτών εις το χωρίον και αφού επί τρεις ημέρας κατέλυσαν εις αυτό και έπραξαν ό,τι εδυνήθησαν έθραυσαν τέλος τας θύρας των οικιών των εν φυλακαίς και αφήρεσαν γεννήματα κλπ. άτινα απέστειλαν εις την οικίαν Γ. Καραπάνου. Ταύτα ιδόντες οι κάτοικοι του χωρίου απεφάσισαν ομοθυμαδόν και ανεχώρησαν εξ αυτού. Λαβόντες δε μεθ’ εαυτών ό,τι εδυνήθησαν, ετράπησαν την προς Άννινον οδόν, συμποσούμενοι εις 90 οικογενείας, αλλ’ εκεί στρατιωτική δύναμις τους παρεκώλυσεν. Ερωτήσασα δε το αίτιον της φυγής των, ανεκάλυψεν ότι ουδέν παράπονον είχον κατά της Κυβερνήσεως, αλλ’ ένεκα των απανθρώπων πράξεων του κ. Γ. Καραπάνου έφυγον. […]». (σ. 93)
Απ’ την άλλη, οι ιδιοκτήτες, εν προκειμένω ο Κων/νος Καραπάνος, ο Γεώργιος Παχύς, αλλά και ο Χρηστάκης Εφέντης Ζωγράφος, πεθερός του Κ. Καραπάνου και γαιοκτήμονας στην Θεσσαλία, ζούσαν μακριά, στην πρωτεύουσα, και η κατοχή και η εκμετάλλευση των γαιών αποτελούσε μέρος της συνολικής οικονομικής τους δραστηριότητας, η οποία, μια και ανήκαν στους λεγόμενους πολυμορφικούς επιχειρηματίες αστούς, επεκτείνονταν και σε διαφορετικούς τομείς της οικονομικής ζωής, όπως η απόκτηση χρηματιστηριακών μετοχών και τραπεζών, η εκμετάλλευση μεταλλείων, όπως του Λαυρίου, πάντα με στόχο την μείωση της επισφάλειας και του οικονομικού κινδύνου. Μαζί με την οικονομική τους δραστηριοποίηση, ή μάλλον σε συνάρτηση μ’ αυτήν, ήταν δραστήρια μέλη της πολιτικής ζωής της χώρας και φυσικά μετείχαν σε πάσης φύσεως κοινωνικές εκδηλώσεις, οι οποίες τους έφερναν σε επαφή με σημαίνοντα και χρήσιμα για όλες τους τις δραστηριότητες πρόσωπα. Επομένως, το μόνο που δεν τους ενδιέφερε ήταν αυτή καθαυτή η ζωή των φτωχών καλλιεργητών, των οποίων τα συμφέροντα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα από τα δικά τους. Γι’ αυτό ακριβώς είχαν έτοιμο τον μηχανισμό επιβολής της θέλησής τους σε περίπτωση που οι πρώτοι διεκδικούσαν την ελάχιστη καλυτέρευση των συνθηκών ζωής τους, όπως και τις περισσότερες φορές έγινε.
Πέραν όλων αυτών δημιουργήθηκαν πρόσθετα προβλήματα στην ζωή των κατοίκων της περιοχής από το σημείο οριοθέτησης των συνόρων το 1881, τα οποία έχοντας ως όριο τον Άραχθο απέκοψαν την πόλη της Άρτας από τον τροφοδότη κάμπο της, ο οποίος έμεινε μέχρι το 1912 υπό Οθωμανική κατοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η οικονομική και η πληθυσμιακή δομή της πόλης, αφού παρήκμασαν σταδιακά οι υπάρχουσες βιοτεχνίες και τα εργαστήρια, ή μεταφέρθηκαν αλλού. Το ψυχικό άλγος των κατοίκων για όλα ετούτα το περιγράφει με εκφραστικότητα το δημώδες τραγούδι: «Ανάθεμά σε Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε,/ με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα,/ το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι./ Κλείστηκ’ η Άρτα, κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο./ Θα στερηθεί και το ψωμί· πού νάβρει να δουλέψει;/ Ο κάμπος έμεινε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια,/ το βιο όλο και χάνεται, σ’ αγρίδια βοσκοτόπια».
Φίλες και φίλοι.
Εκφράζω την βεβαιότητα πως «Το ματωμένο θέρος του 1882» του Γ. Χ. Παπασωτηρίου δεν θα το μελετήσετε μόνο μία φορά. Κι αυτό, επειδή μέσα από τις σελίδες του θα κάνετε ένα ενδιαφέρον ταξίδι, που θα σας καταστήσει πιο πλούσιους σε γνώσεις που αφορούν σε ιστορικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά, λογοτεχνικά θέματα, τα οποία άπτονται της εποχής που πραγματεύεται, μια και όλα ετούτα είναι αλληλένδετα με τα λόγια και τις πράξεις των εμπλεκομένων. Διότι ο άνθρωπος δεν δρα ερήμην της εποχής του, η οποία προσδιορίζεται από τάσεις, αντιλήψεις, φόβους, οράματα, σχέδια, στόχους,… που άλλοτε μετουσιώνονται σε κινητήρια δύναμη και δράση κι άλλοτε γίνονται ανασταλτικός παράγοντας για την πραγματοποίηση του αναμενόμενου που υπόσχονταν καλύτερους όρους ζωής στο παρόν και το μέλλον.
Επίσης, αυτό το βιβλίο, που το κύριο μέρος του αρχίζει σημειολογικά με τον θάνατο του σημαντικότερου πρωταγωνιστή, δηλαδή του Κων/νου Καραπάνου, χαρακτηρίζεται από την αναγκαία τεκμηρίωση, την οργανωμένη παρουσίαση του αποτελέσματος της έρευνας κι είναι γραμμένο σε γλώσσα που γοητεύει τον αναγνώστη. Ιστορεί γεγονότα της εποχής του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εκδόθηκε στην εποχή της πτώχευσης που εμείς ζούμε, η οποία, αν και απέχει χρονικά αρκετές δεκαετίες, μοιάζει να ’χει πολλά κοινά με κείνη. Την πτώχευση, η οποία δεν αφορά μόνο την έλλειψη δυνατότητας να απολαμβάνουμε όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, αλλά εκείνη του μέσα μας, η οποία κάνει την εξωτερική να φαντάζει αγιάτρευτη.
Το περιεχόμενο του βιβλίου αφορά κι από άλλη οπτική την εποχή μας, μια και στον τομέα της ιδιοκτησίας των γαιών και της εκμετάλλευσης της αγροτικής παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρούνται παρόμοια φαινόμενα, αλλά με μεγαλύτερη ένταση, τα οποία με τον τρόπο τους οδηγούν πλήθος ανθρώπων σε κατάσταση έσχατης πενίας. Κύριες αιτίες αυτού του φαινομένου, του οποίου συνέπειες βιώνουμε κι εμείς, είναι η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η συνακόλουθη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, ο πληθυσμιακός συνωστισμός των αστικών κέντρων και η κερδοσκοπική εισβολή των πολυεθνικών στον χώρο της αγροτικής οικονομίας.
Οι αναλογίες, μάλιστα, μεταξύ τσιφλικιών και πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην αγροτική οικονομία -καλλιέργεια και διάθεση προϊόντων- αλλά και πενόμενων κολλήγων ή εργατών γης του χθες και του σήμερα, είναι εμφανείς και δυστυχώς, λόγω της πληθυσμιακής έκρηξης σε παγκόσμιο επίπεδο, η ζυγαριά κλείνει επικίνδυνα σε θέματα διατροφής εις βάρος των λαών.
Μέσα στις υφιστάμενες συνθήκες το μόνο που δεν συνιστάται είναι η ολιγωρία και η αναβολή ανάληψης πρωτοβουλιών, διότι, όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων σε εμβριθή μελέτη του ο Κυριάκος Σιμόπουλος (Κ. Σιμόπουλος, Διανούμενοι καί καλλιτέχνες εὐτελεῖς δοῦλοι τῆς ἐξουσίας, εκδ. Πολιτιστικές εκδόσεις, Αθήνα 20043, σ. 304) «Ἡ σωτηρία τῶν λαῶν ἀπό τήν ἔνδεια πού προκαλεῖὁἔλεγχος τῆς παραγωγῆς ἀγροτικῶν προϊόντων ἀπό πολυεθνικές ἐπιχειρήσεις θά πραγματωθεῖ μόνο μέ τήν ἀναζωογόνηση τῆς γεωργίας ὅλων τῶν χωρῶν, μέ τήν ἐξασφάλιση τῆς αὐτάρκειας γιά κάθε οἰκογένεια καί μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς παραγωγῆς, πού προϋποθέτει ἀντιμετώπιση τῆς συμφορᾶς τῆς ὑπαίθρου, συνέπεια τῆς σταδιακῆς ἐρήμωσης ἀπό τούς κατοίκους.»
Είναι εύκολο να συμβεί αυτό; Όχι! Το ζήτημα είναι οι άνθρωποι να κοιτάξουν μ’ άλλη ματιά τα συμβαίνοντα και εν τέλει, αφού σκεφτούν αλλιώς, να πράξουν αλλιώς, μια και καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν γίνεται στο ιστορικό γίγνεσθαι, αν δεν αλλάξουν οι όροι της σκέψης και των προτεραιοτήτων στην ιδιωτική και την συλλογική ζωή.
Θεωρώ, μάλιστα, αναγκαίο αυτό το βιβλίο να το μελετήσουν οι νέοι μας. Όχι για να δουν με επιείκεια τις συνέπειες της κρίσης που ζουν και για την οποία δεν φέρουν ευθύνη, αλλά για να μάθουν. Διότι, η γνώση της ιστορίας νοηματοδοτεί την σύγχρονη ανθρώπινη εμπειρία κι αν υπάρχει η βούληση ανοίγει δρόμους στην σκέψη, η οποία θα οσφρανθεί κάθε τι καινούργιο που κυοφορείται και θα συμβάλει στην γέννησή του.
Αλλά, όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας «"το μέλλον διαρκεί πολύ", όπως κάθε μεταβατική περίοδος, όπως κάθε εποχή μεταξύ των εποχών, όπως κάθε μεσαίωνας, όπως συνέβαινε στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, όπως συμβαίνει σήμερα, όπου το παλιό έχει ξεθυμάνει τελείως αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμη εμφανιστεί…». (σ. 163)
Κύριε Παπασωτηρίου, σας ευχαριστώ που γράψατε αυτό το βιβλίο και θεωρώ ότι όλοι οι Αρτινοί, και μάλιστα, οι άνθρωποι του μόχθου, θα πρέπει να σας είναι ευγνώμονες που ρίξατε φως στην ζωή εκείνων των ανθρώπων που, αν και αφανείς οι περισσότεροι, έγιναν μέρος της Ιστορίας.
Επίσης, ευχαριστώ όλους εσάς που με αφορμή το βιβλίο ήρθατε αυτό το βράδυ εδώ, για να κοινωνήσουμε με το παρελθόν του τόπου μας που τόσο παρόν είναι.