Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

«τούς εὐκλεεῖς προγόνους μας/ ἂς μιμηθῶμεν» Ανδρέας Κάλβος, Εἰς δόξαν, κβ' (110)

Επέτειος 28ης Οκτωβρίου 1940

Σπίτι του Ηπειρώτη, Πάτρα, 27-10-2016, ώρα 8.15 μ. μ.  

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Άπειρος χώρα", τ. 204, Σεπτέμβριος 2018, σ. 53-55.


   Αγαπητοί Ηπειρώτες, αγαπητοί φίλοι της Ηπείρου, καλησπέρα και χρόνια πολλά.

   Αν το Έθνος μας αποφάσιζε να γιορτάζει όλες τις σπουδαίες μέρες του, τις κρίσιμες ώρες του, θα ήταν υποχρεωμένο να το πράττει συχνότατα, αφού από τότε που η μοίρα του δέθηκε πάνω στην ορεινή θαλασσόβρεχτη χερσόνησο, στην πατρίδα που είναι χτισμένη μέσα στα βουνά και τις θάλασσες, για να παραφράσω τον στίχο του ποιητή, δεν έπαψε να γράφει Ιστορία. Μια ιστορία μακραίωνη, συχνά πολυώδυνη, αλλά σε πλείστες εκφάνσεις της δημιουργική, πρωτοπόρα, διδακτική και θαυμαστή, μια ιστορία με πανανθρώπινη σημασία και απήχηση.

   Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν οφείλει η Εθνική μνήμη να στέκεται σε κάποιους σταθμούς αυτής της πορείας, όχι απλά προκειμένου να βαυκαλιστεί για τις προγονικές δόξες, αλλά κυρίως, για να θυμηθεί, για να στοχαστεί και για να διδαχθεί. Διότι δεν υπάρχει βεβαιότερος εχθρός της μνήμης από τη λήθη! Και όπως εύστοχα σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης (Δοκιμές, τ. Α', σ. 510) «[…] σβήνοντας ἕνα κομμάτι ἀπό το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ἕνα ἀντίστοιχο κομμάτι ἀπό το μέλλον, και εἶναι θλιβερή ἡ ζωή πού μοιάζει σαν ἀκατοίκητο σπίτι.» Το ζήτημα είναι, αν επιθυμούμε κι αν εν τέλει επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να υποφέρουμε από ένα τέτοιο είδος αμνησίας, η οποία θα μας στερεί από τη συνείδηση της συνέχειας, δηλαδή, από το χιλιοειπωμένο να γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε και προς τα πού πορευόμαστε. Πόσο μάλλον που οι μεστές πόνων, οι ψυχοφθόρες μέρες που έκρουσαν και διάβηκαν τη θύρα μας, έτσι καθώς κατά τα φαινόμενα πολύ θα διαρκέσουν, δημιουργούν αδήριτη την ανάγκη να αναγεννιόμαστε στην πατρογονική μήτρα και να βυζαίνουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία ζωντανούς θα μας κρατούν, με μια υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος, το οποίο δεν θα επιτρέψουμε να μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι. Δύσκολο, άλλωστε, ν’ αντέξει κανείς τη μοναξιά και την απελπισία ενός τέτοιου σπιτιού!

   Τούτη, λοιπόν, η γιορτή που τιμά την αυριανή επέτειο σ’ αυτό τον σκοπό κατατείνει. Στο να μη λησμονούμε, με ό,τι αυτό σημαίνει, και φυσικά στο να τιμούμε όλους εκείνους, οι οποίοι με γενναιοδωρία και γενναιότητα χάρισαν στην πατρίδα κάθε ικμάδα της σωματικής και ψυχικής τους συγκρότησης ή έγιναν προσφορά θυσίας με την απώλεια της ζωής ή της αρτιμέλειάς τους!

   Πολλά, μάλιστα, από τα γεγονότα, τα οποία συνδέθηκαν με τη μοίρα, ή καλύτερα, με την επιλογή ζωής αυτών των ανθρώπων, έλαβαν χώρα στα πατρογονικά μας χώματα, εκεί, στην αγαπημένη μας αρχέγονη Ήπειρο και στα αγέρωχα βουνά της και οι άνθρωποί της, όσοι δεν ήταν στην πρώτη γραμμή, προσέφεραν με αυταπάρνηση τις υπηρεσίες τους στα μετόπισθεν. Αγώνας, στον οποίο οι γυναίκες της, ίδιες αγαθοδαίμονες, ανέβαιναν τα χιονισμένα καταράχια της ατάραχες κι αδάκρυτες, πιστές στο καθήκον που φέρει το δικό τους όνομα! Γυναίκες της Πίνδου! 

«[ …] καί τίς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες

κι ἔλυνε τά τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τά μαλλιά τους

κι ἔδερνε τά φουστάνια τους καί τίς σπαθοκοποῦσε,

μ’ αὐτές ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τήν πέτρα

κι ἀνηφορίζαν στή γραμμή, ὅσο πού μές στά σύννεφα

χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιά πίσω ἀπ’ τήν ἄλλη.», λέει ο ποιητής.

(Νικηφόρος Βρεττάκος, Μάνα και γιος, 1940)

   Στα γεγονότα αυτού του πολέμου ο λαός μας, φιλειρηνικός κι ανθρωπιστής, δοκιμάστηκε στη φωτιά «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ» και βρέθηκε γνήσιος, αποδεικνύοντας ότι δεν δέχεται να του προσβάλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια, τα ιερά και τα όσια, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας του, μια και γνωρίζει, αγνοώ πόσοι το γνωρίζουν ακόμα, πως για όσους έχουν υψηλό φρόνημα, είναι πιο πικρή η εξαθλίωση που συνοδεύεται από δειλία παρά «ὁ μετά ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος» (Θουκ., Ιστ. Β', 43), δηλαδή, ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσεις, σε στιγμή έξαρσης της δύναμής σου και της κοινής ελπίδας.

   Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, το πρώτο πολεμικό ανακοικωθέν, με τη συγκλονιστική, δωρική λιτότητά του, δήλωνε: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους." Αμύνονται του πατρίου εδάφους, το οποίο για τους Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων δεν σήμαινε μόνο ένα κομμάτι γης, αλλά ό,τι πάνω σ’ αυτό δημιούργησαν και έζησαν οι πρόγονοί τους! Με αποτέλεσμα και τούτη τη φορά να κατακτήσουν τρόπαια εφάμιλλα ή και υπέρτερα εκείνων, ποιος θα το κρίνει αυτό, νικώντας τον σιδερόφρακτο και αλαζόνα αντίπαλο, ο οποίος τόλμησε να προσβάλει τα ιερά και τα όσια του Έθνους. Διότι, όπως ο Καβαφικός Δαρείος, έτσι κι αυτός διακρίνονταν από «ὑπεροψίαν καί μέθην», που σημαίνει πως είχε τυφλωθεί από την υπέρμετρη αλαζονεία του, η οποία τον οδήγησε στη Νέμεση, δηλαδή στη συντριβή του! 

   Αγαπητοί συμπατριώτες. Εβδομηνταέξι χρόνια μετά είμαστε εδώ και γιορτάζουμε για όλα τούτα και για πολλά ακόμα, τα οποία θα μπορούσαν να αναφερθούν για κείνα τα γεγονότα και για κείνα τα χρόνια. Γιορτάζουμε την Αντίσταση του λαού μας, υψώνουμε όχι με ιδιαίτερο ζήλο, θα έλεγα, σημαίες, τραγουδάμε το «Γυναίκες Ηπειρώτισσες», χορεύουμε… Όμως, εδώ και έξι χρόνια, μέσα μας κάτι μας βαραίνει. Δεν μπορούμε να βροντοφωνάξουμε το «ΟΧΙ»! Και μια φορά που δημόσια και επιτατικά το αρθρώσαμε, μετατράπηκε σε «ΝΑΙ»! Σχεδόν φοβόμαστε πια να το πούμε! Δεν είναι καιροί για γενναία στάση ζωής και άλλα όμοια. Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω!

   Χρόνια τώρα, επαναλαμβάναμε, θαρρώ χωρίς πάντα και όλοι να το νιώθουμε, το «ΟΧΙ» των προγόνων μας, ή μάλλον των παππούδων μας! Εκφωνούσαμε ή ακούγαμε πανηγυρικούς, απαγγέλαμε ποιήματα, μετείχαμε σε παρελάσεις, κουνούσαμε σημαιάκια, τραγουδούσαμε, χορεύαμε, καμαρώναμε, κάποτε μας ξέφευγε και κανένα δάκρυ, νιώθαμε χωρίς κανένα κόστος περήφανοι συνεχιστές της γενιάς τους! Και κυρίως, ζούσαμε εξ αιτίας τους ελεύθεροι!

   Όμως τι την κάναμε στ’ αλήθεια την ελευθερία που μας χάρισαν εκείνοι οι γενναιόφρονες άνθρωποι, οι οποίοι σήκωσαν στους ώμους τους δυσανάλογο συχνά βάρος από αυτό που τους αναλογούσε; Και η αλήθεια είναι πως το σήκωσαν, διότι είχαν συνείδηση της ιστορικής συνέχειας και της αξίας της ελεύθερης ζωής, και δεν είχαν εκθρέψει ναρκισσιστικό εαυτό σαν τον δικό μας, ο οποίος θαρρεί πως, αν το ευτελές του σαρκίο καλοπερνά, όλα βαίνουν καλώς.

   Λίγο πολύ όλοι έχουμε κατανοήσει πια τι την κάναμε, ευτυχώς όχι όλοι, την με αίμα αποκτηθείσα, την αξετίμητη, αλλά λίγο εκτιμημένη ελευθερία μας. Αναλώσαμε, κλέψαμε μόνοι μας τη ζωή μας, για να φτιάξουμε, όπως πιστεύαμε, μια καλύτερη ζωή, που σημαίνει όχι απλά ν’ αποκτήσουμε και ν’ απολαύσουμε ως άνθρωποι του κόσμου υλικά αγαθά, αλλά να τα έχουμε σε αφθονία, συχνά περιττή και άχρηστη. Γίναμε αργυραμοιβοί της ίδιας μας της ζωής και απωλέσαμε την ουσία της.

   Ίσως, δεν χρειάζεται να τα πω, αλλά θαρρώ όλοι γνωρίζουμε από προσωπική εμπειρία πως πολλοί, όχι πάλι όλοι, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει τώρα πια, στα περίφημα χρόνια της μεταπολίτευσης, απόκτησαν πρώτη και δεύτερη κατοικία, αγόρασαν εξοχική, και πάλι σκέφτονταν να αγοράσουν κι άλλη μία, εξασφάλισαν όχημα σε όλα τα μέλη της οικογένειας, χρεώθηκαν στις τράπεζες για ποικίλους λόγους, έπαιξαν αλόγιστα στο χρηματιστήριο, συναλλάχθηκαν με το κράτος κάτω από το τραπέζι, για να καλύψουν κάποια παρανομία τους, διασπάθισαν δημόσιο χρήμα ή περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, ζήτησαν παρέμβαση, ώστε ο γιος τους να μην υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία μακριά από την οικογενειακή εστία ή διόρισαν, όχι αξιοκρατικά, κάποιο ή όλα τα παιδιά τους σε θέσεις του δημοσίου, άφησαν τη φύλαξη των παιδιών -αλήθεια με ποια παιδεία ανατράφηκαν αυτά τα παιδιά;- και των γέρων γονέων τους, τη φροντίδα της γης και την καθαριότητα του σπιτιού τους στα χέρια των μεταναστών, στέρησαν από τα παιδιά τους το παιχνίδι, ουσιαστικά την παιδική τους ηλικία, σχεδόν επιβάλλοντάς τους να εργάζονται απίστευτες ώρες στο σχολείο, στα φροντιστήρια και σε εξωσχολικές δραστηριότητες προκειμένου να σπουδάσουν σε σχολές, οι οποίες προοιώνιζαν προσοδοφόρα επαγγέλματα, προκειμένου να διακριθούν, και φυσικά, να καμαρώνουν οι ίδιοι για το αποτέλεσμα της επένδυσής τους. Εμπιστεύτηκαν τις ζωές τους σε πολιτικούς, οι οποίοι αντί να ενισχύουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, την υπερδάνειζαν, ξοδεύοντας περισσότερα απ’ όσα η οικονομία της άντεχε και προκειμένου να διατηρούνται στην εξουσία εκμαύλιζαν τις συνειδήσεις τους δημιουργώντας τους ψευδείς ανάγκες, τις οποίες συχνά τους παρότρυναν να ικανοποιήσουν, χωρίς, όμως, ποτέ να τους ενημερώσουν για τις πραγματικές συνθήκες και τις συνέπειες αυτής της αλόγιστης τακτικής, και πολλά άλλα.

   Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα του λογαριασμού, ο οποίος, φευ, κατά έναν περίεργο τρόπο επιβαρύνεται από τις συνεχιζόμενες αλόγιστες συμπεριφορές! Και βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να είμαστε χρεωμένοι, ζωντανοί κι αγέννητοι, ευθυνόμενοι και μη ευθυνόμενοι, κι η πατρίδα να ’χει απωλέσει την εθνική της κυριαρχία, στην ουσία να ξεπουλιέται σαν πόρνη σε καιρό ειρήνης. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό! Πολλοί, μάλιστα, εγκαταλείπουν, σχεδόν πανικόβλητοι, με σπουδή τη χώρα, συχνά με παρότρυνση των γονιών τους, -πώς να ζήσουμε εδώ, άλλωστε, η δική μας γενιά δεν ευθύνεται, λένε-, κι αναζητούν εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής αλλού.

Πώς να ζήσουν στη χώρα τους!

   Κανείς δε λέει πως τα πράγματα είναι εύκολα, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό σε τούτον τον τόπο. Όμως, η κάθε γενιά, ασχέτως αν ευθύνεται για ό,τι τις τυχαίνει, έχει ένα δικό της έπος να γράψει, όχι απαραίτητα στα πεδία των μαχών. Κι οι μαχητές του ’40 δεν προκάλεσαν τον πόλεμο, αλλά ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας και βγήκαν νικητές.

   Και στ’ αλήθεια, αν μ’ έναν τρόπο μας έβλεπαν τι θα ’λεγαν και πώς θα ένιωθαν; Ή δεν μας μέλει πια, έτσι καθώς έχουν φτάσει ξεθωριασμένες από το μυωπικό τους κοίταγμα στις μέρες μας προσωπικότητες, όπως οι γυναίκες της Πίνδου και όσων άλλων μετείχαν από όποια θέση σ’ αυτή την ασύμμετρη, όσον αφορά την πολεμική μηχανή, σύγκρουση; Πόσο μάλλον που πολλοί ανώνυμοι νικηφόροι πολεμιστές δεν ήταν υπεράνθρωποι ούτε είχαν για καθημερινότητά τους τον πόλεμο· απλά εκείνη την ώρα υπερέβησαν τους εαυτούς τους και έδωσαν τον αγώνα τον καλό χάριν της πατρίδας. Προφανώς, υπήρχαν κι εκείνοι που δεν το έπραξαν! Αυτοί πάντα υπάρχουν! Αλλά ποιον στ’ αλήθεια ενδιαφέρουν τούτη την ώρα; 

   Και τι σημαίνουν πια στην εποχή μας λέξεις, όπως σημαία, πατρίδα, κατοχή, αντίσταση, ελευθερία; Τι σημαίνουν οι λέξεις αλήθεια, ψέμα, ντροπή; Τι σημαίνει σήμερα η λέξη πατριώτης; Ή, μήπως έχουν καταντήσει όλες ένα αδειανό πουκάμισο, χωρίς κανένα νοηματικό φορτίο, σαν τις ψυχές πολλών, οι οποίες, αφού υπέκυψαν σε κάθε λογής ευμάρεια, έχασαν την πυξίδα που τις οδηγούσε κι έγιναν έρμαια στις βουλές όλων εκείνων που μεθοδικά προετοίμασαν την υποδούλωσή τους;

   Και τελικά, πόσο δικαιούμαστε να γιορτάζουμε τούτη την επέτειο, σε μια πατρίδα υποτελή, καταχρεωμένη και ξεπουλημένη, άθυρμα στα χέρια των κερδοσκόπων και των αγορών; Και τι, θα πει ο καθένας, να πάψουμε να αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στις χιλιάδες των νεκρών, των αιχμαλώτων, των τραυματιών και των απωλεσάντων κάθε μέσου για την επιβίωσή τους, χάριν της ελευθερίας; Προφανώς, όχι! Το δίδαγμα του αγώνα τους, ίσως συμφωνήσετε μαζί μου, είναι άλλο, μάλλον λησμονημένο, κι έρχεται από χρόνο μακρινό· «Θαρσεῖν χρή, τάχ’ αὔριον ἔσετ’ ἄμεινον», δηλαδή πρέπει να έχετε θάρρος, ίσως αύριο να είναι καλύτερα (Όμηρος, Μ 243) είπε η θεά Αθηνά, δια του στόματος του πολυμήχανου Οδυσσέα, στους Έλληνες που πολιορκούσαν την Τροία, αποτρέποντας την αποχώρησή τους, με αποτέλεσμα να εμψυχωθούν, να την καταλάβουν με τον "ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ" και να φέρουν νικηφόρα εις πέρας τον στόχο της μακρόχρονης εκστρατείας τους. 

   Και σήμερα, ο αγώνας για την αποτίναξη της υποδούλωσης, η οποία δεν φέρει πολεμική εξάρτηση, αλλά στοχεύει ύπουλα τη βούληση και την υλική ζωή των ανθρώπων, όπως έγραψα σ’ ένα ποίημά μου, θα είναι μακροχρόνιος και επώδυνος. Μολονότι, μάλιστα, εκκρεμεί μιας μορφής κάθαρση με την αρχαία ελληνική σημασία του όρου, η λύση δεν θα έρθει από τους ξένους, ή αν θέλετε από τους Καβαφικούς βαρβάρους. Αν ήταν να προκύψει, θα είχε συμβεί. Στις υφιστάμενες συνθήκες, ο καθένας οφείλει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και να πράξει ανάλογα. Θα χρειαστεί να δει βαθιά μέσα του, να σκεφτεί αλλιώς και να πράξει αλλιώς. Αλλά να μείνει εδώ, να μην εγκαταλείψει, να μη γίνει ρίψασπις, να γίνει η μαγιά που θα φουσκώσει το ζυμάρι, να γίνει η φωτιά που θα ψήσει το καινούργιο ψωμί, να γίνει η δημιουργική και ηθική δύναμη, η οποία θα μπολιάσει την καινούργια ζωή σε τούτη την πολύπαθη, πολυφίλητη και ανάδελφη χώρα. 

   Επειδή, ίσως, φανούν υπερβολικά, σχεδόν ουτοπικά όσα είπα, αν με ρωτήσετε τι θα πράξω, θα σας απαντήσω με τους στίχους ενός τραγουδιού που θαρρώ όλοι γνωρίζετε κι ίσως όλοι μπορούμε να το κάνουμε σημαία μας: «Τα καράβια μου καίω/ δεν θα πάω πουθενά…/ Κι ας μη μου ’χεις χαρίσει ποτέ/ ένα χάδι ως τώρα/ πάντα εδώ θα γυρνώ./ Από πείσμα και τρέλα θα ζω/ σε τούτη τη χώρα/ ώσπου να βρω νερό/ γιατί ανήκω εδώ./ Σταυρωμένη πατρίδα/ μες στα μάτια σου είδα/ της ανάστασης φως». (Τα καράβια μου καίω, Ν. Πορτοκάλογλου)