Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Σπύρου Νεραϊδιώτη " Εν χορώ και οργάνοις (επί των ορέων ωραιότης)", εκδ. Εντύπωσις, Άρτα 2015, σ. 158

«Σπίτι του Ηπειρώτη», Πάτρα 15 Μαρτίου 2017

 

Αγαπητοί φίλοι, καλησπέρα σας.

Αγαπητέ Σπύρο, καλωσόρισες στην Πάτρα.

   Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης, παρότι αρνείται την ιδιότητα του συγγραφέα, το 2015 παρουσίασε στο κοινό κι άλλο ένα βιβλίο του, το οποίο έχει ως τίτλο «Εν χορώ και οργάνοις» και υπότιτλο (επί των ορέων ωραιότης). Ο τίτλος, αν και το περιεχόμενο του βιβλίου έχει κοσμικό κυρίως χαρακτήρα, φέρνει στον νου τον ψαλμό «αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶὀργάνῳ» (Ψαλμός PN (150), 4), αν κι εμένα μου θύμισε και ανάλογη διατύπωση του Αθήναιου που λέει «χορῷ μεγάλῳ καὶ παντοίοις ὀργάνοις καὶ συμφωνίαις παρέπεμπε τὸ σῶμα», όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο Άρπαλος ο Μακεδών συνόδευσε στον τάφο την αγαπημένη του εταίρα Πυθονίκη (Αθήναιος, XIII, 5.1-8).

   Βέβαια, μολονότι ο τίτλος «Εν χορώ και οργάνοις» δείχνει να αφορά μόνο σε ό,τι οι λέξεις δηλώνουν, δηλαδή στη μουσικοχορευτική παράδοση, εν προκειμένω των Ανατολικών Τζουμέρκων, το βιβλίο πραγματεύεται ποικίλες εκφάνσεις της, οι οποίες συναντώνται με παραλλαγές και σ’ άλλες ορεινές, ή μη, περιοχές του ελληνικού πολιτισμικού χώρου, μια κι ο συγγραφέας, γράφοντας όσα σχετικά γνωρίζει για τη μικρή του πατρίδα, ουσιαστικά φέρνει στο προσκήνιο ήθη, έθιμα, τραγούδια, χορούς, παραδόσεις, αφηγήσεις και άλλες λαϊκές δημιουργίες πανεθνικής εμβέλειας και σημασίας.

   H μελέτη του βιβλίου, πέραν άλλων, έφερε στο μυαλό μου μια εξιστόρηση του Πολύβιου, όπου, αναφερόμενος στους Αρκάδες Κυναιθείς, παρατηρεί ότι αυτοί διαφοροποιήθηκαν από τους γενικά φιλόξενους και πράους συμπατριώτες τους, καθώς έπαψαν κάποια στιγμή να ασχολούνται με τη μουσική και το τραγούδι, τα οποία συντέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των υπόλοιπων Αρκάδων. Σημειώνει, μάλιστα, μεταξύ άλλων πως «στις συμποσιακές διασκεδάσεις δεν καλούν ξένους τραγουδιστές, αλλά ψυχαγωγούνται μόνοι τους», πως «ενώ δεν θεωρούν ντροπή να πουν πως δεν ξέρουν, κάποιο από τ’ άλλα μαθήματα, το τραγούδι δεν μπορούν να το αρνηθούν, αφού όλοι υποχρεωτικά το διδάσκονται», πως «οι νέοι μαθαίνουν εμβατήρια […], ασκούνται στο χορό, και κάθε χρόνο στο θέατρο κάνουν επιδείξεις για τους συμπολίτες τους […]» και καταλήγει πως «οι παλιοί τα θέσπισαν όχι για πολυτέλεια και κέφι, αλλά γιατί έβλεπαν την τραχιά δουλειά του καθενός και γενικά την επίπονη και σκληρή ζωή στην Αρκαδία, και παρατηρούσαν ακόμη τον άγριο χαρακτήρα των κατοίκων, που οφείλεται στην κρύα και σκοτεινή ατμόσφαιρα -πολύ συνηθισμένη κατάσταση στα μέρη εκείνα-, με την οποία αναγκαστικά και από φυσικού μας όλοι οι άνθρωποι εξομοιωνόμαστε. […] Επειδή […] ήθελαν να μαλακώσουν και να μετριάσουν την αγριότητα και την τραχύτητα της φύσης, θέσπισαν όλα τα παραπάνω, και ακόμη συνήθισαν τους άντρες και τις γυναίκες σε συχνές κοινές συνάξεις και θυσίες, σε χορούς κοριτσιών και αγοριών. Γενικά, χρησιμοποίησαν όλη τους την επινοητικότητα για να εξημερώσουν και να πραΰνουν την ψυχική σκληρότητα με την επιβολή των εθίμων.» (Πολύβιος, 4.19.13-4.21.9)

   Οι ανωτέρω διατυπώσεις του ιστορικού θαρρώ πως συναντιούνται με πολλά απ’ αυτά που πραγματεύεται ο Σπύρος Νεραϊδιώτης αναφορικά με την παράδοση των Ανατολικών Τζουμέρκων, βασιζόμενος στα βιώματα από την ορεινή μικρή πατρίδα του, τα οποία δείχνουν να κινούνται στην ίδια φιλοσοφία με κείνη των αρχαίων, επίσης ορεινών, Αρκάδων. Σε κάποιο σημείο του προλόγου σημειώνει σχετικά: «[…] Ό,τι η μοίρα στέρησε σ’ αυτή την ταπεινή και πολυπόθητη ορεινή πατρίδα, το έδωσαν γενναιόδωρα οι νεράιδες και οι καλότυχες χορεύοντας και τραγουδώντας στα αλώνια, στα λαγκάδια και στα ρέματα, προσφέροντας απλόχερα λαϊκό πολιτισμό. Επειδή στην περιοχή αυτή η φύση έδωσε άγρια ομορφιά, ο Θεός λυπήθηκε τους ανθρώπους και ημέρεψε τις καρδιές τους, δίνοντάς τους αισθήματα, αρετές, ιδανικά, αξίες ζωής και, πάνω απ’ όλα, ανθρωπιά. […]» (σ. 5).

   Πέρα από το αν κάποιος αποδέχεται ή όχι τη γλαφυρή παρουσίαση του συγγραφέα για τον ρόλο του Θεού και της μοίρας, γεγονός είναι, όπως το βεβαιώνει ο Πολύβιος και η σύγχρονη επιστήμη αποδέχεται, πως η μακροχρόνια πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη επηρεάστηκε ποικιλότροπα από τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Επίσης, ο τρόπος, με τον οποίο αυτός διαχειρίστηκε τον τόπο του, ή μάλλον, συμφιλιώθηκε μ’ αυτόν, ήταν που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την ιδιοσυγκρασία του, έδωσε τις λεπτές αποχρώσεις της φιλοσοφικής του θεώρησης για τον κόσμο και καθόρισε εν τέλει το πολιτιστικό στίγμα του κάθε τόπου, όπως και των Ανατολικών Τζουμέρκων, όπου οι άνθρωποι, ίδιοι σταυραετοί, ζώντας σε δύσκολες συνθήκες, για να μαλακώσουν τις καρδιές, για να ζεστάνουν την ψυχή και κατ’ επέκταση τη ζωή τους, δημιούργησαν λαϊκό πολιτισμό, στον οποίο το τραγούδι κι ο χορός υπήρξαν σημαντικές παράμετροί του.

   Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης, αυτού του τόπου την ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία και την πολιτισμική ταυτότητα παρουσιάζει, πραγματευόμενος κυρίως δύο σημαντικά κοινωνικά δρώμενα, τον γάμο και το πανηγύρι, τα οποία συμπληρώνει με «Αφηγήσεις και περιγραφές από τα παλιά και λησμονημένα», καθώς και με «Επιτύμβιους λόγους» για αξιομνημόνευτα πρόσωπα.

   Έμπνευση και αφορμή για τούτη την καταγραφή, η Νεράιδα, το χωριό του, ένα από τα χωριά των Ανατολικών Τζουμέρκων, τα οποία είναι «σαν τις αετοφωλιές σκαρφαλωμένα» και «φαντάζουν μαργαριτάρια στον ήλιο», όπου μας ταξιδεύει μέσω της αφήγησής του. Και σκοπός, από την ψυχή του υπαγορευμένος, είναι να μεταλαμπαδεύσει στις επόμενες γενιές «τις αξίες, τις αρετές και τα ιδανικά ενός ολόκληρου λαού, καθώς και να ξαναζωντανέψει κάποιες ιστορίες αληθινές, που βίωσε από μικρό παιδί και σχετίζονται με τα κορυφαία γεγονότα της τοπικής κοινωνίας.» (σ. 8) 

   Από το σύγγραμμά του μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για διάφορα πολιτιστικά στοιχεία του τόπου, όπως ανθρωπογεωγραφικά, ιστορικά, λαογραφικά, κοινωνιολογικά, μυθολογικά, παραμυθητικά, ψυχολογικά, τα οποία δεν προέρχονται από κάποιον ουδέτερο παρατηρητή, αλλά από έναν άνθρωπο, ο οποίος γαλουχήθηκε μ’ αυτά, τα αγάπησε μαζί με τους ανθρώπους που ήταν φορείς και δημιουργοί τους, τα θεωρεί σημαντικά και, όπως αναφέρθηκε, νιώθει το βάρος και την ευθύνη της μεταλαμπάδευσής τους.

   Στις σελίδες του βιβλίου υπάρχει έντονη νοσταλγική διάθεση και η αίσθηση πως ο συγγραφέας, ενώ ζει στο παρόν, η ψυχή του, το είναι του ολόκληρο, αντλεί δύναμη και πάλλεται από κάθε τι που έχει ως σημείο αναφοράς στις βουνίσιες ρίζες του και τη ζωή εκεί. Από κείνες παίρνει δύναμη και για κείνες έχει μόνιμη έγνοια. Γράφει, μιλάει για τους συντοπίτες του, παραθέτει φωτογραφίες τους, λες και θέλει να ξαναζήσει στον ίδιο χώρο όσα μαζί τους έζησε και γι’ αυτόν ήταν αληθινή ζωή. Με τη γραφή του και τις εικόνες τούς βγάζει μ’ έναν τρόπο από την αφάνεια και τους προσφέρει ως αντίδωρο, για όσα βιώματα του προσέφεραν, την αθανασία μέσω του γραπτού λόγου. Κι ενώ αφιερώνει το βιβλίο στη μάνα του, η αφήγησή του αποτίει φόρο τιμής σ’ όλες τις γυναίκες, οι οποίες έζησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την ίδια ζωή πάνω στα κακοτράχαλα βουνά, η οποία, ειδικά γι’ αυτές, που έπρεπε να παίξουν πολλούς κοινωνικούς ρόλους, ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όσοι μεγαλώσαμε δίπλα σε τέτοιες γυναίκες, γνωρίζουμε πολύ καλά τον αγώνα τους και τις αντίξοες συνθήκες, μέσα στις οποίες τον πραγμάτωσαν. Μάλιστα, αν υπάρχουν πρόσωπα, στα οποία αξίζει ιδιαίτερος σεβασμός και απόδοση τιμής σε τούτη την πατρίδα, είναι οι αγρότισσες μανάδες, οι οποίες, όπως ορθά σημειώνει ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Μερακλής είναι «τα αγαθά στοιχειά, οι "αγαθοδαίμονες" που κράτησαν όρθια, με το βαθύ όσο και τίμιο οικογενειακό τους πάθος, τόσα και τόσα φτωχόσπιτα της βασανισμένης Ρωμιοσύνης.» (Μ. Γ. Μερακλής, Νεοελληνικός λαϊκός βίος – Όψεις και απόψεις», σ. 52).

   Αλλά ο Σπύρος Νεραϊδιώτης, πέραν άλλων, είναι χορευτής, πρωτοχορευτής και δάσκαλος χορού! Έχει βαθιά μουσικοχορευτική παιδεία, ή μάλλον, τον χορό τον έχει στο αίμα του! Κάθε τι που σχετίζεται μ’ αυτόν του λαγγεύει την ψυχή, τον κάνει να ζει. Γιατί «Ο χορός», όπως σημειώνει,  «είναι θείο δώρο!» (σ. 82) «Στο χορό τα χέρια ζωγραφίζουν και τα πόδια κεντούν, ενώ παράλληλα η καρδιά ξεδιπλώνεται και η ψυχή φτερουγίζει. Ο χορευτής δίχως να ανοίγει το στόμα του μιλάει. Δίχως να γελάει χαίρεται. Δεν δακρύζει και όμως κλαίει. Δεν τον αγγίζουν κι όμως πονάει. Ούτε και τον ενοχλούν, μα αυτός παραπονιέται. Νοσταλγεί και ας μην αναστενάζει. Ήρωας δεν είναι, ηρωισμό και λεβεντιά και παλικαριά εκδηλώνει. […]» (σ. 82)

Όσο για τον πρωτοχορευτή, αυτός «Λικνίζει το κορμί του όπως λικνίζεται το στάχυ, γέρνει το σώμα του όπως γέρνει το κυπαρίσσι, σηκώνεται στον αέρα όπως πετάει ο αετός, κινείται γρήγορα όπως φυσάει ο άνεμος, χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος όπως τα χτυπάει το άλογο, κάνει αργές και απαλές κινήσεις, όπως χαϊδεύει και δροσίζει η αύρα το πρόσωπο, πηγαίνει μπρος πίσω, όπως το κύμα της θάλασσας. Ευχαριστιέται και γοητεύεται να ταυτίζεται με την ίδια τη φύση, γιατί και ο άνθρωπος είναι γέννημα και θρέμμα της φύσης.» (σ. 90).

   Μελετώντας το πόνημα του Σ. Νεραϊδιώτη, δεν μπορεί παρά να νιώσεις πως ο συντάκτης του είναι γητεμένος, ολότελα παραδομένος στη μαγεία που του ασκεί κάθε τι, το οποίο έχει σχέση με την παράδοση. Αυτή δεν αποτελεί για κείνον στείρα προσκόλληση με το άμεσο ή το απώτερο παρελθόν, αλλά συνιστά έναν ακατάλυτο δεσμό, και η κάθε γενιά, όπως και η δική του, οφείλει να τη μεταφέρει στο βαθμό που είναι μπορετό αναλλοίωτη στην επόμενη.

   Είναι περήφανος για την παράδοση, αλλά παράλληλα ό,τι σχετίζεται μ’ αυτή τον πονά! Τον πονά η ομορφιά, η μαγεία και η βαθύτερη ποιότητα και αξία της, αλλά τον πονά και η αγωνία για την τύχη της! Ο ίδιος καταθέτει τολμηρά τις ανησυχίες, τις απόψεις, τις κρίσεις και τις αντιρρήσεις του για σχετικές λανθασμένες επιλογές, αλλά δεν παύει να αισιοδοξεί, να ελπίζει πως τόσος πολιτιστικός πλούτος δεν θα αγνοηθεί, δεν θα παραμεριστεί, δεν θα λησμονηθεί και δεν θα χαθεί. Κυρίως, όμως,  δραστηριοποιείται, για να μη συμβεί κάτι απ’ αυτά και νιώθει βαριά την ευθύνη απέναντι στους προγόνους, οι οποίοι δημιούργησαν τα πολιτιστικά αγαθά που τον γαλούχησαν και θαρρώ πως εκπληρώνει αυτό που ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει στον «Βραχόκηπό» του: «Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.»

   Αγαπητέ Σπύρο. Όσα και να πει κανείς για ένα βιβλίο ψυχής, λίγα θα είναι. Το ίδιο συνιστά τον καλύτερο πρεσβευτή του κόσμου που κομίζει. Ενός κόσμου, ο οποίος διασώζεται από τη λήθη και δημιουργεί την ελπίδα και την προσδοκία πως θα συνεχίσει, μέσα από τις όποιες αντιξοότητες και τις αναπόφευκτες αλλαγές, τις οποίες επιφέρει ο χρόνος, να ταξιδεύει στο μέλλον. Η «επί των ορέων ωραιότης», είναι ένας ικανός λόγος για τούτη τη συνθήκη, αλλά πάνω απ’ όλα η μακρά ιστορία της πατρίδας, η οποία διατήρησε τον πολιτιστικό πλούτο, που έρχεται από το μακρινό παρελθόν, σε εποχές δυσκολότερες από τη δική μας

   Κλείνοντας, λοιπόν, τούτη την αναφορά στο βιβλίο σου και προς επίρρωση αυτής της άποψης, σημειώνω πως ο Αιλιανός στην «Ποικίλη ιστορία» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 7.15), αναφέρει πως, όταν οι Μυτιληναίοι εξουσίαζαν στη θάλασσα, επέβαλαν στους συμμάχους που επαναστατούσαν την τιμωρία «γράμματα μὴ μανθάνειν τοὺς παῖδας αὐτῶν μηδὲ μουσικὴν διδάσκεσθαι, πασῶν κολάσεων ἡγησάμενοι βαρυτάτην εἶναι ταύτην, ἐν ἀμουσίᾳ καὶ ἀμαθίᾳ καταβιῶναι», δηλαδή, να μη μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα ούτε να διδάσκονται μουσική, επειδή θεώρησαν ότι αυτή είναι η πιο βαριά από όλες τις τιμωρίες, να ζουν δηλαδή άμουσοι και αμαθείς! Ελπίζω να μην φανούμε τόσο ανόητοι, ώστε να καταδικαστούμε από μόνοι μας σε μια ανάλογη τιμωρία!