|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα»
Ημερίδα Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων (ΙΛΕΤ) με θέμα: «Το Δημοτικό Τραγούδι στα Τζουμέρκα, όπως καταγράφεται στις τρεις συλλογές Χ. Λαμπράκη, Γ. Κοτζιούλα, Μ. Χάρου», (Πράμαντα Ιωαννίνων, 12-8-2017)
Δημοσιεύτηκε: "Τζουμερκιώτικα Χρονικά", έτος 19ο, Καλοκαίρι 2018, σ. 225-232
Φίλες και φίλοι, καλημέρα σας.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που διάβασα πρώτη φορά για τον Γιώργο Κοτζιούλα και το έργο του κι ούτε θυμάμαι ποια ακριβώς στιγμή αντίκρισα την προτομή του στην Πλατανούσα, με την οποία τον τίμησαν, προς τιμήν τους, οι συντοπίτες του. Η γνωριμία με το έργο του συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με σημαντικό σταθμό τη χρονική περίοδο κατά την οποία έγραφα τη βιογραφική μελέτη «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής», όπου ένα κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Κ. Α. Διαμάντης - Γ. Κοτζιούλας/ Δυο φίλιες πνευματικές μορφές του Ξηροβουνίου», το οποίο προδημοσιεύτηκε στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά» (2010).
Και να ’μαι σήμερα εδώ, ανταποκρινόμενη στο τιμητικό κάλεσμα της προέδρου της ΙΛΕΤ κ. Λαμπρινής Στάμου, για να μιλήσω με αφορμή την έκδοση «Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα» (έκδ. ΙΛΕΤ, Αθήνα 2016), σε μια εκδήλωση, η οποία εστιάζει στο δημοτικό τραγούδι των Τζουμέρκων, σ’ αυτή την πλούσια πολιτιστική έκφραση των ανθρώπων του τόπου μας, η οποία αποτυπώνει σημαντικά στοιχεία της ιδιοπροσωπίας τους.
Και σκέφτομαι πόσο έχουμε το δικαίωμα εμείς οι γραμματισμένοι να μιλάμε για δημιουργήματα της λαϊκής ψυχής, του ανώνυμου, αναλφάβητου λαού δηλαδή, που, όπως σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης, «για πολλούς αιώνες υπήρξε ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος […] Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων που, καθώς είπα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο.» (Γ. Σεφέρης, Κωστής Παλαμάς, 1943)
Το μόνο, ίσως, το οποίο μας επιτρέπει να το κάνουμε, είναι το ότι γαλουχηθήκαμε μ’ αυτά, τα φυλάμε μέσα μας ως σημαντικά τιμαλφή της ζωής μας, τ’ αγαπάμε για τις μνήμες και τους ανθρώπους που συνδέθηκαν μαζί τους, νιώθουμε τον οικείο στο άκουσμα ανασασμό εκείνων που τα τραγούδησαν και τα αντιλαμβανόμαστε ως στοιχεία που κουβαλούν τις ζωές αρίφνητων προγόνων μας.
Ως εκ τούτου, όσο κι αν η αναζήτηση και η απόλαυση του μήλου της γνώσης και η καλυτέρευση των βιοτικών συνθηκών μας οδήγησαν μακριά από τη γενέτειρα, όλα τα παραπάνω και άλλα πολλά, συχνά ανομολόγητα, δημιουργούν την ανάγκη της σοβαρότερης ενασχόλησης μαζί τους, αφού τα λαϊκά κείμενα, ως μορφές ελεύθερου, φυσικού κόσμου, μας φέρνουν πιο κοντά σ’ αυτό που είμαστε και ανήκουμε ως οντότητες. Έτσι, επιθυμούμε να πράξουμε κάτι, για να μη ξαστοχηθούν. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι που κάποιοι απ’ όσους γεύτηκαν τις απρόσωπες πολιτείες ένιωσαν τον φόβο μη χαθεί η γνήσια ζωή, την οποία άφησαν πίσω τους, έκφραση σημαντική της οποίας είναι τα δημοτικά τραγούδια, κι άρχισαν τη συστηματική ή μη καταγραφή τους. Ο τόπος μας μπορεί να σεμνύνεται σ’ αυτόν τον τομέα για προσωπικότητες, όπως του Χρ. Ν. Λαμπράκη, του Χρ. Ι. Σούλη, του Παν. Παπασπύρου, του Γ. Κοτζιούλα, του Κων/νου Α. Διαμάντη και άλλων.
O Γ. Κοτζιούλας, λοιπόν, πέρα από τις σπουδές ή τις επιρροές που είχε από ομοτέχνους του - στην παρουσιαζόμενη δημοσίευση υπάρχουν επιστολές του Κων/νου Άμαντου, στις οποίες τον παροτρύνει να συγκεντρώσει λαογραφικό υλικό, υποδεικνύοντάς του και τον τρόπο - έχω την αίσθηση πως και χωρίς αυτές πάλι θα είχε αφήσει λαογραφικές καταγραφές. Και τούτο, διότι η δύναμη των προσωπικών βιωμάτων της παιδικής ηλικίας, ή μάλλον, ο ιδιότυπος παράδεισος που αυτά συνιστούσαν, ήταν κάποια από τα σημαντικά της ζωής που τα φύλαγε στην άξενη πρωτεύουσα ως ιερά φυλαχτά, τα οποία κανείς δεν μπορούσε να βεβηλώσει και με κάθε αφορμή τα αποτύπωνε στο χαρτί, υπερασπίζοντάς τα με πάθος, σε διάφορες μορφές λόγου. Μάλιστα, για τη συλλογή «Δημοτικά τραγούδια των Τζουμέρκων», την περιπέτεια της οποίας παρουσιάζει ο Κώστας Μαργώνης, επιμελητής της έκδοσης, ο Κοτζιούλας αναφέρει πως την κατέγραψε το 1932-33 στο χωριό του «από το στόμα της βάβως του και άλλων ηλικιωμένων» θεωρώντας πως θα συμπλήρωνε τη γνωστή, δημοσιευμένη στο περιοδικό Λαογραφία, συλλογή του Χρ. Ν. Λαμπράκη. (σ. 57)
Μελετώντας τις δυο συλλογές της έκδοσης, από τη μια έρχονταν στο μυαλό μου οικεία πρόσωπα, από τα οποία άκουσα και κατέγραψα τραγούδια - κάποια τα συνάντησα παραλλαγμένα σ’ αυτές - κι απ’ την άλλη προσπαθούσα να συλλάβω τις μορφές και τον ήχο της φωνής όσων είπαν ή τραγούδησαν στον Κοτζιούλα τα θησαυρισμένα τραγούδια, την καταγραφή των οποίων θεωρούσε πολύ σημαντική, όπως φαίνεται κι από την αναφορά του στο χαμένο χειρόγραφο, το οποίο είχε εμπιστευτεί σε φιλικό πρόσωπο, όπου σημειώνει: «όποιος κι αν το κατακράτησε, εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος να δημοσιευτεί κάποτες, εδώ ή στο εξωτερικό, έστω και χωρίς μνεία του ονόματός μου (που έλειπε, νομίζω, κι από το χειρόγραφο), η συλλεχτική αυτή εργασία με το πολύτιμο περιεχόμενό της, που είχε για μένα και οικογενειακή σημασία, επειδή παρουσίαζε τη συμβολή ενός προγόνου μου στη διατήρηση της αθάνατης ποιητικής κληρονομιάς του λαού μας…». («Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα», σ. 57)
Έχοντας, λοιπόν, και η ίδια την εμπειρία της καταγραφής, σκέφτομαι πόσο αυτή φτωχαίνει τα τραγούδια, αφού η γραφή δεν μπορεί να αναπαραστήσει τους αμέτρητους τόνους της φωνής που τραγουδάει με όποια αιτία και κάτω από οποιαδήποτε συγκινησιακή φόρτιση, μια και η ελεύθερη, φυσική γλώσσα, εκτός από την ξεχωριστή ηχητικότητα, έχει και μια παλμική τονικότητα, την οποία, αν θέλαμε να παραστήσουμε, θα έπρεπε να βρούμε τρόπο να σημειώνουμε διάφορα είδη τόνων και τον συσχετισμό τους με τους στίχους, τις λέξεις, τις παύσεις, με το τραγούδι στο σύνολό του, που σημαίνει «πως η καταγραφή του δημοτικού τραγουδιού είναι αναγκαστικά ενδεικτική, συντομογραφική - όπως άλλωστε της γλώσσας γενικά - και πως αυτή μόνο ξεκινάει μια γλώσσα που είναι ενεργή μέσα μας, άρα ενιαία στο τραγούδι, σε όσους το τραγούδησαν και το τραγουδάνε, κι εμάς». (Σ. Λ. Σκαρτσής, Το δημοτικό τραγούδι, τ. 1ος, σ. 14, εκδ. Πατάκης 1986)
Αυτό, ασφαλώς, δε μειώνει την αξία κάθε καταγραφής, μια και διασώζει, έστω και σ’ αυτή τη μορφή το όποιο τραγούδι. Πόσο μάλλον που κάποιες εξ αυτών δίνουν τη δυνατότητα συμπλήρωσης ενός ελλιπούς τραγουδιού, για την οποία οι απόψεις διίστανται, αφού άλλοι, όπως για παράδειγμα ο Κ. Α. Διαμάντης, τη θωρούν ορθή πρακτική, μια και «σε αντιπαραβολή με άλλες συλλογές μπορεί να γίνουν οι απαραίτητες συμπληρώσεις και να γίνει γνωστό ολόκληρο τραγούδι ή οι παραλλαγές του» (Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 3ος, σ. 134), ενώ ο Λίνος Πολίτης υποστηρίζει πως «οι στίχοι από διάφορες παραλλαγές μπορεί, μεμονωμένοι, να είναι γνήσιοι, αυθαίρετα όμως συνενωμένοι από τον εκδότη δεν αποτελούν οργανικό σύνολο, αλλά άθροισμα εξωτερικό. […] Με τον τρόπο αυτό μπορεί να κρατιέται η νοηματική ακολουθία, νοθεύεται όμως η αισθητική συνοχή του τραγουδιού.» (Λίνος Πολίτης, Ι. Ν. Ε. Λ., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19792, σ. 119)
Οι συλλογές του Γ. Κοτζιούλα καλύπτουν ευρύ θεματικό φάσμα και αφορούν σε κοινωνικά, ερωτικά, αγάπης, γαμήλια, ξενιτιάς, ιστορικά, κλέφτικα, αποκριάτικα, παραλογές, επιτραπέζια,… τραγούδια, πολλά από τα οποία αποτελούν μοναδικά δημιουργήματα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων.
Μέρος τους, αν και είναι πανελλήνια ή επιχωριάζουν σε όμορες με τον τόπο του συλλέκτη περιοχές, συνιστούν παραλλαγές τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διότι, όταν ένα τραγούδι είναι πολύ παλιό, ο κάθε καινούργιος τραγουδιστής μπορεί ν’ αλλάξει ένα όνομα, ν’ αφαιρέσει ένα τμήμα του, ακόμα και να παραλείψει στοιχεία, τα οποία στον συγκεκριμένο χρόνο και τόπο φαντάζουν αταίριαστα. Επομένως μπορεί ένα τραγούδι ν’ αλλοιωθεί προσαρμοζόμενο σε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ή σε λόγους γεωφυσικούς, γλωσσικούς, φωνολογικούς, εθιμικούς, μουσικούς, κ.λπ., οι οποίοι, αλλοιώνοντάς το, το διαμορφώνουν. Για παράδειγμα, στο τραγούδι (αρ. 51) ο αγαπημένος της Ζαχαρούλας λέγεται Θανασούλας, ενώ σ’ άλλες παραλλαγές λέγεται Γιώργος, στο τραγούδι (αρ. 88), παραλλαγή εκείνου της «Προσφυγούλας», «Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει» και στο γάμο «Το Λάπα δεν εκάλεσε γιατί ’ταν ταμαχιάρης», ενώ στην «Προσφυγούλα», «Αρχόντου γιος παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα» και στον γάμο «Όλον τον κόσμο κάλεσε, το Διγενή δεν πήρε».
Σ’ άλλα παρατηρούνται παραλείψεις στίχων ή συμφυρμοί, οι οποίοι προέκυψαν, επειδή ο τραγουδιστής αγνοούσε στην πληρότητά του το τραγούδι, οπότε πρόσθεσε δικούς του στίχους ή εισήγαγε άλλους από άλλα τραγούδια που του ταίριαζαν αισθητικά, ηχητικά ή νοηματικά, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τον μύθο και το νόημά του. Όλα αυτά ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό και το ότι κάποια από τα τραγούδια που αντιπαρέβαλα με τραγούδια της γενέτειράς μου, της Ροδαυγής, παρότι η Πλατανούσα δεν απέχει πολύ απ’ αυτή, παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις και αρκετοί στίχοι τους συμφύρονται από άλλα τραγούδια.
Για παράδειγμα, οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι του διαλογικού ερωτικού τραγουδιού (αρ. 117), αποτελούν πρώτους, ελαφρώς παραλλαγμένους στίχους, τραγουδιού που έχω καταγράψει από τη γιαγιά μου και υμνεί την αδελφική αγάπη! (Ροδαυγή, Β' έκδ., σ. 234).
1ο
Όσο είν’ ο μάκρος του γιαλού κι ο πλάτος του θαλάσσου,
τόσον διασίδι ν’ ίδιαζε μια κόρη στην αυλή της.
Ο γιος του ρήγα ανέβαινε και την καλημερίζει:
-Καλημερά σου, κόρη μου. -Καλώς τον το λεβέντη.
-Αυτού που ιδιάζεις, κόρη μου, κι εμένα να θυμάσαι.
-Σ’ έχω γραμμένον στο χαρτί και στο ξυλόχτενό μου
και στη σαΐτα τ’ αργαλειού σ’ έχω ζωγραφισμένο.
Για μένα βρέχουν τα βουνά, για μένα χαλαζώνουν,
για μένα ρούει ο πόταμος, θολός και ματωμένος,
φέρνει λιθάρια ρίζινα, δέντρα ξεκωλωμένα,
φέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη.
2ο
Για μένα βρέχουν τα βουνά, για μένα χαλαζιούν.
Για μένα ρούει ο πόταμος, θολός κατεβασμένος.
Φέρνει λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα.
Φέρνει και μια γλυκομηλιά, στα μήλα φορτωμένη.
Κι απάνω στις κορφάδες της, δυο αδέρφια αγκαλιασμένα.
Κράτα με, αδελφέ μου, κράτα με.
Μη λάχει και ξεχωρίσουμε, δε θα ξανανταμώσουμε.
Ώσπου να στύψει η θάλασσα, να γένει περιβόλι,
τότε θα ξανανταμώσουμε αδελφέ.
Μέσω της αντιπαραβολής παραλλαγών των τραγουδιών και πέρα από τους λόγους που τις υπαγορεύουν, αναδεικνύεται το πόσο εύκολα μέσω της αλλαγής ενός ονόματος, μιας λέξης ή ενός στίχου, μπορεί ν’ αλλάξει ακόμα και το νόημα σε κάποια σημεία ενός τραγουδιού. Για παράδειγμα, στο πασίγνωστο τραγούδι «Πανάγιω», το οποίο παρατίθεται στην έκδοση με τον αριθμό 4, και αρχίζει με τους στίχους «Σκίζω, Ρίζο, το λεμόνι,/ βρίσκω την Πανάγιω μέσα…», για να σας βάλω στο πνεύμα, πέραν του ότι συναντιέται με μικρές παραλλαγές σ’ όλη την Ήπειρο - το έχω καταγράψει κι εγώ -, εδώ υπάρχει μια ιδιαιτερότητα που δεν την έχω συναντήσει αλλού. Ο Κοτζιούλας γράφει «Σκίζω, Ρίζο, το λεμόνι/ βρίσκω την Πανάγιω μέσα …», θεωρώντας πως η λέξη ρίζω αφορά σε κύριο όνομα. Οπότε, μέσω της διαφορετικής καταγραφής προκύπτει άλλο νόημα. Ενώ το ρίζω θεωρώ ότι είναι ηχοποιητή λέξη κατ’ αναλογία με το σκίζω για να προκύψει ο ρυθμός - κι άλλοι στην Ήπειρο έτσι το γράφουν, αλλά δεν γνωρίζω πως ερμηνεύουν τη γραφή -, γράφοντας τη λέξη με κεφαλαίο ρ και ο και τοποθετώντας την ανάμεσα σε κόμματα, λειτουργεί ως κλητική προσφώνηση προς κάποιον Ρίζο. Αυτό το παράδειγμα - υπάρχουν κι άλλα - χωρίς να ψάχνουμε ποια γραφή από τις δυο είναι η σωστή, αναδεικνύει το πόσο δύσκολη είναι η αποτύπωση της προφορικής παράδοσης στο χαρτί, αφού, όπως εύστοχα σημειώνει κι ο Κ. Θ. Δημαράς (Κ. Θ. Δημαράς, Ι. Ν. Ε. Λ., σ. 8), «κάθε τυπωμένο κείμενο μπορεί εύκολα να τη νοθεύσει».
Το ιδιαίτερο και γοητευτικό ταξίδι των τραγουδιών μέσω των παραλλαγών φαίνεται, πέραν άλλων, και στο χαριτωμένο αποκριάτικο τραγούδι (αρ. 56) «Της Ρεντζέλως τα παιδιά/ χόρευαν κι αμπήδαγαν./ Κι η Ρεντζέλω αποκοντά/ με σακιά μπαλώματα/ με κουβάρια ράμματα: -Μην αμπδάτε, ρε παιδιά/ και κοπούν τα ράμματα/ πέσουν τα μπαλώματα!», από το οποίο ο Κ. Α. Διαμάντης διασώζει τους παραλλαγμένους στίχους «Της Ρεντζέλως τα παιδιά στο χορό κατέβαιναν/ με κουβάρια ράμματα, με σακιά μπαλώματα.», κατατάσσοντάς τους στα σύντομα έμμετρα λαϊκά κείμενα της Ροδαυγής, ενώ εγώ τους ίδιους στίχους τους έχω καταγράψει και ως αίνιγμα, όπου η απάντηση είναι η διάστρα, το κλουβί διασίματος και τα μασούρια! (Ροδαυγή, Β', σ. 219)
Ενδιαφέρον είναι, ακόμα, πως κάποιες λέξεις, με τον τρόπο που είναι καταγεγραμμένες, αποδίδουν διαφορετικό από το αναγκαίο νόημα. Για παράδειγμα, η λέξη ρογκιάστηκα (αρ. 1) στο δίστιχο «Μ’ έστειλε η μανούλα μου για να μάθω γράμματα·/ γράμματα δεν έμαθα, πήγα και ρογκιάστηκα», νοηματικά παραπέμπει στο ρόγκι «θαμνώδη βλάστηση, η οποία καίγεται και, χωρίς να οργωθεί η γη, σπέρνονται σ’ αυτή δημητριακά που οι σπόροι τους καλύπτονται με επιφανειακό σκάψιμο», ενώ ορθό θα ήταν να γραφεί ρογιάστηκα, που σχετίζεται με τη ρόγα και σημαίνει την «αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο»· επίσης, στον στίχο «το γνέψιμο κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη» (αρ. 32), η λέξη γνέψιμο, που σημαίνει το νεύμα, προφανώς δεν ανταποκρίνεται στο νόημα του στίχου, ο οποίος αναφέρεται στο γνέσιμο.
Οι συλλογές του Κοτζιούλα, δημιουργημένες από γραμματισμένο άνθρωπο, παθιασμένο με τη ντοπιολαλιά της γενέτειράς του και της Ηπείρου γενικότερα, ίσως έχουν γλιτώσει, δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό, απ’ αυτό που γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς (Ιστορία της Ν/Ε Λογοτεχνίας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 19756, σ. 11) για συλλογές αυτού του είδους, στις οποίες οι εκδότες δημοτικών τραγουδιών «δεν απέβλεψαν καθόλου στην πιστή μεταγραφή των τραγουδιών, αλλά αντίθετα πίστεψαν πως είχαν εκδοτικό χρέος να τα αλλοιώσουν και να τα βελτιώσουν σύμφωνα με την αντίληψή τους, είτε γλωσσικά είτε και γενικότερα αισθητικά. Επίσης, δεν εδίστασαν να παρενθέσουν και ολόκληρα τραγούδια καμωμένα από λογίους επάνω στον τύπο του δημοτικού τραγουδιού», επισήμανση που μας πάει στη διατύπωση του Σεφέρη, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω.
Το πόσο κορυφαία είναι η καταγραφή του δημοτικού τραγουδιού και άλλων έντεχνων λαϊκών δημιουργημάτων για τον Κοτζιούλα, φαίνεται κι από την παρεμβολή τους σε λαογραφικού περιεχομένου κείμενά του που περιλαμβάνονται στην έκδοση, και όχι μόνο, όπου σε ό,τι αφορά στα δημοτικά τραγούδια, ειδικά της παρουσιαζόμενης έκδοσης, από πλημμελή γνώση ή θεωρώντας, ίσως, πως είναι πασίγνωστα ή απλά, επειδή το θέμα του κειμένου δεν είχε ως κέντρο τα τραγούδια, δεν τα καταγράφει στο σύνολό τους.
Και η συλλογή με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου», η οποία περιλαμβάνει συνολικά δεκαπέντε τραγούδια, καθώς και «δημοτικά τραγούδια από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα από το Σαραντάπηχο Κορινθίας» (σ. 106), τα οποία υπάρχουν στο «Αρχείο Γ. Κοτζιούλα», δεικνύουν με τον τρόπο τους πως άνθρωποι, όπως αυτός, οι οποίοι γνωρίζουν την αξία του λαϊκού πολιτισμού, και δη των δημοτικών τραγουδιών, δεν περιορίζονται σε ό,τι στον τόπο τους αφορά, αλλά ό,τι πέφτει στην αντίληψή τους και το αξιολογούν ως αξιοσημείωτο, το καταγράφουν. Το πόσο σπουδαία θεωρεί τα δημοτικά τραγούδια και τη διάσωσή τους, φαίνεται κι από το ότι έχει ενσωματώσει στην ποιητική του γραφή πολλά χαρακτηριστικά τους, όπως για παράδειγμα το λεξιλόγιο, τους ρητορικούς τρόπους και τους ζευγαρωτούς 15σύλλαβους στίχους τους.
Ως εκ τούτου οι συλλογές του Κοτζιούλα, πέραν της αξίας που έχουν αυτές καθαυτές, αποτελούν παρακαταθήκη για ερευνητές και νέους που θέλουν να γνωρίσουν τις ρίζες τους ή έλκονται από τη μαγεία του δημοτικού τραγουδιού. Πόσο μάλλον, που, μετά τη φολκλορική ή την περιφρονητική θα έλεγα από κάποιους αντιμετώπισή του, πολλοί, ανάμεσά τους και νέοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή απλά εραστές του, στρέφονται σ’ αυτό αναζητώντας και αναδεικνύοντας την ουσία του που δεν είναι άλλη από «τη γνήσια, ειλικρινή, ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής και παρουσιάζει έναν λαό λιτό στη διάθεση, στη ζωή και κλασικό στην έκφραση του συναισθηματικού κόσμου». (Κ. Θ. Δημαράς, Ι. Ν. Ε. Λ., σ. 11)
Φίλες και φίλοι, κλείνοντας την εισήγησή μου, έχοντας κάνει μια σύντομη περιδιάβαση στα δημοτικά τραγούδια των συλλογών του Κοτζιούλα που περιλαμβάνονται στην έκδοση «Ο Γ. Κοτζιούλας και τα Τζουμέρκα» και θεωρώντας ότι απαιτούν περισσότερη προσοχή, από την οποία μπορεί να προκύψουν καινούργιες σχετικές μελέτες, θυμάμαι τη δύσκολη, γεμάτη δημιουργικό πάθος ζωή του, την οποία διέκοψε ο πρόωρος θάνατός του, ο οποίος, ίσως, κατά τον ομολογημένο πόθο του, τον οδήγησε κοντά στον Ησίοδο, τον Βιργίλιο και τον Κρυστάλλη! (ποίημα «Παράκλητοι», Άπαντα, τ. 3ος, σ. 359)
Επίσης, πέραν από τις όποιες προσωπικές απογοητεύσεις, ο Κοτζιούλας κατεγράφη στο πάνθεο των Ηπειρωτών δημιουργών, παρά την ειρωνικά και αυτοσαρκαστικά εκφρασμένη προσδοκία του στο ποίημα με τον τίτλο «Αυτοβιογραφικό», όπου σημειώνει: «Αργότερα θα μ' έχουν βάλει/ με δυο σειρές στο λεξικό./ Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,/ θα γίνει ντόρος και κακό.» («Η δεύτερη ζωή» (1938)/ Άπαντα, τ. 1ος). Ουσιαστικά συνέβη αυτό, το οποίο αιτήθηκε τριτοπρόσωπα από τον Απόλλωνα, σε άλλο ποίημα, όπου γράφει: «[…] Τό θεῖο Ἀπόλλωνα λοιπόν παρακαλῶ/ μ’ ἕνα κλωνάρι ἀπό τίς δάφνες πὄχει ἀφήκει/ νά τόν ἀξίωνε σάν ἔπαθλο γιά νίκη.» (Άπαντα, τ. 3ος, σ. 327-328)
Πέρυσι, εξήντα χρόνια από τον θάνατό του, η ΙΛΕΤ εξέδωσε την παρουσιαζόμενη έκδοση. Στο μεταξύ άλλα έργα του επανεκδίδονται, ενώ μελετητές του έργου του έχουν προχωρήσει σε αξιόλογες εκδόσεις, οι οποίες αναδεικνύουν και κάνουν ευρύτερα γνωστό τον λογοτέχνη και στοχαστή Γ. Κοτζιούλα. Τελικά, ο θάνατος, αυτός ο καταλύτης της ζωής, για μια ακόμα φορά, ενώ κατατρόπωσε τον δημιουργό, δεν κατάφερε να αφανίσει το έργο του, διότι εκείνος, εργαζόμενος μέσα σε απίστευτα αντίξοες συνθήκες, άφησε πνευματική παρακαταθήκη στους αιώνες!
Φίλες και φίλοι, ζητώντας ελάχιστο ακόμα από τον χρόνο σας, επιθυμώ να σας διαβάσω ένα, αφιερωμένο στον Γ. Κοτζιούλα, στιχούργημά μου.
Η ασίγαστη φωτιά
Στον Γ. Κοτζιούλα
Όταν η ασίγαστη φωτιά
της δημιουργίας και της γνώσης
τον μέσα κόσμο πυρπολεί,
δρόμο έναν μόνο έχεις·
αυτόν που, ίσως, μέσω του Καυκάσου,
στον Όλυμπο οδηγεί.
Αυτό τον δρόμο διέδραμες,
Γιώργο Κοτζιούλα,
κινώντας απέδω μ’ ένα τσόλι
και λείποντάς σου εκεί και το ψωμί!
Αλλά ο δρόμος είναι δρόμος,
σε ξέφωτα ή σε σκότη οδηγεί.
Όμως, για δες, εσύ φέγγεις ακόμη
και το έργο σου θα φέγγει ες αεί!
Σας ευχαριστώ!