Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως συνοδοιπόροι του κοινωνικού βίου -

Η περίπτωση του Μπέσικου, (24-7-2019)

 

Ημερίδα, την οποία συνδιοργάνωσαν ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ροδαυγής, ο Σύλλογος Ιδιοκτητών ξενώνων Αγροτουρισμού «Ο Άραχθος», ο Δήμος Αρταίων και το Επιμελητήριο Άρτας, με θέμα: "Η συμβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς (υλικής και άυλης)  στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη της Ροδαυγής και της ευρύτερης περιοχής" (Ροδαυγή Άρτας, 24 Ιουλίου 2019) 

 

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι.

 

   Όσοι έχετε κάποια συνάφεια με το συγγραφικό μου έργο, είτε αυτό αφορά σε λαογραφικές καταγραφές, είτε σε άλλου είδους δημοσιεύσεις, πέραν άλλων, θα έχετε κατανοήσει τη βαθιά σχέση, την οποία έχω με την πατρογονική μας κληρονομιά, τον πόνο που νιώθω για την όποια εγκατάλειψη ή κακοποίησή της, και γνωρίζετε, ίσως, πως, εδώ και χρόνια, έχω διατυπώσει σκέψεις και προτάσεις, σχετικά με την αξιοποίησή της, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει, τόσο στη διάσωσή της, όσο και στην προβολή της, βασική παράμετρο, από την οποία το χωριό μας θα μπορούσε να αποκομίσει πολλά οφέλη. Βέβαια, υπάρχουν κι άλλοι συγχωριανοί, οι οποίοι έχουν διατυπώσει σχετικές προτάσεις, που αν είχαν ληφθεί κι αυτές υπόψη, θα είχαν αποφέρει ορατά αποτελέσματα.

   Οπωσδήποτε, τα πράγματα στη ζωή δεν γίνονται πάντα, όπως θέλουμε, ειδικά, όταν απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις, που συχνά προσκρούουν σε κάθε είδους αβελτηρία, σε παντοειδείς αναβολές, στην έλλειψη αποφασιστικότητας και σ’ έναν ανεξήγητο ωχαδελφισμό. Σε μια στάση ζωής τελικά, η οποία εκδηλώνεται ως υποσυνείδητη άρνηση να εμβαθύνουμε στην ουσία των πραγμάτων, που αυτή καθαυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάληψη θετικών δράσεων με στόχο το κοινό καλό.

   Ως τέτοια δράση αναγνωρίζω την πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδαυγής να πραγματοποιηθεί η σημερινή ημερίδα και τον ευχαριστώ, τόσο γι’ αυτή, όσο και για την τιμή να με καλέσει ως ομιλήτρια. Ευελπιστώ, μάλιστα, πως θα υπάρξει συνέχεια, πως θα έχει πρακτική χρήση και πως δεν θα λάμψει ως διάττων αστήρ, που το εφήμερο φως του θα σβήσει, αφήνοντας ωραίες αναμνήσεις.  

   Όσον αφορά, λοιπόν, στην πολιτιστική κληρονομιά, βασικό θέμα της ημερίδας, ας ειπωθεί πως αντιπροσωπεύει την πολύτιμη, ευεργετική γνώση και πείρα, την οποία έχει αθροίσει ο άνθρωπος στο διάβα των αιώνων. Πολύ σπουδαίες κατακτήσεις, χωρίς τις οποίες θα κανοναρχούσε υπό άλλους όρους τη ζωή του. Πόσο μάλλον, που η κληρονομιά αυτή έχει οικουμενική αξία, είναι σημαντικό να διατηρηθεί και να κληροδοτηθεί στις επερχόμενες γενιές και καθορίζει εν πολλοίς την ιστορία και την ταυτότητα κάθε λαού, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την υλική και την άυλη μορφή της. Με την πρώτη να αφορά στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, όπως είναι τα μνημεία, τα έργα τέχνης, τα βιβλία, οι αρχαιολογικοί χώροι, κ.λπ., και τη δεύτερη, να αφορά στις προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η γλώσσα ως φορέας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσω της οποίας παίρνουν ζωή τα παραμύθια, οι μύθοι, τα αφηγηματικά τραγούδια, η μουσική, οι τελετουργίες, τα έθιμα, οι σημαντικοί σταθμοί στη ζωή του ανθρώπου, οι λαϊκές αντιλήψεις, η τεχνογνωσία, η οποία συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία, όπως η υφαντική, η κεντητική, κ.λπ. http://ayla.culture.gr/orismos-apk/

   Επίσης, άλλοι δύο σημαντικοί τομείς της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η φυσική, δηλαδή, τα τοπία, η χλωρίδα και η πανίδα ενός τόπου, καθώς και η ψηφιακή, που αναφέρεται στην ψηφιακή τέχνη, σε ψηφιοποιημένα κείμενα, εικόνες, αρχεία, κ.λπ.

   Δεδομένου αυτού του πλούτου, που αρκετές από τις εκφάνσεις του και στον τόπο μας υπάρχουν, θα μιλήσω για κάποια από τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και για τον τρόπο, που αυτά συνοδοιπορούν στη ρύμη του χρόνου με τον κοινωνικό βίο. Άλλωστε, στην εποχή μας, κατά την οποία η αμεσότητα των πραγμάτων και η ψηφιακή τεχνολογία κυριαρχούν, τα μνημεία αποτελούν αντιπροσωπευτικά κομμάτια του παρελθόντος, της ιστορίας μας, δηλαδή, απευθύνονται ανυπέρθετα και διαλέγονται ξεχωριστά, με όποιον τα αντικρίζει, αναπτύσσοντας έναν ιδιότυπο διάλογο με τη μνήμη του τόπου. Ως εκ τούτου, είναι προφανές πως η αυθύπαρκτη σημαντικότητά τους λαμβάνει σάρκα και οστά, μ’ έναν τρόπο βιώνει μια καινούργια ζωή, όταν αυτός ο διάλογος υποβοηθείται μέσω της φροντίδας τους και κατ’ επέκταση μέσω της σχέσης, η οποία αναπτύσσεται με κάθε άνθρωπο, σε όποια γενιά κι αν αυτός ανήκει και ασχέτως αν οι προσλαμβάνουσες της μέχρι τότε ζωής του τού είχαν επιτρέψει να έχει παρόμοια εμπειρία, παρόμοια γνώση, και, γιατί όχι, παρόμοια συναισθήματα.

   Ιδίως, που οι άνθρωποι της εποχής μας ταξιδεύουν πιο πολύ, έχουν ενημέρωση, συχνά και ευρύτερη παιδεία, και στα ταξίδια τους, εκτός από ανέσεις και καλοπέραση, επιδιώκουν να επισκέπτονται τα μνημεία τους, τους μουσειακούς τους χώρους, τις περιοχές φυσικού κάλλους και να γεύονται ό,τι ξεχωριστό ο τόπος παράγει, που σημαίνει ότι επιθυμούν να έχουν μια βαθύτερη, ουσιαστική γνωριμία με τους τόπους όπου ταξιδεύουν.

   Αλλά για να γίνουν ελκυστικά όλα αυτά στους επισκέπτες και για να προβληθούν στη συνέχεια από μόνα τους, - εδώ δεν πρέπει να λησμονούμε πως όσο δύσκολα κτίζεται μια καλή φήμη, τόσο εύκολα κατακρημνίζεται - είναι αναγκαία η συντήρηση, η ανάδειξη, καθώς και η συνέπεια μεταξύ αυτού που διαφημίζεται μ’ αυτό, το οποίο ο επισκέπτης συναντά. Διότι η εμπειρία του ταξιδιώτη, πέραν του ότι μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, για να είναι θετική πρέπει να είναι για κείνον και ωφέλιμη, που σημαίνει να του έχει προσφέρει γνώση, αισθητική απόλαυση, συναισθήματα, μυρουδιές, γεύσεις, με λίγα λόγια να τον έχει κάνει να αισθανθεί μιας μορφής πληρότητα, η οποία καθιστά τον ίδιο ευχαριστημένο και το ταξίδι αξέχαστο, δημιουργώντας στη συνέχεια μια ενεργή μνήμη, η οποία εκφράζεται με κάθε αφορμή θετικά ή με νοσταλγία να επιστρέψει σ’ έναν τόπο, που αντάμειψε τις γεννημένες προσδοκίες. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό, διότι δεν είναι λίγες οι φορές, κατά τις οποίες, ενώ έχει διαβάσει βαρύγδουπες αναφορές για τόπους, μόλις φτάνει στον προορισμό του, βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που κίνησε για κει και δεν το κρύβω πως κι εγώ βίωσα προς λύπη μου, περισσότερες από μία φορές, ανάλογες εμπειρίες.  

   Σε συνέχεια των αναφερθέντων, αξίζει εδώ να παρατεθεί απόσπασμα από σχετικό άρθρο του καθηγητή Βασίλη Λαμπρινουδάκη, όπου, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Πέρα από την ενεργητική απόδοση των μνημείων στο ευρύ κοινό, η δημιουργική επαφή του μαζί τους μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την ένταξή τους στην καθημερινή ζωή: Οι τοπικές κοινωνίες, συνειδητοποιώντας τη σημασία των μνημείων του τόπου τους, πρέπει να μετέχουν – και να καλούνται να μετέχουν – στην προστασία και την πολιτιστική λειτουργία τους. Οι συνέργειες των συνειδητοποιημένων πολιτών με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Πολιτείας, όπως οι προγραμματικές συμβάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το υπουργείο Πολιτισμού για την ανάδειξη μνημείων αλλά και οι σχετικές πρωτοβουλίες πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων, δημιουργούν ήδη ένα ελπιδοφόρο τοπίο στον τομέα της διαχείρισης της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

   Ένταξη των μνημείων στην καθημερινή ζωή σημαίνει όμως και τη σύνδεσή τους με την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου τους. Η ενεργοποίησή τους για τον τουρισμό και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τους είναι μια παράμετρος. Μια δεύτερη, ακόμη πιο σημαντική παράμετρος είναι η σύνδεσή τους με την ανάδειξη ιστορικών τόπων, τοπίων φυσικού κάλλους, σύγχρονων τοπικών χαρακτηριστικών αλλά και προϊόντων της περιοχής τους και η διαχείρισή τους ως ενιαίου συνόλου. Αυτή μπορεί να επιτύχει αφενός την προσφορά μιας ολοκληρωμένης και ισόρροπης εικόνας του πολιτισμού μιας περιοχής και αφετέρου, με την οικονομική στήριξη που θα προκαλεί, τη συντήρηση της ζωής στην περιοχή που αφορά και τη διατήρηση της ταυτότητας του τόπου. Παράλληλα κερδίζει περισσότερο το ενδιαφέρον του ξένου κοινού, το οποίο θέλει να γνωρίσει με άνετο και ευχάριστο τρόπο όχι μόνο την ιστορία, αλλά και τη σύγχρονη ζωή των τόπων που επισκέπτεται.» (Β. Λαμπινουδάκης, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Παν/μίου Αθηνών, «Για μια εξελιγμένη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς», Εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 13/9/2014)

   Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, θα παρουσιάσω το παράδειγμα, το οποίο επέλεξα και αφορά στη ρεματιά του Μπέσικου, για την οποία έχω κάνει και κατά το παρελθόν σύντομες ή ευρύτερες αναφορές σε δημοσιεύματά μου κι ελπίζω να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό, ο οποίος, πιθανόν, να φέρει θετικά αποτελέσματα στο μέλλον. Μολονότι, στη σκέψη μου υπήρχαν κι άλλα σημεία του χωριού, τα οποία διεκδικούσαν την παρουσίασή τους, τελικά κατέληξα στο Μπέσικο, διότι συνιστά μια ενότητα φυσικού και αρχιτεκτονικού κάλλους, που, αν αναδειχθεί, θα είναι κάτι υπέροχο, όχι μόνο για το χωριό, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Μόνο, που παρότι ήθελα, δεν μπόρεσα να δημιουργήσω μια προβολή για το σημείο, αφού από τη στιγμή, κατά την οποία δέχθηκα την πρόταση να είμαι ομιλήτρια, μέχρι προχθές, δεν μπόρεσα να έρθω στο χωριό, για να εξασφαλίσω κάποιες απαραίτητες φωτογραφίες. Νομίζω, όμως, πως το κενό αυτό καλύπτεται, αφού είναι ένας γνωστός, αν όχι σε όλους, στους περισσότερους από σας, χώρος.

   Το Μπέσικο, λοιπόν, ως πολυδιαφημισμένο φυσικό και αρχιτεκτονικό σύνολο, προσελκύει πάντα επισκέπτες. Βέβαια, αν κάναμε μια δημοσκόπηση σχετικά με το αν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους, αν θα πήγαιναν εκεί και επόμενη φορά, αν θα το πρότειναν ως ενδιαφέροντα χώρο επίσκεψης σε φίλους τους, αν…, δεν θα το μάθουμε. Επειδή, όμως, η ομιλούσα, για συναισθηματικούς λόγους φθάνει συχνά εκεί, αλλά και συνοδεύει επισκέπτες της, για ν’ απολαύσουν το φυσικό περιβάλλον, το οποίο παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο στο διάβα των καιρών, έχει να παρατηρήσει πως αυτό που τους γοητεύει είναι ό,τι στη φύση ανήκει και είναι δημιούργημά της, όπως η ποικίλη βλάστηση, η ιδιότυπη ανάπτυξη της ρεματιάς, οι υπέροχοι σχηματισμοί των υπερκείμενων βράχων, καθώς και ελάχιστα ανοίγματα θέας προς στον μακρινό ορίζοντα, όσα, δηλαδή, επιτρέπουν τα θαλερά πλατάνια. Όσο για τα υπόλοιπα, βουλιαγμένα, συνήθως στην εγκατάλειψη, μολονότι κι αυτή ασκεί ενίοτε κάποια γοητεία, γίνονται αφορμή για συζητήσεις, που συνήθως έχουν τον ίδιο ερωτηματικό παρονομαστή! Γιατί δεν αξιοποιείται συνολικά το σημείο, ώστε να αποτελεί ουσιαστικό χώρο αναψυχής, ανάπαυσης, αισθητικής απόλαυσης και γνώσης.

   Και όπως συμβαίνει πάντα, οι φιλοξενούμενοί μας έρχονται και φεύγουν και μένουμε εμείς, άλλοτε περισσότεροι κι άλλοτε λιγότεροι, οι οποίοι, εκτός από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τόπου, τα οποία μας ευχαριστούν, μας δυσαρεστούν ή μας ταξιδεύουν, μας δένει κάτι βαθύτερο μ’ αυτόν. Οι αναμνήσεις μας και, κυρίως, η ζωή και οι μνήμες αμέτρητων προγόνων, που δραστηριοποιήθηκαν εκεί. Σήμερα, μπορεί σ’ αυτή τη ρεματιά να μειώθηκε δραματικά η ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία αναπτυσσόταν κατά το παρελθόν, και αφορά στη λειτουργία του νερόμυλου, στο πλύσιμο των ρούχων, στο πότισμα των χωραφιών, στην τέλεση εθίμων, στο ξεδίψασμα των οδοιπόρων,…, όμως, τα αρχιτεκτονικά τεκμήρια, εναρμονισμένα με το περιβάλλον, αν και αφημένα στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου, είναι εκεί, για να θυμίζουν αλλοτινές στιγμές ζωής και, γιατί όχι, να διδάσκουν. Και με την εκκωφαντική τους σιωπή, θαρρώ, πως βοούν για την ανάγκη τους να δεχθούν φροντίδα και υπό άλλους όρους, πιο σύγχρονους, ίσως, την ανθρώπινη παρουσία.

   Ξεκινώντας, λοιπόν, από την υπάρχουσα κρήνη, το πρώτο αρχιτεκτόνημα, το οποίο συναντά κάποιος κατά την κάθοδο, δεν θα αναφερθώ στους λόγους, που την οδήγησαν στη σημερινή μορφή. Αυτό, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο μιας ξεχωριστής παρουσίασης. Σημειώνω, όμως, για όσους δεν την είχαν δει στην πρότερη μορφή της και δυστυχώς δεν μπόρεσα να εξασφαλίσω κάποια φωτογραφία να τους δείξω, πως αποτελούσε ένα εναρμονισμένο με το φυσικό περιβάλλον αρχιτεκτόνημα, οικοδομημένο με μαύρες σχιστολιθικές πέτρες, όπως και τα υπόλοιπα της ρεματιάς, το οποίο διακρινόταν από λιτή αρχοντιά. Διέθετε δύο μεταλλικούς κρουνούς, οι οποίοι ήταν βυθισμένοι στον υπερκείμενο τοίχο, που στήριζε το σημείο απ’ όπου ακόμα πηγάζει το νερό, δύο πεζούλια, όπου οι γυναίκες απίθωναν τις βαρέλες, ενώ οι οδοιπόροι, ξεδιψασμένοι, έπαιρναν ανάσες δροσιάς και ξεκούρασης, και φυσικά σκάλες, οι οποίες οδηγούσαν από και προς τον κεντρικό δρόμο.

   Θύμα της όλης αλλαγής στον ευρύτερο χώρο της πηγής υπήρξε και μια ευρύχωρη γούρνα στη ρίζα, σχεδόν, του θεόρατου πλάτανου, τον οποίο συναντάμε αριστερά, στη διχάλα του δρόμου, που οδηγεί στην πηγή, όπου οι γυναίκες ξέπλεναν πάσης φύσεως σκουτιά. Αυτή, καθώς μετά την υδροδότηση των κατοικιών του χωριού, έπεσε σταδιακά σε αχρησία, αν και αποτελούσε μέρος της ζωής και της παράδοσης του τόπου μας, καταστράφηκε! Επίσης, πέραν των αναφερθέντων αλλαγών και ως μη όφειλε, τις περισσότερες μέρες του χρόνου η κρήνη είναι εγκαταλειμμένη, ώσπου ένας ή περισσότεροι εθελοντές σπεύσουν να τη φροντίσουν.

   Ακολουθώντας το ρεύμα της ρεματιάς, συναντούμε τρία οικοδομήματα, τα οποία συνομιλούν συνεργατικά μεταξύ τους, αλλά και με την αναφερθείσα κρήνη. Πρόκειται για τον νερόμυλο, την κάναλη, η οποία οδηγεί σ’ αυτόν το νερό και τον θέτει σε λειτουργία, και τον λάκκο, όπου συλλεγόταν και, ίσως, συλλέγεται ακόμα, νερό για το πότισμα χωραφιών. Αυτά, και η κρήνη στην πρότερη μορφή της, αποτυπώνουν την αρχιτεκτονική αντίληψη των λαϊκών ανθρώπων, μέσω της οποίας εκφράζονται ενδιαφέρουσες πλευρές αυτού που αποκαλούμε ελληνικότητα. Εν προκειμένω, συγκεράζονται ταιριαστά, η εμπειρία των προγόνων, η χρήση των ντόπιων υλικών, η οικονομία του χώρου, η ιδιαίτερη αισθητική, που υπαγορεύει την εναρμόνισή τους με το περιβάλλον, και, φυσικά, η χρηστικότητά τους. Όταν, μάλιστα, λειτουργούσαν, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξυπηρέτηση των χωριανών, στην ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών.   

   Βέβαια, η σημερινή εικόνα τους αποπνέει ερημιά και εγκατάλειψη, ενώ δύσκολα μπορείς να πεις ότι αποτελεί όλες τις μέρες του χρόνου προσιτό σημείο επίσκεψης. Μικρές παρεμβάσεις, πριν μερικά χρόνια, έσωσαν τον μύλο από την κατάρρευση, όμως ακόμα και τώρα, με μια γενναία αναπαλαίωση, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει λίγη από την παλιά αίγλη του και ν’ αποτελέσει, όπως και άλλοτε, κόσμημα της ρεματιάς. Φυσικά, συντήρησης δεν χρήζει μόνο αυτός, ο οποίος, παραμένοντας ανοικτός, γίνεται έρμαιο στη βούληση καθενός, που θα ζήλευε να έχει στη συλλογή του κάποια από τα στολίδια του, αλλά και η κάναλη και ο λάκκος.

   Σχετικά, λοιπόν, με όσα συνυπάρχουν στη ρεματιά του Μπέσικου, μολονότι, ίσως, απαιτείται αρχιτεκτονική μελέτη, που, αν γίνει, οφείλει να παρέμβει σεβόμενη το φυσικό περιβάλλον, τα κτίσματα και την ιστορία τους, έχω, θαρρώ, το δικαίωμα, όχι με την ιδιότητα ειδικού, αλλά ανθρώπου που για πολλούς λόγους τα αγαπά, να κάνω κάποιες επισημάνσεις.

   Προτού, λοιπόν, γίνει οποιαδήποτε μελετημένη παρέμβαση και στις υφιστάμενες συνθήκες, είναι επιβεβλημένη η προσεκτική καθαριότητα του χώρου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, μια κι αυτός αποτελεί προορισμό για πολλούς, ντόπιους και ξένους, με την προϋπόθεση πως δεν θα διασαλεύεται το οικοσύστημα, το οποίο αναπτύσσεται εκεί, που σημαίνει πως ο καθαρισμός θα είναι τόσος, όσος απαιτείται, και, φυσικά, να μην επαφίεται στην περιστασιακή καλή διάθεση του κάθε εθελοντή, αλλά να αποτελεί υποχρέωση του τομέα καθαριότητας του Δήμου, στον οποίο πληρώνουν ανταποδοτικά τέλη όλοι όσοι έχουν σύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος στο χωριό.

   Άλλη χρήσιμη παρέμβαση θα είναι η τοποθέτηση ξύλινων κιγκλιδωμάτων στο μονοπάτι, το οποίο κατευθύνεται, όπως κατεβαίνουμε, στη δεξιά πλευρά της ρεματιάς και συνδέει την κρήνη με τον μύλο, οδηγώντας ουσιαστικά σε μια ελλειψοειδή περιήγηση με την ακόλουθη ή την αντίστροφη πορεία, δηλαδή: δημόσιος δρόμος, κρήνη, μονοπάτι, λάκκος, μύλος, δημόσιος δρόμος. Επίσης, για ευνόητους λόγους, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε κάποια σημεία της διαδρομής ξύλινα παγκάκια.

   Σημαντική συμβολή σε μια επιτυχημένη ξενάγηση, χωρίς φυσικό ξεναγό, θα ήταν η τοποθέτηση καθοδηγητικών πινακίδων, αλλά και ενημερωτικών ταμπλό με αδιάβροχη κατασκευή, τα οποία θα τοποθετηθούν κοντά σε καθένα από τα υπάρχοντα κτίσματα, καθώς κι ένα, το οποίο θα αναφέρεται γενικά στο Μπέσικο, κάπου κοντά στον δρόμο. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να μπει και η ετυμολογία της λέξης Μπέσικο, - για όσους δεν το γνωρίζουν, έχω δημοσιεύσει τέσσερις ετυμολογικές εκδοχές, τις οποίες με χαρά παραχωρώ, αν δημιουργηθεί κάποιο σχετικό ταμπλό - και εννοείται πως πρέπει να γραφούν και τα υπόλοιπα σχετικά ενημερωτικά κείμενα.

   Τώρα, προχωράμε στα πιο δαπανηρά, που αφορούν στη συντήρηση των παλιών κτισμάτων. Η δαπάνη αυτή θα μπορούσε, ίσως, να αντιμετωπιστεί με τη μερική ή ολική ένταξη του Μπέσικου σε κάποιο πρόγραμμα, μια και υπάρχουν παραδείγματα σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας, από τα οποία θα μπορούσαμε να διδαχθούμε. Γνωρίζω τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, αλλά για πολλά ζητήματα υπάρχουν λύσεις, αρκεί να τις αναζητήσουμε.

   Όλα αυτά και άλλα, τα οποία, πιθανόν, θα προκύψουν, θα συμβάλουν στο να αναδειχθεί η εν λόγω ρεματιά ως σημείο ουσιαστικής αναφοράς για το χωριό και την ευρύτερη περιοχή, στην οποία, εκτός από άλλους επισκέπτες, θα φθάνουν εκεί μαθητές με τους δασκάλους τους και θα διδάσκονται για τον ρόλο των πηγών και των υπολοίπων οικοδομημάτων στην κοινωνική ζωή του παρελθόντος, αλλά και για τον τρόπο, με τον οποίο αυτά διαλέγεται με το παρόν. Και η ρεματιά μπορεί να αποτελέσει χώρο αναψυχής και για τους ντόπιους, αφού οι πιο μεγάλοι θα αναθυμούνται και θα νιώθουν πως ό,τι κάποτε σ’ αυτή έζησαν δεν πήγε εντελώς χαμένο, ενώ οι νεώτεροι θα διαλέγονται με ό,τι οι πρόγονοί τους ζήσανε εκεί.  

   Ένας ακόμη λόγος, που συνηγορεί στο να πραγματοποιηθούν τα ανωτέρω, είναι και το γεγονός ότι πολλοί νέοι μας κατεβαίνουν στο σημείο, ειδικά το καλοκαίρι, και με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που εκεί αυτοί οργάνωσαν τα τελευταία χρόνια, ουσιαστικά δείχνουν τον δρόμο για βελτιωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες είναι απαραίτητο να γίνουν. Ας θυμηθούμε εδώ και τους προσκόπους, οι οποίοι ήρθαν για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια στο χωριό, κατασκεύασαν όμορφες πινακίδες, στο Μπέσικο και αλλού, από τις οποίες όσες σώζονται είναι σε άθλια κατάσταση! Κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτές, καμία συντήρηση και εν τέλει χαλαρή ανάμνηση των δημιουργών τους!

   Έτσι, καταλήγουμε πως ένας μόνο χώρος μπορεί ν’ αλλάξει, στο μέτρο που του αναλογεί, τα κοινωνικά και κατ’ επέκταση τα οικονομικά δεδομένα, αφού η προσέλευση επισκεπτών, πέραν άλλων, έχει και οικονομικό αποτύπωμα. Πόσο μάλλον, αν αυτός συνδέεται μ’ ένα δίκτυο δρόμων ή μονοπατιών, μ’ έναν περίπατο, δηλαδή, ο οποίος θα συνδέει όλους τους χώρους, που αξίζει κανείς να επισκεφτεί στο χωριό, κάποιοι εκ των οποίων χρήζουν ειδικής φροντίδας και αξιοποίησης, όπως, για παράδειγμα, το δημοτικό σχολείο, που μας φιλοξενεί αυτή τη στιγμή, και, μάλιστα, στο σύνολό του.

   Επίσης, ιδανικό θα ήταν να υπάρχει ενημερωτικό ταμπλό, όπου θα αναφέρονται αξιόλογοι προορισμοί γειτονικών χωριών, οι οποίοι θα ’πρεπε, μαζί με τους δικούς μας, να αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι προβολής του τόπου μας. Άλλωστε, ο σύγχρονος τρόπος προσέγγισης της πολιτιστικής και της φυσικής κληρονομιάς, οδηγεί σ’ έναν τέτοιο τρόπο αντιμετώπισής της.

   Φυσικά, ως ιδιάζον οικοσύστημα το Μπέσικο έχει ανάγκη και από μια άλλη φροντίδα, για την οποία ήδη έπρεπε να είχε ληφθεί μέριμνα. Εννοώ την τοποθέτηση πυροσβεστικών κρουνών ή άλλων πιο σύγχρονων μέσων πυρόσβεσης, διότι, αν, ο μη γένοιτο, προκύψει κάποια πυρκαγιά, όλα τα προαναφερθέντα, θα αποτελούν φτερωτά λόγια, που ο άνεμος τα παίρνει και τα σκορπίζει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα!

   Κλείνοντας, έχω κάτι ακόμα να επισημάνω. Ό,τι ο καθένας από μας, μόνος ή από θέση ευθύνης, με αγάπη κάνει για τη Ροδαυγή, οφείλει να έχει ως βασικό γνώμονα το καλό του τόπου, ο οποίος δεν έχει ανάγκη από ευκαιριακές πολυκοσμίες, για να αναπτυχθεί, αλλά από ανθρώπους, οι οποίοι αναζητούν την ποιότητα σε όλα τα επίπεδα. Κι αυτή την άποψη δεν τη διατυπώνω, λόγω αγοραφοβίας, αλλά επειδή πιστεύω πως τα χωριά δεν πρέπει να μιμηθούν τις πόλεις ή τα κοσμικά θέρετρα, αλλά οφείλουν να στραφούν στην ταυτότητά τους, την οποία, αν με μετρημένο τρόπο προβάλουν, θα έχουν κερδίσει όχι μόνο το στοίχημα της ανάπτυξης, αλλά και της διατήρησης της ιδιοπροσωπίας τους, η οποία θα φέρνει και θα ξαναφέρνει κοντά τους επισκέπτες και, πιθανόν, θα συνιστά κίνητρο για την παλιννόστηση χωριανών, οι οποίοι έχουν μεταναστεύει για διάφορους λόγους.  

   Σας ευχαριστώ!