Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

"Η δημιουργία του βιβλίου, Η μνήμη της γεύσης", 2015, σ. 204

Αίθουσα Λυκείου των Ελληνίδων Οατρών, 4-11-2203

 

    Φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας!

    Ειλικρινά, νιώθω μεγάλη χαρά, συγκίνηση θα έλεγα,  που η παρουσίαση του βιβλίου μου, «Η μνήμη της γεύσης», γίνεται στο Λύκειο Ελληνίδων Πατρών, το οποίο έχει άμεση σχέση με την παράδοση, με τις αξίες που αυτή κουβαλά, αλλά και με το πώς μπορούν αυτές να υπάρχουν στο παρόν και το μέλλον! Πολύ περισσότερο, που το φαγητό, αν και συχνά το παραβλέπουμε, αποτελεί σημαντική παράμετρο της παράδοσης και τροφοδοτείται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον, καθώς αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για τις διατροφικές επιλογές και κατ’ επέκταση τις συνήθειες των μελών τους.

    Βέβαια, σε μια εποχή που η τηλεόραση βρίθει από εκπομπές μαγειρικής, άλλες εκπομπές έχουν ανάλογες θεματικές ενότητες, τα βιβλιοπωλεία προσφέρουν αφθονία βιβλίων με σχετικό περιεχόμενο, ενώ στο διαδίκτυο ο καθένας μπορεί ν’ αναζητήσει μαγειρέματα απ’ όλο τον κόσμο, προκύπτει, ίσως, το ερώτημα τι νόημα έχει ένα βιβλίο σαν το δικό μου, το οποίο υπέροχα παρουσίασε η σπουδαία πατρινή λογοτέχνης, Παναγιώτα Σμυρλή, αλλά και για ποιο λόγο μπήκα στη διαδικασία να το γράψω.

   Κατ’ αρχάς, «Η μνήμη της γεύσης», ήρθε ως συνέχεια της πρώτης μελέτης μου, με τον τίτλο «Ροδαυγή», που αφορά στο χωριό μου, τη Ροδαυγή Άρτας, καθώς εκεί υπάρχουν μεν αναφορές σε θέματα διατροφής, αλλά δεν υπάρχει σχετικό κεφάλαιο. Η παράλειψη, βέβαια, ήταν σκόπιμη, αφού στο πίσω μέρος του μυαλού μου καλλιεργείτο η ιδέα της συγγραφής μιας αυτοτελούς μελέτης για το θέμα, ξεχωριστά σημαντική για μένα, μια και με ενδιαφέρουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, καθώς είναι αυτά που κυρίως ορίζουν την ταυτότητά του. Πόσο μάλλον, που δοκιμάζονται στην εποχή μας, η οποία αρέσκεται στη μαζοποίηση και συχνά υποτιμά το τοπικό χρώμα, το οποίο, όμως, δίνει προστιθέμενη αξία σε πολλές εκφάνσεις του κοινωνικού βίου.  

   Έτσι, κάποια στιγμή, άρχισε η περιπέτεια της συγγραφής, η οποία ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξει· διότι, ενώ ξεκινάς μ’ ένα πλάνο, στην πορεία, υπηρετώντας τον τελικό στόχο, αυτό αναπροσαρμόζεται. Πληροφορίες πρωτογενείς ή από την έρευνα αποκτημένες ταξινομούνται και συνδέονται μεταξύ τους ή παντελώς απορρίπτονται, σχετικές προσωπικές εμπειρίες και μνήμες ανασύρονται και συμπληρώνουν το αποκτημένο από την έρευνα υλικό, φωτογραφίες, ήχοι, γεύσεις, μυρουδιές, άνθρωποι,…, όλα πλέκονται κι όλα ζητούν να τα αρμολογήσεις προσεκτικά, για να προκύψει το τελικό οικοδόμημα, το βιβλίο.

   Η αλήθεια είναι πως, αν και απαιτήθηκε χρόνος ώσπου να ολοκληρωθεί, πολλά από τα υλικά που το συνθέτουν, κατά κάποια έννοια, τα είχα! Ποια ήταν αυτά; Κατ’ αρχάς, η προσωπική  εμπειρία, που έρχεται από την παιδική ηλικία φορτωμένη με πολλές σχετικές μνήμες, οι οποίες χωρίς να εξωραΐζονται λόγω της χρονικής απόστασης, ανακαλούνται με κάθε αφορμή, όπως όλα τα ξεχωριστά πράγματα που έχουν αυτοτελή αξία και συνιστούν ακριβή κληρονομιά, ενώ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σου. Ιδιαίτερα με συνέδραμε στην εργασία μου ο σεβασμός και η αγάπη μου για τα δημιουργήματα του λαού, τα οποία στο σύνολό τους αποτελούν τον λαϊκό μας πολιτισμό. Και φυσικά, οι σπουδές μου και η εν γένει παιδεία μου, μην εκλάβετε τούτη την αναφορά ως αλαζονεία, διότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής, έφερναν στο προσκήνιο γνώσεις από διαβάσματα κατακτημένες, και όχι μόνο, και μου υπενθύμιζαν πως οφείλω να μένω σταθερή στην τεκμηρίωση όσων έγραφα, που σημαίνει να αναδιφώ τη βιβλιογραφία και να βρίσκω ό,τι τα γραφόμενά μου πλούτιζε και τους έδινε επιστημονική διάσταση.

   Το παρουσιαζόμενο βιβλίο μ’ αυτή την οπτική γράφτηκε! Βασίζεται δηλαδή στο βιωμένο γευστικό, ας το πούμε, παρελθόν και παρόν, κι έχει το βλέμμα ερευνητικά στραμμένο μέχρι την αρχαιότητα, με το σκεπτικό ότι έχει την αξία της αυτή η σύνδεση, που ενισχύει με τον τρόπο της τους δεσμούς μας με τα περασμένα, τα οποία οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε ως στήριγμα και όχι ως τροχοπέδη. Μάλιστα, όσο κι αν λέμε πως οφείλουμε να ζούμε την εποχή μας και να κοιτάμε μπροστά άλλο τόσο οφείλουμε να γνωρίζουμε πως δεν πας πολύ μακριά, αν αγνοήσεις το παρελθόν σ’ όλες του τις εκφάνσεις, θετικές και αρνητικές. Διότι, όπως έγραψε κι ο αρχαίος τραγικός ποιητής Αγάθων, ούτε ο θεός δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει σαν να μην έχουν γίνει όσα έγιναν. Πόσο μάλλον, εμείς που, αν αποκοπούμε απ’ αυτά, θα νιώθουμε ανερμάτιστοι και μετέωροι!

    Βέβαια, γύρω από την παραδοσιακή διατροφή υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, του οποίου τη σπουδαιότητα πολλοί σύγχρονοι αγνοούν, όχι πάντα με δική τους ευθύνη, αφού το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν απέχει από κείνο που τη δημιούργησε· επίσης, ο σύγχρονος τρόπος ζωής προωθεί νέα πρότυπα και προσφέρει έτοιμο φαγητό, το οποίο φθάνει στο σπίτι σου ή στην εργασία σου σύντομα και χωρίς να έχεις περάσει τη βάσανο της αγοράς των πρωτογενών υλικών, της διαχείρισής τους, του μαγειρέματός τους, κ.λπ. Πάντως, ενώ αυτά είναι εμφανή χαρακτηριστικά της εποχής μας, από τα νοικοκυριά δεν έπαψαν να αναδύονται μυρουδιές από φαγητά της παραδοσιακής κουζίνας, ούτε αυτής της κατηγορίας το φαγητό έχει περάσει στο περιθώριο, αφού πολλά καταστήματα εστίασης προσφέρουν παραδοσιακές γεύσεις, ενώ αρκετοί επιχειρηματίες έχουν κατανοήσει πως το τουριστικό προϊόν δεν μπορεί ν’ αγνοεί τη διάσταση του πολιτισμού, που αφορά στη διατροφή και ήδη το βλέπουμε αυτό ταξιδεύοντας σε περιοχές της πατρίδας μας. Διότι την ταυτότητα ενός τόπου δεν την ορίζουν μόνο τα ωραία τοπία, τα μουσεία, τα μνημεία,…, αλλά και το φαγητό, το οποίο μιλά με ξεχωριστό τρόπο για τους ανθρώπους του.

    Αυτό το τελευταίο ήταν άλλο ένα κίνητρο, για να γράψω το βιβλίο -ελπίζω, αν και αμυδρά, να το αξιοποιήσουν οι επιχειρηματίες της περιοχής καταγωγής μου-, καθώς μπαίνω πάντα στη θέση ενός ταξιδιώτη που φτάνει σ’ έναν προορισμό και αναζητά στα ξενοδοχεία και τα καταστήματα τοπικές γεύσεις. Διότι οι γεύσεις είναι ιστορία και μνήμη για έναν τόπο, αλλά και δημιουργεί μνήμη, με την έννοια πως αν φας ξεχωριστά φαγητά σ’ αυτόν, ποτέ δεν τον ξεχνάς και κάποιες φορές επιστρέφεις, καθώς οι γευστικοί κάλυκες πολιορκούν τη μνήμη και σε προσκαλούν σε γνωστές, βέβαιες και αγαπημένες πια γευστικές εμπειρίες! Συμβαίνει δηλαδή, με τις όποιες αναλογίες, ό,τι και με τις οικείες για μας γεύσεις της οικογενειακής εστίας, τις οποίες επιθυμούμε κι αναπολούμε ζώντας μακριά της. Βέβαια, πολλοί από μας, τις έχουμε εντάξει στη διατροφή μας, όχι για ν’ απεμπλακούμε απ’ αυτόν τον δεσμό, αλλά επειδή, όντας αυτός ισχυρός, αφήνουμε τη μνήμη της γεύσης να καθοδηγεί τις διατροφικές επιλογές μας, τροφοδοτώντας παράλληλα τη ζωή μας και με στιγμές αλλοτινής ζωής.   

    Αυτής της ζωής που υπάρχει στη μελέτη μου με πολλούς τρόπους και σχετίζεται άμεσα με όσα δίπλα στην αείμνηστη μητέρα μου έμαθα, η οποία με μύησε από μικρή στα μυστικά της μαγειρικής και κυρίως στο τι σημαίνει να ετοιμάζεις φαγητό για αγαπημένους. Σημαντική, στ’ αλήθεια, κληρονομιά, που εμπλουτίστηκε από τη συμμετοχή μου σε κοινωνικά δρώμενα του χωριού και στη συνέχεια απ’ όσα συγγένισσες κι άλλες συγχωριανές, στων οποίων τα σπιτικά, λίγο πολύ, γεύτηκα  μαγειρέματά τους και μυστικά της τέχνης τους μου μετέφεραν.

    Μάλιστα, στο διάστημα που έγραφα το βιβλίο, κάποιες με συνέδραμαν συγκινητικά. Για παράδειγμα, θα σας αναφέρω πως μια αγαπημένη μου γερόντισσα, 87 ετών ήταν τότε, όταν τη ρώτησα αν θα μπορούσα, μια μέρα που θ’ ανάψει γάστρα, να πάω, για να βγάλω φωτογραφίες και να μιλήσουμε για φαγητά, όχι μόνο δέχθηκε, αλλά αφοπλιστικά και με νεανική ζέση μου απάντησε, «όποια μέρα θέλεις, έλα!» Το «όποια μέρα θέλεις», βέβαια, έγινε από μένα για ευνόητους λόγους, «όποια μέρα ζυμώσεις και ψήσεις ψωμί!». Όπως κι έγινε! Όταν έφτασα στο σπίτι της, η γάστρα έκαιγε, μια χορτόπιτα με χόρτα από τον κήπο της και χειροποίητο φύλλο ήταν έτοιμη για ψήσιμο και το ζυμωμένο ψωμί ήταν σε αναμονή, για να φουσκώσει και να ψηθεί μετά την πίτα!

    Τέτοιων γυναικών τα μαγειρέματα περιέχει το βιβλίο και σ’ αυτές είναι αφιερωμένο, καθώς τη δική τους λιτότητα και αρχοντιά κουβαλούν, ενώ αποτυπώνουν την αγάπη για την οικογένειά τους σε συνθήκες πολύ δύσκολες, μια κι έπρεπε καθημερινά ν’ αντιπαλεύουν με την αγωνία, αν θα καταφέρουν να γεμίσουν τα πιάτα των οικείων τους και να τους χορτάσουν· αγωνία που τις έκανε να επινοούν και να δημιουργούν φαγητά χορταστικά και νόστιμα, αξιοποιώντας κατά κανόνα προσιτά στα περισσότερα σπίτια και στους περισσότερους κήπους υλικά με κείνη τη μοναδική αυθεντική γεύση, η οποία όλο και σπανίζει στην εποχή μας. Και τιμώ αυτές τις γυναίκες, όχι μόνο επειδή είμαι γυναίκα! Τις τιμώ, γιατί είναι σημαντικοί φορείς του λαϊκού πολιτισμού, τον οποίο με σεβασμό βίωσαν και στη συνέχεια παρέδωσαν…

    Πάντως, όποιοι πάρετε στα χέρια σας το βιβλίο μου, «Η μνήμη της γεύσης», μην περιμένετε να διαβάσετε ένα συνηθισμένο βιβλίο μαγειρικής, διότι δεν είναι! Τα πάσης φύσεως μαγειρέματα, τα οποία μοσχομυρίζουν στις σελίδες του, είναι εκείνα που η μνήμη της γεύσης μου κουβαλά ως κάτι ξεχωριστό και δένονται σχεδόν αταβιστικά με ό,τι ακριβό έρχεται από το παρελθόν και μπολιάζει ευεργετικά πλήθος τροφών μας. Ο καθένας είναι πιθανό να ταυτιστεί μερικά, ή συνολικά, με δικές του διατροφικές αναφορές, ακόμα κι αν δεν προέρχεται από τον γεωγραφικό χώρο, στον οποίο εστιάζεται η μελέτη μου. Κι αυτό, διότι, στην προσπάθεια να εκφραστεί πιο ολοκληρωμένα η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η συγγραφή της, έχουν περιληφθεί και παρασκευάσματα, τα οποία είναι ευρύτερα γνωστά, μια και το πολιτιστικό υπόβαθρο είναι κοινό και ως γνωστόν παρουσιάζει αξιοθαύμαστη ποικιλομορφία.

   Όπως και να ’χει, σας καλώ σ’ αυτό το ταξίδι της μνήμης των γεύσεων κι ελπίζω να κάνετε μαζί μου το δικό σας ταξίδι στη μνήμη των δικών σας γεύσεων, και γιατί όχι, ν’ αρχίσετε, αν δεν το κάνετε ήδη, να γευόσαστε φαγητά, τα οποία ταιριάζουν απόλυτα στον άλλοτε λιτοδίαιτο τρόπο ζωής των Ελλήνων. Πόσο μάλλον, που ο παραδοσιακός διατροφικός κώδικας δεν περιφρονούσε την αρχαία του καταγωγή, αυτή δηλαδή που θα συναντήσετε κιόλας στη μελέτη μου, και διακρινόταν για τη σαφήνεια των γεύσεων και την εποχικότητά του. Με δεδομένο, μάλιστα, πως πολλές διατροφικές επιλογές του σύγχρονου ανθρώπου είναι βλαπτικές για την υγεία του, μοιάζει επιτακτική η ανάγκη της αναβάπτισής του σε μαγειρέματα αρχέγονα, αλλά και σ’ άλλες επιλογές ζωής, οι οποίες έρχονται από το παρελθόν και «αιφνιδιάζουν με την επικαιρότητά τους»! [Οδυσσέας Ελύτης, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (σ. 17)]

    Την ίδια πρόσκληση κάνει με τον δικό της τρόπο και η Εύη Βουτσινά, η οποία υποστηρίζει πως «στο σύνολό της η ελληνική γαστρονομία αποτελεί πρότυπο για τον σύγχρονο άνθρωπο […]. Είναι καιρός», λέει, «να γνωρίσουμε τη διαύγεια και την καθαρότητα της ελληνικής γεύσης σε αυτούς τους πονηρούς καιρούς που γέμισαν το πιάτο μας με σκουπίδια.»

    Συμπερασματικά, η επιλογή, είναι του καθενός μας!

    Φίλες και φίλοι, κλείνοντας, θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω το Λύκειο Ελληνίδων Πατρών, την Πρόεδρό του, κ. Αικατερίνη Πολυκρέτη, καθώς και όλο το Διοικητικό του Συμβούλιο, που αποδέχθηκαν την πρότασή μου να γίνει αυτή η εκδήλωση και κυρίως που την αγκάλιασαν με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σ’ ό,τι με αφορά, δύο ήταν οι στόχοι της πρότασής μου· ο πρώτος έχει να κάνει με την ενίσχυση των δεσμών μας με την παράδοση, εν προκειμένω στον τομέα της διατροφής, και ο δεύτερος με την απόφασή μου, το χρηματικό ποσό που θα συγκεντρωθεί από την πώληση του βιβλίου να δοθεί για την ενίσχυση των σκοπών του Λυκείου, το οποίο σπουδαίο έργο για την πόλη και για την παράδοση επιτελεί.  

   Ευχαριστώ, επίσης, από καρδιάς την αγαπημένη μου λογοτέχνιδα, Παναγιώτα Σμυρλή, που δοξάζει τα Γράμματα στην πόλη της Πάτρας -της αξίζει κάθε τιμή γι’ αυτό-, η οποία με τιμά με τη φιλία της και τιμά και το αποψινό συμπόσιο παραδοσιακών γεύσεων που έρχονται από χρόνο μακρινό και μπολιάζουν τα φαγιά μας.

   Επίσης, ευχαριστώ τον συνοδοιπόρο μου, Χρήστο, καθώς είναι πάντα δίπλα μου και με στηρίζει και, φυσικά, όλους εσάς που χωρίς την παρουσία σας κανένας από τους στόχους της εκδήλωσης δεν θα είχε συντελεστεί! Να έχετε άπαντες υγεία και κάθε άλλο καλό στην προσωπική και την οικογενειακή σας ζωή κι ο καθένας μας ας προσπαθεί να δίνει μέλλον στο παρελθόν, όπως εύστοχα λέει το μότο του Λυκείου Ελληνίδων Πατρών, και με τον τρόπο του θυμίζει τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη, «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.»

    Σας ευχαριστώ πολύ!