Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Φώτη Ν. Παλαιολόγου, "...Ποιημένα Στιγμιότυπα..." (2023)

Αίθουσα Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, 27-11-2023

 

    Φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας!

   Κάθε φορά που καλούμαι να μιλήσω για κάποια ποιητική συλλογή, νιώθω όπως όταν δίδασκα ποίηση στους μαθητές μου, καθώς η περιβόητη φράση «τι θέλει να πει ο ποιητής;» μοιάζει σχεδόν αναπάντητη. Πόσο μάλλον, που ο κάθε αναγνώστης προσεγγίζει τον ποιητικό λόγο διαφορετικά, αφού ως ξεχωριστή προσωπικότητα φέρει μαζί του όλα εκείνα τα στοιχεία που από απλό αναγνώστη θα τον καταστήσουν ουσιαστικό κοινωνό των σημαινομένων. Κι αυτό, όχι έχοντας κατά νουν να κατανοήσει ποιοι λογισμοί και ποια συναισθήματα έκαναν τον ποιητή να γράψει, αλλά ακουμπώντας τις λέξεις και τα νοήματα, με λογική και ενσυναίσθηση, να νιώσει ό,τι εκείνα του μηνούν. Αν, μάλιστα, δεν γνωρίζει τον ποιητή αυτό είναι πιο εύκολο, γιατί δεν επηρεάζεται από την όποια σχέση μαζί του κι αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο για αισθητικές, γλωσσικές, νοηματικές, υπερβατικές απολαύσεις,…

   Εν προκειμένω, τον Φώτη Παλαιολόγο τον γνώρισα μέσω της ποίησης, και συγκεκριμένα σε συνάξεις ανάγνωσης ποιητικών κειμένων στη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς», όπου οι παριστάμενοι διάβαζαν ποίηση δική τους ή άλλων.  Σε μια τέτοια ιδιότυπη ατμόσφαιρα, άγνωστοι γνωρίζονται, γνώριμοι δένονται, ίσως, περισσότερο μεταξύ τους, οικοδομούνται φιλίες. Σ’ αυτή τη συνάντησή μας οφείλεται και η σημερινή παρουσία μου εδώ, καθώς ανταποκρίθηκα στην πρότασή του να μιλήσω για τη νέα ποιητική συλλογή του, «…Ποιημένα στιγμιότυπα…».

   Έτσι, ήδη από τον τίτλο, τόσο της πρώτης, «…Ποιημένη φιλοσοφία…»,όσο και της παρούσας συλλογής, προκαλεί ενδιαφέρον ο κοινός προσδιορισμός, που ορίζεται από τη μετοχή παθητικού παρακειμένου, ποιημένη και ποιημένα, με τον παρακείμενο να προσδίδει στις προσδιοριζόμενες λέξεις την έννοια του συντελεσμένου στο παρελθόν που, όμως, εξακολουθεί να υφίσταται ως αποτέλεσμα και στο παρόν. Πόσο μάλλον, που η μετοχή, ποιημένη, έρχεται από την αρχαία, πεποιημένη, του ρήματος ποιῶ, το οποίο έχει πληθωρική παρουσία στη διαχρονία της Ελληνίδας γλώσσας, και, φυσικά, πολλές σημασίες, με μια από τις βασικές του να είναι, «δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι», που, εν προκειμένω, συμβάλλει στο να δεις κατ’ αρχάς τον εξωτερικό δεσμό μεταξύ των δύο έργων. Επομένως, η «…Ποιημένη Φιλοσοφία…» και τα «…Ποιημένα Στιγμιότυπα…» τι άλλο είναι, παρά η δημιουργική πνοή του γράφοντος, ο οποίος αποτυπώνει όσα η Μούσα του υπαγόρευσε, για να θυμηθούμε τον ποιητή των επών, ή, όσα γεννήθηκαν όταν άναψε μέσα του ο σπινθήρας που του ένευσε να εκφραστεί με στίχους. Πολύ περισσότερο, που ο ίδιος σημειώνει στην αρχή της συλλογής, πως «…Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο είναι λίγοι γραμμένοι στίχοι. Στίχοι που δεν ήξερα πόσο κόσμο κλείνουν μέσα τους», και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως τον ανακάλυψε γράφοντας, αλλά και στη συνέχεια, κάθε που ο μέσα κόσμος του ζητά ν’ αποτυπώσει σε γραπτό λόγο σκέψεις και συναισθήματα. 

   Ως προς την όψη τους, τόσο η προηγούμενη όσο και η παρούσα συλλογή, εκτός από τον όμοιο προσδιορισμό στον τίτλο έχουν και κάποια άλλα εμφανή κοινά χαρακτηριστικά, όπως την αισθητική του εξωφύλλου και τα πολλά αποσιωπητικά, τα οποία ξενίζουν κάπως τον αναγνώστη, καθώς η λειτουργία τους ως σημείου στίξης είναι συγκεκριμένη για τους πολλούς, υποδηλώνοντας πως κάτι ήθελε να μας πει ο γράφων, αλλά αφήνει εμάς να σκεφτούμε τι μπορεί να ήταν αυτό.

    Όμως, τα αποσιωπητικά, που ως σημείο στίξης εισάγουν τον αναγνώστη στις σκιασμένες περιοχές του λόγου, σ’ αυτό που δεν λέγεται, αλλά αφήνεται να εννοηθεί, καθώς και στο απόρρητο, δηλώνουν, επίσης, κατά περίπτωση, το παράδοξο ή το απροσδόκητο, την ειρωνεία, το «διάχυτο» ή το σκωπτικό υπονοούμενο, κ.λπ., τα οποία ο κάθε αναγνώστης μένει να ανιχνεύσει. Εγώ, όταν πρωτοείδα τις ποιητικές συλλογές του Φώτη Παλαιολόγου, τα εξέλαβα μεν ως σημείο στίξης, αλλά τα ενέταξα και στην αισθητική του βιβλίου, τα είδα σαν στολίδια, και στη συνέχεια προσπάθησα να τα συνδέσω με τα νοήματα. 

    Άλλο ένα εξωτερικό στοιχείο με σουρεαλιστική χροιά, που αξίζει να σημειωθεί, είναι ο συμπερασματικός ρόλος του τίτλου, καθώς, στην παρουσιαζόμενη συλλογή, μπαίνει στο τέλος των τετράστιχων, κατά κανόνα, συνθέσεων, με εξαίρεση την πρώτη και την τελευταία, οι οποίες αποτελούνται από δέκα στίχους. Δεν γνωρίζω αν η ύπαρξη των τετράστιχων έχει να κάνει με την ιερότητα του αριθμού τέσσερα ή με το ότι τόσοι, αυτόνομοι κατά τα άλλα στίχοι, αρκούσαν στον γράφοντα, για να ολοκληρώσει τα νοήματά του, αλλά από αισθητικής άποψης αυτό εκφράζει μια συμμετρία, η οποία συνεπικουρείται από τη διαφοροποίηση του μεγέθους του πρώτου και του τελευταίου ποιήματος. Στη συμμετρία συμβάλλει με τον τρόπο της θαρρώ και η ανυπαρξία κεφαλαίων γραμμάτων στην αρχή κάθε στίχου, τα οποία προνομιακά απολαμβάνουν κάποιες λέξεις και οι τίτλοι, οι οποίοι λειτουργούν ως ιδιότυποι συμπερασματικοί στίχοι, βοηθητικοί των νοημάτων που προηγήθηκαν.

   Με την ποίηση να είναι «άκουσμα ψυχής με συναισθήματα» και «όραμα νοός με λέξεις», κατά τον δημιουργό, θα προχωρήσω στην ψηλάφησή τους, πάντα με το πνεύμα σε εγρήγορση και την καρδιά ανοιχτή. Όχι, γιατί απόλυτα τα κατέκτησα, αλλά σε μια προσπάθεια τουλάχιστον να μην τα προδώσω. Πόσο μάλλον, που στίχο τον στίχο διαπίστωνα πως όσα στον «πρόλογο» περιλαμβάνονται συνιστούν πρόγευσή των νοημάτων τους.

    Έτσι, εκείνο που αμέσως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης είναι πως οι ποιητικές συνθέσεις της συλλογής αναπτύσσονται υποταγμένοι σε τίτλους, αλλά με μια ελευθερία, θα έλεγα, καθώς ο κάθε στίχος, επιγραμματικός, αποφθεγματικός, χωρίς περιττά στολίδια, αλλά σαφής και εκφραστικός, λειτουργεί και αυτόνομα, υπομιμνήσκοντας στιγμιότυπα της ζωής ή εμβαθύνοντας σ’ αυτά, πάντα υπό το φιλοσοφικό πρίσμα με το οποίο εκείνος τα προσεγγίζει. Διαχέει, επίσης, πλήθος συναισθημάτων, φανερών ή κάπως αδιόρατων, τα οποία βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τις εκφραζόμενες σκέψεις, ενώ όλα είναι ενδεδυμένα με εικόνες.

    Πολλές εικόνες, συχνά σουρεαλιστικές, που αισθητοποιούνται μέσω λέξεων, οι οποίες σπάνια συνοδεύονται από άρθρα, λες και η παρουσία τους θα στερούσε κάτι από την αισθητική του κειμένου, από τα νοήματά του, από τον ρυθμό του. Κι αυτό είναι μια ιδιαιτερότητα της ποίησης του Φώτη Παλαιολόγου, η οποία συμβάλλει σ’ αυτό που παραπάνω αναφέρθηκε, στην επιγραμματικότητα της γραφής του, η οποία καθιστά την εμβάθυνση μιας μορφής πνευματική άσκηση.

    Βέβαια, μελετώντας τα ποιήματά του, τα νοήματα αποκαλύπτονται, αν όχι απόλυτα, πάντως υποβάλλονται, καθώς ο ποιητής άλλοτε με πρωτοπρόσωπη κι άλλοτε με τριτοπρόσωπη γραφή μάς κάνει κοινωνούς των λογισμών και των συναισθημάτων του. Ο αναγνώστης, ωστόσο, διαπιστώνει πως κάποιες έννοιες, όπως ο έρωτας, η αγάπη, άλλα συναισθήματα, η φύση, η ψυχή, ο ήλιος,… ως αόρατοι ιστοί διαχέονται από την αρχή ως το τέλος της συλλογής, δίνοντάς της ξεχωριστές νοηματικές κατευθύνσεις.

    Έτσι, ο αρχέγονος Έρως, γενεσιουργός δύναμη απάντων, που δεν του ξεφεύγουν «ούτε οι αθάνατοι θεοί ούτε οι λιγοζώητοι θνητοί κι όποιον τον πιάσει γίνεται τρελός», όπως σημειώνει ο Σοφοκλής στο υπέροχο τρίτο στάσιμο της «Αντιγόνης» του, διατρέχει, όπως προανέφερα τη συλλογή, «…Ποιημένα Στιγμιότυπα…». Εδώ, οι ψυχές των ερωτευμένων εμφανίζονται μουδιασμένες (σ. 11), μπροστά στο μυστήριο του έρωτα ή στη δυσκολία έκφρασής του ίσως, πόσο μάλλον, που συχνά ό,τι ξεκινά σαν έρωτας, δεν προχωρεί (σ. 33). Άλλοτε, αυτός δροσίζεται με καρδιοχτύπια (σ. 14), ή  η μοίρα, απρόσκλητη,ποτίζει άδηλο, αλλά ποθητό, ερωτικό ανθό(σ. 19). Κάποτε, ο έρωτας βιώνεται ως ονειρικός, που όμως βρυχάται (σ. 22), ή ως επιπόλαιος, καθώς αναζητά την πλήρωσή του σε πρόσκαιρες, ανούσιες, συνευρέσεις (σ. 30) ή σε πόθους για πρόσωπα που σ’ άλλους δοσμένοι είναι (σ. 33), ενώ η ψυχή άλλα ζητά, καθώς ο έρωτας συνιστά δώρο που οδηγεί στην ευτυχία (σ. 24), ειδικά, ανθρώπων μόνων που δύσκολο τους φαντάζει να κυλά η ζωή τους δίχως έρωτα αγκαλιασμένη (σ. 33).

    Την αγάπη, για την οποία ο Μένανδρος έγραψε πως δεν υπάρχει τίποτα που να είναι μεγαλύτερο ή ίσο της, τη συναντούμε πλεοναστικά, θα έλεγα, μέσα στην ποιητική συλλογή, κάτι που υποβάλλει το πόσο σημαντική είναι αυτή για τον γράφοντα. Είναι «…ωραίο ν’ αγαπάς ανθρώπους π’ ανταμώνεις…, / …δε γνωριζόμαστε, μα αν αγαπιόμαστε…, τολμάμε… (σ. 9), γράφει. Ο στίχος «…ωραίο ν’ αγαπάς ανθρώπους π’ ανταμώνεις…», εκφράζει μια βεβαιότητα, μια διακαή επιθυμία να ήταν έτσι ίσως, καθώς η αγάπη είναι υπέροχο συναίσθημα, τόσο αν είσαι πομπός όσο κι αν είσαι δέκτης, όμως, ο άλλος στίχος «…δε γνωριζόμαστε, μα αν αγαπιόμαστε…, τολμάμε…», τελευταίος του ποιήματος «…Να αγαπάς…», με τον καταιγισμό των ρημάτων και με το υποθετικό αν στη μέση, εμβάλλει αμφιβολία για το κατά πόσο μπορεί να δικαιωθεί το περιεχόμενο του προηγούμενου στίχου, ειδικά χωρίς τόλμη.

   Όπως και να ’χει, η αγάπη, καθώς και το ρήμα αγαπώ, έρχονται και ξανάρχονται μέσα σε διαφορετικό λεκτικό και νοηματικό πλαίσιο στην ποιητική συλλογή, σε τίτλους και κυρίως σε στίχους. Άλλοτε, «…ψιθυρίζεται σβήσιμο αγάπης…» (σ. 12), καθώς δύσκολα ομολογείται, αλλά όποιος το βιώνει το διαισθάνεται· κάποτε, αυτή μένει «μετέωρη σε φίλημα στα χείλη» (σ. 16), μια και το φίλημα, με τη γλώσσα του σώματος, μιλά για την αλήθεια της αγάπης· αλλού, η ακηλίδωτη αγάπη αποτελεί λαλιά ζεστής καρδιάς(σ. 17), αφού η αγάπη, σ’ αυτή τη μορφή, ανταποκρίνεται εν πολλοίς στην ουσία της, πόσο μάλλον, αν έχει την ευτυχή συγκυρία να λούζεται από την αύρα αγαπημένων ψυχών (σ. 18)· αλλού, η ψυχή του δημιουργού μένει ξάγρυπνη αναμένοντας την αγάπη (σ. 21), διότι για σκέψου να την πιάσει στον ύπνο και να μην έχει την ευτυχία να την ανταμώσει (σ. 26), πολύ περισσότερο, που δεν δημιουργούνται πάντα, ούτε εύκολα οι συνθήκες για τέτοιες συναντήσεις!  

     Άλλες φορές, η αναδυόμενη αγάπη εμφανίζεται ζωογονούμενη από χορδές και ηλιαχτίδες (σ. 28), γεμίζοντας την ψυχή του υποκειμένου με λαχτάρα (σ. 30) και δημιουργώντας την πεποίθηση πως όλα με την παρουσία της είναι δυνατά (σ. 32), αξίζει και να τη διεκδικήσεις, ενώ, όταν προδίδεται αποψιλώνει την ανθρώπινη ζήση (σ. 29), θυμίζοντας στον καθένα πώς ένιωσε, όταν κατάλαβε πως ό,τι βίωνε ως αγάπη ήταν φενάκη. Ο Φώτης, θέτει και το θέμα της απουσίας της αγάπης μεταξύ ανθρώπων που ζουν μαζί, αν και νομοτελειακά, αφού η «Φύση προστάζει», το «αγάπα με να σ’ αγαπώ» (σ. 14) είναι η ιδανική συνθήκη, στην οποία οι αγαπώμενοι, ελεύθερα, σμίγουν και γίνονται ένα! «Δεν ξεχωρίζουν», όπως θα ’λεγε ο Νίκος Καζαντζάκης, καθώς «Το εγώ και εσύ αφανίζονται.» κι επειδή «Αγαπώ θα πει ΧΑΝΟΜΑΙ.» Επίσης, θίγεται το θέμα της αμοιβαίας έλξης, είτε ως ιδανικό πλησίασμα της ψυχής είτε ως πεζός σωματικός πόθος, κάτι που πολλοί κάνουν πως τα προσπερνούν ή παριστάνουν πως τα προσπερνούν, αλλά το πάει κι ακόμα παραπέρα, στη δυστυχία να ποθείς, ν’ αγαπάς άλλο πρόσωπο, όντας μαζί με κάποιον άλλον και γράφει στους τελευταίους στίχους του τελευταίου ποιήματος της συλλογής: «…ω! ταξίδι ζήσης υποκριτικό, ψυχή ξεθωριασμένη, έρωτα π’ αιμορραγείς… / …σα σύντροφος ποθεί πρόσωπο άλλο ν’ αγαπά, μα δε το ομολογεί…» (σ. 33).

    Η Ψυχή, το ταίρι του Έρωτα, στην αρχαιότητα, αλλά και πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς διαχρονικά, εδώ εμφανίζεται να δακρύζει (σ. 9), να είναι υπομονετική (σ. 16), να υποφέρει (σ. 17), να ζει με ψευδαισθήσεις (σ. 20), να είναι ευάλωτη σε συναισθηματικές σειρήνες (σ. 30), ενώ επισημαίνεται η σημασία του η «ψυχή» «να έχει ψυχή» να διαθέτει δηλαδή θάρρος (σ. 9), διότι χωρίς αυτό είναι δύσκολο ν’ ανοιχτούν οι άνθρωποι, να προσεγγιστούν, να δεχθούν και να δώσουν συναισθήματα.   

    Συναισθήματα, τα οποία ως σύνθετη υποκειμενική συνειδητή εμπειρία, συνιστούν, ως γνωστόν, συνδυασμό νοητικών και ψυχοσωματικών καταστάσεων και δεν εκφράζονται ως απλή αίσθηση, αλλά ως κάτι βαθύ, εσωτερικό, που, όμως, επιδρά στο σώμα και την ψυχή του καθενός και σχεδόν πάντα εκφράζεται στο πρόσωπο, στη φωνή, στη στάση του σώματός μας, που σημαίνει πως συνήθως δεν διαφεύγουν της προσοχής των άλλων, αποτελώντας έναν ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας. Εν προκειμένω, τα «…συναισθήματα αχνοφέγγουν σ’ αγκαλιασμένη νύχτα…» (σ. 13), έχουν ουλές (σ. 27), είναι αποκεφαλισμένα (σ. 29), η επιθυμία, αδάμαστη και ακούραστη (σ. 19), λαχταρά ελευθερία (σ. 11), ο πόνος είναι αθάνατος (σ. 12) και ασυγκίνητος (σ. 27), ακόμα και ηττημένος απ’ όμηρη χαρά (σ. 28), η θλίψη κυματισμένη (σ. 12), στοργή ζητιανεύει το σώμα, ενώ μιας μορφής ανθρώπινης ευτυχίας υφαίνεται στου έρωτα το δώρο.  

    Η Φύση σε πολλές εκφάνσεις της είναι, επίσης, διάχυτη μέσα στη συλλογή και αισθητοποιείται με ξεχωριστές εικόνες, οι οποίες διακρίνονται για τη ρομαντική διάθεση και εκφράζουν την άδολη φυσιολατρία του ποιητή, καθώς συνιστά μέρος του τρόπου που θεάται τον κόσμο που τον περιβάλλει. Το πόσο σημαντική είναι τούτη η διάσταση στη γραφή του, φαίνεται και από το ότι μόνο οι λέξεις Φύση, Πλάση και Ήλιος -δεν λογαριάζονται εκείνες των τίτλων-, είναι γραμμένες με κεφαλαίο γράμμα, αλλά και πλήθος άλλες, σύνθετες ή μη λέξεις, αφορούν σ’ αυτή. Άλλο ένα στοιχείο που συνηγορεί σ’ αυτό είναι το ότι η φύση είναι παρούσα σε αρκετές αλληγορικά εκφραζόμενες σκέψεις, καθώς και σε υποβαλλόμενα συναισθήματα. Πολύ περισσότερο, που η φύση είναι σοφή (σ. 25) και διδάσκει (σ. 25) με πολλούς τρόπους εκείνους που την αφουγκράζονται, τη σέβονται και την αγαπούν.

    Όσο για τον παντεπόπτη και ζωογόνο Ήλιο, εκτός που παρίσταται στη συλλογή μέσω σύνθετων λέξεων, όπως λιόγερμα, ηλιαχτίδες, ηλιοχρώματα, λιακάδα, ζηλεύει, ανταγωνίζεται, απελπίζεται, χαιρετά, ζωογονεί, ακολουθώντας συναισθηματικές μεταπτώσεις του υποκειμένου, όπως άλλωστε κι άλλα στοιχεία της συλλογής, καθώς το υποκείμενο, ο γράφων δηλαδή, όχι σπάνια, έχει ως σημείο αναφοράς τον εαυτό του. Πόσο μάλλον, που σε πολλούς στίχους κυριαρχεί ή υποβάλλεται ο Έρωτας στην ιδανική του μορφή και ο δημιουργός προβαίνει σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, η οποία ουσιαστικά δείχνει τη φιλοσοφική του διάθεση και θεώρηση απέναντι στον αισθητό και τον νοητό κόσμο, αναδεικνύοντας συνάμα μεγάλο μέρος του ψυχισμού του.

    Φίλες και φίλοι, δεν ξέρω εσείς τι θα προσλάβετε μελετώντας την ποιητική συλλογή «…Ποιημένα στιγμιότυπα…». Εγώ, στον χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, σας έδωσα μια δική μου προσέγγιση, η οποία μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από τη δική σας, αλλά και που μπορεί στο μέλλον, με την απόσταση του χρόνου, σ’ όσα είπα να προστεθούν νέα στοιχεία ή κάποια απ’ αυτά που ειπώθηκαν να παραλειφθούν, διότι τα κείμενα, πολύ περισσότερο η ποίηση, μας δείχνουν τα ίδια τον δρόμο της κατανόησής τους, η οποία, όμως, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γνωστικό υπόβαθρο, από τον ψυχισμό, από το κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και από την ηλικία του καθενός μας.

    Συμπερασματικά, τα κείμενα υπάρχουν, για να τα μελετάμε μία ή περισσότερες φορές, να μπαίνουμε στον κόσμο τους, να παίρνουμε αφορμές για σκέψη, αλλά και για πολύπλευρη αισθητική απόλαυση. Εν προκειμένω, μελετώντας τη συλλογή «…Ποιημένα Στιγμιότυπα…», με τη λέξη στιγμιότυπα να μας οδηγεί στη σύντομη ή φωτογραφική παρουσίαση διαφόρων γεγονότων, ο καθένας, ίσως, συναντήσει κάτι οικείο που θα διαλέγεται με τον εσωτερικό του κόσμο κι, ίσως, συμπορευτεί με το «άκουσμα ψυχής με συναισθήματα» και το «όραμα νοός με λέξεις» του δημιουργού!

    Τέλος, εύχομαι στον Φώτη να είναι καλοτάξιδη η δεύτερη ποιητική συλλογή του, αλλά και να συνεχίσει την προσπάθεια που ξεκίνησε στον χώρο της γραφής, η οποία πρώτα λυτρώνει την ψυχή του γράφοντος κι ύστερα των αναγνωστών! Και σ’ όλους  εσάς, που μας τιμήσατε με την παρουσία σας, εύχομαι να έχετε υγεία και αγάπη στη ζωή σας, καθώς και ευόδωση όλων εκείνων που δίνουν νόημα στην ύπαρξή σας!

    Σας ευχαριστώ πολύ!