Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Ειρήνης Μπόμπολη «ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΜΥΡΙΖΕ ΟΡΧΙΔΕΑ ή Πράγματα μικρά»

Βιβλιοπωλείο «Δωδώνη», Ιωάννινα, 19 Μαΐου 2008

& Σύλλογος «Μακρυγιάννης», Άρτα, 24 Οκτωβρίου 2008

 

Αγαπητοί φίλοι, καλησπέρα.

      Στο διάβα της ζωής πολύ συχνά καλούμαστε να διαχειριστούμε απρόσμενα γεγονότα, δυσάρεστα ή ευχάριστα, και συναισθήματα που με τη δύναμή τους  συγκλονίζουν συθέμελα την ύπαρξή μας. Και πολλές φορές είναι τόσο το ξάφνιασμα και τόση η απειρία μας που η ψυχή μας άλλοτε πισωπατεί, δειλιάζει και δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει κι άλλοτε θέλει να βιώσει με όλη τους την ένταση όσα έχουν έρθει και με όποιο τίμημα. Δεν είναι πάλι λίγες οι φορές που προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση, να τα ερμηνεύσει. Συχνά οι απαντήσεις είναι προφανείς, πολλές φορές όμως, όταν οι απαντήσεις είναι δύσκολες και συχνά επώδυνες ή τις απωθεί από τη σκέψη για να ζήσει το παρόν ή κάνει απλά αυτό που αιώνες τώρα κάνουν οι άνθρωποι, όταν δε θέλουν να αντικρύσουν κατάματα την αλήθεια: αποδίδει, όσα συμβαίνουν, στη μοίρα.

      Η μοίρα ή το πεπρωμένο, για να εναρμονιστούμε καλύτερα με την πρώτη λέξη του, επιδεχόμενου περισσότερες από μία ερμηνείες, τίτλου του μυθιστορήματος της Ειρήνης Μπόμπολη  «Το πεπρωμένο μύριζε ορχιδέα ή Πράγματα μικρά», αν και δεν είναι η μόνη παράμετρος που καθορίζει τη δράση και τη ζωή των ηρώων του εν λόγω μυθιστορήματος, είναι πάντως σημαντική. Ο χρόνος επίσης, μέσα στον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα, ενώ φαινομενικά κινείται στα δικά του μέτρα, στη δίνη του δοκιμάζονται με μια θαυμαστή νομοτέλεια η δύναμη και η διάρκεια των αισθημάτων και όχι σπάνια η ευχέρεια των εμπλεκομένων να σταθούν όρθιοι μετά από κάθε αναπάντεχη πρόκληση.

      Ως μια πρόκληση, όχι όμως αναπάντεχη, θα πρέπει να φάνταζε στην αρχή και η απόπειρα της συγγραφέως να υποκύψει στη γοητεία της γραφής και να καταθέσει τη δική της εκδοχή των πραγμάτων, αποτέλεσμα όχι μόνο της προσωπικής της θησαυρισμένης εμπειρίας ζωής και γνώσης, αλλά μιας ευρύτερης θεώρησης και απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης φύσης.

      Από μια τέτοια αφετηρία πιστεύουμε πως ξεκίνησε η Ειρήνη να μας αφηγηθεί   την ιστορία «μιας ιδιαίτερα καλλιεργημένης γυναίκας, της Αρετής, η οποία στα πενήντα δύο της τολμά να κάνει την «επανάστασή» της, φεύγοντας μακριά από το οικείο περιβάλλον της, σε άγνωστο γι’ αυτήν τόπο, και με την απόφαση να παλέψει με τον εαυτό της, όσο γίνεται, πιο μόνη». Στηριζόμενη στη μέχρι τώρα εμπειρία ζωής, ελπίζει πως θα ελευθερωθεί από διάφορες δεσμεύσεις του παρελθόντος - έρωτες, συζυγική ζωή, παιδιά - και θα πορευτεί αναζητώντας την προσωπική της «σωτηρία». Η ίδια η ζωή τη διαψεύδει, αφού το παρελθόν είναι παρόν με τις ποικίλες εκφάνσεις του και το παρόν - με την παρουσία διαφόρων ανδρών, φίλων ή εραστών στη ζωή της, αλλά και γυναικών που εμπλέκονται με διάφορους τρόπους στην υπόθεση - αν και της ασκεί άλλου είδους γοητεία σε σχέση με το παρελθόν, παρόλα αυτά, άλλοτε της χαρίζει αυτό που προσδοκούσε από τη φυγή της, αλλά και πολύ συχνά την περιορίζει, την παγιδεύει και μετά από πέντε χρόνια παραμονής σ’ αυτή την αρχικά άγνωστη πόλη, την κάνει να αναζητήσει την ολοκλήρωση και το πεπρωμένο της σε τόπους στους οποίους δεν έχει εγωιστικά ως κέντρο τον εαυτό της, αλλά την κοινωνική προσφορά που την ολοκληρώνει και τη δικαιώνει ως άνθρωπο.

      Η υπόθεση του μυθιστορήματος κινείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια και ο βασικός τόπος στον οποίο συμβαίνουν τα περισσότερα από τα γεγονότα είναι μια πόλη που, αν και δεν κατονομάζεται, ένας που έχει ζήσει σ’ αυτή ή την έχει γνωρίσει μπορεί κάλλιστα να την προσδιορίσει. Η Ειρήνη αποφεύγει, πιστεύουμε σκόπιμα, να αναφέρει τόσο το όνομά της, όσο και διάφορα σημεία της τα οποία δηλώνονται με κάποια ασάφεια, για να δημιουργήσει μια πόλη που θα μπορούν πολλοί αναγνώστες να τη φανταστούν και να την κάνουν μια πόλη της δικής τους ζωής και των δικών τους ονείρων, αλλά και για να έχουν πιο ουσιαστική αξία τα σχόλια, θετικά ή αρνητικά, που αφορούν σ’ αυτή την πόλη και όχι μόνο.

      Η ανώνυμη πολιτεία παραπέμπει στην Πάτρα, πόλη στην οποία ζει και η συγγραφέας, η οποία την καθιστά τον κυρίως χώρο μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωές της. Μέσα από τη δράση και τα σχόλια των ηρώων περνά εν πολλοίς η εικόνα της πόλης με ποικίλες αναφορές στην κοινωνική της ζωή, το πολιτιστικό της στίγμα καθώς επίσης και το οικιστικό και φυσικό της περιβάλλον. Τα όποια σχόλια για την πόλη, δεν έχουν χαρακτήρα επικριτικό, αλλά προκύπτουν αβίαστα όπως κάθε τι που συμβαίνει δίπλα μας και μας αρέσει ή μας ενοχλεί και εν δυνάμει παραπέμπει σε πολλές σύγχρονες πόλεις που χαρακτηρίζονται από το άφιλο των ανθρώπινων σχέσεων και από ποικίλα οικιστικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.

      Η πόλη γράφει «έπασχε κυριολεκτικά από πνεύμονες πρασίνου και πνεύματος» ή αλλού «ο «οίκος», το τσιπουράδικο, ο πολιούχος εκατό μέτρα πιο πέρα, το ψαράδικο πιο κάτω, όλα μαζί ανακατεμένα σε ένα τετράγωνο, ανάγλυφα δίνουν τη συγκεχυμένη και ανύπαρκτη ταυτότητα της πόλης με το σκληρό πρόσωπο, το έκφυλο προσωπείο και την πουλημένη συνείδηση» ή πιο κάτω «ο στόχος της Αρετής να ενδιαφερθεί ο τοπικός τύπος, …, να συγκινηθεί ο καλλιτεχνικός κόσμος μιας κοινωνίας που αγοράζει και πουλάει δεκαχίλιαρο την κάθε «καλημέρα» σου, πέτυχε με το παραπάνω» ή «η πόλη που διάλεξα τυχαία, όσο και αν με απογοήτευσε αρχικά και στη συνέχεια- ποτέ δε θαύμασα την ομορφιά της- εν τούτοις έγινε σαρξ εκ της σαρκός μου. Μπολιάστηκε κάθε γωνιά της με την ψυχή μου…». 

      Οι ήρωες του μυθιστορήματος κινούνται όλοι γύρω από το βασικό πρόσωπο, την Αρετή και ο καθένας ξεδιπλώνει το είναι του σε συνάρτηση με την ίδια την Αρετή ή με πρόσωπα που κινούνται γύρω απ’ αυτή. Αυτοί οι ήρωες, είναι πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα στον κοινωνικό περίγυρο και με τα προτερήματά τους, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη τους ή ό, τι άλλο συνιστά την προσωπικότητά τους, δεν περνούν αδιάφορα από τις σελίδες του βιβλίου, αφού ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί ή να ταυτίσει άλλους μαζί τους. Άλλωστε, η λύση που δίνεται στο τέλος και που αφορά όλους τους βασικούς πρωταγωνιστές, αν και περιέχει και επώδυνα στοιχεία προσφέρει μια κάθαρση που δεν ωραιοποιεί ανούσια τα ανθρώπινα συναισθήματα και τη ζωή, αλλά καταφάσκει σ’ αυτό που πραγματικά είναι ζωή.

      Η Ειρήνη δε χάνει την ευκαιρία και, όταν οι ήρωες εκφράζουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα και τις ανησυχίες τους,  τους βάζει να φιλοσοφούν για τα ανθρώπινα, για την αγάπη, για την ευτυχία, για τη διαφορετικότητα της γυναικείας και της ανδρικής φύσης, για το βαθύτερο νόημα των σε δεδομένη στιγμή επιλογών τους, για το πεπρωμένο και για άλλα πολλά.

      Έτσι, προσδιορίζοντας ή μάλλον αντανακλώντας τις φιλοσοφικές θέσεις και στάσεις των ηρώων της, σημειώνει: «Αγάπη, θα πει ελευθερία…, θα πει αποδοχή της ελευθερίας του άλλου. Η αγάπη δεν τυραννά, δεν προσμένει, δεν αυτοενυχιαριάζεται, δε λυπάται, δεν οικτίρει, δεν ευσπλαχνίζεται. Είναι αυτόνομη, ελεύθερη, όμορφη, χαρούμενη. Δίνει χαρά. Μόνο χαρά. Και ασφαλώς πληρότητα» και ευτυχία είναι «Ο ηδονικός πόνος κυρίως ο ψυχοπνευματικός, η επιδίωξη της λύτρωσης μέσα από αυτόν. Ο κυρίαρχος ηδονικός πόνος που αφαιρεί τη λογική, τον ορθολογισμό και μακραίνει το χρόνο, τον παγιδεύει. Μέσα από αυτόν γίνεσαι εσύ ο κυρίαρχος και εξουσιάζεις τα θέλγητρα της ποταπότητας», αλλά ευτυχία «είναι και η αμοιβαία αγάπη» και «το να γέρνεις πάνω στον αγαπημένο σου και να νιώθεις τους παλμούς του θετικούς στον πόθο σου»!

      Για την αιώνια «πάλη» μεταξύ αρσενικού και θηλυκού σημειώνει πως «Η αναζήτηση της πραγματικής συγκίνησης στον άνδρα περνάει μέσα από τον πόνο, από πληγή, από ταπείνωση. στη γυναίκα όμως υπάρχει ως θείο δώρο, είναι το φυσικό αίτημά της προς τη ζωή. Ο άνδρας και η γυναίκα σπάνια συναντώνται σε αυτή την αλήθεια, γιατί στον άνδρα λειτουργεί ως φυσικό επακόλουθο, ενώ στη γυναίκα προπορεύεται επικίνδυνα». Και για τη σημασία του τυχαίου στη ζωή μας λέει επίσης:  «Η ζωή ως φαίνεται είναι παιχνίδι με πουλημένους όρους και αναπάντεχο αποτέλεσμα. Η ζωή ως φαίνεται κρίνεται στα ζάρια που οι άλλοι ρίχνουν και στην ετοιμότητα του καθενός για τις ζαριές των άλλων. Η ζωή, ως φαίνεται, είναι μια παρτίδα συμπτώσεων ή ασυμπτώσεων. Είναι το ορεσίβιο τρένο που κάθε φορά αλλάζει σταθμούς. Το πού θα κατέβει ο καθένας, είναι απλά μια σύμπτωση».

      Η σύμπτωση είναι σχεδόν κυρίαρχη και συνδέει ακατάλυτα και καθοριστικά τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, που το καθένα για τους δικούς του λόγους και με τους δικούς του όρους, επηρεάζονται όχι μόνο από τα δικά τους θέλω, αλλά και των ανθρώπων που συναντούν και βιώνουν δυνατές ή αδιάφορες εμπειρίες μαζί τους. Οι συμπτώσεις, λοιπόν, το αναπάντεχο είναι αυτό που θα τα προκαλέσει όχι μόνο να αναμετρηθούν μαζί του, αλλά και να κερδίσουν μέσα από την πρόκληση το εσωτερικό τους ταξίδι που θα τα οδηγήσει στη βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό τους, ουσιαστικά με την ίδια τους την ύπαρξη και το νόημά της και θα τους μεταμορφώσει. Η μεταμόρφωση, δε θα είναι μόνο ένα σημαντικό κέρδος για τον καθένα απ’ αυτούς, αλλά θα είναι το κυρίαρχο κέρδος που καλούνται όχι μόνο οι ήρωες του μυθιστορήματος, αλλά και ο καθένας από μας να κατακτήσει στο δια βίου ταξίδι του.

      Η γεννημένη στο Κεντρικό Άρτας, Ειρήνη Μπόμπολη, είναι ένας ανήσυχος πνευματικός άνθρωπος που προσπαθεί να αφήσει το δικό της στίγμα στο χώρο των γραμμάτων. Καθηγήτρια η ίδια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό, αλλά συνεχίζει και διευρύνει τις πνευματικές της αναζητήσεις με  μεταπτυχιακές σπουδές και με τη συγγραφή και δημοσίευση άρθρων και μελετών σε διάφορα έντυπα.

      Η Ειρήνη, σ’ αυτή την πρώτη της ολοκληρωμένη συγγραφική προσπάθεια, με το ζωντανό λόγο, την αμεσότητα της γραφής της και τους επιδέξια οργανωμένους διαλόγους των προσώπων κατάφερε να μας κερδίζει από τις πρώτες σελίδες. Μια άλλη παράμετρος της γραφής και του ύφους της, η οποία συνηγόρησε σ’ αυτό, είναι η ποιητική, η οποία έχει βρει την αυθεντική έκφρασή της και στους ιδιαίτερα επιτυχημένους μεσότιτλους του μυθιστορήματος. «Διαμάντια μπλε», «Της Έδεσσας οι κερασιές δακρύζουν άνθη»,  «Ακατέργαστος λίθος», «Φεγγάρι στο τελευταίο τέταρτο»,  είναι μερικοί από τους εικοσιεπτά στον αριθμό μεσότιτλους, οι οποίοι προβάλλουν έναν αξιοσημείωτο λυρισμό που διαχέεται ούτως ή άλλως σε όλο το κείμενο και δένονται αρμονικά με το περιεχόμενο που συνοψίζουν κάθε φορά.

      Η ζωή των ηρώων της επίσης, περνά μπροστά μας σαν κινηματογραφική ταινία και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί γεμάτη χρώματα, άλλοτε φωτεινά κι άλλοτε μουντά ανάλογα με τις διαθέσεις των προσώπων, μας κάνει να ξεχνιόμαστε κι, όταν κάποια από τις πράξεις ή τις επιθυμίες των ηρώων αγγίζει τις δικές μας γινόμαστε ένα μαζί τους και αγωνιούμε περισσότερο για το μέλλον τους.

      Πιστεύουμε πως οι περισσότεροι που θα πάρουν στα χέρια τους το πρώτο  μυθιστόρημα της Ειρήνης, δεν μπορεί παρά να σταθούν στο ιδιαίτερα καλαίσθητο εξώφυλλο, για να ευχαριστηθούν  το έξυπνο παιχνίδι μεταξύ λόγου και εικόνας και στη συνέχεια να το διαβάσουν, για να δώσουν τη δική τους εκδοχή στην πολυσημία του  τίτλου. Κι είναι αυτό μια πρόκληση για πολλούς, αφού το εν λόγω βιβλίο διαβάζοντάς το το πιθανότερο είναι πως δε θα βαρεθούν,  αφού είναι ένα βιβλίο που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μπορεί να μη βγουν σοφότεροι, αν έχουν υψηλές διανοητικές απαιτήσεις, αλλά οπωσδήποτε θα χαρούν ένα κείμενο που ο λόγος του ρέει χωρίς περιττά στολίδια και λογιοσύνη και θα ανασκαλέψουν μέσα στη δική τους ζωή και μνήμη πράγματα που τους καθόρισαν ή άλλα για τα οποία, αν και δεν έδωσαν πολύ σημασία ήταν καθοριστικά για τη ζωή τους. Και γιατί όχι, μπορούν να κάνουν κι αυτοί μια «επανάσταση», αφήνοντας τη σιγουριά και τις βεβαιότητες της ζωής τους, για να αναζητήσουν κάτι άγνωστο και δυσδιάκριτο που μπορεί να είναι το δικό τους πεπρωμένο που θα μυρίζει ορχιδέα!...

     Ευχαριστώ για την παρουσία σας.