Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Χριστόφορου Μηλιώνη «Τα πικρά γλυκά» 

«Σπίτι του Ηπειρώτη», Πάτρα 7 Νοεμβρίου 2008

 

Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας.

      Δεν ξέρω, αλλά όσο διάβαζα την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη που φέρει τον τίτλο «Τα πικρά γλυκά», σε δύο πράγματα ξεστράτιζε επίμονα ο νους μου. Το ένα ήταν τα πολυπόθητα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Ηπείρου, και τ’ άλλο, το ποίημα του αγαπημένου μου Αλεξανδρινού «Η πόλις» και ειδικά οι στίχοι που λένε: «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς/ τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς/ και μες τα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις».

      Κι ήταν αυτό το ξεστράτισμα του νου καθόλου τυχαίο, αφού ο συγγραφέας για άλλη μια φορά έσκυψε σεβαστικά σ’ όλα εκείνα που σηματοδοτούν το γενέθλιο τόπο κι έκανε μια καινούργια κατάθεση αγάπης σ’ αυτόν. Μιας αγάπης ανυπόκριτης,  αληθινής κι αναλλοίωτης στο πέρασμα του χρόνου. Τι,  αυτή η αγάπη, τόσο για τον συγγραφέα, όσο και για όσους κατάγονται απ’ την ορεινή πατρίδα, κρατά ασίγαστο τον πόθο τους γι’ αυτήν και τους μαγεύει και τους καλεί σε συνεχείς επιστροφές. Και με κάθε ευκαιρία επιστρέφουν!

      Κι ο Χριστόφορος Μηλιώνης επιστρέφει. Αυτή την πατρίδα έχει στο νου του και γυρίζει ξανά και ξανά στα τόπια της για να τ’ ακουμπήσει, να τ’ αφουγκραστεί και εν τέλει να πάρει δύναμη απ’ αυτά σαν τον μυθικό Ανταίο. Κι είναι του ίδιου τα λόγια που το επιβεβαιώνουν: «…Τόσον κόσμο πού να τον αφήσω; Τι τον περάσανε; Καφετέρια είναι, να πω δεν μου αρέσει εδώ, πάμε στην άλλη παρακάτω; Όλο φεύγω κι όλο εδώ γυρίζω. Πότε πότε με αυτοκίνητο και συνήθως χωρίς αυτοκίνητο. Το ταχύτερο είναι ο νους!...».

      Ναι, το ταχύτερο είναι ο νους. Και με αφορμή τα διηγήματα, τις ιστορίες όπως τα λέει ο συγγραφέας βάζουμε κι εμείς μπρος στα φτερά του νου και ταξιδεύουμε μαζί του! Κι είναι αυτό ένα συναρπαστικό ταξίδι, αφού ο συγγραφέας μέσα απ’ τη δική του μνήμη, ενεργοποιεί δικές μας μνήμες και μας κάνει να συνταξιδέψουμε στο γενέθλιο τόπο και σε πράγματα οικεία τόσο γι’ αυτόν όσο και για τους περισσότερους ανθρώπους της γενιάς του και όχι μόνο.

      Και εκφράζει λες αυθεντικά  όλους εκείνους, οι οποίοι κινημένοι απ’ την ίδια ανάγκη, την ανάγκη της βελτίωσης των υλικών συνθηκών και της αναζήτησης της μόρφωσης, άφησαν τις πατρογονικές τους εστίες και σκορπίστηκαν στα πέρατα του κόσμου. Έγιναν μετανάστες στην πατρίδα τους ή σ’ άλλους τόπους, έγιναν άνθρωποι των πόλεων, αποδέχθηκαν την καινούργια ζωή ή συμβιβάστηκαν μ’ αυτήν, αλλά δεν λησμόνησαν.

      Δεν αφέθηκαν να λησμονήσουν! Και δεν λησμόνησαν ούτε τον τόπο που πάνω του έκαναν τα πρώτα τους βήματα, ούτε τους ανθρώπους των χωριών τους με την οικεία λαλιά και τα συνήθεια τους,  ούτε τα τόπια που έπαιζαν με τους φίλους τους βόσκοντας στις ράχες και στις ρεματιές  τα ζωντανά, ούτε τα τόσα έθιμα που με κάθε ευκαιρία ευλαβικά τηρούσαν, ούτε τα δύσκολα χρόνια με την ανείπωτη φτώχια και τις καταστροφές, ούτε τον ξενιτεμό αγαπημένων προσώπων που μέσα από την απέραντη θλίψη που γεννούσε το φευγιό τους, γεννούσε ταυτόχρονα και πολλές ελπίδες για καλύτερες μέρες.

      Κι είναι, με τις όποιες διαφοροποιήσεις, και δικές τους εμπειρίες και δικά τους λόγια κι εκφρασμένα συναισθήματα, όσα γράφει ο συγγραφέας: «Όλοι μου λένε: Τι γυρεύεις και πας κι έρχεσαι συνέχεια στις ίδιες ερημιές; Χειμώνας μπαίνει καλοκαίρι βγαίνει, εσύ εκεί, με τα κοτσύφια στις ρεματιές και τους λαγούς στα χέρσα. Ποια κοτσύφια και ποιους λαγούς και ποια χέρσα; Ερημιές μονάχα και λογγώματα.

      Εντάξει, ανεβαίνεις καμιά φορά και πιο ψηλά, στα φτελιάδια του παπα-Μόσχου, όπου το χειμώνα, όταν έπεφτε χιόνι, πήγαινες με τα ξαδέλφια σου και κόβατε κίσσαρα για τα κατσίκια που είχαν αποκλειστεί στο κατώι. Και το καλοκαίρι βάζατε τα πρόβατα να βοσκήσουν στα θερισμένα. Ποια κατσίκια τώρα και ποια πρόβατα; Ούτε βέλασμα ζώου ούτε σκύλου γαύγισμα ούτε φωνή ανθρώπου. Ψυχή ζώσα».

      Ή αλλού: «…Οι δρόμοι κλείσανε, κανένας δεν έφευγε από το χωριό κανείς δεν ερχόταν. Αποκλείστηκε κι ο Γιώργος με τον πατέρα του στην Αμερική. Ούτε γράμμα δεν ερχόταν πια. Κι η μάνα του Γιώργου έλεγε τώρα τραυλίζοντας πάντα: «Ν’ ανοίξουν οι δλόμοι, να ’λθει ο Γιώλγος μου με τον πατέλα του από την Αμελική». Κι ώσπου να γίνει αυτό, «η ζωή συνεχιζόταν», που λέει ο λόγος – αλλά τρόπος του λέγειν. Πρώτα πρώτα, διότι για πάρα πολλούς δεν συνεχιζόταν. Πόλεμοι, βομβαρδισμοί, επιδρομές ξένων και δικών, εκτελέσεις και πυρπολήσεις χωριών. Κι αυτά τα έχουμε πει πολλές φορές. Και κανείς πια δε θέλει να τ’ ακούει, σχεδόν έχουν χάσει το νόημά τους. Άλλο θέλω να πω. Ότι και μέσα σ’ εκείνες τις συμφορές τα παιδιά συνέχιζαν τις δικές τους συνήθειες και τα δικά τους παιγνίδια. Και το σύνθημα το έδιναν οι χαρταετοί με τη δική τους θριαμβική εμφάνιση, μόλις έμπαινε η άνοιξη. Στους λόφους πάνω από το χωριό στον Αϊ –Νικόλα και στον Αϊ-Θανάση οι χαρταετοί φουρφούριζαν αισιόδοξα…».

      Έτσι απλά, με λιτό λόγο χωρίς περιττά λεκτικά φκιασίδια, καταθέτει με την πένα του ο Χριστόφορος Μηλιώνης τις κοινές εμπειρίες ανθρώπων που αποτελεί  κι αυτός ένα κομμάτι τους.  Κι όλα αυτά, ενώ για τους πολλούς αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ζωής τους και καθορίζουν συχνά τις επιλογές και τον τρόπο του ζην,  για τον συγγραφέα είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Διότι όλα τα βιώματα των χρόνων της αθωότητας ζουν βαθιά στη συνείδησή του και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον ψυχικό του κόσμο, τη σκέψη και την έμπνευσή του. Την έμπνευση, η οποία, ενώ ξεκινά από το προσωπικό βίωμα, από την ατομική μνήμη, με την ιδιαίτερη ματιά του λογοτέχνη φτάνει όχι μόνο να εκφράζει τη συλλογική μνήμη και ως ένα βαθμό  να τη διαμορφώνει, αλλά και να αντιπροσωπεύει το συλλογικό υποσυνείδητο σε πάνω από μια γενιές ανθρώπων.

      Και για το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της μνήμης στην έμπνευσή του είναι κάτι που ο ίδιος το επιβεβαιώνει:

      «…Τι κάθεσαι και θυμάσαι!», μου λένε μερικοί.

      «Μα αν δεν θυμάσαι», τους λέω, «είσαι ένα μαμούνι, σαν την κατσαρίδα του Κάφκα του Γκρεγκόρ. Βλέπεις γύρω σου τον κόσμο και τίποτε δεν καταλαβαίνεις. Βραδιάζει ξημερώνει, μονάχα αυτό. Ούτε πώς είσαι ένα μαμούνι καταλαβαίνεις…».                 

      Με τη μνήμη συνοδοιπόρο θα μπορούσαμε να πούμε, αντλεί την έμπνευσή του από τη βιωμένη εμπειρία και εκμεταλλεύεται με ιδιαίτερη δεξιότητα την τεχνική των συνειρμών. Ένα απλό περιστατικό αρκεί, για να αφυπνίσει τη μνήμη του αφηγητή και να τον κάνει να ταξιδέψει στο παρελθόν στην ιδιαίτερη πατρίδα και να μας αφηγηθεί βιώματα από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, αλλά και ιστορίες από το παρόν, με τις οποίες μας μιλάει για σύγχρονα ζητήματα που κι αυτές, όταν τις αφηγείται, κρύβουν μέσα τους κάτι απ’ το παρελθόν, λες κι από κει αντλούν την ύπαρξή τους.

      Και όλα αυτά τα ψιθυρίζει σχεδόν στ’ αυτί μας με την οικειότητα ενός φίλου, και μας μιλάει για τις σκέψεις του γύρω από την προέλευση του οικογενειακού του ονόματος, για στοιχεία της ατομικής του ταυτότητας και συγκεκριμένα για το πρόσωπό του, που σύμφωνα με κάποιον φωτογράφο «δεν είχε φωτογένεια», για την επαφή που είχε με τους μαθητές του στην αρχή της σταδιοδρομίας του, για τους δεσμούς που ανέπτυξε με φαντάρους και αξιωματικούς στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας,  για τον τρόπο που απέφυγε να ψηφίσει σε εκλογές με προκαθορισμένο αποτέλεσμα, για το εφηβικό στήθος της κοπέλας που έριχνε καλύτερα κι απ’ τ’ αγόρια το λιθάρι, και που μόλις το είδε μια μέρα στο παιγνιδαριό «άστραψε ο τόπος», αλλά και για  σύγχρονα θέματα, όπως είναι οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι που στερούν από τους ταξιδευτές την απόλαυση του τοπίου, όπως είναι οι μωροφιλοδοξίες των λογοτεχνών, αλλά και η αντιπάθεια πολλών πολιτών για τους μετανάστες.

      Σε όλες αυτές τις ιστορίες, ο αφηγητής Μηλιώνης, εκφράζει νοσταλγία και βαθύ καημό για όλα εκείνα που έζησε και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής του, αλλά δεν θρηνεί για όλα εκείνα που έζησε και έχουν χαθεί σχεδόν ανεπιστρεπτί. Γνωρίζει πως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Τι θα ωφελούσε άλλωστε, αν αυτό γινόταν; Μπροστά βλέπει ο συγγραφέας, αλλά γνωρίζοντας πως ένα απ’ τα καλύτερα ερείσματα στη ζωή είναι «οι πλάτες των προγόνων». Κάτοικος της πόλης πια εδώ και χρόνια, έχει αποτιμήσει και με το παραπάνω όσα είχε, όσα «έχασε» και όσα έχει. Με θυμοσοφική διάθεση, συχνά με χιούμορ και σαρκασμό, αναπλάθει τις ιστορίες του με τρυφερότητα και νοσταλγική διάθεση και με την αμεσότητα της γραφής του, η οποία αγγίζει συχνά τον τόνο της καθημερινής ομιλίας, μιλά κατευθείαν στην ψυχή του αναγνώστη, τον συγκινεί και  τον κάνει να νιώσει συμμέτοχος και κοινωνός της ζωής των ηρώων του.

      Ως άνθρωπος, λοιπόν, της πόλης που έχει τις ρίζες του βαθιά στα χώματα του γενέθλιου τόπου και κουβαλώντας μέσα του το ήθος αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη παράδοση κι έναν διαφορετικό κώδικα αξιών, αναπτύσσει έναν ιδιότυπο διάλογο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και δημιουργεί μια αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικές αξίες και διαφορετική στάση ζωής. Κι είναι αυτός ο διάλογος ένα μέσο, όχι μόνο για να μιλήσει για αξίες που έχουν απαξιωθεί και έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από την σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά για μιλήσει με παρρησία για τους δεσμούς του με τον τόπο και τους ανθρώπους του, για να μιλήσει για «Τα πικρά γλυκά» της ζωής που είναι αυτά κυρίως που της δίνουν τη μεγαλύτερη αξία.

      Κι έχω την πεποίθηση πως, όποιος διαβάσει «Τα πικρά γλυκά», του Χριστόφορου Μηλιώνη, καθόλου δεν θα πικραθεί, αλλά αντιθέτως θα γλυκαθεί, όπως γλυκαινόμασταν παιδιά απ’ την κουταλιά του κλεμμένου γλυκού απ’ το βάζο που η μάνα φύλαγε στην ξύλινη κασέλα ή στη θυρίδα του τζακιού για τους μουσαφιραίους! Διότι οι ιστορίες του μπορούν να γλυκάνουν την ψυχή όλων εκείνων που έχουν παρόμοια βιώματα με το συγγραφέα, αλλά και γιατί όχι και των σύγχρονων νέων, οι οποίοι πιστεύω πως ζώντας μέσα στην «ερημιά» του σύγχρονου κόσμου, θα βρουν μέσα τους τη ζεστασιά που αποπνέουν τα ηπειρώτικα τζάκια το χειμώνα, όταν καίγονται τα χοντρά κούτσουρα και μέσα απ’ τη χόβολη βγαίνει το άρωμα των ψημένων κρεμμυδιών και της καλαμποκίσιας κουλούρας!

      Κι, αν κάποτε το μέλλον αιφνιδιάσει τον άνθρωπο, μπορεί ετούτες οι ιστορίες του Χριστόφορου Μηλιώνη, αλλά και άλλες παρόμοιες να αποτελέσουν ένα ισχυρό αντιστύλι σ’ όσους θα δοκιμάζονται. Κι ίσως τότε, να μην είναι απλά ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά μια χρήσιμη για το μέλλον ανθρώπινη εμπειρία!...

      Ευχαριστώ για την παρουσία σας.