|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Γιώργου Στ. Σιμιτζή «Η φυσιολατρία του Δροσίνη»
«Σπίτι του Ηπειρώτη», Πάτρα, 9 Μαΐου 2009
Δημοσιεύτηκε: «Χρονικά», τόμος Ζ', σ. 116-122, έκδοση του Συλλόγου «Οι φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη», Κηφισιά 2010
Θα βραδιάζει η μέρα, όταν θα φτάνουμε
στου χωριού τ’ αποσκιωμένα αλώνια.
Θα φανούν λευκά τα χωριατόσπιτα
πίσω απ’ των πεύκων τ’ ακροκλώνια.
Μακριά θ’ ακούονται αρνιών βελάσματα.
Βραδινή καμπάνα θα σημαίνει.
Στη βρυσούλα βόδια θα ποτίζονται.
Θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.
Θα βαθιανασαίνουμε στο διάβα μας,
μυρωδιά από στάχυα θερισμένα.
Θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»,
χέρια από τον κάματο αργασμένα.
Από το κατώφλι αναμερίζοντας
του καιρού τ’ αγκάθια και τα χόρτα,
του κλειστού παλιόπυργου θ’ ανοίξουμε,
τη βαριά τη σιδερένια πόρτα.
Δεν ξέρω, αν για τους πολλούς αυτοί οι στίχοι του Γεωργίου Δροσίνη από το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Το φτάσιμο», μπορούν γενικότερα να συνταυτιστούν με το στίχο της «Ιθάκης» του Κ. Π. Καβάφη: «το φτάσιμον εκεί είναι ο προορισμός σου», αλλά πιστεύω πως για τους ανθρώπους που άνοιξαν τα μάτια τους στη ζωή κι ανάσαναν τις πρώτες τους ανάσες μέσα στο φως και τα αρώματα της ελληνικής φύσης, δεν μπορεί παρά, έστω και στις σκέψεις τους ή στις ονειροπολήσεις τους, να θέλουν να ’ναι, αν όχι ο μοναδικός, πάντως ένας, ίσως ο ποθητότερος απ’ τους «προορισμούς» της ζωής τους, το χωριό που γεννήθηκαν.
Αυτό κατά πως φαίνεται είναι πολλαπλά αναγνωρίσιμο και στα περισσότερα γραπτά του Γιώργου Σιμιτζή και μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο και στο τελευταίο του πόνημα, που φέρει τον τίτλο «Η φυσιολατρία του Δροσίνη». Διότι ο Γιώργος Σιμιτζής, ακόμα κι αν δεν το δηλώνει πάντοτε άμεσα, βαθιά μέσα του εμφορείται από μια ένθεη θα τολμούσα να πω αγάπη για ό, τι συνιστά τη ζωή του στο γενέθλιο τόπο, αφού ο τόπος, ως οικιστική, ως πολιτιστική ή ως περιβαλλοντική «μοναδικότητα» και όχι μόνο αποτελεί γι’ αυτόν σημαντικό σημείο αναφοράς και έμπνευσης. Είναι άλλωστε τόσο έντονη η λογική, αλλά κυρίως η συναισθηματική σχέση του μ’ αυτόν τον τόπο, που εκδηλώνεται μέσα σε κάθε του πνευματική δημιουργία με έναν λυρισμό που ξεχειλίζει από την έκφραση πλήθους συναισθημάτων.
Αν ο Γιώργος, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και γεμάτη καλοσύνη φύση, δεν είχε αποθησαυρισμένα μέσα στη μνήμη και την ψυχή του, με τόση ενάργεια, τόσα και τόσα βιώματα από τη ζωή του στο χωριό, μπορεί πάλι να προσέγγιζε όλα εκείνα που συνιστούν τη φυσιολατρία του Δροσίνη, αλλά δεν θα τα ένιωθε νομίζω με τον ίδιο τρόπο και τόσο βαθιά, ως «ανάσες γλυκοπαρηγοριάς», όπως λέει ο ίδιος, ως πράγματα οικεία και ιδιαίτατα αγαπητά. Όχι πως για να νιώσεις τη φυσιολατρία του Δροσίνη, πρέπει να ’σαι άνθρωπος που έχεις ζήσει οπωσδήποτε σε χωριό. Απλά, νομίζω πως ο Γιώργος, έχει τα ψυχικά και τα πνευματικά εφόδια, για να προσεγγίσει, και προσεγγίζει με το βιβλίο του, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο προβάλλεται η φυσιολατρία του Δροσίνη μέσα στο έργο του, αφού απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε μέσα στην αγκαλιά της φύσης μεγάλωσε και είχε την ευκαιρία να «συνομιλήσει με τη φύση στη γλώσσα της σαν οι παλιοί μαστόροι με την πέτρα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει εκείνος για το Δροσίνη.
Και δεν έχουμε χρεία αποδείξεων για τα ανωτέρω, όταν τα λόγια του ίδιου στον πρόλογο του βιβλίου του, μιλούν από μόνα τους: «…Αλήθεια!», σημειώνει, «Εμένα η μνήμη μου δεν με πλανεύει σαν μερικοί πλανόδιοι μικροπωλητές και γυρολόγοι παλιά το χωριατόκοσμο. Απεναντίας. Με ορμηνεύει και μου παραστέκεται. Μου τα θυμίζει όλα με ανακλητή ενάργεια και διαύγεια σκέψης. Μου θυμίζει πότε ακριβώς και σε ποια τάξη ήμουνα, όταν πρωτογνωρίσαμε με συγκινητικότητα απ’ το δάσκαλό μας – λάτρη και θαυμαστή του Δροσίνη – αυτό τον Μεγάλο ποιητή και πεζογράφο.
Σάμα να ’γινε προχτές μου φαίνεται και σήμερα να τελώ υπό μέθεξη και μέθη στον θελκτικό ηδυαπόηχό του. Θυμάμαι εκείνες τις μέρες στο χωριό. Δυο ολάκερες εβδομάδες θέλαμε ως τις χρονιάρες μέρες, τα Χριστούγεννα.
Οι βουνοκορφές τριγύρω ήταν χιονοστεφανωμένες και πάλλευκες. Βαστάγαν τα χιόνια, σαν η φτωχολογιά τα πάθια και τα βάσανα.
Έκανε κρύο και τα ξερακιανά και χλωμά στο πρόσωπο χωριανόπαιδα χαίρονταν. Κοκκίνιζαν τα μαγουλάκια τους και φωνάζαν στη γειτονιά και στους κοντινούς μαχαλάδες τους και λέγαν ολοχαρούμενα:
- Κοιτάξτε! Κοκκίνισαν κι εμένα τα μάγουλά μου λίγο. Κοιτάξτε! Έγιναν κόκκινα, σαν τα μάγουλα, που ’χουν τα βλαχόπουλα, όντας γυρίζουν Οκτώβριο μήνα απ’ τα βουνίσια στανοτόπια τους για τα ζεστοκαμπίσια χειμαδιά.
………………………………………………………………………………………
Είχε τσουχτερό κρύο εκείνες τις μέρες, δυο βδομάδες πριν τις χρονιάρες μέρες, τις επίσημες μέρες, τα Χριστούγεννα.
Τότε θυμάμαι ο καθόλα σεβαστός δάσκαλός μας, που ήταν αποδεδειγμένα και δεδηλωμένα θαυμαστής και λάτρης του Γ. Δροσίνη με μεταλλική φωνή, που τη χρωμάτιζε, όταν η στιγμή το απαιτούσε, μας διάβαζε στην αίθουσα Διδασκαλίας το ποίημα «Χώμα ελληνικό»...
………………………………………………………………………………………
Μας άρεσαν από το Δημοτικό, οι αναγνώσεις και οι εμβαθύνσεις αυτών των ποιημάτων απ’ το δάσκαλό μας, γιατί δεν ήταν ξένα με τις παραστάσεις, την εμπειρία και τις εποπτείες μας. Γειτνίαζαν με τον κύκλο των ενδιαφερόντων μας άμεσα. Ήταν κατ’ άλλη έκφραση για μας τα χωριατόπαιδα, «οπτικά, εποπτικά και απτικά» δεδομένα. Εμείς με αυτά ενηλικιωθήκαμε, μεγαλώσαμε και μεστώσαμε κατά κύριο λόγο.
Ο δάσκαλός μας, φυσικά και αβίαστα, μας διάβαζε και πεζά και επέμενε στο λαογραφικό πλούτο, στις δεινές περιγραφές από καθημερινές σκηνές του κοινωνικού βίου, στο χαρακτηρισμό προσώπων όπως του Ραμανάτου από «το Ανθισμένο Ξύλο»!
Από τότε έμεινε στη μνήμη μου που γι’ αυτόν ξένη ήταν η φύση από τα νεανικά του χρόνια. Άνθρωπος στεγνός, που θα γινόταν ασκητής στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Δεν έσκυψε ποτέ να κόψει ένα λουλούδι. Δεν πρόσεξε ποτέ κελάδημα πουλιού»…
Αν υπήρχε χρονικό περιθώριο σας ομολογώ πως θα ήθελα να σας διαβάσω όχι μόνο αυτό το απόσπασμα του προλόγου, αλλά ολόκληρο το βιβλίο του Γιώργου Σιμιτζή, αλλά αφού αυτό δεν είναι εφικτό, περιορίζομαι να πω με παρρησία, κάτι που ίσως πολλοί από σας διακρίνατε. Πως ένα στοιχείο που συνταυτίζει, το Γιώργο, αυτόν τον αισθαντικό μελετητή του Δροσίνη με τον ίδιο τον ποιητή είναι οπωσδήποτε η γλωσσοπλαστική του δεινότητα. Ο ίδιος ενώ παρατηρεί, θαυμάζοντας, πως ο Δροσίνης «Πρωτάκουστες και σπανίζουσες λέξεις χωρίς αιδώ και φειδώ αφιέρωσε σε αυτά, που είδε και χαιρέτησε στοχαστικά!» ή αλλού «εκείνο που εμποιεί όλως ιδιαίτερη εντύπωση, είναι οι σύνθετες λέξεις και αποφαίνεται στην πράξη πως ο Δροσίνης είναι τολμηρός γλωσσοπλάστης. Οι λέξεις: αρματοδρόμισσα, ψηλοκρέμαστα, αρκουδόβατοι, λαμπροφέγγισμα, ουρανόπορτα, τρισκόταδο, γυμνότοπος, χρυσοτεύκτο, ηλιοκαής κλπ., είναι αληθινοί αρμοί του ογκώδους πνευματικού έργου του! Είναι τα ανοξείδωτα τιμαλφή της σκέψης του!», ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να μιλάει έμμεσα για τον δικό του τρόπο γραφής.
Έναν τρόπο γραφής ιδιαίτερο που έρχεται να ταιριάξει λες μ’ αυτή του ποιητή. Και κάνοντας αυτή τη διαπίστωση καθόλου δεν υποτιμά κανείς την αξία των δημιουργιών του Δροσίνη, απλά θεωρώ πως ο Γιώργος, ως σύγχρονος αποδέκτης της πνευματικής του δημιουργίας είναι ένα πολύ κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσει για κείνον κι αισθάνομαι πως ο Δροσίνης θα ’ταν πολύ ευχαριστημένος με τούτη την προσέγγιση της φυσιολατρίας του από το Γιώργο Σιμιτζή. Και τούτο, γιατί έχουν κοινή σχεδόν αφετηρία για το ιδιαίτερο δέσιμό τους με τη φύση, αφού κι οι δυο στέκονται απέναντι της με περισσό θαυμασμό, με βαθύτατο σεβασμό και με μια απέραντη ευγνωμοσύνη, εκστασιαζόμενοι συχνά απ’ όλα αυτά που βλέπουν να συμβαίνουν σ’ αυτή και τους συγκλονίζουν.
Από τη φύση άλλωστε τους έλκουν όχι μόνο τα, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θεωρούμενα σημαντικά. Ο Δροσίνης, σημειώνει ο συγγραφέας «κουβεντιάζει ανεπίπλαστα με την ανθισμένη αμυγδαλιά, τα άνθη του γκρεμού, με του μοναστηριού τα κιόσκια, όταν πέφτουν του βουνού τ’ απόσκια, τον ανώνυμο ξεροπόταμο, τον πυκνόφυλλο θάμνο, το ταξιδιάρικο πουλί, την πρασινόστηθη σαύρα, τον λεμονανθό, το λιοβρόχι, τα χαμομήλια, στου ωραίου τον κάμπο διάφανα, τα ατρύγητα σταφύλια, το λιβάδι τ’ όνειρο της μέλισσας, τη χλόη κατάχαμα, τα απριλιάτικα ρόδα και τη βρυσούλα». Αλλά κι ο ίδιος, για να εκφράσει τις σκέψεις του για κείνον και όχι μόνο, πλάθοντας εύηχες και πλούσιες σε περιεχόμενο λέξεις ή δημιουργώντας φράσεις με ωραίες παρομοιώσεις, δεν έχει ως αφετηρία την πλούσια τράπεζα της φύσης και τη ζωή των ανθρώπων κοντά σ’ αυτή, πράγματα δηλαδή που δεν κουβαλά μόνο στο DNA του, για να χρησιμοποιήσω μια σύγχρονη διατύπωση, αλλά τα έχει κατάβαθα στο είναι του και αποτελούν «κάστρο απόρθητο και πόλη ακούρσευτη, οι ακατάλυτοι δεσμοί του με την αέναη τάξη του είναι και του γίγνεσθαι της φύσης», για να χρησιμοποιήσω αυτή τη φράση που εκείνος χρησιμοποιεί πάλι για το Δροσίνη;
Και μπαίνω στον πειρασμό να αναφέρω κάποιες λέξεις και κάποιες παρομοιώσεις απ’ αυτές που δημιουργεί ο Γιώργος. Για όσους γνωρίζουν τον τρόπο γραφής του θα είναι πιστεύω ένα ευχάριστο άκουσμα και για όσους πρώτη φορά σήμερα έρχονται σε επαφή με το συγγραφικό του τάλαντο ελπίζω να αποτελέσουν ένα ερέθισμα για μια βαθύτερη γνωριμία τους μ’ αυτό.
Δεν είναι αλήθεια πολύ ιδιαίτερες οι λέξεις: ιλαροφωτίζουσα, ολοφλογόφεγγος, ισιολιγνοψηλόκορμη, αρωμοανθόσταμα, ηχοευμίλητα, γλαφυρόβριτα, μυριανθοστόλιστη, ξανθομελίχρυσο, γλυκομοσχόανθο ή οι παρομοιώσεις όπως: «ήταν και χρόνος για ν’ αποδράσει και να ταξιδέψει ο στοχασμός του, σαν πανδαμάτορας στο μεγαλείο της φύσης!», «μαράθηκε, σαν απότιστος ανθός», «φυλλομετράς τα «Άπαντά του» και … χαίρεσαι, σαν οι παλιοί βοσκοί όταν χάνανε τα γιδιπρόβατα και τα βρίσκαν» και τόσες άλλες που είναι διάσπαρτες στις σελίδες του βιβλίου;
Και όλη τούτη η καταγραφή του Γιώργου που έχει ως αφετηρία την αρχέγονη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, διαβαίνει μέσα απ’ τη φυσιολατρία των αρχαίων Ελλήνων και εν τέλει μας οδηγεί στη φυσιολατρία του Δροσίνη και στη σύγκρισή της με τη φυσιολατρία, όπως αυτή εκδηλώνεται στο δημοτικό τραγούδι, έρχεται έχω την αίσθηση σε μια πολύ κατάλληλη εποχή. Όχι πως η φύση, ανάλογα με τις εποχές, έχει άλλη αξία. Αυτή πάντοτε έχει την αξία της. Απλά πολλοί άνθρωποι, ανάλογα με τις εποχές της φέρονται με περισσότερο, με λιγότερο ή με καθόλου σεβασμό.
Διότι στις μέρες μας που πολλοί άρχισαν να ενδιαφέρονται ουσιαστικά ή επιφανειακά με ό, τι αφορά το περιβάλλον, αλλά πολύ λίγοι, έτσι καθώς έχουν μεγαλώσει μακριά απ’ τη φύση, μπορούν να νιώσουν πραγματικά το μεγαλείο της, ετούτο το βιβλίο του Γιώργου Σιμιτζή, είναι μια αφορμή και δίνει και μια ελπίδα.
Μια αφορμή για να προσεγγίσουν περισσότεροι άνθρωποι, αρχικά μέσα απ’ τη ματιά του Γιώργου, τον ποιητή και πεζογράφο που συντρόφεψε πολλές γενιές στα σχολικά τους αναγνωστικά, αλλά κυρίως την αφορμή για να συνειδητοποιήσει μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων πως ένας πνευματικός δημιουργός σαν το Γεώργιο Δροσίνη δεν έγραψε μόνο για τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά είναι πολλαπλά επίκαιρος και κατά κάποια έννοια συγκαιρινός. Διότι ο Δροσίνης, αυτός ο διανοούμενος αστός της bell epoch, όπως πολύ ορθά σημειώνει ο συγγραφέας, «μας δίδαξε με την υψηλή και περιπαθή φυσιολατρία του πολλά, για ν’ αγαπήσουμε κι εμείς στη μυστική πρώτη αξία τη Φύση και τη ζωή. Μας δίδαξε ότι όλα στη φύση λειτουργούν άψογα, τέλεια, συνεργάσιμα, ήρεμα σαν θεϊκή αταραξία και έχουνε ειρμό και ευταξία».
Και όσον αφορά την ελπίδα, αυτή γεννιέται έτσι κι αλλιώς μέσα από την ανάγνωση βιβλίων σαν κι αυτό, αλλά κυρίως από τη διαπίστωση ότι αυτή την εποχή και σ’ αυτό τον τόπο, υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν την πνευματική ιστορία αυτού του λαού και την προβάλλουν. Και δεν την προβάλλουν ως έτυχε, αλλά αφού έχουν πρώτα εντρυφήσει με αληθινή αγάπη σ’ αυτή. Κι αν ο Δροσίνης, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας «χωρίς τη φύση θα διάλεγε τη σιωπή», ίσως κι ο ίδιος, χωρίς την εμπνευσμένη φυσιολατρία του Δροσίνη με την οποία κατάφερε να ταυτιστεί νοητικά και ψυχολογικά, να διάλεγε τη σιωπή!...
Μετά απ’ αυτή τη σύντομη αναφορά στο πόνημα του Γιώργου Σιμιτζή και στο έργο του Γεωργίου Δροσίνη που το ενέπνευσε δεν θα μπορούσα παρά να πω πως «αληθινά κυρτώνουν οι ώμοι μου, σαν του γέροντα με το διάβα του χρόνου και σαν το παραφορτωμένο πολύκαρπο κλαδί», όπως γράφει εμφατικά ο Γιώργος Σιμιτζής για το σεβασμό που νιώθει για τον σημαντικότατο ποιητή και πεζογράφο, και να πω πως κι εγώ νιώθω σεβασμό ξεχωριστό για το έργο και των δύο.
Ευχαριστώ.
Βιβλιογραφία
1. Γιώργος Σιμιτζής, Η Φυσιολατρία του Δροσίνη, έκδ. Συλλόγου «Οι φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη», Αθήνα 2009.
2. Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα Α', εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1978.