Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: 

Η παράδοση της Ροδαυγής - Μια κριτική προσέγγιση

Ξενώνας «Μαρούσιω», Ροδαυγή 16 Μαΐου 2009 

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδες: "Arta - news", "Ηχώ της Άρτας", 21-5-2009, σ. 6, "Μαχητής", 21-5-2009, σ. 6, "Η γνώμη", 21-5-2009, σ. 15, "Η Φωνή του αγρότου", 22-05-09

 

Αγαπητοί φίλοι καλωσορίσατε  στο χωριό μας.

      Είναι ιδιαίτερη τιμή για μας που επιλέξαμε τη Ροδαυγή για να περάσετε αυτό το μαγιάτικο Σαββατόβραδο. Εύχομαι να έχετε ευχάριστη διαμονή και να πάρετε μαζί σας πολύ όμορφες αναμνήσεις.

      Όταν πριν λίγο καιρό η αγαπημένη μου φίλη Μαρία Παπαβασιλείου, μου ζήτησε να παρευρεθώ σ’ αυτή τη συνάντηση και να μιλήσω σ’ όλους εσάς για τον τόπο μας, δέχθηκα με μεγάλη χαρά την πρόσκληση - πρόκληση, αν και σκέφτηκα πως είναι πολύ δύσκολο μέσα σε λίγο χρόνο να πω όσα θα ήθελα να μάθετε για τον τόπο που μας γέννησε. Όπως και να ’χει θα προσπαθήσω, όσο πιο περιεκτικά μπορώ, να σας ταξιδέψω μέσα απ’ τα προσωπικά βιώματα, τις μνήμες και την έρευνα που έχω κάνει γράφοντας τη λαογραφική μου μελέτη για τη Ροδαυγή με τίτλο «Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής».

      Η Ροδαυγή και οι κάτοικοί της κατά πως φαίνεται έχουν μακρόχρονη παρουσία πάνω σ’ αυτά τα χώματα. Τα σωζόμενα ερείπια, καθώς επίσης και πήλινα αγγεία που βρέθηκαν κατά το όργωμα των χωραφιών γύρω στα 1960, λίγο έξω από το κέντρο του χωριού στη θέση Κακολάγκαδο, που κάποιοι τα ταυτίζουν με το αρχαίο Αθήναιον,  αν και δεν έχει γίνει συστηματική ανασκαφή, δηλώνουν πανάρχαια ανθρώπινη παρουσία.

      Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση είναι πως οι άνθρωποι του χωριού μας, αλλά και της ευρύτερης κοιλάδας του Αράχθου χρησιμοποιούν στον καθημερινό τους λόγο κάποιες όχι και πολύ συνηθισμένες στην εποχή μας λέξεις της αρχαίας ελληνικής με την ίδια ακριβώς σημασία που τις έλεγαν και οι αρχαίοι. Και για του λόγου το αληθές σημειώνω κάποιες: άζωστος «αυτός που δε φόρεσε τη ζώνη του λόγω βιασύνης», φρ. άργησα και κίνησα άζωστος - άκλαυτος «αυτός που δεν μοιρολογήθηκε στο θάνατό του από τους οικείους του», φρ. πάει (πέθανε) άκλαυτος στα ξένα - απόξενος «πολύ ξένος», στη φρ. γίναμαν ξένοι κι απόξενοι, βάζω «κάνω θόρυβο, φλυαρώ, βουίζω», φρ. βάζουν τα λαγκάδια απ’ το νερό/ βάζει ο τόπος απ’ τα κλαρίνα - λάσιος «πυκνός, μαλλιαρός», φρ. λάσια στήθια και πολλές άλλες. Επίσης πολλά απ’ τα έθιμα που επιβιώνουν ακόμα και σήμερα, σε κάποια απ’ τα οποία θα αναφερθώ παρακάτω, καθώς και πολλές άλλες ανθρώπινες δράσεις και συμπεριφορές έχουν πανάρχαιες καταβολές.

      Όσον αφορά τους κατοίκους, οι περισσότεροι έχουν δωρικά χαρακτηριστικά και στην όψη και στο χαρακτήρα, ενώ  στην κοινωνική δομή του χωριού μόλις τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα άρχισαν να παρατηρούνται κάποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις. Διότι η οικογένεια είχε τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής οικογένειας, αφού ήταν θεμελιωμένη στο θεσμό της μονογαμίας, είχε μακραίωνη πατριαρχική – ανδροκρατική παράδοση και μπορούμε να πούμε πως αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό δείγμα «εκτεταμένης» οικογένειας μέσα στην οποία συμβίωναν τις περισσότερες φορές τρεις γενιές: παππούδες, παιδιά, εγγόνια.

      Αν και η οικογένεια ήταν πατριαρχικά δομημένη, επέλεξα να σας πω δυο λόγια για τη θέση της γυναίκας, η οποία, αν και γενικά πιστεύεται πως ήταν υποβαθμισμένη, στην πραγματικότητα ήταν εξαιρετικά σημαντική, αφού εκείνη με την πολλαπλότητα των ρόλων που αναλάμβανε, αναδεικνύονταν σε κυρίαρχο πρόσωπο για τη λειτουργία της κοινωνίας του χωριού. Η γυναίκα ήταν πρώτιστα σύζυγος, αλλά ταυτόχρονα μητέρα και παιδαγωγός, συνέβαλε σημαντικά στην οικονομία του οίκου με την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών της οικογένειας, με την κατασκευή του απαραίτητου ρουχισμού και με τη συμμετοχή της σε αγροτικές εργασίες. Αλλά και στη ζωή της κοινότητας έπαιζε σημαντικό ρόλο, αφού συχνά παρενέβαινε με τα γιατροσόφια της ως γιάτρισσα, με τις διαμεσολαβήσεις της ως προξενήτρα, με την παρουσία της κοντά σε κάποια επίτοκο ως μαμή, με τη βοήθειά της στις ετοιμασίες του γάμου, με την παρουσία της και την απαραίτητη βοήθειά της στο σαβάνωμα του νεκρού και σε πολλά άλλα.

      Γενικότερα οι κάτοικοι του χωριού, αν και οι αγροτικές κοινωνίες είναι δεκτικές των αλλαγών με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ότι οι ανοιχτές κοινωνίες, εν τούτοις η απόφαση πολλών κατοίκων να στείλουν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα, κάνοντας οι ίδιοι πολλές οικονομικές θυσίες, άλλαξε σταδιακά τα δεδομένα και η κλειστή αγροτική κοινωνία μετεξελίχθηκε.  Πολλοί απ’ τους γονείς παρέμεναν στο χωριό, τα παιδιά, ενώ είχαν ανοίξει τα φτερά τους αλλού επέστρεφαν και επιστρέφουν με κάθε ευκαιρία. Έτσι, αν κι αυτοί που φεύγουν κι επιστρέφουν φέρνουν μαζί τους και καινούργιες αντιλήψεις για τον τρόπο του ζην, ερχόμενοι πίσω, πολλοί απ’ αυτούς εξακολουθούν να συμμετέχουν σε πολλά λαϊκά «δρώμενα», τα οποία ήταν και δικά τους παιδικά ή νεανικά βιώματα με αποτέλεσμα  ακόμα και σήμερα που το χωριό έχει χάσει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά της κλειστής αγροτικής κοινωνίας οι κάτοικοι να εξακολουθούν να τηρούν αρκετά απ’ τα έθιμα, τα οποία είχαν γεννηθεί στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας.

      Η αλήθεια είναι ότι άνθρωποι σαν και κάποιους από μας που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο χωριό, δεν μπορεί παρά να έχουμε πολύ δυνατά βιώματα απ’ όλες τις δραστηριότητες των κατοίκων. Και όπως σ’ όλες τις αγροτικές κοινωνίες τα πάσης φύσεως έθιμα σχετίζονται άμεσα με τον κύκλο του χρόνου και με τον κύκλο της ζωής, όλα έρχονται με ανακλητή ενάργεια στο μυαλό και συχνά με τη χρονική σειρά που τελούνταν ή τελούνται ακόμα.

      Και θυμόμαστε  τα φθινοπωρινά έθιμα, τα οποία έκλειναν με τα πολυσπόρια που έφτιαχναν και αρκετές νοικοκυρές φτιάχνουν ακόμα και σήμερα, στη γιορτή  των Εισοδίων της Θεοτόκου, αλλά και του αγίου Ανδρέα, έθιμο που παραπέμπει κατευθείαν στην παγκαρπία των αρχαίων Ελλήνων, που κι αυτοί την έφτιαχναν στο τέλος του φθινοπώρου, για να γιορτάσουν τη συγκομιδή των καρπών και να ευχαριστήσουν τους θεούς.

      Και θυμόμαστε τα χειμωνιάτικα έθιμα, με κυρίαρχα εκείνα των Χριστουγέννων. Ποιος δεν θυμάται τα γιορτιάτικα ψωμιά, τα λουκάνικα, τις τσιγαρίδες και τους λαχανοντολμάδες με τον τρόπο που τα έφτιαχναν και τα φτιάχνουν οι γυναίκες του χωριού αυτές τις μέρες; Ποιος ξεχνά το «πάντρεμα» της φωτιάς τα βράδια του Δωδεκαημέρου και το «τάισμα» της βρύσης το ξημέρωμα των Χριστουγέννων; Πιστεύω κανένας.

      Θυμόμαστε και τα ανοιξιάτικα έθιμα. Με κυρίαρχα εκείνα της Αποκριάς, με τις αταίριαστες μεταμφιέσεις, την «τέλεση» του γάμου, καθώς και το γαϊτανάκι στην πλατεία του χωριού, αλλά και την αρμυροκουλούρα που έφτιαχναν τα κορίτσια την Καθαρή Δευτέρα μετέχοντας σε πράξεις ερωτικής μαντείας. Και τα έθιμα της Λαμπρής επίσης, που ξεκινούσαν με το τραγούδι που τραγουδούσαν τα παιδιά το Σάββατο του Λαζάρου, συνέχιζαν με όλα τα έθιμα της Μ. Εβδομάδας, κορυφώνονταν με τα έθιμα της Ανάστασης και με τα πανηγύρια που ακολουθούσαν την Εβδομάδα της Διακαινησίμου, με κορυφαία εκδήλωση το καγκελάρι την Τρίτη της Λαμπρής στην πλατεία του χωριού.

      Θυμόμαστε και του καλοκαιριού τα έθιμα, όπως τις ερωτικές μαντείες πάνω από πηγάδια τ’ αϊ- Γιαννιού του Κλήδονα, τα πανηγύρια του καλοκαιριού επίσης, με κορυφαίο εκείνο της αγίας Παρασκευής που κλείνει με το καγκελάρι, αλλά  και όλα εκείνα που σχετίζονται με πράξης αποτρεπτικής μαγείας, για να διωχθεί το κακό από ανθρώπους, κτήματα και ζωντανά και να έρθει η καλομοιριά και η ευτυχία στο σπιτικό του καθενός και εν τέλει στην κοινότητα.

      Θυμόμαστε και τα  έθιμα που βλέπαμε να τηρούνται στις γεννήσεις, για προστασία των βρεφών και των μητέρων τους, στους γάμους για να ’χουν οι νιόπαντροι ευτυχισμένη ζωή και στις κηδείες για να ’χουν, όσοι έφευγαν για το επέκεινα αναπαυμένη ψυχή.

      Θυμόμαστε τα νυχτέρια που γίνονταν, για να ξεφλουδιστούν τα καλαμπόκια, για να περάσουν οι ατελείωτες νύχτες του χειμώνα με το γνέσιμο και το κέντημα των μανάδων και των γιαγιάδων μας ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Κι ως παιδιά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα παραμύθια, τις ιστορίες, τους μύθους, τα αινίγματα και τόσα άλλα είδη του έντεχνου προφορικού λόγου με τα οποία διανθίζονταν οι βραδιές των νυχτεριών κι απαλύνονταν ο κάματος. Και οι νυχτερινές συνάξεις που δεν γίνονταν μόνο για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για να αποχαιρετήσουν με δείπνο, όποιον έφευγε για την ξενιτιά, για να απαλύνουν τον πόνο όποιων είχαν αποχαιρετήσει πρόσφατα κάποιον δικό τους για το χωρίς επιστροφή ταξίδι, αλλά και για να φάνε τα παραδοσιακά φαγιά και να γλεντήσουν με αφορμή κάποια αρραβωνιάσματα, κάποιο γάμο και ένα σωρό άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, στις οποίες μπορούσε να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο τις περισσότερες φορές συμμετείχαν στις χαρές και τις λύπες των άλλων.

      Θυμόμαστε και τα παιχνίδια μας. Το κρυφτό, τη σκλέντζα (ξυλίκι), το σκορδομπάτσο (κότσια), τα πεντόβολα, το πατώ, τις αμάδες και τόσα άλλα! Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού το παιχνίδι καθόρισε αποφασιστικά όχι μόνο την παιδική μας ηλικία, αλλά ολόκληρη τη ζωή μας; Και σήμερα  που βλέπουμε τα παιδιά να παίζουν πολύ λιγότερο από μας, διότι με ευθύνη των μεγάλων δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις, στους οποίους θα μπορούσαν να βγουν και να εκτονώσουν την ενεργητικότητά τους, νιώθουμε ευτυχείς που, αν και μεγαλώσαμε στερημένοι από πάρα πολλά υλικά αγαθά, παίξαμε τόσο πολύ που πλουτίσαμε από ανεπανάληπτες και μοναδικές εμπειρίες.

      Θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλες εκτενέστερες αναφορές σαν τις προηγούμενες, αν είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, αλλά επειδή δεν έχουμε, μπορούμε απλά να πούμε πως σήμερα, όπως προανέφερα, αρκετά από αυτά τα έθιμα τελούνται λες και δεν άλλαξε τίποτα από τα χθες, πολλά άλλα όμως τελούνται πλημμελώς ή και καθόλου.

      Σε συνάρτηση μ’ αυτή τη διαπίστωση, μπορούμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις οι οποίες φαίνεται πως έχουν πανελλήνιο ενδιαφέρον.  Η μία αφορά τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε όλα εκείνα που συνιστούν την κατά τόπους παράδοση, η οποία φαίνεται να επηρεάζει λίγο ως πολύ τους περισσότερους, τόσο που να αισθανόμαστε μερικές φορές πως ζούμε κυριολεκτικά «πατώντας» με το ένα πόδι στην παράδοση και με το άλλο στη σύγχρονη εποχή. Πολλοί μάλιστα, ενώ έχουν γεννηθεί ή ζουν μέσα στην καρδιά των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, μέσω της οικογένειας, των διαφόρων συλλόγων και όχι μόνο, προσπαθούν να κρατήσουν τους δεσμούς τους με τις ρίζες τους, μ’ αυτό δηλαδή που στον κάθε τόπο καταγωγής κυρίως συνιστά την παράδοση.

      Η άλλη επισήμανση αφορά αυτό που παρατηρεί κανείς να συμβαίνει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και μέσα στα πλαίσια μιας «σύγχρονης» αντιμετώπισης, θα μπορούσαμε να πούμε, της παράδοσης, όχι απαραίτητα στις αγροτικές περιοχές,  και που δεν είναι άλλο από μια τάση αναβίωσης τοπικών εθίμων, η οποία έχει συνήθως ως κίνητρο και λειτουργεί ως δέλεαρ για την τουριστική ανάπτυξη του κάθε τόπου.

      Τελικά, οι ατομικές ή συλλογικές συμπεριφορές που δηλώνονται μέσα από αυτές τις επισημάνσεις τι φανερώνουν στ’ αλήθεια; Μήπως ο άνθρωπος θέλει εντελώς ρομαντικά να βιώσει τα πράγματα του παρελθόντος ή  μήπως θέλει πραγματικά να γευτεί, έστω κι από απόσταση τη ζωή των προγόνων μέσα από τα έθιμά τους; Ή εν τέλει ζώντας μέσα στους γρήγορους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, κουρασμένος από την τύρβη των μεγαλουπόλεων θέλει να ξανασυναντηθεί με τη φύση, με την ύπαιθρο, με τη μάνα γη;

      Όποια και να είναι η απάντηση, σημασία έχει ότι όσα ροκανίζει ανελέητα ο χρόνος, όταν οι άνθρωποι αδιαφορούν γι’ αυτά ή απλά δεν τα χρειάζονται, είναι πολύ δύσκολο να τα βιώσουν ή να τα αναβιώσουν στην πραγματική τους διάσταση.

      Κι αυτό, διότι τα έθιμα των αγροτικών κοινωνιών ήταν συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή των ανθρώπων αυτών των κοινωνιών. Όταν η νοικοκυρά της Ροδαυγής πήγαινε τη λαμπριάτικη  κουλούρα με τα κόκκινα αυγά και το νεοπηγμένο τυρί να τα ευλογήσει ο ιερέας μετά το πέρας της Αναστάσιμης θείας λειτουργίας, εύχονταν και προσδοκούσε μέσα απ’  την τήρηση αυτού του εθίμου με τα πανάρχαια σύμβολα του ψωμιού, του αυγού και του γάλακτος, να ευλογηθούν όλα όσα συνιστούν την αγροτοποιμενική ζωή της οικογένειας. Όταν πάλι την ημέρα της γιορτής των Φώτων, ο κάθε αγρότης «αγίαζε» με τον αγιασμό τα κτήματα και τις καλύβες που είχε για τα ζωντανά ή απλά τις χρησιμοποιούσε ως αποθηκευτικούς χώρους της σοδειάς του, τα ίδια πράγματα εύχονταν και προσδοκούσε.

      Φυσικά κάποια απ’ αυτά τα έθιμα, εκτός που έχουν να αντιμετωπίσουν το χρόνο και την αλλαγή των συνθηκών, έχουν να αντιμετωπίσουν και τη διαχρονική πολεμική εκείνων που τα θεωρούν παγανιστικά, μπορεί πολλά να είναι κιόλας, πράγμα όμως που δεν εμπόδιζε τους ανθρώπους της καθαρά αγροτικής κοινωνίας να τα τηρούν παράλληλα με όλα τα θεοτικά πράγματα που πίστευαν.

      Αλλά και οι άνθρωποι που γαλουχήθηκαν μ’ αυτά τα έθιμα πόσο εύκολο είναι να τα μεταφέρουν στα παιδιά τους που ζουν μια εντελώς διαφορετική ζωή απ’ αυτούς; Πώς μπορεί πραγματικά ένας νέος σήμερα, ειδικά αυτός που ζει στην πόλη και περνά πολλές απ’ τις ώρες της ημέρας μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, τηλεόρασης κλπ., έτσι όπως ζει τον περισσότερο καιρό αποκομμένος κυριολεκτικά από τη φύση, να κατανοήσει τη λειτουργία ή την αναγκαιότητα της τήρησης ενός εθίμου που σχετίζεται άμεσα με τη δράση του ανθρώπου μέσα στη φύση ή καλύτερα με τη συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση;

      Ακόμα και οι πολιτιστικοί σύλλογοι που ως έναν από τους σκοπούς τους έχουν θέσει  τη διατήρηση της παράδοσης τι κάνουν πραγματικά και πόσο είναι κοντά σ’ αυτό το στόχο; Αρκεί μόνο να διατηρούν οι περισσότεροι  χορευτικά τμήματα, τα οποία ενδύονται με παραδοσιακές φορεσιές, άλλοτε σε καλές κι άλλοτε σε απαράδεκτες απομιμήσεις; Αρκεί να κάνουν κάποιες εκδηλώσεις που τις λένε πολιτιστικές που αυτό σημαίνει τις περισσότερες φορές να φέρουμε ένα συγκρότημα παραδοσιακής μουσικής, να πιούμε μπύρες και να χορέψουμε;

      Προφανώς η παράδοση δεν είναι μόνο ο χορός και το τραγούδι και δεν είναι κάτι που δημιουργείται ή μεταφέρεται από γενιά σε γενιά από λίγους. Η παράδοση είναι κατά κύριο λόγο βίωμα και μεταφέρεται αβίαστα από γενιά σε γενιά μέσα από τη συλλογική λειτουργία της κοινωνίας. Από τη λειτουργία μιας κοινωνίας που είναι περήφανη για την παράδοσή της και δεν αισθάνεται μειονεκτικά και γι’ αυτό βιάζεται να υιοθετήσει άκριτα και χωρίς τη στοιχειώδη αφομοίωση ξένα πολιτιστικά στοιχεία. Κι αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε να συμβαίνει και μερικές φορές αυτή η συμπεριφορά θυμίζει τη μίμηση της ζωής των αποικιοκρατών από τους ντόπιους πληθυσμούς στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου κόσμου. Και σας ομολογώ πως  αυτό σκέφτηκα και λυπήθηκα, όταν άκουσα μια συγχωριανή μου να λέει πως δεν θέλει το παιδί της, ενώ ζει στο γεωγραφικό χώρο της Ηπείρου, να μιλάει το ιδιαίτερο και πανάρχαιο ιδίωμα των Ηπειρωτών! Αν για τη γλώσσα, η οποία είναι ακόμα πολύ ζωντανή στην Ήπειρο διατυπώνονται, έστω και μεμονωμένα, τέτοιες απόψεις τι θα μπορούσε να πει κανείς για όλα τα άλλα;

      Όπως και να ’χει, επειδή όλα δοκιμάζονται στο χρόνο, αυτός είναι τελικά που θα δείξει τι θα συμβεί. Οι άνθρωποι ως πεπερασμένες φύσεις, δυστυχώς ή και ευτυχώς για πολλές περιπτώσεις δεν ζουν, για να δουν τις συνέπειες των κατά καιρούς επιλογών τους για θέματα που αφορούν την παράδοση και εν τέλει τον πολιτισμό του κάθε τόπου. Κι αν το να διατηρηθεί η παράδοση στην ολότητά της είναι δύσκολο, εκείνο που έχει τη χρησιμότητά του είναι η καταγραφή αυτής της παράδοσης. Και δεν το λέω καθόλου αυτό επειδή έκανα μια τέτοια προσπάθεια κι εγώ. Η παράδοση με τις ποικίλες της αποχρώσεις είναι δύσκολο να καταγραφεί από έναν, δύο ή και τρεις. Εκείνο που προέχει είναι να καταγραφεί, διότι η καταγραφή θα συμβάλει, αν όχι στην αναβίωση, κάτι που δεν αποτελεί οπωσδήποτε πανάκεια, τουλάχιστον στη μνήμη,  διότι το χιλιοειπωμένο «όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν, δεν κατανοεί το παρόν και είναι αβέβαιος για το μέλλον» ισχύει πιστεύω και για την περίπτωση της παράδοσης.

Σημείωση: Η ανωτέρω ομιλία εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που έγινε στον ξενώνα «Μαρούσιω» της Ροδαυγής στις 16 Μαΐου 2009, η οποία διοργανώθηκε από τους ιδιοκτήτες του ξενώνα και από το προεδρείο της Γ' Περιφέρειας του Διαλεκτικού Ομίλου Ελλάδος.