|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«25η Μαρτίου 1821»
Σχολική γιορτή στο 2ο Εσπερινό Γυμνάσιο Πάτρας, 23 Μαρτίου 2011
Αγαπητοί συνάδελφοι.
Αγαπημένοι μου μαθητές.
Πριν λίγα μόλις χρόνια σ’ αυτό το σχολείο, μόλις επιστρέψαμε από την αργία της 25ης Μαρτίου, ρώτησα τους τότε μαθητές μου, αν τους άρεσε η σχολική γιορτή που είχε γίνει πριν τρεις μέρες κι αν κατάλαβαν τι ακριβώς γιορτάσαμε. Έκπληκτη άκουσα ένα μαθητή να μου λέει πως δεν κατάλαβε και αμέσως σήκωσαν κι άλλοι τα χέρια τους για να πουν πως ούτε κι εκείνοι κατάλαβαν! Αμέσως σκέφτηκα πως από τη γιορτή εκείνης της χρονιάς δεν έλειπε τίποτε. Είχαν προβληθεί ωραίες επίκαιρες εικόνες, είχαν διαβαστεί πολύ ωραία κείμενα κι είχαν ακουστεί εξαιρετικά τραγούδια. Παρόλα αυτά αρκετοί μαθητές δεν είχαν καταλάβει, γιατί παρουσιάστηκαν όλα αυτά!
Φέτος, λοιπόν, που μου ανατέθηκε η οργάνωση της γιορτής για την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, έχοντας στο μυαλό μου αυτή την εμπειρία, σκέφτηκα πως θα ’πρεπε να βρω έναν διαφορετικό τρόπο να σας μιλήσω γι’ αυτή την επέτειο χωρίς να σας «κουράσω» με εικόνες, με πολλά κείμενα και πολλά τραγούδια ελπίζοντας πως, μόλις τελειώσει η γιορτή, να έχετε κάποιους λόγους για να τη θυμάστε.
Αγαπημένοι μου μαθητές. Ένας συνάδελφός μου πέρυσι, σε κάποιο σχολείο της Αθήνας, στην ίδια γιορτή, έχοντας στο μυαλό του έναν ανάλογο προβληματισμό, είπε μεταξύ άλλων στους μαθητές του: «Σκέφτηκα να σας μιλήσω για τον Καραϊσκάκη, αλλά το μυαλό σας θα πάει στο γήπεδο. Σκέφτηκα να σας μιλήσω για το ’21, αλλά ο νους σας θα πάει στην Ορίτζιναλ. Συλλογίστηκα πολύ, για να καταλήξω αν αξίζει να σας ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο μακρινό, τόσο ξένο».
Κι εγώ συλλογίστηκα πολύ για να βρω τα λόγια, με τα οποία έπρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτή τη σπουδαία για το έθνος μας γιορτή, έχοντας πάντα στο μυαλό μου πως, όταν είσαι μαθητής, κάθε μέρα ή ώρα που δεν γίνεται μάθημα, άσχετα από το λόγο που αυτό συμβαίνει, είναι πάντα κάτι που σε κάνει χαρούμενο. Πόσο μάλλον, όταν αυτό συμβαίνει αυτό το όμορφο ανοιξιάτικο βράδυ που, αν και σ’ αυτή την αίθουσα μαζευτήκαμε για να τιμήσουμε εκείνους που αγωνίστηκαν κι εκείνους που αγωνιζόμενοι έδωσαν και την ίδια τους τη ζωή για να ελευθερώσουν τον τόπο μας – πάνε από τότε 200 χρόνια περίπου – το μυαλό εύκολα μπορεί να παρασυρθεί και να «ταξιδέψει» σ’ αυτά που θα γίνουν, μετά τη γιορτή, αυτό το βράδυ που δεν έχει μάθημα· να «ταξιδέψει» ας πούμε το μυαλό σ’ ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα τσιγάρο παρέα με φίλους ή σ’ ένα ραντεβού με τον εφηβικό έρωτα ή σε κάτι άλλο.
Αγαπημένοι μου μαθητές. Σας εξομολογούμαι πως δουλεύοντας σ’ αυτό το σχολείο για αρκετά χρόνια, σχεδόν με πείσμα, έζησα εμπειρίες που δεν είχα ζήσει σ’ άλλα σχολεία, ημερήσια. Με την αγάπη μου για τη δουλειά και τους μαθητές μου και με την εμπειρία των χρόνων θέλω να σας πω δυο λόγια και παρακαλώ δώστε προσοχή, δεν θα σας κουράσω. Σ’ αυτό το σχολείο, λοιπόν, συνάντησα όλα αυτά τα χρόνια μαθητές που φέρονταν με ευγένεια και σεβασμό, αν και δεν έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια για τα μαθήματά τους. Συνάντησα βέβαια και μαθητές, ευτυχώς λίγους, οι οποίοι όχι μόνο δεν έδειξαν το στοιχειώδη σεβασμό, αλλά με προσέβαλαν με λόγια που ποτέ δεν άκουσα στη ζωή μου έξω απ’ το σχολείο. Πραγματικά, γι’ αυτές τις συμπεριφορές στενοχωρήθηκα πολύ, αλλά τους μαθητές τους συγχώρησα και καμία κακία δεν υπάρχει στην ψυχή μου γι’ αυτούς. Κι αυτό, όχι επειδή απλά είμαι μεγαλόψυχη, αλλά επειδή σκέφτομαι πως γι’ αυτές τους τις συμπεριφορές μικρότερη ευθύνη φέρουν οι ίδιοι και μεγαλύτερη οι γονείς, οι δάσκαλοι και η κοινωνία μας. Και κάτι ακόμα. Διότι αυτή η συμπεριφορά τους δείχνει πως οι μεγάλοι απέτυχαν σε πολλά πράγματα, όσον αφορά στη διαπαιδαγώγησή τους και κυρίως απέτυχαν στο να τους δείξουν, στο να σας δείξουν και να σας πείσουν πως η ζωή χωρίς αξίες και αρχές δεν έχει πραγματικά καμιά αξία.
Αν και ξέρω πως δεν σας αρέσουν και πολύ τα όλο συμβουλές λόγια των μεγάλων, αν θέλετε, δώστε λίγη προσοχή σε κάποια από τα λόγια που απηύθυνε σε μαθητές Γυμνασίου στην Αθήνα, στα 1838, ο μεγάλος αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης· τους είπε, λοιπόν: «Παιδιά μου! […] Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. […]
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, […]. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, […] και την φρόνιμον ελευθερία. […] Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!».
Αν θέλετε να πάρετε ένα παράδειγμα ζωής, σκεφτείτε έναν άλλο μεγάλο αγωνιστή της Επανάστασης, το Γιάννη Μακρυγιάννη, ο οποίος έμαθε γράμματα στα γεράματα, όπως γράφει στα «Απομνημονεύματά» του, πρώτα «για να μην τρέχει στους καφενέδες» και χάνει την ώρα του άσκοπα και δεύτερον για να μπορέσει να ιστορήσει τη ζωή τη δική του, αλλά και όλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα στα οποία είχε ενεργό συμμετοχή. Κι ανάμεσα στα σοφά λόγια που έγραψε είναι και τούτα που θαρρώ πως είναι πολύ επίκαιρα: «…Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε (ενν. την πατρίδα) κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ», όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί…»!
Αν θέλετε άλλο ένα παράδειγμα, πάρτε το από τη ζωή του μπάσταρδου γιου της καλόγριας Γεωργίου Καραϊσκάκη. Αυτός, λοιπόν, ο αγωνιστής της Επανάστασης που η ζωή του απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε ως την τελευταία του πνοή πέρασε πραγματικά δια πυρός και σιδήρου, ήταν κι αυτός βλάσφημος και βωμολόχος, όπως πολλοί από σας. Ήταν, όμως και πολλά άλλα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν άντρας ειλικρινής, υπεύθυνος και μπεσαλής, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν ένας έντιμος αγωνιστής που όλη η ζωή και ο θάνατός του είναι συνυφασμένα με αγώνες για την ελευθερία της πατρίδας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είναι αυτός ο Έλληνας που, μόλις ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε το θάνατό του «κάθισε σταυροπόδι» και τον μοιρολογούσε σα γυναίκα!!!
Αλλά πάρτε παράδειγμα κι από μια γυναίκα, τη Μαντώ Μαυρογένους, η οποία, εκτός που πρόσφερε όλη της την περιουσία στον αγώνα για την ανεξαρτησία της πατρίδας και πήρε μέρος σε αρκετές μάχες, στην προσπάθειά της να ευαισθητοποιήσει τις γυναίκες του Παρισιού για τον αγώνα των Ελλήνων, ακούστε με πόση περηφάνια τους απευθύνθηκε με επιστολή της και μεταξύ άλλων τους έγράψε: «Οι Έλληνες, γεννημένοι φιλελεύθεροι, μόνο στον εαυτό τους θα οφείλουν την ελευθερία τους. Ώστε δεν επικαλούμαι τη μεσολάβησή σας για να διαθέσετε τους συμπατριώτες σας εις το να μας στείλουν βοηθήματα, αλλά μόνο εις το να μετατρέψετε την ιδέα του να στείλουν βοηθήματα στους εχθρούς μας»! Αυτή η γυναίκα τιμήθηκε μεν από τον πρώτο κυβερνήτη του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, τον Ιωάννη Καποδίστρια, με το αξίωμα του επίτιμου αντιστρατήγου, τιμή που δεν είχε αποδοθεί άλλοτε σε γυναίκα, αλλά κυνηγήθηκε από κάποια πολιτικά συμφέροντα της εποχής και πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και ξεχασμένη.
Αν θέλετε άλλο ένα παράδειγμα μεγαλοσύνης και αξιοπρέπειας πάρτε το από τον άδολο αγωνιστή της Επανάστασης, το Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά, που επειδή πολεμούσε με πολύ πάθος τους κατακτητές της πατρίδας, τους Τούρκους, τον είπαν και Τουρκοφάγο! Αγωνίστηκε, όσο λίγοι, για την απελευθέρωση της πατρίδας· η γενναιότητά του ήταν απαράμιλλη· η δημοτική μούσα τον τραγούδησε με πολλούς στίχους· κάποιοι λένε: «Νικηταρά –Νικηταρά/ που ’χεις στα πόδια σου φτερά/ και στην καρδιά ατσάλι»!
Αυτός ο άξιος πατριώτης κατηγορήθηκε άδικα για συνωμοσία, φυλακίστηκε, δέχθηκε μεγάλους εξευτελισμούς από το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τους συμμάχους μας και όχι μόνο· πέθανε σχεδόν τυφλός, πάμφτωχος και δεν ζήτησε τίποτα από την ελεύθερη Ελλάδα πέραν από μια μικρή σύνταξη που του έδινε, κι αν και πολλοί τον παρότρυναν να απαιτήσει από την κυβέρνηση μεγαλύτερη σύνταξη, ο ίδιος, για να μην προσβάλει την πατρίδα, έλεγε πως η πατρίδα τον αμείβει καλά!!!
Αγαπημένοι μου μαθητές. Το ξέρω πως το παράδειγμα του Νικηταρά, αλλά και των άλλων που σας ανέφερα, είναι δύσκολο να το μιμηθεί ο καθένας. Αλλά ζώντας δίπλα σας ξέρω πως εσείς, τα νέα παιδιά που ζουν σ’ αυτό τον τόπο, αν και πολλοί θέλουν να σας πείσουν πως δεν έχετε αξιόλογα ενδιαφέροντα, πως είστε ξοφλημένα, πως δεν αξίζετε και πολύ, είστε φτιαγμένα για διαφορετικά, για καλύτερα πράγματα, αρκεί να συλλογιστείτε και να αποφασίσετε πως στα νιάτα σας δεν ταιριάζει η μικροπρέπεια, αλλά η αξιοπρέπεια, δεν ταιριάζει η ατιμία, αλλά η τιμιότητα, δεν ταιριάζει η ηττοπάθεια, αλλά η αγωνιστικότητα, δεν ταιριάζει ο,τιδήποτε σάπιο υπάρχει στην κοινωνία μας και στην εποχή μας, αλλά σας ταιριάζει κάτι πιο φρέσκο και πιο υγιές…
Ξέρω ότι η διαδρομή αυτή, ίσως σας φαντάζει πολύ δύσκολη και κοπιαστική, όταν μάλιστα τα μηνύματα που παίρνετε απ’ το σάπιο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, κάθε άλλο παρά διάθεση για τέτοια στάση σας δημιουργούν. Όμως κάθε εποχή στήριξε και στηρίζει τις ελπίδες της για κάτι καινούργιο, για κάτι διαφορετικό, για κάτι ελπιδοφόρο στους νέους της. Απ’ αυτούς περιμένει να αντισταθούν στο εύκολο και το ποταπό, απ’ αυτούς περιμένει να οραματιστούν κάτι καλύτερο για τον εαυτό τους και την πατρίδα, η οποία σήμερα, αν και δεν έχει να παλέψει στα πεδία των μαχών, όπως οι πρόγονοί μας που σήμερα θυμόμαστε και τιμούμε, έχει να παλέψει στα «πεδία» των αγορών και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απ’ αυτούς, από σας περιμένει πως κάτι θ’ αλλάξει.
Αγαπήστε, λοιπόν, τον εαυτό σας, διότι μόνο αν τον αγαπήσετε θα φροντίσετε να τον κάνετε καλύτερο· αγαπήστε τους δικούς σας ανθρώπους, γιατί αυτοί ακόμα κι, αν αντιμετωπίζουν προβλήματα, θα σας στηρίξουν στα δύσκολα· αγαπήστε τους δασκάλους σας, γιατί αυτοί ακόμα κι όταν σαν μαλώνουν, το κάνουν από ενδιαφέρον και αγάπη· αγαπήστε την πόλη που ζείτε, γιατί τότε με τη συμπεριφορά σας θα την απολαμβάνετε πιο καθαρή και θα διεκδικείτε να γίνει καλύτερη. Τέλος, αγαπήστε την πατρίδα, γιατί, όσο κι αν είναι ταλαιπωρημένη, από τα λάθη πολλών, για τα οποία εσείς δε φέρετε ευθύνη, αυτή είναι ο τόπος μας. Ένας τόπος που μπορεί να καυχιέται πως μες τους αιώνες γέννησε πολύ σπουδαίους ανθρώπους που σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε αξίζει να σκύψουμε πάνω απ’ τα βιβλία ή τις οθόνες των υπολογιστών για να τους γνωρίσουμε, για να πάρουμε δύναμη και να παλέψουμε πιο αισιόδοξα για το μέλλον. Ακόμα κι από λάθη των προγόνων μας πρέπει να διδαχθούμε. Γιατί, αν έχει κάποιο νόημα το μάθημα της Ιστορίας, που πολύ συχνά βαριέστε, είναι να γνωρίσουμε το παρελθόν και να αντλήσουμε πληροφορίες χρήσιμες για το σήμερα και το αύριο.
Αγαπημένοι μου μαθητές. Δεν ξέρω, όταν βγείτε απ’ αυτή την αίθουσα, αν θα πείτε πως σας άρεσε αυτή η γιορτή, μπορεί κι αυτή να σας κούρασε και να τη θεωρήσατε βαρετή, ό,τι όμως κι αν ήταν για σας σάς παρακαλώ να κάνετε «ένα βήμα πέρα απ’ τη φθορά» που «λέει» ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης. Απομακρυνθείτε, λοιπόν, από την αποξένωση και την αλλοτρίωση που πνίγει τα πάντα, σκύψτε με ενδιαφέρον να γνωρίσετε τον πολιτισμό που γέννησε αυτός ο τόπος, απομακρυνθείτε από την ανία των τηλεοπτικών εκπομπών, αγαπήστε τα βιβλία και τη γνώση, αγωνιστείτε για κάτι καλύτερο. Είμαι σίγουρη πως, αν σκεφτείτε περισσότερο τι είναι αυτό που σας κάνει ευτυχισμένους, δεν θα έχετε ως παράδειγμα αυτούς που ζουν τη ζωή τους χωρίς ιδανικά, αλλά θα έρχονται στο μυαλό σας συμπεριφορές σαν κι αυτές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Γιάννη Μακρυγιάννη, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, της Μαντώς Μαυρογένους, του Νικηταρά και τόσων άλλων που αγωνίστηκαν για μια ελεύθερη πατρίδα! Περιμένουμε πολλά απ’ τα νιάτα σας. Μη μας απογοητεύσετε!...