|
|
|
|
|
|
Ομιλία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«O ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης μέσα από κείμενα άλλων και δικά του»
Εκδήλωση - αφιέρωμα στον ποιητή Σωτήρη Ζυγούρη
Δημοτικό Σχολείο Ροδαυγής, 4 Αυγούστου 2012
Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι.
Όταν πριν εννιά περίπου χρόνια έφυγε για τη χώρα των μακάρων ο συντοπίτης ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης, ένας άλλος ποιητής, ο Νίκος Ρίγγας σε δημοσίευμά του (Ηχώ της Άρτας, 2003), με τον τίτλο «Καλό ταξίδι συνταξιδιώτη Σωτήρη Ζυγούρη», παρέθεσε ποιήματα του εκλιπόντος ποιητή και μεταξύ άλλων έγραψε: «Σωτήρη Ζυγούρη. Άφησα τους στίχους σου να ακουστούν, γιατί όταν μιλάει η ποίηση τα λόγια περιττεύουν. Ας μη σε πρόσεξαν οι «ειδικοί», εσένα θα σε αναφέρουν άλλοι ποιητές, κι όταν σε μνημονεύουν ποιητές, δεν έχουν ανάγκες από στημένους Παρνασσούς, συντακτικούς διθύραμβους και χαλκομανίες μιας χρήσης.[…]
Τάξερες όλα τούτα και γι’ αυτό ζούσες αθόρυβα, καθόσον αφορά το έργο σου, ενώ παράλληλα συμμετείχες συνειδητά στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του Λαού μας, τον οποίο τραγούδαγες, μοιρολόγαγες, εμψύχωνες. […]
Άξαφνο, άδικο και πάρωρο το φευγιό σου ευαίσθητε οδοιπόρε Σωτήρη Ζυγούρη.
Όμως […]όσοι σ’ αγάπησαν θα σ’ έχουν πάντα στην καρδιά και τη μνήμη τους με πολλή περηφάνια για το ότι ήσουνα σπλάχνο του Λαού μας, γι’ αυτό και μ’ ανθόστιχους σε ξεβγάνω:
Η Ροδαυγή πορφύρωσε το δείλι/ο Άραχθος βουβάθηκε το βράδι/ κι ολόνυχτο μοιρολόι στήθηκε/ εκεί στον όχτο του Κρυστάλλη/ μα το πρωί λεμοναθός/ πιο πάνω ξεπετάχτηκε/ από τις εσπερίδες του Οκτώβρη/ και μοσκοβόλησε τον κάμπο/ μ’ απόκρυφο άρωμα/ μιας Άνοιξης/ που κάποτες θα μεριάσει/ τους Χειμώνες/ να ’ρθουνε πια τα καλοκαίρια.»
Τέτοια έγραψε ένας ποιητής για το δικό μας ποιητή, το Σωτήρη Ζυγούρη· για το Σωτήρη που ήταν τόσο κοντινός και τόσο μακρινός για μας. Για το Σωτήρη, που λίγοι από μας γνωρίζαμε πως έγραφε ποίηση από νωρίς, αλλά κι όσοι το γνωρίζαμε, οι περισσότεροι δεν είχαμε υποπτευθεί πως αυτό το παιδί που γεννήθηκε στο Περδικάρι, εκεί στο Τριολάγκαδο – κάτω από το πατρικό του Σωτήρη σμίγουν τρία λαγκάδια – και μεγάλωσε με τους ήχους των υδάτων που κατέβαζαν το χειμώνα αυτά τα λαγκάδια, με το τραγούδι των κοτσυφιών και των αηδονιών την άνοιξη, με τα κοάσματα των βατράχων τις νύχτες του καλοκαιριού, με τον πλούτο των αρωμάτων της φτωχής γενέθλιας γης στην ανάσα του και με τη γεύση της πενιχρής σε υλικά αγαθά ζωής, έκρυβε μέσα του έναν ποιητή!
Ο ίδιος σε συνέντευξή του (εφημ. «Η πρωινή, 23-11-1996) αναφέρει σχετικά: «Άρχισα να πρωτογράφω ποιήματα από μια εσωτερική ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία. Αμέσως μετά το Γυμνάσιο άρχισα να διαβάζω εντατικά λογοτεχνικά βιβλία και συγχρόνως ασχολήθηκα με τις σπουδές μου στην Πάντειο – ΑΣΠΕ. Έτσι δημιουργήθηκε μέσα μου η ανάγκη να εκφραστώ με την ποίηση. Βρισκόμουν στο δρόμο της αναζήτησης και χαρακτηριστικά αναφέρω ότι προτιμούσα με τα πενιχρά οικονομικά μου να αγοράζω βιβλία και συγχρόνως να γράφω ποιήματα. Ύστερα από δυο δεκαετίες βρίσκομαι ακόμη στον δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας. Πιστεύω πως έγινα ποιητής από τύχη […]. ».
Δεν ξέρω γιατί πολλοί δημιουργοί συνηθίζουν, όπως κι ο Σωτήρης σ’ αυτή τη συνέντευξη, να λένε πως έγιναν ποιητές, λογοτέχνες, συγγραφείς, ζωγράφοι κ.λπ. από τύχη. Έχω την αίσθηση πως τίποτα απ’ αυτά δεν γίνεται από τύχη. Διότι, πάντα υπάρχει κάποιο εσωτερικό έναυσμα, ένα τάλαντο, αν θέλετε, το οποίο αξιοποιεί ο κάθε δημιουργός και μετά από ανάλωση πολλών εσωτερικών κυρίως δυνάμεων, αλλά και δαπάνης, δυσβάσταχτης πολλές φορές, φέρνει στο φως το αποτέλεσμα της έμπνευσης και του μόχθου του.
Ο Σωτήρης τα δηλώνει κι αυτά με σαφήνεια στη συνέντευξή του: «Η εξάσκηση της λογοτεχνίας στον τομέα της ποίησης είναι δαπανηρή και επώδυνη, έστω και ένας στίχος για να καταξιωθεί και να δει το φως της δημοσιότητας χρειάζεται να περάσει «από σαράντα κύματα». Ένα ποίημα απαιτεί κόπο και προσπάθεια και μάλιστα όταν αυτά γίνονται στο περιθώριο του ελεύθερου χρόνου μου αφού αναγκάζομαι να εργάζομαι και μάλιστα σκληρά για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Όσο για την έκδοση βιβλίου απαιτείται να διαθέσω τουλάχιστον δύο μηνιάτικα αμοιβής μου, άσε που δεν γνωρίζεις ποια θα είναι η τύχη του γιατί στη χώρα μας λίγοι διαβάζουν βιβλία και αυτοί που τα έχουν διακοσμούν απλώς τις βιβλιοθήκες τους συνήθως».
Βέβαια, πέραν της αναφοράς του πως «έγινε ποιητής από τύχη», σε στίχους από την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κόκκινος κύκλος» με μεγάλη σιγουριά γράφει: «Κι όμως κι όμως/ κάτι πανίσχυρο ζει/ μέσα μου!». Αργότερα, μάλιστα, το αισθητοποιεί αυτό με μεγαλύτερη ευκρίνεια: «Νιώθω ευτυχία», σημειώνει, «όταν γράφω ποιήματα. Έχω τη γνώμη ότι ο Θεός μου έδωσε ένα χάρισμα, το οποίο κι εγώ στη συνέχεια καλλιέργησα». (εφημ. Ακανθόχοιρος, 18-9-2001, σ. 10)
Εκτός απ’ αυτά, ο Σωτήρης είπε και τι σήμαινε γι’ αυτόν η έκφραση μέσω της ποιητικής γραφής: «Σκοπός της ποίησής μου είναι η επικοινωνία με τον κόσμο, η οποία, όταν επιτυγχάνεται αισθάνομαι μια ψυχική ευφορία. Όταν κάποιος με σταματά στο δρόμο και μου λέει ότι του άρεσε κάποιο ποίημά μου, αυτό, με εξυψώνει ηθικά και αποτελεί για μένα τη μεγαλύτερη αναγνώριση. Θεωρώ πως η ποίηση είναι ευτυχία τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη». (εφημ. Ακανθόχοιρος, 18-9-2001, σ. 10)
Όμως, είτε πίστευε πως τυχαία έγινε ποιητής, είτε όχι, σημασία έχει ότι έγινε. Έτσι, μπορούμε κι εμείς να καμαρώνουμε πως ο τόπος μας έχει βγάλει κι έναν ποιητή! Ποιήματα, βέβαια, έχουν γράψει κι άλλοι συντοπίτες μας, όπως π.χ. ο Κων/νος Διαμάντης, αλλά κανένας άλλος μέχρι αυτή τη στιγμή, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει γράψει ποίηση αξιώσεων σαν κι αυτή του Σωτήρη.
Έχοντας συνείδηση της αξίας των στίχων του, συνήθιζε να λέει στη σύζυγό του Φωτεινή Βεντίστα τη φράση: «όταν πεθάνω, θα δοξαστώ»! Από ματαιοδοξία θα πει κάποιος! Όποιος όμως είχε γνωρίσει το ήθος του, μόνο αυτή τη σκέψη δεν θα κάνει… Και για να τεκμηριώσω ευρύτερα αυτό που λέω, σας αναφέρω πως μόλις μου είπε η σύζυγός του τη φράση που συνήθιζε εκείνος να λέει, ήρθε στο μυαλό μουη φράση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ο οποίος έλεγε πως «είναι ποιητής του μέλλοντος». Τι σύμπτωση!
Ο Νάσος Βαγενάς, μάλιστα, σε σχολιασμό της ποίησης του Καβάφη αναφέρει πως αυτή η φράση «την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν -είναι φανερό- λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή, που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο.» (http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=23). Σήμερα, πολλά χρόνια μετά από το θάνατο του Καβάφη, γνωρίζουμε πως η φράση του επιβεβαιώθηκε, αφού η ποίησή του έτυχε διεθνούς αναγνώρισης.
Με την αναφορά στον Καβάφη, δεν προσπαθώ να κάνω πρόωρη πρόβλεψη για τη μελλοντική απήχηση της ποίησης του Σωτήρη Ζυγούρη. Παρόλα αυτά έχω την πεποίθηση πως ποιήματά του έπρεπε ήδη να φιλοξενούνται σε ανθολογίες και σε σελίδες των σχολικών βιβλίων καθώς επίσης πως η ποίησή του θα επιβιώσει της δικής μας φθαρτής ύλης και θα μελετάται από ’κείνους που με ευαισθησία αφουγκράζονται τη δια βίου ανθρώπινη αγωνία για επικράτηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της φιλίας, της αγάπης, της ανθρωπιάς,…
Πάντως, όσο ζούσε ακόμα, είχαν αναγνωρίσει το ποιητικό του τάλαντο, όσοι είχαν μελετήσει την ποίησή του και ήδη από την πρώτη του συλλογή, τον «Κόκκινο κύκλο» (1979), διέβλεπαν το φανέρωμα ενός ποιητή. Ο συγγραφέας Λάμπρος Μάλαμας έγραψε την επόμενη χρονιά: «Ο Σ. Ζ. δείχνει με γερές εμπνεύσεις μια εκρηχτική ποιητική ιδιοσυγκρασία, με ρωμαλέους και οργίλους στίχους. Στίχους που συγκινούν βαθιά, πείθουν και προβληματίζουν τον αναγνώστη, για το υπέρτατο χρέος του αγώνα, του δίκιου, της τιμής, της χαράς και της δημιουργίας. Μας δίνει μια τέχνη αυθόρμητη, αβίαστη, πηγαία, σηματοδότρα σε ιδανικά. Έχει προσωπική έκφραση, με λυρικούς και δραματικούς τόνους, με εικόνες και σύμβολα που υποβάλλουν, με την αφαιρετική και περιεχτική τους δυνατότητα».
Η αποδοχή της ποίησης του Σωτήρη από συλλογή σε συλλογή μεγάλωνε· ο ίδιος, και σε τούτο θυμίζει κατά κάποια έννοια τον Καβάφη, συνήθως τις χάριζε σε φίλους, διανοούμενους και μη· και φυσικά, όσοι με ευαισθησία έσκυβαν πάνω στους στίχους του και τυλίγονταν απ’ την αύρα τους έγραφαν για τον ποιητή και τις δημιουργίες του.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο Βασίλης Κολτούκης, γράφοντας για την ποιητική του συλλογή «Η ηλικία των δέντρων» (Άρτα, 1998), κάλυψε θαρρώ μεγάλο μέρος της ποιητικής γραφής, αλλά και της προσωπικότητας του Σωτήρη Ζυγούρη. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων: «Με το τελευταίο του βιβλίο «Η ηλικία των δέντρων» […], ο ποιητής φανερώνει την ωριμότητά του, την διαύγεια της σκέψης του, την απλότητα και λιτότητα του λόγου του. Θα μπορούσαμε να πούμε άφοβα ότι ολόκληρη η συλλογή είναι ένα μεγάλο αυτόνομο ποίημα. Αν πάρουμε τους τίτλους των ποιημάτων θα παρατηρήσουμε μια συνεχή ροή θέματος με ηλιοκεντρική πορεία έχοντας σαν άξονα την Δικαιοσύνη και ακτίνες τον Έρωτα, την Ομορφιά, την Φιλία, την Ελευθερία. […]
Τεχνίτης της γλώσσας έχοντας ανατραφεί από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή κουλτούρα, έχοντας κολλήσει στο πετσί του η Ελληνική ιστορία των τελευταίων χρόνων, ξέρει πολύ καλά τι θα πει δίκιο και άδικο, Ειρήνη και Πόλεμος, τι θα πει Αγάπη. […]
Οι λέξεις λες και ξαναβρίσκουν το πρωταρχικό τους νόημα. Έχουν απογυμνωθεί από τα φτιασίδια τους κι έχουν ξαναβρεί την αρχική τους μορφή οι λέξεις, Ψωμί, Μάνα, Πατέρας, Περιστέρι, Εργάτης, Τιμή και άλλες πολλές. Έχουν βρει με το μολύβι του ποιητή την αληθινή τους ζωή, το αληθινό τους νόημα. […]
Ο συμπολίτης μας Σωτήρης Ζυγούρης γνωρίζει επίσης πολύ καλά την παράδοση. Οι ρίζες του είναι βαθιά χωμένες μέσα στο ελληνικό χώμα, ο κορμός του είναι χιλιάδων ετών, τα κλωνάρια φτάνουν τόσο ψηλά που μπερδεύονται με τις ακτίνες του Ήλιου. Το τοπίο του, αληθινά, Ελληνικό, ένα «πέτρινο καράβι στη θάλασσα». […]
Ο ποιητής και το μολύβι του φτιάχνει, ξαναφτιάχνει απ’ την αρχή τον κόσμο. Τον ζωγραφίζει σαν ένας Γάλλος εμπρεσσιονίστας όμορφο, πλούσιο, γαλήνιο, παρθενικό χωρίς μιζέρια και δυστυχία, αναδημιουργεί έναν κόσμο ονειρικό κι ευλογημένο.
[…]Ο Ζ. είναι ένας μεγάλος ασκητής μοναχός και ταπεινός άνθρωπος που δεν έχει ανάγκη από τίποτα μόνο να, δυο στάλες φως κι ένα μολυβάκι για να γράφει τις μεγάλες λευκές παρθένες σελίδες της ανθρωπότητας. […] Πιστεύω ότι το να έχουμε ένα βιβλίο του Σ. Ζυγούρη στην βιβλιοθήκη μας είναι σαν να έχουμε ένα μικρό φυλαχτό πάνω μας. […]» (εφημ. Ηχώ της Άρτας, 20-6-1998, σ. 11)
«Ένα βιβλίο του Σ. Ζυγούρη στη βιβλιοθήκη μας είναι σαν να έχουμε ένα μικρό φυλαχτό πάνω μας»! Και μόνο αυτή τη φράση αν είχε γράψει ο Κολτούκης, θα ήταν αρκετή για να περιγράψει αυτό που είναι η ποίηση του Σωτήρη.
Αλλά ας αφουγκραστούμε τι λέει ο ίδιος για τον εαυτό του και την ποίησή του (Ηχώ της Άρτας, 1-11-1996, σ. 50): «Όλα ετούτα τα χρόνια που γράφω ποιήματα, η φαντασία μέσα μου είναι μπερδεμένη με την πραγματικότητα. Συχνά, κομμάτια της ζωής μου απ’ το παρελθόν ανεβαίνουν έντονα στην επιφάνεια και γίνονται ένα με το παρόν. Για τον κόσμο γράφω έτσι όπως είναι και όχι όπως θα ήθελα να είναι.
Συνήθισα να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και μεταχειρίζομαι -όταν δεν σιωπώ- μια γλώσσα γεμάτη ειλικρίνεια.
Στην ποίησή μου έδωσα ένα μαχόμενο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Δεν ήταν η ιδιοσυγκρασία μου να εξωραΐσω πράγματα ασήμαντα και αδιάφορα και να αποσιωπήσω άλλα σημαντικά και επώδυνα. Στην ποίησή μου έδωσα το νόημα και το περιεχόμενο που έδωσα στη ζωή μου.
Αντλούσα τα θέματά μου από την καθημερινή πραγματικότητα, τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού. Κεντρικός άξονας στην ποίησή μου είναι ο άνθρωπος και η προσήλωσή μου στην έννοια της δικαιοσύνης. Ακόμα η ιδέα μιας καλύτερης κοινωνίας και το φως, με τη σημασία ενός κόσμου με καθαρούς πνευματικούς και ηθικούς ορίζοντες».
Ο Σωτήρης, λοιπόν, μας λέει πως έδωσε στην ποίησή του το νόημα και το περιεχόμενο που έδωσε στη ζωή του· σημαντικό, πολύ σημαντικό αυτό. Σε μια εποχή που το «φαίνεσθαι» υπερίσχυσε του «είναι», σε μια εποχή που ο ευδαιμονισμός άλωσε πολλές αξίες του ζην, έχουμε έναν άνθρωπο που αντιστέκεται και πορεύεται το δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας αποφεύγοντας τη χαμέρπεια που σε πολλούς χάρισε υψηλούς θώκους επαληθεύοντας ταυτόχρονα με τη στάση ζωής του αυτό που πετυχημένα διατύπωσε ο σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης: «Ο Έλληνας», είπε, «έχασε ένα μεγάλο κίνητρο που είχε στη ζωή του: την πείνα. Τώρα τρώει και όλοι έχουν κοιλιά και στομάχι. Λοιπόν, δεν μπορεί να έχουν την δραστηριότητα που είχανε ως πεινασμένοι. Ό,τι μεγάλο έκανε η Ελλάς -είτε από φιλοσόφους είτε από απλούς ανθρώπους- το έκανε από την πείνα. Ο Έλληνας φαγωμένος γίνεται ένα αποκτηνωμένο ζώο. Η πείνα πρέπει σήμερα να γίνει δίαιτα». (Λίθον ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, σ. 100, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1989)
Τούτη η διατύπωση που έκανε ο Τσαρούχης θεωρώντας την ολιγάρκεια προϋπόθεση της δημιουργίας, έρχεται να συναντηθεί με την ποίηση του Σωτήρη, ο οποίος έχοντας βιώσει δυνατά, «ως τα ακρότατα της ψυχής του τον πόνο, την δυστυχία, την ερήμωση που προκαλεί η αδικία, η καταπίεση κάθε μορφής, η ένδεια και η στέρηση» (Πρώτη Λογοτεχνική Συνάντηση, με κείμενα Αρτινών δημιουργών, Άρτα, 5-11-1999) δεν οδηγήθηκε στην απελπισία και την ηττοπάθεια, αλλά στην αγωνιστικότητα και τη δημιουργία.
Τη δημιουργία, της οποίας είμαστε αποδέκτες και κατά κάποια έννοια κληρονόμοι. Αν, μάλιστα, δεν φανούμε αντάξιοι, οφείλουμε τουλάχιστον, έστω και εγωιστικά, να ωφεληθούμε απ’ αυτήν, αφού όσο περνάει ο καιρός το κληροδότημα που μας άφησε εξακολουθεί να είναι βασανιστικά επίκαιρο. Και τούτο, γιατί όλα εκείνα για τα οποία μίλησε ο ποιητής μας γίνονται καθημερινά ζητούμενα για τους περισσότερους Έλληνες, και όχι μόνο.
Και μια και τούτη η εκδήλωση γίνεται, ενώ ο ποιητής μας είναι ταυτόχρονα απών και παρών, επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα ανέκδοτο ποίημά του που αναφέρεται στους νεκρούς:
«Οι νεκροί δεν έχουν όνομα, ούτε ταυτότητα. Τους αναγνωρίζεις μόνο απ’ τις σκιές της ανάμνησης. Οι νεκροί σιωπούν, ησυχάζουν μέσα στον ύπνο τους. Οι νεκροί φτάνουν στο τέρμα, τίποτα δεν περιμένουν. Οι νεκροί δεν πονούν, δεν υποφέρουν. Εγώ, εσύ, αυτός τους είδαμε να μας προσπερνούν, τους είδαμε να μας κοιτούν, αφουγκραστήκαμε τη σιωπή τους, σκοντάψαμε μες τ’ όνειρό τους χθες, σήμερα, αύριο. Τους είδαμε να πολεμούν και να ματώνουν, ν’ ανοίγουν δρόμο, να πελεκάνε και να θερίζουν. Τους είδαμε να μας κερνούν και να μεθούν, ν’ ανάβουν πυρκαγιές στο διάβα τους, να φεύγουν στον ορίζοντα με σάλπιγγες και με σημαίες, να κουβαλάνε πάνω στον ώμο αγάλματα και μηχανές. Τους είδαμε χαράματα μες τη συννεφιασμένη κάπα τους να μας εγκαταλείπουν και να μας χαιρετούν». (Αρχείο Φωτεινής Βεντίστα)
Επειδή πιστεύω πως οι άνθρωποι πεθαίνουν στ’ αλήθεια, όταν τους σκεπάζει η λήθη κι όχι το χώμα, όσοι βρισκόμαστε εδώ σήμερα, ο καθένας με τον τρόπο του, κάναμε κάτι για να διατηρηθεί στη μνήμη τη δική μας και των μεταγενέστερων ο συντοπίτης ποιητής Σωτήρης Ζυγούρης· πιστεύω, μάλιστα, πως για αρκετούς θα είναι από δω και πέρα ένας από τους πολλούς οικείους μας νεκρούς που όπως πολύ εύστοχα λέει εκείνος σε στίχους του «δεν τους θάβουμε στο χώμα», αλλά «τους σκεπάζουμε/ με τις καρδιές μας».
Σας ευχαριστώ.