Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Κάποτε... στην Άγναντα (30-10-2011)

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Άγναντα Άρτας", Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 2019, αρ. φ. 207, σ. 3-4.

 

   Εκείνη τη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι. Το πρωί θα ταξίδευα για τα Άγναντα, την Άγναντα με διόρθωσε μετά από πολλά χρόνια φίλος φιλόλογος από την περιοχή, αφού μου εξήγησε πως η ονομασία του χωριού στον πληθυντικό είναι κατάλοιπο της καθαρεύουσας και πρόσθεσε πως η μάνα του στο χωριό ποτέ δεν θα έλεγε «θα πάω στα Άγναντα», αλλά «στην Άγναντα» ή καλύτερα «στ’ν Άγναντα»... Εκείνη τη φθινοπωρινή νύχτα, λοιπόν, που η φύση έφερνε από το ανοιχτό παράθυρο τα εκλεκτά αρώματά της, το μυαλό μου κατακλυζόταν από άπειρες σκέψεις. Άλλες απ’ αυτές γλύκαιναν την ψυχή μου κι άλλες την πάγωναν μια κι ο άγνωστος τόπος, στον οποίο έπρεπε από την άλλη μέρα να ζω, μακριά από την οικογενειακή εστία, είχε διττή υπόσταση. Από τη μια κινητοποιούσε τις εσωτερικές δυνάμεις που έλεγαν πως είναι ωραία να ζεις την εφηβεία σου μόνος μακριά από τη στενή επίβλεψη της οικογένειας κι από την άλλη αυτή η «ακριβή» μοναξιά φάνταζε εχθρός ανελέητος!

   Αυτή τη νύχτα, κατά την οποία οι δείκτες του ρολογιού λες κι είχαν σταματήσει, η σκέψη που μου έδινε ενθάρρυνση ήταν εκείνη, η οποία μου θύμιζε πως πολύ επιθυμούσα εδώ και χρόνια να περάσω στην αντίπερα όχθη του Αράχθου για να δω από κοντά τα όμορφα χωριά που άκουγα πως ήταν σκαρφαλωμένα στις υπώρειες των Τζουμέρκων και κυρίως να δω από απόσταση αναπνοής τα ίδια τα Τζουμέρκα. Εξ άλλου ο ανατολικός ορίζοντας του χωριού μου, της Ροδαυγής, με μάγευε από παιδί. Μου άρεσε πολύ να παρατηρώ τις ενιαύσιες μετακινήσεις του ήλιου πίσω από την οροσειρά της Πίνδου, αφού ανάλογα με το από πού έβγαινε κάθε φορά δημιουργούσε πανέμορφες ρόδινες ανατολές, οι οποίες έδωσαν το όνομα στο χωριό μου!...

   Αυτά και πολλά άλλα στριφογύριζαν στο μυαλό μου και, ενώ χάραζε η μέρα και τα χρώματα της ανατολής διαγράφονταν στον ανέφελο ορίζοντα, οι δυσάρεστες σκέψεις σταμάτησαν, αισιοδοξία πλημμύρισε την ψυχή μου κι άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που ξημέρωσε η μέρα, κατά την οποία θα έκανα το πολυπόθητο ταξίδι, που, αν και δεν είχε ως κεντρικό σκοπό την περιήγηση στο τοπίο και στα χωριά της περιοχής, αλλά τη φοίτησή μου στην Ε' και κατόπιν την ΣΤ' τάξη του εξαταξίου τότε Γυμνασίου Αγνάντων, φάνταζε πολύ γοητευτικό.

   Στην Άγναντα έφτασα συνοδευόμενη από τον πατέρα μου με το διερχόμενο από το χωριό μας λεωφορείο της γραμμής, το οποίο είχε ως αφετηρία την πόλη της Άρτας και προορισμό το χωριό Πράμαντα. Οι αποσκευές μου; Ένας μπόγος με ρούχα, ένα κουτί με βιβλία κι άλλο ένα με διάφορα χρειώδη!... Το ταξίδι, αν και η χιλιομετρική απόσταση δεν είναι μεγάλη, διήρκεσε αρκετά, αφού ο δρόμος ήταν στενός, στα περισσότερα σημεία με άθλιο οδόστρωμα, και το λεωφορείο καθώς εξυπηρετούσε τους κατοίκους των ενδιάμεσων χωριών σταματούσε κάθε λίγο, για να αποβιβάζει ανθρώπους και εμπορεύματα.

   Βέβαια, όλη αυτή η χρονοβόρα διαδικασία είχε και τα καλά της, αφού τη διαδρομή αυτή στο μεγαλύτερο κομμάτι της για πρώτη φορά την αντίκριζα. Αφού φύγαμε από τα όρια της Ροδαυγής και περάσαμε το χωριό Σκούπα, το οποίο είχα επισκεφτεί κάποιες φορές, περίμενα με αγωνία να δω τι θα ξεπροβάλει κάθε φορά πίσω από τις αλλεπάλληλες στροφές – θαρρώ πως μια από τις γοητείες του ελληνικού τοπίου είναι αυτή, πως δηλαδή ποτέ δεν ξέρεις τι ομορφιά και πόσο διαφορετικό τοπίο σε καρτερεί πίσω από κάθε στροφή – απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τη θέα προς την κοιλάδα του Αράχθου που απλώνονταν ανατολικά.

   Επειδή οι άνθρωποι από τα όμορα χωριά λίγο πολύ γνωρίζονταν μεταξύ τους, εμάς μας έβλεπαν άγνωστους. Κάποιοι έπιαναν κουβέντα με τον πατέρα μου και τον ρωτούσαν, ποιοι είμαστε και πού πάμε. Η μία ερώτηση έφερνε την άλλη και σε λίγο νιώθαμε πως αυτούς τους ανθρώπους τους γνωρίζαμε από καιρό. Ο πατέρας, εκτός που συνάντησε και δυο γνωστούς, όταν σταματούσε την κουβέντα με τους διπλανούς, μου έλεγε πολλά πράγματα που γνώριζε για τα χωριά, τα οποία συναντούσαμε· τη Δαφνωτή που την έλεγαν και Τζουβίστα, την Πλατανούσα που την έλεγαν και Ραψίστα, το Μονολίθι που το έλεγαν και Βορδό. Όταν φτάσαμε στη σιδερένια γέφυρα του Άραχθου στη θέση Πλάκα, δέος με κατέλαβε, όταν αντίκρισα στο βάθος την πανέμορφη μονότοξη πέτρινη γέφυρα της Πλάκας και μου γεννήθηκε η επιθυμία να την ανέβω και ν’ αγναντέψω το ποτάμι και το γύρω τοπίο, αλλά εκείνη τη στιγμή λόγω αδυναμίας μετέθεσα την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου για αργότερα. Ακόμα και γι’ αυτό το γεφύρι είχε να πει ο πατέρας πως εκτός από την αρχιτεκτονική και την ιστορική του σημασία κι ένας χωριανός μας είχε εργαστεί εκεί για την κατασκευή των προφυλακτικών παραπετασμάτων της!

   Μόλις διαβήκαμε το γεφύρι, ο φιδωτός δρόμος ήταν ανηφορικός και μέχρι να φτάσουμε στην Άγναντα πρέπει να διανύσαμε περίπου δέκα χιλιόμετρα. Από αυτή την πλευρά της κοιλάδας, καθώς το λεωφορείο αγκομαχούσε στον ανήφορο, στο τοπίο υπήρχε μια επιβλητική παρουσία που σκίαζε τα πάντα. Ήταν τα Τζουμέρκα! Η παρουσία τους όσο ανεβαίναμε γίνονταν πιο επιβλητική και δεν χόρταινα να τα κοιτάζω. Ναι, τα Τζουμέρκα τα είχα αντικρίσει από παιδί, αλλά ετούτος ο πέτρινος όγκος που όλο και τον πλησιάζαμε έδινε άλλα στοιχεία της ταυτότητας του βουνού, τα οποία από μακριά δεν μπορούσα να τα διακρίνω, με κυρίαρχη τη γυμνή αλπική ζώνη, η οποία έδινε την αίσθηση πως καρφώνονταν στην καρδιά του ουρανού.

   Από τη στιγμή κατά την οποία αντίκρισα από τόσο κοντά το πανύψηλο βουνό, κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι του παραθύρου του λεωφορείου και τα μάτια μου ρουφούσαν τις εικόνες, στις οποίες αυτό κυριαρχούσε, λες κι άλλο δεν περίμενα πηγαίνοντας στην Άγναντα από το να το κοιτάζω χωρίς χορτασμό! Κι αυτή η εμμονή μου δεν ήταν αδικαιολόγητη. Απ’ όλα τα βουνά της οροσειράς της Πίνδου, εκείνα στα οποία από παιδί άκουγα να γίνονται συχνότερες αναφορές ήταν τα Τζουμέρκα, που τα λέγανε και Τζουμέρκο, και τα Άγραφα. Αλλά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο εκείνο, το οποίο έκλεβε τη δόξα, ήταν τα Τζουμέρκα ή αλλιώς Αθαμανικά όρη, όνομα που πήρε από τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής, τους Αθαμάνες. Όπως και να το αποκαλούσαν αυτό το βουνό, όταν ως παιδί το κοίταζα μου φαίνονταν τεράστιο και επιβλητικό. Το παρομοίαζα μάλιστα μ’ ένα μεγάλο καράβι, του οποίου η πλώρη ακουμπούσε στα Άγραφα και η πρύμνη του στο Περιστέρι. Ειδικά το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανέτειλε στο αυτί του, έτσι έλεγαν οι χωριανοί μου τη νότια άκρη του, έμοιαζε με φωτεινό ακρόπρωρο σε καράβι αφιερωμένο στον θεό Ήλιο!...

   Και στο υπαίθριο μάθημα της γεωγραφίας που κάναμε με το δάσκαλό μας, το ίδιο βουνό προσέλκυε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας, αλλά και η λαϊκή μετεωρολογία έκανε τις προβλέψεις της με αναφορές σ’ αυτό:

   -Έχει άρμενο στο Τζουμέρκο! -Θα βρέξει ή θα χιονίσει!

   -Έχει καταχνιά στο Τζουμέρκο! -Θα κάνει πολύ ζέστα!

   Τα Τζουμέρκα ήταν επίσης παρόντα και σε κάθε χαρούμενη κοινωνική εκδήλωση που συνοδεύονταν από ντόπιους οργανοπαίχτες, και όχι μόνο, αφού τραγουδιούνταν όχι μία, αλλά πολλές φορές τα πασίγνωστα τραγούδια «Τζουμέρκα μου, περήφανα…» και «Ψηλά στην Κωστηλάτα…»!

   Όταν, μάλιστα, γύρω στα 1968 τα χωριά, τα οποία βρίσκονται στις υπώρειες αυτού του θεϊκού βουνού, ένα μετά το άλλο ηλεκτροφωτίζονταν, άρχισα να έχω μια πιο απτή απόδειξη πως τα σπιτάκια τους, τα οποία αχνοφαίνονταν ανάλογα με την εποχή και τις καιρικές συνθήκες περισσότερο ή λιγότερο, κατοικούνταν και όλο μεγάλωνε ο πόθος μου να ταξιδέψω μέχρι εκεί, για να δω πώς ζουν οι άνθρωποι κάτω από τη σκιά του θεόρατου βουνού και κυρίως να είναι αυτή μια αφορμή, για να δω, να γνωρίσω και να απολαύσω την εγγύτητά του!

   Βέβαια, αυτή η επιθυμία έμενε ανεκπλήρωτη για πολλά χρόνια κι αυτό, το οποίο αδιάλειπτα συνέχισα να απολαμβάνω ήταν οι υπέροχες εικόνες που δημιουργούνταν στον ορίζοντα, ο οποίος αναμφίβολα κυριαρχούνταν από τα Τζουμέρκα, συνεπικουρούνταν από τα υπόλοιπα βουνά και οπωσδήποτε συμπληρώνονταν από τους κατάφυτους λόφους και τον ποταμό Άραχθο που χωρίζει το νομό Άρτας σχεδόν στη μέση. Όμως, σε κείνο το πρώτο μου ταξίδι στην Άγναντα τα πλησίαζα. Με τη φαντασία μου, σχεδόν τα άγγιζα! Κι ούτε που κατάλαβα μέσα σ’ αυτή την ευφρόσυνη διάθεση πότε διανύσαμε πλήθος στροφών! Και καθώς ανεβαίναμε κι εγώ είχα μείνει να χαζεύω, να ’σου στην εσοχή μιας στροφής το ξωκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης και μετά από λίγο εκείνο του Αγίου Δημητρίου, όπου βρίσκονταν και το ένα από τα δύο, όπως διαπίστωσα αργότερα, νεκροταφεία του χωριού, ενώ όλο και πλησιάζαμε τα πρώτα σπίτια και βλέπαμε πια καθαρά αυτό το χωριό, το οποίο απλώνονταν σε δυο επίπεδα, τον δώθε και τον πέρα μαχαλά και χωρίζονταν από ένα μεγάλο ρέμα.

   Την άφιξη στην Άγναντα ακολούθησε η τακτοποίηση σε ένα ημιυπόγειο δωμάτιο που βρίσκονταν στον δώθε μαχαλά· ο πατέρας με πήγε μέχρι το σχολείο στο κέντρο του χωριού, μου έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και αναχώρησε με το λεωφορείο· εγώ έμεινα να αναμετρώ τις ώρες μέσα στο μικρό δωμάτιο, το οποίο είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο και η τουαλέτα, όπως συνηθίζονταν τότε σε όλα τα χωριά, βρίσκονταν πίσω από το κυρίως σπίτι στο βάθος του κήπου, ο οποίος ήταν φυτεμένος με πάσης φύσεως ζαρζαβατικά. Κι ομολογώ πως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες μου σ’ αυτόν τον ξένο χωριό, όπου πήγα για να φοιτήσω τα δυο τελευταία χρόνια της μαθητικής μου ζωής, ήταν η απόσταση της τουαλέτας από το δωμάτιό μου. Όχι, πως στο πατρικό μου είχα μεγαλύτερες ανέσεις, απλά, όταν μέσα στο νυχτερινό σκοτάδι έπρεπε να πάω ως εκεί, αυτό το σκοτάδι μου φαινόταν τρομερό και αδιαπέραστο και ξυπνούσε μέσα μου φόβους για κακούς ανθρώπους ή κακά πνεύματα που παραμόνευαν εκεί κοντά!... Ευτυχώς, όσο καιρό έμενα εκεί, όλα αυτά έμειναν στον χώρο της φαντασίας.

   Την άλλη μέρα ξύπνησα πολύ πρωί ή μάλλον κι αυτό το βράδυ είναι ζήτημα, αν έκλεισα μάτι. Σκέψεις ποικίλες με βασάνιζαν. Πώς θα συνηθίσω τον τόπο και τους ανθρώπους; Πώς θα με δεχθούν οι συμμαθητές μου; Θα κάνω εύκολα φίλους; Μερικές φορές ένιωθα πως θα ανοίξει το κεφάλι μου από την ένταση. Άκουγα τα νυχτοπούλια κι αγριευόμουν. Εγώ που αγαπούσα την αρμονία των νυχτερινών ήχων αυτό το βράδυ τους άκουγα και φοβόμουν. Η αγρύπνια είναι στ’ αλήθεια κακός σύμβουλος του μυαλού! Η αυγή, όμως, έφερε ήχους από τα γλυκά κελαδήματα χελιδονιών, τα οποία ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για θερμότερες περιοχές. Και ναι, η αυγή και τα χελιδόνια έκαναν το θαύμα τους και το μυαλό κι η ψυχή μου γέμισαν πάλι με χαρά και αισιοδοξία!...

   Οπλισμένη με αυτοπεποίθηση και φορώντας τη μπλε ποδιά με τον καινούργιο δαντελωτό γιακά, τον οποίο είχε πλέξει η μάνα μου, πήρα τη σάκα μου και κίνησα για το Γυμνάσιο. Στο δρόμο συναντούσα πλήθος παιδιών που κινούνταν χαρούμενα προς τα κει. Καθώς κανέναν δεν γνώριζα, κανένας δεν με καλημέριζε, ούτε μου εύχονταν καλή σχολική χρονιά. Στο προαύλιο του σχολείου γινόταν χαμός! Συμμαθητές, οι οποίοι είχαν να συναντηθούν από τον Ιούνιο αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Κινούμουν κι εγώ μέσα στο πλήθος προσπαθώντας να μιλήσω σε κάποιον, να αποκτήσω την πρώτη ανθρώπινη επαφή. Αυτό δεν έγινε παρά αφού μπήκαμε στην αίθουσα, όπου θα φιλοξενούμασταν εκείνη τη χρονιά και η οποία βρίσκονταν στον πάνω όροφο του κτιρίου.

   Όλοι οι συμμαθητές γνωρίζονταν μεταξύ τους και έσπευδαν να καθίσουν στα θρανία με τους φίλους τους. Μέσα στην τάξη συνάντησα κι έναν μαθητή από το χωριό μου, ο οποίος ήταν και την προηγούμενη χρονιά σ’ αυτό το σχολείο και ήδη είχε τις παρέες του. Κάποια κορίτσια με πλησίασαν και άρχισαν να με ρωτούν πώς με λένε, από πού είμαι και πώς και ήρθα σ’ αυτή την τάξη στο σχολείο τους. Απάντησα κι έτσι αντάλλαξα τις πρώτες κουβέντες, οι οποίες ήταν αρκετές για να σπάσουν τον πάγο και ν’ αρχίσει έστω και μια επιφανειακή επικοινωνία. Η αλήθεια είναι πως, όταν κάποιος μαθητής μετεγγράφονταν στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, η πρώτη σκέψη που περνούσε στο μυαλό των περισσοτέρων ήταν πως πρόκειται για έναν κακό στην επίδοση και με κακή διαγωγή μαθητή, κάτι που για την περίπτωσή μου δεν ίσχυε. Και πράγματι έκανα μεγάλη προσπάθεια για ν’ αποδείξω και στους καθηγητές μου ακόμα πως δεν συμβαίνει αυτό!!!

   Με θλίψη θυμάμαι ακόμα την καθιερωμένη έκθεση που γράψαμε για την αποταμίευση. Ο φιλόλογός μου, αν και η έκθεσή μου ήταν η καλύτερη, έκρινε πως έπρεπε να δώσει το βραβείο σε άλλη μαθήτρια, της οποίας την επίδοση γνώριζε από την προηγούμενη σχολική χρονιά. Φιλόλογος άλλης τάξης όμως, που κλήθηκε να αξιολογήσει την έκθεση και ήταν παρόν σε σχετική συζήτηση στο γραφείο των καθηγητών, μη μπορώντας να δεχθεί την αδικία, πήρε το ρίσκο και μου εμπιστεύτηκε την πρωτιά της έκθεσής μου!... Μού είπε: «Αν και δεν σε γνωρίζω, θα σου εμπιστευτώ κάτι. Επειδή δεν ανέχομαι την αδικία που γίνεται στο πρόσωπό σου, σού λέω πως η έκθεσή σου έπρεπε να πάρει το βραβείο κλπ., κλπ.». Κράτησα μυστική αυτή του την εξομολόγηση και αυτόν τον καθηγητή τον έχω ακόμα στην καρδιά μου, γιατί εκτίμησα την εντιμότητα και την ηθική του συγκρότηση, η οποία αποτέλεσε για μένα φωτεινό παράδειγμα!...

   Εκείνη την πρώτη μέρα, λοιπόν, μετά από σύντομες συζητήσεις με αρκετούς από τους συμμαθητές μου, άρχισα να αισθάνομαι πιο οικεία. Υπήρχαν, μάλιστα, και κάποιοι που από εκείνη τη μέρα φάνηκε πως θα αποτελούσαν την εκεί συντροφιά μου. Σαν τώρα θυμάμαι τις ντόπιες συμμαθήτριές μου, την Ελένη Καπέλη και την Ευφροσύνη Σκουληκαρίτη, που ήταν κάποιες απ’ αυτές, οι οποίες στη συνέχεια με κάλεσαν στο σπίτι τους, με γνώρισαν με τους γονείς τους και κάναμε αρκετή συντροφιά. Η Ελένη Καπέλη, μάλιστα, με ξενάγησε στον πατρογονικό της συνοικισμό, τα Στρανά, στα οποία ήταν εμφανείς οι γεωλογικές μεταμορφώσεις που ανάγκασαν τους λίγους κατοίκους τους να μετοικήσουν. Αλλά και με τη Γεωργία Κοντογεώργου, τότε απουσιολόγο της τάξης μου και σήμερα συνάδελφο, είχα την ευκαιρία να κάνω παρέα και να ξεναγηθώ στον απόμακρο συνοικισμό Βίλλια, όπου βρίσκονταν το πατρικό της, και εκείνη μαζί με τα αδέλφια της καθώς και με άλλους συμμαθητές διάνυαν καθημερινά μια διόλου ευκαταφρόνητη απόσταση, για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα υπό οιεσδήποτε καιρικέςΜε τον καιρό συνήθισα τον τόπο και τους ανθρώπους. Κάποια σαββατοκύριακα πήγαινα με το λεωφορείο στο σπίτι μου, οπότε η ζεστασιά της οικογένειας μου έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίζω τον αγώνα μου.

   Τα δυο χρόνια που έζησα στην Άγναντα κατοίκησα σε δυο διαφορετικά σπίτια στον δώθε μαχαλά. Στο σπίτι της κυρά - Βδοκιάς και στο σπίτι του Μήτσιου Κώστα. Τους θυμάμαι και τους δύο με πολλή αγάπη, αφού δεν διημείφθη κάτι που να σκίασε την εκεί διαμονή μου. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι νοίκιαζαν δωμάτιά τους, για να ενισχύουν το εισόδημά τους, νοιάζονταν για τους ενοίκους τους. Σαν τώρα θυμάμαι την καλοσυνάτη καλημέρα της κυρά - Βδοκιάς, αλλά και τη γεύση, την οποία είχε το τυρί, που φίλευε πού και πού εμένα και τη συγκάτοικό μου κατά τη δεύτερη χρονιά της παραμονής μου στην Άγναντα, τη Μαριάνθη Κωστούλα από την Πλάκα, ο Μήτσιο Κώστας! Έμαθα μάλιστα κάτι, το οποίο μέχρι τότε δεν γνώριζα, πως δηλαδή αυτό το θεσπέσιο τυρί το είχαν πήξει ψηλά στα βοσκοτόπια των Τζουμέρκων και βαλμένο σε ασκί το είχαν αποθηκευμένο σε κάποια σπηλιά, για να συντηρείται στη δροσιά της! Η ανάμνηση της γεύσης αυτού του τυριού με πολιορκεί επίμονα μέχρι σήμερα κάθε φορά που γεύομαι φέτα από τις σύγχρονες γαλακτοβιομηχανίες!

   Αλλά και στη γειτονιά με τον καιρό ένιωθα πια πολύ οικεία. Η άγνωστη έφηβος που περπατούσε στο στενό δρομάκι τις πρώτες μέρες δεν υπήρχε πια. Είχα πια ταυτότητα. Ήμουν η Παναγιώτα, μια μαθήτρια από τις πολλές, οι οποίες έρχονταν στην Άγναντα για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιό της, που τους χαιρετούσε και τη αντιχαιρετούσαν όλοι.

   Μια μέρα, μάλιστα, που ψιλοχιόνιζε κι έκανε πολύ κρύο, έπλενα ξυπόλυτη στη βρύση της αυλής. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά στο δρόμο η γειτόνισσα Χρυσάνθη Ζάραγκα. Με καλημέρισε και μου είπε: «Αχ! Κορίτσι μου, μην πλένεις μες το κρύο και μη βρέχεις τα πόδια σου με το παγωμένο νερό. Τώρα δεν το καταλαβαίνεις, αλλά, όταν γίνεις σαν κι εμένα, θα σε πονούν τα πόδια σου!...». Αυτή η συμβουλή που συνήθιζε να μου τη λέει κι η μάνα μου, πολύ με προβλημάτισε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναέκανα.

   Πέραν αυτού, η Χρυσάνθη Ζάραγκα εμένα και τη συγκάτοικό μου μας καλούσε στο σπίτι της και μας φίλευε πάντα κάτι. Τα παιδιά της είχαν ξεσκολίσει και είχαν φύγει από το χωριό για σπουδές. Αυτή, λοιπόν, κι ο καλοκάγαθος σύζυγός της κάθε φορά που με οικειότητα πια μας δέχονταν μέσα στο ζεστό χειμωνιάτικο δωμάτιο τα κρύα βράδια του χειμώνα, μας έκαναν να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας. Συζητούσαμε για διάφορα και μας διηγούνταν ιστορίες απ’ τα παλιά. Αν και η δική μας ζωή είχε τις δυσκολίες της, μπροστά στης δικής τους γενιάς, όπως άλλωστε και των γονιών μας, φάνταζε πολύ εύκολη! Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, σκέφτομαι πως αυτοί οι άνθρωποι είτε από έμφυτη καλοσύνη είτε από την πεποίθηση πως κάποιος ή κάποιοι άλλοι θα έδειχναν έστω και ελάχιστο ενδιαφέρον για τα ξενιτεμένα τους παιδιά προσέφεραν το κατά δύναμη σε μας τα ξενάκια!...

   Κι από το Γυμνάσιο έχω, πλην εξαιρέσεων, πολύ καλές αναμνήσεις. Με τον καιρό γνώρισα καλύτερα τους συμμαθητές μου, οι οποίοι κατάγονταν από διάφορα χωριά· από τον Καταρράκτη, τον Μακρύκαμπο, τους Κτιστάδες, τη Ράμια, τα Λεπιανά, τη Μικροσπηλιά, ακόμα και από το μακρινό Γρίμποβο Άρτας. Τα περισσότερα παιδιά προέρχονταν, όπως κι εγώ, από φτωχές οικογένειες και το όνειρο για γνώση και σπουδές στο βάθος του μυαλού συνοδεύονταν από την ελπίδα πως μ’ αυτό τον τρόπο θα άλλαζαν, θα βελτίωναν τις βιοτικές τους συνθήκες. Όσον αφορά στην πρόοδό τους υπήρχαν μαθητές όλων των κατηγοριών· υπήρχαν όμως αρκετοί με πάρα πολύ καλές επιδόσεις. Πάντως, δεν θυμάμαι να υπήρχαν μαθητές παντελώς αδιάφοροι σαν αυτούς, τους οποίους συναντά κανείς στα σημερινά σχολεία, κάποιοι εκ των οποίων με κυνικό τρόπο ομολογούν πως στο σχολείο δεν έρχονται για να αποκτήσουν γνώσεις κλπ., αλλά για να πάρουν το χαρτί, δηλαδή το απολυτήριο! Επίσης, από τους 35 συμμαθητές μου, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ένα μεγάλο ποσοστό εισήχθη σε Πανεπιστήμια ή ΚΑΤΕΕ και τίμησαν με την επιτυχία τους αυτή και με τη σταδιοδρομία τους, τόσο το Γυμνάσιο που φοίτησαν, όσο και τους γονείς τους...

   Κι οι καθηγητές μας, νέοι στην πλειονότητά τους, είχαν κέφι για δουλειά και επιθυμία να προσφέρουν στους μαθητές τους. Βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Μετά από τόσα χρόνια δεν αξίζουν καν την υπόμνηση. Με σεβασμό θα μπορούσα ν’ αναφέρω τα ονόματα αρκετών, αλλά σ’ αυτό το σημείο θα μιλήσω για τον φιλόλογο της ΣΤ' τάξης του Γυμνασίου που εκείνη τη χρονιά μετονομάστηκε σε Λύκειο. Αυτός ο φιλόλογος, ονόματι Κωνσταντίνος Μήτσιος, κατάγονταν από το γειτονικό χωριό Κτιστάδες. Αυτός, λοιπόν, παιδί των Τζουμέρκων, το οποίο κατάφερε προφανώς να σπουδάσει με μύριες όσες δυσκολίες, κατανοούσε πολύ εμάς τους μαθητές και εκτός από την υποχρεωτική διδασκαλία, μια και στο χωριό δεν υπήρχαν φροντιστήρια για στήριξη όσων επιθυμούσαν να βοηθηθούν περισσότερο, μας καλούσε, όσους ενδιαφερόμασταν, να παρακολουθήσουμε διδασκαλία αγνώστου κειμένου αρχαίων ελληνικών μια ώρα πριν αρχίσει η κανονική λειτουργία του σχολείου και μας δίδασκε αφιλοκερδώς! Σκέφτομαι τώρα πως έβρισκε χαρά μ’ αυτή την αλτρουιστική πράξη και προφανώς θα χάρηκε πολύ, όταν είδε τα ονόματα πολλών από εμάς στους επιτυχόντες των πανεπιστημιακών σχολών!...

   Δεν ξεχνώ επίσης το πόσο εκτιμούσε τους μαθητές που δεν αρκούνταν στη γνώση που τους προσέφεραν τα σχολικά εγχειρίδια και άνοιγαν τα φτερά τους και διάβαζαν και άλλα βιβλία και διατύπωναν ακόμα και αιρετικές ερωτήσεις και απόψεις... Κι όταν κάποιος ταλανίζονταν από κάτι, όπως παραδείγματος χάριν για το τι σπουδές πρέπει να ακολουθήσει, πάντα είχε χρόνο για συζήτηση και λύση αποριών. Ας με συγχωρήσει ο αναγνώστης αυτού του κειμένου, αν τον κουράζω με λεπτομέρειες, αλλά σ’ αυτή την εποχή της απαξίωσης των πάντων αξίζει να αποτίουμε έστω και μικρό φόρο τιμής σε κείνους που μας έμαθαν γράμματα και άνοιξαν δρόμους στη σκέψη μας!...

   Η παραμονή στην Άγναντα μου άφησε ακόμα ως παρακαταθήκη φίλους της εφηβείας που, αν και πολλούς δεν τους έχω ξανασυναντήσει, με κάθε ευκαιρία ρωτώ και μαθαίνω γι’ αυτούς. Αυτά τα νέα παιδιά δεν τα ξεχνώ, γιατί μαζί τους πέρασα όμορφες στιγμές στα μαθητικά θρανία, στις εκδρομές, στις πολιτιστικές δραστηριότητες του σχολείου. Δεν τα ξεχνώ κι ελπίζω κι εκείνα να μην με έχουν ξεχάσει, γιατί ζήσαμε μαζί και μοιραστήκαμε όνειρα κι ελπίδες της νεότητάς μας που, ακόμα κι αν δεν πραγματοποιήθηκαν όλα ή απλά τα αλλάξαμε στο δρόμο, διατηρούν την ομορφιά εκείνων των χρόνων της αθωότητας!

   Κλείνοντας εδώ αυτή την αναδρομή στο πρώτο ταξίδι μου στην Άγναντα καθώς και στα μαθητικά μου χρόνια εκεί, αισθάνομαι πως έχω γράψει πολύ λίγα. Παρόλα αυτά πιστεύω πως έδωσα κάποιο στίγμα εκείνης της εποχής, εκείνου του καιρού κι εκείνου του τόπου. Την αφορμή γι’ αυτό το ταξίδι μου την έδωσε ο Χρίστος Τούμπουρος, τον οποίο ακόμα κι αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, αν και δεν τον έχω γνωρίσει από κοντά, τον ευχαριστώ από καρδιάς. Γνωριζόμαστε μέσα από τις πνευματικές μας δημιουργίες. Αφορμή της γνωριμίας μας ήταν η παρουσία της συζύγου του στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων μου «Το χάσικο ψωμί» στην αίθουσα της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, στις 1-2-2010. Διάβασε το βιβλίο μου, επικοινώνησε μαζί μου και μου έστειλε το βιβλίο του «Το Γυμνάσιο Αγνάντων», τ. Α', κι εγώ με τη σειρά μου του απέστειλα ως αντίδωρο το πρώτο μου βιβλίο «Ροδαυγή, το ρόδο της αυγής».

   Όταν μου ζήτησε να γράψω λίγα λόγια για τον δεύτερο τόμο που αφορά το Γυμνάσιο Αγνάντων δέχθηκα να το κάνω με πολλή χαρά. Δεν ξέρω, αν με όσα έγραψα είναι ικανοποιημένος, πάντως εγώ τον ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε και τον συγχαίρω, διότι παραμένει ένας γνήσιος και ρομαντικός Τζουμερκιώτης, ο οποίος επιστρέφει με περηφάνια στον τόπο που τον γέννησε και αφήνει ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές το πηγαίο συγγραφικό του έργο, το οποίο είναι αποτέλεσμα πολλής αγάπης και μεγάλου μόχθου. Να ’στε καλά κ. Τούμπουρε…