Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Στην αιθέρια Κύθνο, (17-9-2015)

 

   Αρχές Ιουλίου και με προορισμό την Κύθνο φτάσαμε με την ανατολή του ήλιου στο Λαύριο. Ήσυχο τούτη την ώρα το λιμάνι της πόλης. Η πρωινή αύρα δρόσιζε τα κορμιά μας κι ο χωρίς ζάχαρη καφές άφηνε πικρή, αλλά ευχάριστη γεύση στο στόμα. Ο ήλιος χρύσιζε τον ορίζοντα αντανακλώντας τις ακτίνες του στη ρυτιδωμένη θάλασσα και πάνω στα πλεούμενα, μικρά ή μεγάλα, τα οποία λες και ναυλοχούσαν στην προκυμαία, κι έδινε πνοή ζωής στις πικροδάφνες που δειλά έφταναν στους ανθούς τους, επισκέπτριες εργατικές, πεινασμένες μέλισσες.

   Για ώρα λίγοι άνθρωποι κινούνταν στους δρόμους. Η ανάγκη, όμως, της εργασίας ή του ταξιδιού δεν άργησε να τους οδηγήσει εκεί, άλλους έχοντας αφήσει από νωρίς τα ιδρωμένα σεντόνια κι άλλους αγουροξυπνημένους να πασχίζουν να μπουν στους ρυθμούς μιας απαιτητικής μέρας.

   Εκεί στο Λαύριο κι ενώ συλλέγαμε εικόνες πρωινές ούτε που καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα και χωρίς χρονοτριβή κατευθυνθήκαμε στο πλοίο, το οποίο θα μας οδηγούσε στον προορισμό μας. «Μαρμάρι» ήταν τ’ όνομά του! Με καιρό που προμηνούσε ανέμους μικρής έντασης βγήκαμε απ’ το λιμάνι κι αφήνοντας την Αττική γη πίσω μας κι έχοντας τη Μακρόνησο, Ελένη την έλεγαν οι πρόγονοί μας, όχι για πολύ, στα αριστερά μας ανοιχτήκαμε για τη θάλασσα που αιώνες τώρα φιλοξενεί τις μοναδικές Κυκλάδες.

   Το ταξίδι δεν κράτησε πολύ. Όλο κι όλο μιάμιση ώρα ήταν. Όμως, το κυματάκι, που εδώ κι εκεί αύξανε, μου ’φερε ζάλη. Έτσι, ώσπου ν’ αράξουμε στα ήρεμα νερά του λιμανιού της Κύθνου, επέλεξα να συνεχίσω το ταξίδι ξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ έχοντας ακουμπισμένο το ζαλισμένο κεφάλι μου στους φιλόξενους μηρούς του συντρόφου μου.

   Μέριχας λέγεται ο οικισμός, όπου βρίσκεται το λιμάνι της Κύθνου και συνιστά μια πρώτη φιλόξενη αγκαλιά για τους ταξιδιώτες, αφού είναι ο τόπος από τον οποίο μπορούν να κατευθυνθούν προς όλα τα σημεία του νησιού. Εμείς, αφού αντικρίσαμε και φωτογραφήσαμε τούτον τον τόπο κυρίως πάνω από το πλοίο, αφήσαμε γι’ άλλη φορά την περιήγησή μας σ’ αυτόν και κινήσαμε για την καρδιά του νησιού, τη Χώρα.

   Ο ανηφορικός και ελικοειδής δρόμος που μας έφερε ως εκεί, μας έδωσε τις πρώτες εικόνες της ενδοχώρας, αλλά και παραλιών που θωρούσαμε από ψηλά. Η γη της Κύθνου, ξερή από τις καυτές ακτίνες του ήλιου, έστελνε ράθυμες ανάσες ζωής στα σημεία που επίμονα πρασίνιζαν ή άνθιζαν σε απόσκια, σε ρεματιές και σε κάποια πεζούλια. Βέβαια, η πρώτη αυτή εντύπωση έμελε να διαψευστεί τις επόμενες ημέρες, μια και σ’ αυτή τη γη και σ’ αυτές τις συνθήκες άνθιζε κατά κόρον τούτη την εποχή το θυμάρι, το οποίο έδινε ροδαλό χρώμα στις κατάφυτες πλαγιές και το μελισσολόι που πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα έδινε με τον βόμβο του τον μουσικό ρυθμό της φύσης. Ρυθμός, ο οποίος συμπληρώνονταν από τον φλοίσβο της θάλασσας, όπου ο απόηχός του έφτανε ως εμάς, από τα κελαδήματα πουλιών που πετάριζαν εδώ κι εκεί αναζητώντας τροφή κι από τα σποραδικά βελάσματα αιγοπροβάτων, τα οποία, αψηφώντας την κάψα του καλοκαιριού ή καταφεύγοντας προστατευτικά σε απόσκια ξερολιθιών, βοσκούσαν λες πεισματικά το ζείδωρο ξερό χορτάρι.

   Στη Χώρα, αν και ο ήλιος έκαιγε αρκετά, κάναμε έναν αναγνωριστικό περίπατο μέσα στις όμορφες ρύμες της. Οι ντόπιοι που συναντούσαμε ανταπέδιδαν την καλημέρα μας, μας καλωσόριζαν και μας εύχονταν καλή διαμονή. «Βράδυ να ’ρθετε στη Χώρα!», μας συμβούλεψε κάποιος, αφήνοντας να εννοηθεί πως τις βραδινές ώρες ο οικισμός βρίθει από κόσμο, ο οποίος φθάνει ως εκεί για φαγητό, ποτό, ψυχαγωγία,...

   Εκτός άλλων σ’ αυτή την πρώτη περιήγησή μας στη Χώρα, είλκυσε το βλέμμα μας ένα ζαχαροπλαστείο, στο οποίο μας καλωσόρισαν δυο πρόσχαρες κυρίες έτοιμες να μας τρατάρουν, όπως και έκαναν, τοπικές γεύσεις γλυκών, με κυρίαρχες αυτές του παστελιού και του αμυγδαλωτού. Είχαμε, μάλιστα, τη χαρά να τις δούμε να στολίζουν μεγάλες πιατέλες με γλυκά για κάποιον γάμο. «Για τρεις γάμους έχουμε να ετοιμάσουμε!», είπαν, διαφημίζοντας εμμέσως τα γλυκά τους! Σ’ αυτές τοποθετούσαν τα χαρακτηριστικά, όπως μας είπαν, γλυκά του γάμου, δηλαδή ρομβοειδή παστέλια μ’ ένα μυγδαλάκι στο κέντρο, τυλιγμένα σε διάφανο σελοφάν και αμυγδαλωτά πασπαλισμένα με μπόλικη άχνη ζάχαρη. Το ενδιαφέρον ήταν πως στη βάση τους τοποθετούσαν με τέχνη φύλλα λεμονιάς! Ο γαμήλιος στολισμός ολοκληρώνονταν μόλις τύλιγαν τους δίσκους με σελοφάν, το οποίο έδεναν με κορδέλες και λουλούδια.

   Με τη γεύση ενός παστελιού στο στόμα και με τις πρώτες εμπειρίες από τη Χώρα αναχωρήσαμε. Άλλωστε, ασχέτως προτροπών και ώρας, τόσο η εγκαρδιότητα των ανθρώπων, όσο και η αρχιτεκτονική των οικιών, των ναών και εν γένει του χώρου, καθώς και τα ζωγραφισμένα δάπεδα των ρυμών και των σκαλοπατιών ήταν ικανοί λόγοι, οι οποίοι επέβαλαν την επιστροφή μας. Όμως, για την ώρα η Κανάλα, όπου θα διαμέναμε τις ημέρες των διακοπών μας μάς ανάμενε!

   Ανοιχτήκαμε, λοιπόν, στον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτή την πλευρά του νησιού και δεν χορταίναμε ν’ απολαμβάνουμε τις καινούργιες εναλλασσόμενες εικόνες. Ακολουθώντας τη φορά του δρόμου δεν συναντήσαμε χωριά, εκτός από τη Δρυοπίδα, ενώ πλήθος πινακίδων υπόσχονταν να μας οδηγήσουν σε οικισμούς και παραλίες, για τις οποίες είναι φημισμένη η Κύθνος. Εκκλησάκια διάσπαρτα καθώς και εγκαταλειμμένοι, σχεδόν ερειπωμένοι ανεμόμυλοι, αλλά και κάποια καταστήματα, τα οποία πωλούσαν τοπικά προϊόντα, με κυρίαρχο το μέλι, αλλά και ένα δύο που ήταν έτοιμα να προσφέρουν καφέ και δροσερά πιόματα σε ταξιδιώτες, έδιναν το στίγμα της ανθρώπινης παρουσίας. Σ’ ένα τέτοιο κατάστημα που πωλούσε τοπικά προϊόντα μας εντυπωσίασαν όχι μόνο τα προϊόντα, αλλά και η αισθητική του χώρου, στον οποίο κυριαρχούσε η παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η λευκή δαντέλα, η οποία, κολλημένη σε λευκά υφάσματα διαφόρων χρήσεων, προσέδιδε αέρα αρχοντιάς και νοικοκυροσύνης!

   Καθώς ο δρόμος σε κάποια σημεία μας έφερε σε κορυφογραμμή, το βλέμμα μας μαγνητίστηκε εμφατικά απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας που έσμιγαν στον ορίζοντα. Ο ήλιος, εκτυφλωτικός, προσθαλάσσωσε το βλέμμα μας, το οποίο δεν χόρταινε να θεάται τους όρμους και τις αγκάλες της γαλάζιας μάγισσας εκεί όπου έσμιγε με τις δαντελωτές ακτές του νησιού κι ένα γύρω αγναντεύαμε στην αχλή του ορίζοντα τη Σύρο, τη Σεριφοπούλα, τη Σέριφο,…

   Παρά τη ζέστη, η οποία εκεί ψηλά μετριάζονταν από το πελαγίσιο αεράκι, σταθήκαμε για λίγο κι απολαύσαμε την απεραντοσύνη που απλώνονταν εμπρός μας. Στη συνέχεια οι ελικοειδείς κατηφορικές στροφές μας έδωσαν πανοραμική εικόνα της Κανάλας και μας οδήγησαν στο κατάλυμά μας, το οποίο βρίσκονταν σε συγκρότημα ενοικιαζόμενων δωματίων, μια ανάσα απ’ τη θάλασσα, που καθόλου τυχαία οι ιδιοκτήτες του το ονόμασαν «Ακρογιαλιά».

   Αποθέσαμε στα γρήγορα τις αποσκευές μας και, μια και η κοιλιά μας ζητούσε επίμονα ικανοποίηση, κατευθυνθήκαμε στην ταβέρνα «Αρχιπέλαγος», όπου μεταξύ άλλων γευτήκαμε ντόπια αμπελοφάσουλα, αρμύρα, ένα χορταρικό του νησιού, το οποίο δεν είχαμε φάει άλλη φορά, και ντόπιο ξινότυρο. Οι εντυπώσεις μας από τις γεύσεις κι από τη φιλόξενη διάθεση των ιδιοκτητών ήταν βέβαιο πως θα μας έφερναν αρκετές φορές ως εδώ.

   Αυτή την πρώτη μέρα λες και δεν νιώθαμε κούραση. Αφού επιστρέψαμε και τακτοποιήσαμε τις αποσκευές μας και μια κι ο καιρός δεν ευνοούσε το κολύμπι, βγήκαμε σε μια πρώτη, βαθύτερη γνωριμία με τον τόπο. Έτσι, πορευτήκαμε περπατώντας δίπλα στο ακρογιάλι με κατεύθυνση το πευκόφυτο σημείο, όχι συνηθισμένη εικόνα στην Κύθνο, όπου είναι χτισμένος ο ναός της Παναγιάς Κανάλας. Αφού πεζοπορήσαμε για λίγο, βρεθήκαμε να περπατούμε κάτω από πεύκα σ’ ένα δρομάκι, όπου κυριαρχούσαν ποικίλου μεγέθους γεωμετρικά σχήματα από λευκό ασβέστη, ενώ εκατέρωθεν υπήρχαν ανθισμένα γεράνια και μπουκαμβίλιες, καθώς και πράσινα φυτά διαφόρων ειδών. Σ’ αυτή τη διαδρομή με λύπη μου αντίκρισα κιονόκρανα, αναποδογυρισμένα και ασβεστωμένα, τα οποία χρησίμευαν ως βάση γλαστρών που φιλοξενούσαν διάφορα άνθη, καθώς κι έναν ξεμοναχιασμένο κίονα με κιονόκρανο, όλα μάρτυρες μιας άλλης εποχής!

   Στο προαύλιο του ναού υπάρχει αναπαράσταση της εύρεσης της εικόνας της Παναγίας από ψαράδες. Στο ίδιο σημείο το ποίημα κάποιου Φίλιππα Γεωργίου του Αντωνίου με τίτλο «Εύρεση εικόνας Παναγιάς Κανάλας» αφηγούνταν τη σχετική παράδοση: «Ψαράδες εκάλεσε ο Χριστός/ σ’ αποστολή μεγάλη/ ψαράδες την εικόνα Σου/ ευρήκαν στο κανάλι./ Με την εικόνα αγκαλιά/ και την καλή ψαριά τους/ έβαλαν πλώρη για τη στεριά/ κι’ άφησαν τη δουλειά τους./ Και στο χωριό σαν έφθασαν/ κι’ ανήγγειλαν το θαύμα/ ολημερίς χαρμόσυνα/ χτυπούσαν την καμπάνα./ Και όλοι το ’βαλαν σκοπό/ να κτίσουν εκκλησία/ και δώσαν όρκο ιερό/ στη Χάρη Σου τη θεία./ Κι’ εκκλησία εκτίστηκε/ πανέμορφη στ’ αλήθεια/ με μια καλή προσπάθεια/ κι η Παναγία βοήθεια./ Φθάνουμε κει κατάκοποι/ κι απογοητευμένοι/ ν’ αντλήσουμε παρηγοριά/ όλοι οι πονεμένοι.»

   Ο ναός δεν είναι μεγάλος. Μόλις μπήκαμε στο εσωτερικό του, όμως, μας είλκυσε η ασυνήθιστα μεγάλη εικόνα της Παναγιάς Κανάλας στο τέμπλο. Ιστορημένη από τον Κρητικής καταγωγής αγιογράφο Εμμανουήλ Σκορδίλη και διακοσμημένη με λευκό δαντελωτό ύφασμα από τις τρεις πλευρές και στην κάτω πλευρά με πλεκτή δαντέλα, στην οποία γράφει «ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΝΑΛΑ», επιβάλλονταν στον χώρο. Αλλά και η μορφή του Μεγάλου Αρχιερέα στην Ωραία Πύλη που φέρει διακριτικά επισκόπου δεν μπορούσε να μας αφήσει αδιάφορους. Τόσο, μάλιστα, μας εντυπωσίασε το πρόσωπό του που μπήκαμε στον πειρασμό να κατανοήσουμε τη σύλληψη της ιστόρησής του από τον δημιουργό του. Βέβαια, απάντηση οριστική δεν θα δίναμε, αλλά, να, πώς να το κάνουμε, δεν μπορείς να απαγορεύσεις του μυαλού τις αναζητήσεις!

   Αυτός, λοιπόν, ο Αρχιερέας με το ευθύ, σοβαρό και ανθρώπινο βλέμμα έχει αδρά χαρακτηριστικά, τα οποία ελάχιστη έως καθόλου αγιότητα αποπνέουν! Λες κι ο ζωγράφος αποτύπωσε το πρόσωπο κάποιου υπαρκτού, ίσως εν ζωή αγίου, που κατέκτησε την αγιοσύνη του μετά από έκφυλο βίο και σκληρή έμπρακτη μετάνοια! Ίσως, όμως, να θεωρούσε πως ταιριάζει πιο πολύ στον Μεγάλο Αρχιερέα να έχει πρόσωπο αρρενωπό, με δωρικές κόγχες, το οποίο θα δηλώνει μ’ αυτή την απεικόνιση την παντοδυναμία του! Μπορεί καμία από τις υποθέσεις αυτές να μην ισχύει κι ο αγιογράφος να έδωσε πνοή ζωής σε αγαπημένη όψη οικείου προσώπου ή ακόμα και τη δική του μορφή, χωρίς ύβρη, αλλά ως μνημόσυνο αιώνιο να εικόνισε! Μπορεί…

   Με τέτοιους στοχασμούς βγήκαμε απ’ το κατώφλι του ναού και κατευθυνθήκαμε στο βραχώδες σημείο, όπου βρίσκεται ο ναός της Αγίας Καλλιόπης! Πρώτη φορά είδαμε ναό Αγίας, η οποία φέρει το όνομα της αρχαίας μούσας Καλλιόπης, προστάτιδας της επικής ποίησης, που είναι «η εξοχότατη απ’ όλες» τις μούσες, όπως αναφέρει ο Ησίοδος (Θεογονία 79 κ.ε.). Εκεί, στο προαύλιο αυτού του ναΐσκου τούτη την ώρα του δειλινού, με το κυματάκι να σκάει στη ρίζα των βράχων πάνω στα οποία είναι χτισμένος, τελούνταν γαμήλιο μυστήριο. Ευτυχισμένοι να ’ναι οι νεόνυμφοι!

   Εμείς αγναντέψαμε για λίγο το πέλαγος και τα νησιά που φαίνονταν λιγότερο ή περισσότερο στον ορίζοντα κι αναχωρήσαμε για την ταβέρνα «Αρχιπέλαγος», όπου δειπνήσαμε. Εκεί είχαμε τη χαρά να γνωρίσουμε και να συνομιλήσουμε για λίγο με τον πατέρα του ιδιοκτήτη, καθώς και μ’ ένα ζευγάρι Ιταλών, το οποίο έκανε διακοπές στο νησί με τα παιδιά του.

   Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η πρώτη μέρα στο νησί με ρομαντική επιστροφή στο κατάλυμά μας υπό το φως της φθίνουσας μετά την πανσέληνο σελήνης, η οποία καθρεφτίζονταν στα ελαφρώς κυματίζοντα νερά της θάλασσας και δημιουργώντας υπέροχες ανταύγειες φωτός. Μια τέτοια νύχτα, κατά την οποία ο παφλασμός των υδάτων έφτανε ως την κλίνη μας, πώς να μη νιώθαμε ευδαίμονες και πώς να μην έκλειναν τα μάτια μας νιώθοντας χαρά για την άφιξή μας στη γη της Κύθνου, η οποία πήρε το όνομά της από τον αρχαίο βασιλιά της που έφερε αυτό το όνομα, δηλαδή Κύθνος!

   Το πρωί ξεκούραστοι και με ανανεωμένες δυνάμεις, κατευθυνθήκαμε προς την παραλία της Κανάλας, η οποία, εκτενής και αμμώδης καθώς είναι, φέρει επάξια την ονομασία Μεγάλη Άμμος! Χωρίς καθυστέρηση βουτήξαμε στα νερά της και την χαρήκαμε σε απόλυτη σχεδόν ησυχία - μόνο κάποια θαλασσοπούλια ακούγονταν από κοντινούς βράχους - αφού λόγω του αιφνίδιου δημοψηφίσματος είχαν αναβάλει πολλοί τις διακοπές τους, αλλά και διότι οι περισσότεροι συνηθίζουν να πηγαίνουν πιο αργά για το κολύμπι τους. Τα διάφανα νερά αγκάλιαζαν μητρικά το κορμί μας και το βλέμμα μας θώπευε απολαυστικά το τοπίο! Μια αίσθηση ευδαιμονίας μας κατέλαβε, η οποία αποδίωξε κάθε αρνητική σκέψη!Κι η μέρα αυτή, που άρχισε όμορφα, κύλησε με ενασχολήσεις ευχάριστες, όπως το γράψιμο, το διάβασμα, και άλλες ενδιαφέρουσες εμπειρίες.

   Το απογευματάκι κινήσαμε πάλι για τη γειτονιά της Παναγιάς Κανάλας. Αυτή τη φορά, αν και περάσαμε από τον ναό και το προαύλιό του, κύριος προορισμός ήταν το επιμελημένο βάδισμα στα πέριξ, όπου επιθυμούσα να απαθανατίσω τις ντάνες που, αν και ρώτησα, δεν έμαθα ποτέ πώς πήραν αυτό το όνομα. Πάντως, έτσι αποκαλούν στην Κύθνο τις με λευκό επίχρισμα ζωγραφιές, τις οποίες με καλλιτεχνική διάθεση απεικονίζουν οι νοικοκυρές, τόσο στα κατώφλια και τα σκαλιά των οικιών τους, όσο και στους δρόμους. Η ποικιλομορφία και η αυθεντικότητα των σχεδίων τους μαγνητίζουν το βλέμμα και δεν θες ν’ αφήσεις γωνιά χωρίς να την απολαύσεις και χωρίς να την ακινητοποιήσεις με τον φωτογραφικό σου φακό. Τις επόμενες μέρες, μάλιστα, όπου κι αν μας οδήγησε η ταξιδιωτική μας αναζήτηση, οι ντάνες ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας, ειδικά του δικού μου, μια και συνέλαβα την ιδέα να συγγράψω ένα κείμενο, το οποίο θα αναφέρεται μόνο σ’ αυτές!

   Ενώ τα χρώματα του δειλινού έδιναν τον τόνο τους στο τοπίο, εμείς τελέψαμε τούτη την αποστολή και βαδίζοντας κατευθυνθήκαμε στο οικείο «Αρχιπέλαγος» για το βραδινό μας.

   Στο τραπέζι μας και πάλι παρών ο πατέρας του ιδιοκτήτη, ο οποίος αυτή τη φορά έφαγε μαζί μας και μας μίλησε για την πολυκύμαντη ζωή του! Με αφορμή τη δική μου καταγωγή έπλεξε το εγκώμιο των Ηπειρωτών και στη συνέχεια συζητήσαμε για την Κύθνο και τα έθιμά της! Όταν, μάλιστα, είδε πως έδειχνα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, άρχισε να μου λέει πως γνωρίζει πολλά τραγούδια του νησιού, πάνω από πεντακόσια(!), καθώς και πολλά άλλα που αφορούν στην παράδοσή του. Ακούγοντας όλα αυτά και παρότι μου φάνταζαν κάπως υπερβολικά, δεν απέφυγα τον πειρασμό να του πω πως πρέπει να ’ρθω πάλι στο νησί έχοντας στη διάθεσή μου περισσότερο χρόνο, για να τα καταγράψω!

   Αυτό είπα! Μέσα μου, όμως, γνώριζα πως, αν και πολύ το ήθελα, θα ήταν πολύ δύσκολο να το πραγματοποιήσω! Παρόλα αυτά, λόγω της αγάπης μου για την παράδοση, η θέλησή μου ήταν και είναι πάντοτε ειλικρινής. Και το σημαντικό, όσο και στενάχωρο, είναι πως νιώθω αυτή τη διάθεση για όλους τους τόπους της πατρίδας που έτυχε να ταξιδέψω. Νιώθω μια αγωνία για την καταγραφή και τη διάσωση του άγραφου ακόμα θησαυρού που κρύβει κάθε τόπος και θα ’θελα μόνο γι’ αυτό τον λόγο να ζήσω κι ό,τι μπορέσω να το διασώσω! Εγωιστικό, υψιπετές, ή άλλα όμοια; Ίσως! Όμως, πέρα για πέρα αληθές!

   Μετά την ενδιαφέρουσα συζήτηση κι ενώ η τηλεόραση πρόβαλε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αποχαιρετήσαμε τους Ιταλούς επισκέπτες, με τους οποίους είχαμε μιλήσει στα πεταχτά για εμπειρίες μας από τη χώρα τους, καληνυχτίσαμε όλους κι αναχωρήσαμε πεζή για το κατάλυμά μας με πολύ ευχάριστη διάθεση. Μάλλον, ήμασταν πολύ χαρούμενοι, διότι, πέραν των άλλων, επειδή λόγω προγραμματισμένων δραστηριοτήτων μας δεν ψηφίσαμε, στο δημοψήφισμα είχε κυριαρχήσει το «ΟΧΙ»! Όση ώρα ήμασταν στο κατάστημα, δεν εκδηλώναμε τα συναισθήματά μας, γιατί οι περισσότεροι ήταν φοβισμένοι ανησυχώντας για το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής των Ελλήνων. Εμείς αντιθέτως νιώθαμε περήφανοι που έδωσαν αυτή την απάντηση! Δεν γνωρίζαμε εκείνο το βράδυ πως σε λίγες μέρες, αυτό το «ΟΧΙ» θα μετατρέπονταν σε «ΝΑΙ» και θα έπαιρνα αφορμή να γράψω ποίημα με τίτλο «Λίγες μέρες»: «Άρκεσαν μόνο λίγες μέρες/ για να μετατραπεί σε «ΝΑΙ»/ εκείνο το περίτρανο,/ το απονενοημένο,/ μα όλο περηφάνια «ΟΧΙ»!/ Άρκεσαν μόνο λίγες μέρες!»

   Την επόμενη μέρα αφήσαμε το κολύμπι για τις απογευματινές ώρες και κινήσαμε σε αναγνώριση περιοχών του νησιού. Έτσι, μέσω Μέριχα, όπου κάναμε μικρή στάση, κινηθήκαμε στη δυτική πλευρά του, αλλά με βόρεια κατεύθυνση. Σ’ αυτό το σύντομο πέρασμα από το λιμάνι της Κύθνου και καθώς βαδίζαμε στον παραλιακό δρόμο, είλκυσε το βλέμμα μας ο ζωγραφικός διάκοσμος της ταβέρνας «Βυζάντιο», αλλά και οι στίχοι της Αννουσιώς Μανωλήκα, οι οποίοι ήταν γραμμένοι στη βάση μεγάλων ξύλινων βαρελιών με στόχο την προσέλκυση πελατών, αλλά και την παρότρυνση των εκάστοτε δαιτυμόνων να πιούν κρασί! Έγραφαν, λοιπόν: «Το πρώτο βαρελάκι μας/ είναι πολύ ωραίο/ όποιος το πίνει χαίρεται/ και νιώθει πάντα νέος!», «Δεύτερο η ρετσίνα/ είναι καλοφτιαγμένη/ το έχουμε για να πίνουν/ μόνο οι ερωτευμένοι!» και «Το τρίτο το μπεκρήδικο/ ντόπιο του Μέριχά μας,/ ελάτε στο Βυζάντιο/ για να χαρεί η καρδιά σας!»

   Ουφ! Με τέτοιες παροτρύνσεις δίπλα στο γιαλό παραλίγο να το στρώσουμε από πρωί στο πιοτί! Αστειεύομαι! Αυτή τη μέρα, η οποία αναμένονταν ζεστή, δεν θα χαρίζονταν σε οποιονδήποτε θα έκανε τέτοια επιλογή, πόσο μάλλον σε μας που το κρασάκι το απολαμβάνουμε μεν, αλλά με μέτρο!

   Με τέτοιες εικόνες και σκέψεις αφήσαμε τον Μέριχα και κατευθυνθήκαμε προς την ειδυλλιακή, γεμάτη αρμυρίκια, παραλία της Απόκρουσης, κατόπιν στη χρυσαφένια παραλία της Φυκιάδας και οδηγώντας σε χωματόδρομο φτάσαμε στην αμμώδη Κολώνα! Σ’ αυτή μπορείς να φθάσεις, βέβαια, και μέσω θαλάσσης, αλλά όποιον τρόπο και να επιλέξεις, βλέπεις την ομορφιά της από διαφορετική μεν οπτική, αλλά πάντα τη βλέπεις! Κι αν πας στην Κύθνο, θα ’ναι ούτως ή άλλως μεγάλη παράλειψη να μη δεις αυτή την κολώνα που η βάση της ή αν θέλεις η κορυφή της έχουν τέτοια ομοιότητα που μπορείς, ανάλογα με τη μεριά από την οποία τις αντικρίζεις να τις ονομάζεις αναλόγως.

   Η Κολώνα, λοιπόν, είναι μια λωρίδα γης, η οποία είναι καλυμμένη με άμμο και ενώνει την Κύθνο με μια βραχονησίδα που στην κορφή της υπάρχει εκκλησάκι του Αγίου Λουκά. Χάριν, λοιπόν, της Κολώνας αυτό το νησάκι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του νησιού και μοιάζει λες και θέλει να ξεκόψει απ’ αυτό ή, αν θέλετε, μοιάζει να κρατιέται πώς και πώς, για να μην το αποχωριστεί. Όπως και ν’ αντιληφθεί κανείς αυτή την εικόνα, σημασία έχει πως το απάνεμο του σημείου και τα εκατέρωθεν γαλάζια διάφανα νερά προσελκύουν πολλούς επισκέπτες, και φυσικά κολυμβητές.

   Και γάμοι γίνονται εκεί! Τη μέρα που αφιχθήκαμε, Δευτέρα ήταν, υπήρχαν ακόμα τα τεκμήρια μιας τέτοιας κοινωνικής εκδήλωσης. Υπήρχε, όμως, και μιας μορφής κακοποίηση της όμορφης αμφίστομης παραλίας, μια και σε κάποιους δεν ήταν φαίνεται αρκετό να βαδίζουν πάνω σ’ αυτόν τον παράδεισο, αλλά ήθελαν να τον βεβηλώνουν με τους τροχούς των αυτοκινήτων τους! Είναι να μην εξοργίζεται κανείς με την υπεροπτική συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι σε ό,τι η φύση δημιούργησε, για να το απολαμβάνει, κι εκείνος το κακοποιεί ως εάν ήταν υποχείριό του;

   Με όμορφες εικόνες και ποικίλες σκέψεις αναχωρήσαμε από την Κολώνα! Κι εκεί  που πορευόμασταν στον χωματόδρομο, ο νους, απρόοπτος ταξιδευτής, έφερε στο προσκήνιο τους στίχους του Σοφοκλή που λένε: «Πολλά τα φοβερά και τίποτα φοβερότερο απ’ τον άνθρωπο»! Ναι, τίποτα φοβερότερο απ’ τον άνθρωπο! Για το καλό και το κακό, τίποτα φοβερότερο απ’ τον άνθρωπο! Ίσως, αυτό να ’λεγε βομβίζοντας και το τρελό μελισσολόι που, πληθωρικό, πετάριζε στις ανθισμένες λυγαριές που ανάμεσά τους περνούσαμε! Ίσως! Πάντως, μυρίζοντας τα αρώματα αυτής της περιοχής της Κύθνου, που αλλιώς Δρυοπίδα, Οφιούσα, Θήραμνα, Θερμιά, αλλά και Χαμάν αντασί και Φέρμινα, που οι κατακτητές της Τούρκοι και Ιταλοί την είπαν, βγήκαμε στον κεντρικό, ασφαλτοστρωμένο δρόμο που θα μας οδηγούσε στα Λουτρά.

   Μικρές οι αποστάσεις και δεν αργήσαμε να φθάσουμε ως εκεί. Τα Λουτρά βρίσκονται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού και είναι χτισμένα αμφιθεατρικά γύρω σ’ έναν γραφικό όρμο, ο οποίος έχει οργανωμένη μαρίνα και αποτελεί ασφαλές αγκυροβόλιο για ψαροκάικα και διάφορα ιστιοφόρα. Και ωραίες αμμώδεις παραλίες για κολύμπι έχει! Πώς θα μπορούσε, βέβαια, να μην έχει, όταν η Κύθνος διαθέτει συνολικά εξήντα πέντε! Και στην άκρη αυτής που βρίσκεται πολύ κοντά στην κατοικημένη περιοχή, ρέουν θερμά ιαματικά ύδατα! Διότι, ναι, η Κύθνος διαθέτει και ιαματικές πηγές, απ’ όπου πήρε και την ονομασία Θερμιά, και όχι μόνο.

   Υπάρχει κι άλλη ιαματική πηγή, αξιοποιημένη και στεγασμένη σ’ ένα κτίριο, το οποίο χτίστηκε στο σημείο, όπου μέχρι το 1782 ήταν εμφανή τα ερείπια αρχαίων λουτήρων. Μια εντοιχισμένη, μάλιστα, επιγραφή μας πληροφορεί: «ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΔΙ’ ΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΤΑΤΟΥ ΠΑΝΕΥΓΕΝΕΣΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ. ΑΨΠΒ ΙΟΥΛΙΟΥ 28 ΚΗ». Η εν λόγω εγκατάσταση εκσυγχρονίστηκε επί Όθωνος, ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Αμαλία έφτασαν ως την Κύθνο, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στειρότητας, το οποίο ταλάνιζε το νεαρό ζευγάρι. Οι εργαζόμενες του υδροθεραπευτηρίου με προθυμία μας μίλησαν γι’ αυτό και μας οδήγησαν στις μαρμάρινες μπανιέρες, όπου λέγεται πως έμπαιναν οι βασιλείς για θεραπεία και οι οποίες σήμερα δεν διατηρούν τίποτα από τη βασιλική μεγαλοπρέπεια!

   Εκεί, στον όρμο των Λουτρών κι, ενώ ο ήλιος έκαιγε, απολαύσαμε καφεδάκι και δροσερό νερό σε μια καφετερία που τα πόδια της άγγιζαν το γιαλό. Οι πολλές ντάνες, τις οποίες εντόπισα καθώς βαδίζαμε θα ήταν μία από τις αφορμές, για να επισκεφτούμε πάλι τα γραφικά Λουτρά, και όχι μόνο. Διότι, αυτή τη φορά, αν και ο ήλιος μεσουρανούσε, κινηθήκαμε για ν’ αντικρίσουμε κι άλλες ομορφιές του νησιού!

   Σύντομα οδηγηθήκαμε, ή μάλλον, εδώ και ώρα κινούμασταν σ’ ένα τοπίο, όπου στις αλλεπάλληλες, συχνά κλιμακωτές και με περίτεχνες ξερολιθιές πλαγιές του, κυριαρχούσαν τα θυμάρια. Τόσα ανθισμένα θυμάρια, ίσως λόγω εποχής, δεν είχαμε την τύχη να δούμε άλλη φορά σ’ όσα ταξίδια κάναμε στην πατρίδα μας! Το χρώμα των ανθών τους, μάλιστα, το οποίο κινούνταν σε ευρεία κλίματα των αποχρώσεων του ροζ και του μοβ, έδινε έναν ιδιαίτερο τόνο στο τοπίο, ενώ ο βόμβος από τα πεταρίσματα πλήθους εργατριών μελισσών, εκτός από τους ιδιαίτερους μουσικούς τόνους, με τους οποίους γέμιζε τον αέρα, μιλούσε ταυτόχρονα για την εργασία και την προκοπή!

   Σ’ αυτό το τοπίο, κινούμενοι σε ελικοειδή δρόμο, αντικρίζαμε από απόσταση, άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη, τους γαλάζιους όρμους αυτής της περιοχής της Κύθνου, όπου η ανθρώπινη θρησκευτική αναζήτηση είχε ανεγείρει δυο ναούς, έναν στη χάρη των Αγίων Σαράντα κι έναν στου Αγίου Σώστη, και όπου η αναζήτηση ήρεμων διακοπών είχε ανεγείρει εξοχικές οικίες.

   Καταμεσήμερο και η ώρα της επιστροφής είχε φτάσει. Κινούμενοι σε αναζήτηση τροφής, οδηγηθήκαμε στον όρμο του Αγίου Στεφάνου, μια από τις πανέμορφες παραλίες της Κύθνου, και στη Δρυοπίδα, αλλά τελικά καταλήξαμε στο γνωστό μας «Αρχιπέλαγος». Στη Δρυοπίδα, βέβαια, με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και τις όμορφες ντάνες στα δρομάκια της, θα επιστρέφαμε οπωσδήποτε. Εννοείται πως, αν είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, θα επιθυμούσαμε να κολυμπήσουμε σ’ όλες τις θαυμαστές ακτές της αιθέριας Κύθνου!

   Μετά το γεύμα, απολαύσαμε τον μεσημεριανό ύπνο, το απογευματινό κολύμπι και τις τρυφερές εκείνη την ώρα ακτίνες του ήλιου, το διάβασμα, και το βράδυ το κουβεντολόι στην αυλή, το οποίο γίνονταν σε οικείο πια τόνο και είχε κάτι από την ατμόσφαιρα των νυχτεριών που ως παιδί βίωσα στη γενέτειρά μου. Και τούτο, διότι η συζήτηση άλλαζε πολύ συχνά ύφος και τα σοβαρά ζητήματα, τα οποία απασχολούσαν την καθημερινότητα του καθενός και αποτελούσαν το κέντρο των συνομιλιών, έδιναν πολύ συχνά βήμα σε πολλών ειδών αφηγήσεις, οι οποίες ανακούφιζαν την ψυχή και απάλυναν της καρδιάς τα πάθη. Κι όλα αυτά κάτω απ’ το φως των αστεριών και με το βλέμμα μας να τέρπεται και να γητεύεται από τους περίτεχνους αντικατοπτρισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας μεταφέροντας μαγικά μέρος απ’ αυτό το υπερκόσμιο φως στον μέσα μας κόσμο! Όταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατακλιθήκαμε, νιώθαμε αυτόν τον πλούτο των αφηγήσεων, των εικόνων, των συναισθημάτων,… να μας οδηγεί στην αγκαλιά του φτερωτού Ύπνου, του βασιλιά (Όμηρος, Ξ 233), στον οποίο οι θνητοί, ακόμα και οι αθάνατοι υποκλίνονται!

   Η καινούργια μέρα έφερε αγαπημένες, ενδιαφέρουσες ως και χαριτωμένες ενασχολήσεις στη θάλασσα, στην ακτή, στην αυλή,… Όσο για την επόμενη, αφού την αρχίσαμε μ’ ένα ευεργετικό κολύμπι, κινηθήκαμε προς την άλλη πλευρά του νησιού με κατεύθυνση νότια και δυτική σε μέρη που, χωρίς να μας ξαφνιάζουν, μας αποκάλυπταν ξεχωριστές εικόνες.

   Σ’ αυτή τη διαδρομή, αφού προσπεράσαμε το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, αγίου, ο οποίος πήρε τη θέση της Ειλείθυιας, θεάς που προστάτευε τις επίτοκες στην αρχαία θρησκεία, και σε πολύ κοντινή απόσταση λοξοδρομήσαμε λίγα μέτρα από τον κεντρικό δρόμο. Σκοπός αυτής της σύντομης αλλαγής πορείας ήταν να επισκεφτούμε τον ολόλευκο ναό της Παναγίας Στρατολάτισσας, του οποίου ο αύλειος χώρος είναι διακοσμημένος με όμορφες ντάνες και είναι οικοδομημένος σε ρυθμό βασιλικής με κεραμοσκεπή τρούλο. Το τέμπλο της έχει χρυσαφί και λευκό διάκοσμο που συμπληρώνεται από μεταβυζαντινές εικόνες, ενδιαφέρουσας τέχνης βημόθυρο και επίστεψη ιδιαίτερης ομορφιάς. Σε απόσταση αναπνοής τον ναό της Στρατολάτισσας τον συντροφεύει μικρότερος, επίσης ολόλευκος ναός, σε ρυθμό βασιλικής, αφιερωμένος στην Αγία Άννα. Η ύπαρξη κάποιων όρθιων αρχαίων κιόνων έξωθεν του χτιστού περιβόλου των ναών μιλά εύγλωττα για την ύπαρξη αρχαίου ναού στο ίδιο σημείο. Οι επιχρισμένοι σύγχρονοι ναοί, βέβαια, εμποδίζουν να διαπιστώσεις, αν έχουν χρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαίου ναού ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερσή τους. Οι κίονες, όμως, αν και σιωπηλοί, μιλούν!

   Ακολουθώντας τον κατηφορικό και σε αρκετά σημεία ελικοειδή δρόμο φτάσαμε στα Φλαμπούρια, όπου υπάρχει λαμπερή αμμώδης ακτή με αρμυρίκια, όπου φύονται, επίσης, και ανθούν λευκά κρινάκια του γιαλού! Και σ’ άλλες παραλίες της Κύθνου θαυμάσαμε την ομορφιά τους. Μια μέρα, μάλιστα, κι ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο νησί, έγραψα για χάρη τους ένα ποίημα αποτελούμενο από δύο δίστιχα και με τον τίτλο «Λευκά κρινάκια»:

«Βήματα αγαπημένα στου γιαλού την άμμο/ από κυματάκι εωθινό εσβήστηκαν./

Έμειναν τα λευκά κρινάκια του γιαλού/ για να θρηνούν τον μισεμό τους.»

   Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτή τη νοτιοδυτική ακτή της Κύθνου, εκτός που θαυμάσαμε το τοπίο, βαδίσαμε κι ως τον θαλασσόβραχο στην άκρη του οποίου φιλοξενείται ο ναός της Παναγίας της Φλαμπουριανής. Στο προαύλιό της υπάρχει θεριεμένο κυπαρίσσι, το οποίο προσφέρει άπλετη σκιά σ’ όποιον φθάνει ως εκεί. Στη ρίζα του, μάλιστα, σώζεται πέτρινη κατασκευή, η οποία μοιάζει με χριστιανική κολυμπήθρα, αλλά θυμίζει και περιρραντήριο, δηλαδή αρχαίο ελληνικό αγγείο που χρησίμευε στις λατρείες ως δεξαμενή αγιασμένου νερού. Μεταξύ μας, όποια χρήση και να είχε, ιερή ήταν! Πάντως, πέραν αυτών, οι ντόπιοι δείχνουν και κάποια ίχνη από τη θάλασσα μέχρι τον ναό, τα οποία είναι ακριβώς εκείνα που η Παναγία άφησε!

   Αυτή, λοιπόν, η Παναγιά, η Στρατολάτισσα και η Κανάλα, στις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω, γιορτάζουν τον Δεκαπενταύγουστο και οι κάτοικοι του νησιού λένε πως ήταν αδερφάδες! Όντας πολύ αγαπημένες και μονιασμένες, δεν ήθελαν ν’ αποχωριστούν η μια την άλλη. Έλα, όμως, που η ζωή τα φέρνει αλλιώς κι έπρεπε κάποια στιγμή να χωριστούνε! Πρώτη, πάνω σε ψήλωμα, χτίστηκε η Στρατολάτισσα, για ν’ αντικρίζει από κει τις αδερφές της που έχτισαν τους ναούς τους δίπλα στη θάλασσα! Αδερφάδες αγαπημένες, μα πιο τυχερή η Κανάλα, η οποία αναδείχθηκε προστάτιδα του νησιού! 

   Επόμενος σταθμός μας, η Δρυοπίδα, η οποία οφείλει τ’ όνομά της στους πρώτους σύμφωνα με την παράδοση κατοίκους του νησιού, τους Δρύοπες. Είχαμε υποσχεθεί στον εαυτό μας την επιστροφή σ’ αυτό το νησιωτικό χωριό που δεν αντικρίζει τη θάλασσα. Η ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική του χώρου και των κτισμάτων, τα γραφικά δρομάκια που σε κάποια σημεία έχουν στεγάδια, είναι στεγασμένα δηλαδή, η ποικιλομορφία των σχεδίων στο δάπεδο των δρόμων, τα οποία δεν μας άφησαν αδιάφορους κατά την προηγούμενη επίσκεψή μας, το λαογραφικό μουσείο, όπου μπορείς να συνομιλήσεις με μια διάσταση του παρελθόντος του τόπου, το σπήλαιο Καταφύκι, αν και όχι σε ικανό βαθμό προσπελάσιμο, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι σε δύσκολους καιρούς, οι ναοί της, ακόμα και η διάθεσή μας να πιούμε καφέ στο σκιερό δρομάκι πίσω από τον ναό του Αγίου Μηνά με το υπέροχης τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο, τον μοναδικής λαϊκής τέχνης δεσποτικό θρόνο και τον θαυμάσιο επιτάφιο, ήταν μερικοί από τους λόγους που μας έφεραν στο χωριό.

   Και δεν το μετανιώσαμε, αφού ξεναγηθήκαμε στους προαναφερθέντες χώρους, απαθανατίσαμε με τον φωτογραφικό μας φακό ό,τι τράβηξε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας, γευτήκαμε δροσερή φρουτοσαλάτα, πιάσαμε κουβεντούλα με ντόπιους κι αγοράσαμε το βιβλιαράκι «Ένας παράξενος επισκέπτης» της Ναννίνας Σακκά – Νικολακοπούλου, το οποίο περιέχει σχετικές με το νησί της Κύθνου αφηγήσεις.

   Αναχωρήσαμε έχοντας στο μυαλό μας κάποια από τα τετράστιχα, με τα οποία ο Πολιτιστικός Σύλλογος της Δρυοπίδας βρήκε έναν πρωτότυπο τρόπο να τη στολίσει! Ένα απ’ αυτά λέει: «Η Δρυοπίδα είναι μικρή/ μα έχει καρδιά μεγάλη/ σας περιμένει όλους σας/ με ανοιχτή αγκάλη»! Άλλο ένα που φέρει την υπογραφή κάποιας Αννουσιώς Μανωλήκα λέει, επίσης: «Η Δρυοπίδα είν’ όμορφη/ έχει πολλά σοκάκια/ έχει αξιοθέτα/ και γραφικά ’κκλησάκια». Κι για όσους φθάσουν μονάχοι στο χωριό ταιριάζει χωρίς άλλο το ακόλουθο τετράστιχο του Δημήτρη Γονιδάκη: «Στη Δρυοπίδα σαν βρεθείς/ και τύχει να ’σαι σόλο/ θα ζήσεις έναν έρωτα/ ζεστό, κεραυνοβόλο»!

   Λίγο μετά πορευόμασταν στα δρομάκια της Χώρας. Αφού πήραμε μια ανάσα στη γνωστή μας καφετερία «Gazoza», η οποία διακρίνεται από άλλα όμοια καταστήματα για τον ζωγραφικό διάκοσμο των τραπεζιών, των καθισμάτων και των τοίχων της, σειρά, ή μάλλον, την τιμητική τους είχαν οι ντάμες, τις οποίες σχεδόν με απληστία φωτογράφισα. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, έξω από μια κατοικία που ο δρόμος αστραποβολούσε από τα ασβεστωμένα σχέδια, ένας κύριος, όλο καμάρι, με βεβαίωσε πως όλα ήταν έργα της κυράς του! Του έπλεξα το εγκώμιο των σχεδίων εν γένει, αλλά και των συγκεκριμένων κι έπεμψα χαιρετίσματα και συγχαρητήρια στην κυρά του, τα οποία μετά χαράς αποδέχθηκε!

   Σε κάθε βήμα αυτής της ιδιότυπης πεζοπορίας, κατά την οποία θηρεύαμε εμφατικά όμορφες ντάμες, περάσαμε κάτω από στέρεα, ξεχωριστά στεγάδια, αντικρίσαμε πανέμορφες κατοικίες, όπου μοσχοβολούσε ο βασιλικός, και όχι μόνο, καθώς και πολλά εκκλησάκια, μικρότερα ή μεγαλύτερα, όλα με χάρη χτισμένα. Όσα ήταν ανοιχτά, μπήκαμε και θαυμάσαμε και το εσωτερικό τους. Κάποιων, μάλιστα, μας εντυπωσίασαν τα ονόματα. Δεν είχαμε για παράδειγμα δει μέχρι τώρα ναό αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο τον πλούσιο και την Παναγιά τη Χρυσοπή!

   Και λίγα βήματα πιο κάτω από τη Χρυσοπή, να κι ένα υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο, όπου σ’ έναν τοίχο έγραφε Καθολικό. Να υπήρχε κάποτε εκεί ναός μοναστηριού; Κάτι άλλο; Ποιος ξέρει! Πάντως, στο ιδιότυπο αυτό μουσείο μπορούσες να δεις τον διάκοσμο από τμήμα σαρκοφάγου, ένα ακέφαλο άγαλμα άνδρα και τμήματα κιόνων, τα οποία μας μετέφεραν με τον τρόπο τους στο παρελθόν του νησιού.

   Κοντά σ’ αυτές τις ομορφιές είχαμε τη χαρά να γευματίσουμε στη γεμάτη με λουλούδια αυλή μιας οικογενειακής ταβέρνας, όπου περίσσευε η νοικοκυροσύνη και η πάστρα! Η επιστροφή στο κατάλυμά μας έφερε την ανάπαυση και το απόγευμα μας χάρισε απολαυστικό κολύμπι και ευχάριστο διάβασμα. Όσο για το βράδυ, εκτός από την ησυχία της νυχτιάς που διαταράσσονταν από τον διακριτικό και ευχάριστο στην ακοή φλοίσβο της θάλασσας, ανταλλάξαμε για λίγο ιστορίες και εμπειρίες ζωής με ανθρώπους που στον ίδιο χώρο περνούσαν τις διακοπές τους.

   Την τελευταία μέρα πριν την αναχώρηση κινηθήκαμε σε οικείους πια χώρους κι απολαύσαμε αρκετά την αγκαλιά της αρχέγονης θάλασσας και τις θωπείες του κοσμοκράτορα ήλιου! Ένας τόπος που επιλέξαμε να επισκεφτούμε για άλλη μια φορά ήταν τα Λουτρά, διότι πέραν των άλλων, σ’ έναν μυχό του κόλπου, στον οποίο αυτά είναι χτισμένα, υπάρχει γραφική παραλία και πολύ κοντά στον γιαλό ναΐσκος της Αγίας Ειρήνης, που, αν και λιτός κατά τα άλλα, είναι κυριολεκτικά πνιγμένος στις λευκές κορδέλες και τις επίσης λευκές χειροποίητες, κολλαριστές δαντέλες, οι οποίες κοσμούν τις εικόνες του τέμπλου, την Ωραία Πύλη και εικόνες σ’ άλλα σημεία του ναού. 

   Όσο για τη μέρα της αναχώρησης, αυτή μας βρήκε περιπλανώμενους στους δρόμους και σε διάφορες γωνιές της Χώρας και του Μέριχα. Ο χρόνος της εκεί παραμονής μας έφτανε στο τέλος! Η συλλογή και η απόλαυση των τελευταίων εικόνων και εμπειριών ήταν επιβεβλημένη. Το νησί μάς αποχαιρετούσε με τον τρόπο του, αφού μας είχε προσφέρει ξεχωριστές εμπειρίες, και το ταξίδι, όπως, άλλωστε, κι όλα τα άλλα που έχουμε κάνει μέχρι τώρα, θησαύρισε μέσα μας πλούτο ξεχωριστό. Πλούτο ανεκτίμητης αξίας που μόνο τα ταξίδια έχουν τον τρόπο τους να θησαυρίζουν.

   Βέβαια, για ν’ ανακαλύψεις έναν τόπο και να γίνεις κομμάτι του πρέπει να του αφιερώσεις πολύ χρόνο! Έτσι κι αυτή τη φορά. Η Κύθνος μας καλωσόρισε, μας φιλοξένησε και μας ξεπροβόδισε χωρίς να μας αποκαλύψει όλες τις ομορφιές της. Όχι πως δεν το ’θελε, απλά έπρεπε να δώσουμε περισσότερο χρόνο «για να την εξημερώσουμε», όπως θα μας συμβούλευε η αλεπού από τον «Μικρό πρίγκιπα» του Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ! Έμενε να έρθουμε, δύσκολο αυτό, πάλι και πάλι για να νιώσουμε εκείνη τη μέθεξη, η οποία, ίσως, θα μας έκανε να πούμε: «Ναι, μπορεί να ήταν κι αυτός ο τόπος η μικρή μας πατρίδα!» 

   Άλλωστε έμεναν πολλά, τα οποία λόγω έλλειψης χρόνου, και όχι μόνο, δεν τα είχαμε δει παρά από μακριά κι άλλα που απλά γνωρίζαμε την ύπαρξή τους. Δεν είχαμε για παράδειγμα τη χαρά να πάμε στο Βρυόκαστρο, την αρχαία δηλαδή πόλη της Κύθνου, στο κάστρο της Ωριάς, μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού, στο μοναστήρι της Παναγιάς του Νίκους, όπου κατά την παράδοση μεταφέρθηκε στα χρόνια της Αλώσεως από την Κωνσταντινούπολη η εικόνα της Παναγίας Νικοποιού, η οποία σήμερα βρίσκεται στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, να βαδίσουμε στα μονοπάτια του νησιού, να…

   Το πλοίο κίνησε για το λιμάνι του Λαυρίου. Τα χρώματα του απογεύματος έδιναν τον δικό τους τόνο στο νησί που όλο απομακρύνονταν και στη ρυτιδωμένη θάλασσα που μας κρατούσε στην αγκαλιά της. Η σκέψη έφερνε στο προσκήνιο ανθρώπους, τοπία, γεύσεις, εμπειρίες,… κι έπλεκε με τα υφάδια και τα στημόνια της την αφήγηση που τελειώνει εδώ και ταυτόχρονα σχεδίαζε επιστροφές και καινούργια ταξίδια! 

 

1η: Κανάλα, 2η: Μέριχας, 3η: Κολώνα, 4η, 5η: Δρυοπίδα, 6η, 7η, 8η: Χώρα