|
|
|
|
|
|
Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Από άλλο δρόμο..., (2-11-2015)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Άπειρος χώρα», Νοέμβριος 2015, τ. 176, σ. 56-59
Εφημερίδα «Μαχητής» (Άρτας), 14-1-2016, σ. 8
Εφημερίδα «Η Φωνή του αγρότου» (Φιλιππιάδας), 29-1-2016, σ. 6
Περιοδικό «Έκφραση», Μάρτιος 2016, τ. 3, σ. 16-17
Εφημερίδα «Η Ροδαυγή», Ιανουάριος-Μάρτιος 2016, αρ. φ. 142, σ. 1.→ 7
Στα μέσα Αυγούστου αυτής της χρονιάς ένας αναγκαίος πηγαιμός στα Ιωάννινα εξελίχθηκε σε αναπάντεχη εκδρομή. Και τούτο, διότι αποφασίσαμε με τον σύντροφό μου να μη γίνει η επιστροφή μας στη Ροδαυγή από την πεπατημένη οδό, δηλαδή μέσω Σκλίβανης, Γοργομύλου,…, αλλά μέσω Καλεντζίου, Μονολιθίου,…
Σκοπός αυτής της αλλαγής πορείας, πέραν της ευχαρίστησης την οποία μπορεί να σου προσφέρει μια διαφορετική διαδρομή, ήταν η προ πολλού γεννημένη επιθυμία μας να επισκεφτούμε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης» καθώς και την Ιερά Μονή Παναγίας Τσούκας στο Ελληνικό Ιωαννίνων.
Για όποιον δεν έχει κάνει τη διαδρομή, είναι βέβαιο πως θ’ απολαύσει πλήθος εικόνων αυτής της γωνιάς της Ηπείρου και θα τέρψει την ψυχή του με τη θέαση της άγριας ομορφιάς της, η οποία αναπτύσσεται στη βορειοανατολική πλευρά του Ξηροβουνίου, στην οροσειρά της Πίνδου στο σημείο, όπου κυριαρχούν τα βουνά Περιστέρι, Αθαμανικά, Άγραφα,…, και φυσικά, στον Άραχθο ποταμό που κυλά ανάμεσά τους.
Το Ελληνικό, το οποίο απέχει μόλις είκοσι χιλιόμετρα από την πόλη των Ιωαννίνων, έχει δρόμο με ικανοποιητική βατότητα που σε οδηγεί ως εκεί. Το όνομά του, όπως και άλλων χωριών που φέρουν το ίδιο όνομα στη χώρα μας, προϋποθέτει ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων προχριστιανικών μνημείων. Σε τούτο το Ελληνικό υπάρχουν υπολείμματα τειχών, τα οποία λέγεται πως ανήκουν στην εποχή των Πελασγών.
Ακολουθώντας τη σήμανση και τον κατωφερή δρόμο που σε κατευθύνει από την κεντρική οδική αρτηρία στην καρδιά του χωριού, δεν μπορεί παρά να σταματήσεις αρκετές φορές, όσες δηλαδή αρκούν για να θαυμάσεις τα έργα τέχνης, τα οποία σε υποδέχονται κατά διαστήματα στη δεξιά πλευρά του δρόμου, αφημένα λες στο φυσικό περιβάλλον σε μια εναρμονισμένη σχέση των υλικών κατασκευής τους με τη φύση. Μοναδικής αίσθησης τούτο το θέαμα! Σε όσα μέρη έτυχε να ταξιδέψω είχα τη χαρά να δω πολλά έργα τέχνης, αλλά πουθενά δεν ευτύχησα να τα απολαύσω σε τέτοια διάταξη. Αυτά εδώ, έτσι καθώς κείνται διάσπαρτα δίπλα σε πουρνάρια και άλλα φυτά, μοιάζουν με αδέσποτες παρουσίες που η θέση τους δεν θα μπορούσε να είναι αλλού παρά στην αγκαλιά της φύσης! Και με αποσβολωμένες μορφές μπορείς να τα εκλάβεις σαν κι εκείνες που πολλές από τις παραδόσεις και τους θρύλους μας ιστορούνε! Μ’ όποιο, πάντως, βλέμμα και με όποιο ξεστράτισμα του νου να τα κοιτάξεις όλα ετούτα, είναι βέβαιο πως θα σε ακολουθούν δια βίου ως εικόνες και ως στοχαστική έκφραση των καλλιτεχνών που τα δημιούργησαν. Προέρχονται, μάλιστα, από το συμπόσιο γλυπτικής, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε καλοκαίρι στο Ελληνικό και ό,τι σ’ αυτό φιλοτεχνείται τοποθετείται στη διαδρομή από την είσοδο του χωριού ως το μοναστήρι της Τσούκας.
Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης», το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, φιλοξενείται στο προαύλιο και στο εσωτερικό του λιθόχτιστου Δημοτικού Σχολείου, όπου κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης έμαθε τα πρώτα γράμματα. Tα διάσπαρτα έργα στην αυλή, πάνω στο γρασίδι, εκ των οποίων κάποια είναι δημιουργήματα μαθητών του Παπαγιάννη, οι οποίοι είχαν μετάσχει στο πρώτο συμπόσιο γλυπτικής στο Ελληνικό, εντυπωσιάζουν. Τα γλυπτά, φιλοτεχνημένα από πρωτογενή κι από ανακυκλώσιμα υλικά, δείχνουν πως η τέχνη δεν χρειάζεται ακριβές πρώτες ύλες, για να προκύψει, αλλά ευαισθησία και έμπνευση. Κι εδώ, σ’ αυτή την εσχατιά της Ηπείρου, η τέχνη, εκτός από την αισθητική απόλαυση που προσφέρει, γίνεται σχολείο ζωής για όσους με προσοχή και ενσυναίσθηση την προσεγγίζουν.
Επίσης, η περιήγηση στον εξωτερικό χώρο του μουσείου και στη συνέχεια στον εσωτερικό προσφέρει αφορμές για ανατροφοδότηση της μνήμης, για συγκίνηση, για γνώση, για θαυμασμό, για περηφάνια, για… Ο κάθε επισκέπτης μπορεί βαθιά μέσα του να αισθανθεί όλα ετούτα, ή όχι, αλλά κι άλλα πολύ περισσότερα, μια και ό,τι νιώθουμε έχει ως αναφορά τη μοναδικότητά μας και τον τρόπο που το βλέμμα κι η ψυχή μας αντικρίζουνε τα πράγματα του κόσμου!
Έτσι, καθώς ανεβαίνεις περιτριγυρισμένος από έργα τέχνης τις κλίμακες που οδηγούν στον πάνω όροφο, βαδίζεις στον διάδρομο αργά και περνάς επίσης αργοπορώντας σκόπιμα από τη μια αίθουσα στην άλλη, σπουδάζοντας και θαυμάζοντας τα έργα της ψυχής και των χειρών του καλλιτέχνη, γίνεσαι άλλος άνθρωπος! Μεταμορφώνεται το μέσα σου απ’ όσα μεταδίδουν όλα μαζί, και το καθένα ξεχωριστά, τα εκτιθέμενα έργα, τα οποία «μιλούν για τον τόπο μας, την Ήπειρο και την ιστορία της και για ό,τι τη δόξασε και την έκανε σεβαστή στον κάθε Έλληνα που ακούει το όνομά της». Βλέπεις, δηλαδή, να εκτυλίσσεται μπροστά σου μια οικεία διάσταση της ζωής, θαυμαστά απεικονισμένης από τον πρωτομάστορα Θεόδωρο Παπαγιάννη, ο οποίος την αποδίδει με τρόπο μοναδικό!
Άλλωστε, μοναδικό θεωρεί κι ο ίδιος το μουσείο του! Είναι μοναδικό, γιατί μιλά για το ψωμί, «την απαρχή του πολιτισμού κατά το Διαγόρα, που τόσο πολύ ταυτίστηκε με τον Ηπειρώτη και τη ζωή του», γιατί μιλά «για τον ξενιτεμένο και τον Ευεργέτη», γιατί μιλά «για τον πνευματικό άνθρωπο και τα γράμματα, για την πνευματική άνθηση που δημιουργήθηκε τη δύσκολη περίοδο της τουρκοκρατίας μέσα από λαμπρά σχολεία, με σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους ως δασκάλους, που κράτησαν ζωντανή την εθνική συνείδηση», γιατί μιλά «για το χτίστη, που η μαστοριά του τον έκανε διάσημο και περιζήτητο στα πέρατα του κόσμου» κι ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης σεμνύνεται λέγοντας «πως είναι ένας εργάτης απ’ το συνάφι τους!», γιατί μιλά «για τον κτηνοτρόφο και τον γεωργό, τον ξωμάχο του χωριού, που εκτός της κύριας δουλειάς του έκανε κι άλλες χίλιες δύο. Κι έδινε ζωή και πολιτισμό στον τόπο του. Γιατί τα χωριά δημιουργούσαν τότε πολιτισμό.»
Και δεν είναι μόνον αυτοί οι λόγοι που το καθιστούν ξεχωριστό, μα, με αφορμή τούτη την αφήγηση θα εστιάσω στη συνέχεια σε κάποια έργα, τα οποία βοούν για την παρακμή, ενάντια στην οποία επαξίως αντιστέκεται το μουσείο. Ούτως ή άλλως, καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει το βίωμα που προσφέρει η επιτόπια επικοινωνία με τα έργα τέχνης εν γένει, πόσο μάλλον με το πλήθος αυτών που φιλοξενούνται στο εν λόγω μουσείο και αφορούν σε πολλές εκφάνσεις των ανθρωπίνων. Έργα, τα οποία μέσα από τη φαινομενική ακινησία τους σου κρένουν με πολλές γλώσσες και σε καλούν να συνομιλήσεις μαζί τους, να μετάσχεις των αχράντων που απλόχερα σου δωρίζουν και, αν είσαι έτοιμος, την ουσία τους να νιώσεις και να λευτερωθείς από πολλά πρέπει και μη, τα οποία από την επιθυμητή οδό της ζωής σε ξεστρατίζουν.
Τα έργα, για παράδειγμα, «τα καμωμένα από τ’ αποκαΐδια του Πολυτεχνείου, περίτεχνα συνδυασμένα με άλλα ανακυκλώσιμα υλικά, από αντικείμενα δεύτερης χρήσης, πεταμένα, ξεχασμένα στις μάντρες, αλλά με τη δική τους ιστορία, έδωσαν τραγικές μορφές, για να θυμίζουν το τραγικό γεγονός και να στέλνουν το μήνυμά τους.» Η ψυχή και το πνεύμα του καλλιτέχνη δονήθηκε, κι ακόμα δονείται, από την ακηδία της πολιτείας έναντι αυτού του λαμπρού πνευματικού ιδρύματος, έργο Ηπειρωτών ευεργετών, και δημιούργησε τούτες τις μορφές ως μνημόσυνο και δίδαγμα αιώνιο. Δεν είναι τυχαίο πως από τα ίδια υλικά δημιούργησε και τις φιγούρες, με τις οποίες είναι γεμάτη η επιφάνεια του Π που δημιουργεί η σκάλα ανόδου στον πρώτο όροφο, οι οποίες για τον γλύπτη, καθόλου τυχαία, είναι, όπως λέει, τα φαντάσματά του! «Μορφές μυθικές, αποτροπιαστικές, παράξενες, υπερμεγέθεις, υπερβατικές, καμωμένες από ποικίλα υλικά, στέκουν όλες μαζί σ’ ένα τραγικό χορό.»
Με τούτες τις μορφές στο βλέμμα και χωρίς να έχει αποδράσει ό,τι άλλο θησαυρίστηκε εντός μας, αναχωρήσαμε απ’ το μουσείο, αλλά και με τη χαρά της γνωριμίας με τον δημιουργό του που με προσήνεια δέχθηκε εμάς και τα συγχαρητήριά μας και στον οποίο, ως ελάχιστο αντίδωρο για την προσφορά του, χάρισα από καρδιάς το τελευταίο μου βιβλίο που τιτλοφορείται «Η μνήμη της γεύσης - Αρχέγονων Ηπειρωτικών Εδεσμάτων Συναγωγή». Το βιβλίο αυτό, άλλωστε, συναντιέται κατά κάποια έννοια με τις δικές του δημιουργίες, αφού μιλά για κείνη τη διάσταση της Ηπειρώτικης ζωής που αφορά στην τροφή, στο ψωμί αν θέλετε, αφού στην Ήπειρο, για παράδειγμα, φράσεις, όπως «Τους ήβρα που ’τρωγαν ψωμί!» ή «Κάτσε να φάμε μια στάλα ψωμί!» είναι δηλωτικές του ρόλου που είχε στη ζωή τους.
Σε λίγο πορευτήκαμε μέσω ανηφορικού δρόμου προς την Ιερά Μονή Παναγίας Τσούκας και, όπως το αναμέναμε, ένα μετά το άλλο εμφανίζονταν μπροστά μας τα έργα τέχνης που το τελευταίο βρίσκονταν μια ανάσα σχεδόν από τον περίβολό της. Εδώ, στο τέρμα αυτού του υπαίθριου μουσείου, το οποίο έχει την αφετηρία του στην είσοδο του χωριού, αναλογιστήκαμε πως ο γλύπτης, δικαιωματικά, χαρακτηρίζει το μουσείο του μοναδικό! Στο σημείο αυτό, δυο βήματα από τη μονή, μια ζήλια κατέλαβε την ψυχή μου! Γιατί και η προσφιλέστατη μικρή μου πατρίδα να μην έχει κάτι ανάλογο! Τυχερό Ελληνικό, αναφώνησα. Το άξιο τέκνο σου, ο Θεόδωρος Παπαγιάννης, δεν επέλεξε κάποια πολύβουη πολιτεία για να εκθέσει το σημαντικότατο έργο του, αλλά εσένα, τον τόπο όπου είδε το φως τού ήλιου και τον γαλούχησε με τις αξίες της Ηπειρώτικης ζωής. Εύδαιμον Ελληνικό! Ο ευεργέτης σου, ως άλλος Οδυσσέας, αφού «πολλῶν ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καί νόον ἔγνω», επέλεξε τον νόστο! Κι ο νόστος του έφερε πολύ φως! Πολύ φως, για να λαμπρύνει με το έργο του ως πνευματικός φάρος ακοίμητος τη φτενή γη σου!
Η Ιερά Μονή Παναγίας Τσούκας, που τώρα αντικρίζαμε τον επιβλητικό περίβολό της, έχει φρουριακό χαρακτήρα και η είσοδος του περιβόλου κοσμείται από λιθανάγλυφα. Χτίστηκε το 1190 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β' Άγγελο και είναι αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου.
Η ίδρυσή της σχετίζεται με μια παράδοση πολύ συνηθισμένη, σύμφωνα με την οποία η εικόνα της Παναγίας υπέδειξε τη θέση οικοδόμησης της μονής, η οποία εν προκειμένω πήρε το προσωνύμιο Τσούκα από τη βλάχικη λέξη τσιούκα που σημαίνει κορυφή λόφου ή όρους. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι η μητέρα μου που είχε έρθει κάποιες φορές πεζή με άλλες γυναίκες από το χωριό μας, για να προσκυνήσουν στη χάρη της, πρόφερε το προσωνύμιο ως Τσιούκα. Επίσης, όλες συνήθιζαν να παραλείπουν το όνομα της Παναγίας και δεν έλεγαν πως θα πάνε στην Παναγία Τσούκα, αλλά πως θα «πάν’ στ’ν Τσιούκα!». Και τις θαύμαζα πολύ αυτές τις γυναίκες που με τόση πίστη πορεύονταν πεζές μέσα στη νύχτα για ώρες, ώστε να φθάσουν τον προκαθορισμένο χρόνο στον προορισμό τους!
Η μονή, λοιπόν, είναι θεμελιωμένη σε βράχο που στη ρίζα του κυλάει τα πολύβουα νερά του ο πολύδωρος Άραχθος και αγναντεύει προνομιακά το γύρω ορεινό τοπίο. Μόλις διαβείς την είσοδο του περιβόλου, βρίσκεσαι στην πλακόστρωτη εσωτερική αυλή, όπου στη νοτιοδυτική και τη βόρεια πλευρά της υπάρχουν διώροφα κελιά των μοναχών με όμορφα προστώα και το παρατηρητικό μάτι μπορεί να δει σε εξωτερικό τους τοίχο ένα λίθινο ανθέμιο. Και το πηγάδι σκεπασμένο με ωραίο χάλκινο κάλυμμα, έλκει την προσοχή, καθώς και δύο πλάκες προ της εισόδου του ναού, στις οποίες υπάρχουν με προφανείς συμβολισμούς ανάγλυφες παραστάσεις, η μία σκορπιού και η άλλη φιδιού.
Το καθολικό, όχι μεγάλο, έχει στεγασμένη είσοδο στηριζόμενη σε δυο λιτούς κίονες, των οποίων οι βάσεις φαίνεται πως ανήκουν σε παλιότερο κτίσμα, ίσως στο αρχικό, μια και η μονή καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίστηκε το 1779. Το εσωτερικό είναι αγιογραφημένο και το τέμπλο, όπου είναι τοποθετημένη και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, έχει ιδιαίτερης τέχνης έξεργο φυτικό διάκοσμο.
Εντύπωση μας προκάλεσε το γεγονός ότι το καθολικό ήταν οριζόντια ζωσμένο με κεριά πολλών μέτρων, τα οποία προφανώς αποτελούσαν όλα μαζί ή το καθένα ξεχωριστά τάματα αιτητικά ή ευχαριστίας προς την Παναγιά! Ο άνθρωπος, αδύναμος και ανασφαλής, από αρχαιοτάτων χρόνων, μέσω της προσευχής και των ταμάτων, αναζητά την παραμυθία, την ίαση, της ψυχής τη λύτρωση! Αν οι θεοί επιλαμβάνονται για όλα τούτα, κανένας ορθολογισμός δεν μπορεί να το αποδείξει, μόνο η πίστη!
Αφού τελέσαμε το χρέος μας ως επισκέπτες και προσκυνητές της μονής, κινήσαμε για το πίσω μέρος, όπου έμελλε να γίνουμε επισκέπτες και προσκυνητές της άγριας ομορφιάς που εκεί κατοικεί. Με αφετηρία τον θεόρατο γκρεμό, στου οποίου την άκρη στηρίζεται το μοναστήρι, το βλέμμα πλανήθηκε ένα γύρω στον ορεινό όγκο της Πίνδου και κατέληξε εκεί απ’ όπου ο αχός των ρεόντων υδάτων έφθανε ως εμάς σαν ατέρμονο αρχέγονο τραγούδι και με νότες ταιριασμένες με κείνες του τραγουδιού των τζιτζικιών, τα οποία μέσα στην κάψα του μεσημεριού δοξολογούσαν το σύμπαν. Ο Άραχθος, που και Φίδαρη για τους ελιγμούς του κορμιού του τον λένε, και σ’ αυτό το σημείο ελίσσεται. Και τα κυανά νερά του με τον κάτασπρο σχεδόν αιγιαλό μοιάζουν με ακανόνιστη γραμμή, την οποία η φύση έπλασε, για να διανθίσει το τοπίο που άλλο από βουνά και ράχες κακοτράχαλες εκεί δεν έχει και που αυτή την εποχή, αν εξαιρέσεις των δέντρων και των θάμνων το πράσινο, κατάξερα είναι. Η φύση, άλλωστε, πάντα βρίσκει τον τρόπο ν’ απαλύνει και να μαλακώνει την όψη τού τόπου προσθέτοντας κατά περίπτωση ποικίλα ταιριαστά στολίδια.
Κι ενώ η ψυχή μας, γοητευμένη απ’ τις εικόνες που αντίκριζε, ένιωθε απέραντη ευφροσύνη, με πήρε το παράπονο και δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου! Διότι η σκέψη, ασίγαστη, ακόμα κι όταν η ψυχή έχει βυθιστεί στην απόλαυση, έφερε ολοζώντανη εμπρός μου την εικόνα του περήφανου γεφυριού, το οποίο υπήρχε λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Πλάκα, και λόγω της ακηδίας των ανθρώπων δεν ζευγνύει πλέον τις όχθες του Θεοπόταμου!
-Ετούτα τα νερά, που ο μελωδικός τους αχός φθάνει ως εδώ, μόνο απομεινάρια του γεφυριού της Πλάκας θ’ αντικρίσουν, ψιθύρισα.
-Αχ! Αγαπημένη μου! Τι τα νοιάζει τα νερά για το γεφύρι! Ο δαίμονας που μέσα τους κατοικεί λευτερωμένος νιώθει! Εσύ πονάς και θαρρείς πως και κείνα πονούνε!
Αυτά είπε ο σύντροφός μου και με προσγείωσε στην πραγματικότητα. Η απώλεια του ιστορικού γεφυριού, μήνες μετά την κατάρρευσή του, με συγκλόνιζε και σίγουρα τα νερά του ποταμού δεν είχαν καμιά έγνοια γι’ αυτό! Αλλά να, αν, με μαγικό ας πούμε τρόπο, λίγο τα ’νοιαζε, θα ’ταν μια παρηγόρια!
Εκεί, στην άκρη του γκρεμού, πάνω από τη χαράδρα, και με την ψυχή πεπληρωμένη από χαρμολύπη ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η εκδρομή μας. Ο δρόμος της επιστροφής, γνώριμος, δεν μας πρόσφερε καινούργιες συγκινήσεις, μόνο σκέψεις για την αφροντισιά του γεννούσε, αφού, ενώ σε πολλούς οδηγεί προορισμούς, στην ίδια κατάντια παραμένει.
Ας είναι, όμως! Η επιστροφή απ’ αυτόν τον δρόμο μας έδωσε τη δυνατότητα να δούμε, ν’ απολαύσουμε και να διδαχθούμε πολλά. Και τούτη η αφήγηση διδάσκει, ίσως, πως καλό είναι να μην πορευόμαστε πάντα στις πεπατημένες οδούς και πως αξίζει ενίοτε να λοξοδρομούμε, γιατί σε κάθε άγνωστη γωνιά κάποιες ομορφιές, κάποιες απολαύσεις ή κάποιες γνώσεις μας αναμένουν!