|
|
|
|
|
|
Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Με προορισμό το Λειβάρτζι Αχαΐας, (25-3-2014)
Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρός πάνω από το Παναχαϊκό, άριστος συνοδός ταξιδευτής στην ημερήσια απόδρασή μας που ήρθε ως ανταπόκριση σε πρόσκληση που δεν χωρούσε δισταγμούς και υπαναχωρήσεις. Προορισμός το Λειβάρτζι, γενέθλιος τόπος κι αδιάλειπτη πηγή έμπνευσης κι αναφοράς του φίλου συγγραφέα Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου, όπου στις 14 Μαρτίου τιμάται ο συντοπίτης του Ξαντάκης Τομαράς, ο οποίος, παραμονές της Επανάστασης του 1821, σκότωσε δυο Τούρκους φοροεισπράκτορες.
Με κατεύθυνση νοτιοδυτική και με σταθερή πορεία προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά κινούμασταν ήδη έξω από τα όρια της Πάτρας. Η ανοιξιάτικη φύση αποκαλύπτονταν σε κάθε γωνιά κρατερή στους όχτους και στα κτήματα που απλώνονται εκατέρωθεν της εθνικής οδού. Στην αριστερή πλευρά περήφανος και λαμπερός ο χιονισμένος Ερύμανθος, με το ίδιο όνομα εδώ και χιλιάδες χρόνια, διηγείται μύθους κι ιστορίες παλιές σκέποντας επιβλητικά, πατρικά λες, τα χωριά που φωλιάζουν στις υπώρειές του απ’ όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις. Δεξιά, με απόληξη στην θάλασσα, απλώνεται ο πλούσιος κάμπος της αχαϊκής γης, όπου τα νιόσκαφα ή τα ήδη καλλιεργημένα χωράφια δίνουν τον δικό τους τόνο στην εποχική χρωματική πανδαισία.
Διαβαίνοντας από μικρότερα ή μεγαλύτερα χωριά εισήλθαμε στην ενδοχώρα της Τριταίας, όπου μια πινακίδα ειδοποιεί για την ύπαρξη ομώνυμης αρχαίας πόλης, απ’ όπου διατηρεί το όνομα μέχρι σήμερα όλη η περιοχή, την οποία ο Στράβων (Στράβων, 8.3.10.4-14) αναφέρει με το ίδιο όνομα, ενώ ο Παυσανίας (Παυσανίας, 7.22.6.1-9.8) την αναφέρει ως Τρίτεια. Ο τελευταίος, μάλιστα, σημειώνει πως άλλοι μνημονεύουν ως οικιστή της πόλης τον Κελβίδα, ο οποίος ήρθε από την Κύμη της Μεγάλης Ελλάδος κι άλλοι τον Μελάνιππο, γιο του Άρη και της Τριτείας, ο οποίος έδωσε το όνομα της μητέρας του στην πόλη.
Ο Παυσανίας, μας πληροφορεί, επίσης, πως στην είσοδο της πόλης υπήρχε εξαιρετικής τέχνης επιτάφιο μνημείο, κοινό για έναν άνδρα και μια γυναίκα, αγνώστων στοιχείων, του οποίου οι έγχρωμες παραστάσεις ήταν έργο του Νικία· η γυναίκα ήταν νέα κι όμορφη και κάθονταν πάνω σε θρόνο από ελεφαντόδοντο, ενώ δίπλα της είχε μια θεραπαινίδα που φορούσε σκιάδιο· ο νεανίσκος, αμούστακος, έστεκε όρθιος φορώντας χιτώνα και πορφυρή χλαμύδα και κοντά του ήταν ένας δούλος που κρατούσε ακόντια κι οδηγούσε κυνηγόσκυλα.
Στην πόλη υπήρχαν, ακόμα, ιερό των Μεγίστων θεών, πήλινα αγάλματά τους, και προς τιμήν τους γίνονταν ετήσια γιορτή. Υπήρχε και ναός της Αθηνάς, μαρμάρινο άγαλμά της, καθώς και ναοί του Άρη και της Τριτείας.
Αφήσαμε πίσω την Τριταία. Το τοπίο με τους ανοιξιάτικους τόνους του ν’ αλλάζουν συνεχώς μας καλούσε σαν Κίρκη στην ευδαίμονα απόλαυσή του με κάθε στροφή του δρόμου να επιφυλάσσει καινούργιες εικόνες συνθεμένες από την μοναδική παλέτα της φύσης. Εδώ μια πλαγιά σπαρμένη με σιτηρά, εκεί μια άλλη με ελαιόδεντρα που από κάτω τους θρασομανούσαν ανθισμένα αγριολούλουδα, πιο κει ένα λιβάδι ίδιο πολύχρωμο χαλί, εδώ κι εκεί ανθισμένες κορομηλιές, νυφούλες την ημέρα της χαράς τους, συχνά πυκνά, κοπάδια προβάτων που έβοσκαν στον γαλαντόμο κόρφο της γης, πουλιά που δεν έπαυαν να πετούν ερωτοτροπώντας και γυρεύοντας τροφή,...
Το βλέμμα δεν ένιωθε κορεσμό αντικρίζοντας τόση ομορφιά! Η απόλαυση αυτή που συνοδεύονταν από ευχάριστη μουσική διακόπτονταν πού και πού από την ανταλλαγή ποικίλων σκέψεων και κρίσεων με τον σύντροφό μου. Συχνά η ψυχή μαγεύονταν, λάγγευε, συγκινούνταν και λίγο οι εικόνες λίγο ο σκοπός του ταξιδιού έφερναν στην σκέψη και στο στόμα τα λόγια του εθνικού ποιητή «Μάγεμα ἡ φύσις κι’ ὄνειρο στήν ὀμορφιά καί χάρη,/ Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καί τό ξερό χορτάρι·/ Μέ χίλιες βρύσες χύνεται, μέ χίλιες γλῶσσες κραίνει·/ "Ὅποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει".» (Διονύσιος Σολωμός, Ἅπαντα, τ. 1ος, Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, σ. 217, ἐκδ. Ἴκαρος 1979), αλλά κι εκείνα του άλλου μεγάλου ποιητή από το «Άξιον εστί» που λένε: «ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε την ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἄξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες μέ τό μόνο πράγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ' ἀνοιχτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι ἐξουσία ἡἌνοιξη. Καί ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού τό Γένος εἶχε συνήθιο νά γιορτάζει τόν ἄλλο Σηκωμό, τή μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιά τήν Ἔξοδο». (Ὀδυσσέας Ἑλύτης, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, σ. 45, ἐκδ. Ἴκαρος 1979)
Κάποιες λακκούβες στον δρόμο διέκοπταν την μαγεία… Σ’ αυτόν τον δρόμο, που εκατέρωθεν πάλλει η ζωή με πολλούς τρόπους και συνδέει δυο μεγάλες πόλεις, την Πάτρα και την Τρίπολη, σε πολλά σημεία του είναι τόσο κακό το οδόστρωμα που καθώς ταξιδεύεις δεν ξέρεις «τι καινούργια πράγματα θα δείξει»! Η εικόνα εγκατάλειψης δεικνύει με τον τρόπο της την αδιαφορία των υπευθύνων φορέων της πολιτείας, οι οποίοι εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως δεν νοιάζονται γι’ αυτή την γωνιά της χώρας, αλλά και για το τι σόι άνθρωποι επιμένουν, πεισματικά λες, να οικονομούν την ζωή τους μέσα στο αφιλόξενο ορεινό τοπίο που η άνοιξη το στολίζει με πανέμορφες άγριες αμυγδαλιές περιστοιχισμένες από πλήθος ασημί αλισφακιές έτοιμες κι αυτές να στολίσουν τις πετρώδεις νότιες υπώρειες του Ερύμανθου με τα κίτρινα άνθη τους!
Κι ανάμεσα απ’ όλα ετούτα ξεπετάγονται εδώ κι εκεί περιφραγμένα μαντριά, τα οποία στεγάζουν τα πολλά αιγοπρόβατα που διάσπαρτα βόσκουν το νιο χορτάρι. Με τούτη την θέα μπροστά σου αναρωτιέσαι αν αυτοί, που αποφάσισαν να φορολογήσουν τούτα τα μαντριά και τους ιδιοκτήτες τους, γνωρίζουν στο ελάχιστο την σκληρή ζωή που διάγουν αυτοί οι ξωμάχοι ή, αν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν για πόσο λίγα πράγματα καταθέτουν πολύ μόχθο!
Οι σκέψεις κι οι εικόνες εναλλάσσονταν κι οι πινακίδες ειδοποιούν πως κι από δω μπορεί να οδηγηθεί ο ταξιδευτής στην ιερή Ολυμπία, να οδοιπορήσει στο δρυόδασος της Φολόης, που πήρε τ’ όνομα της από τον Κένταυρο Φόλο, φίλο του Ηρακλή, ή δίπλα στο ρεύμα της Νέδας, του μοναδικού ποταμού της χώρας που έχει θηλυκό όνομα! Και, φυσικά, να σταθεί στην άκρη του δρόμου, για ν’ απολαύσει το ρεύμα του ποταμού Ερύμανθου που πηγάζει από το ομώνυμο βουνό και σε κάποιο σημείο αδελφώνει τα νερά του με τον γνωστό από τον άθλο του Ηρακλή, και όχι μόνο, Αλφειό. Ο ποταμός Ερύμανθος, που λατρεύτηκε ως θεός και τιμήθηκε με ναό και άγαλμα στην Ψωφίδα, την αρχαία πόλη που στην όχθη του ιδρύθηκε. (Παυσανίας, 8.24.12.1)
Η Ψωφίς, η οποία ήταν αρκαδική πόλη - κράτος και σήμερα ανήκει στον νομό Αχαΐας, κατ’ άλλους είχε οικιστή τον Ψώφιδα, γιο του Άρρωνος, και κατ’ άλλους πήρε τ’ όνομα από την Ψωφίδα, κόρη του Ξάνθου κι εγγονή του Ερύμανθου, ή από μια άλλη συνονόματή της, την κόρη του Έρυκα, βασιλιά της Σικελίας. (Παυσανίας, 8.24.12.1)
Απ’ όπου, όμως, και να πήρε το όνομα η πόλη, η κατάσταση του αρχαιολογικού χώρου, κοντά στο χωριό Τριπόταμα, ελάχιστα μπορεί να υποβάλει την δυναμική όψη της κατά την αρχαιότητα, τότε δηλαδή που είχε ισχυρά τείχη, έκοβε δικό της νόμισμα, είχε περίλαμπρα δημόσια κτίρια και ναούς αφιερωμένους στον Δία, την Ερυκίνη Αφροδίτη, τον Ερύμανθο, όπως προαναφέρθηκε, και ιερό αφιερωμένο στον Αλκμέωνα. Διότι, πριν σαρώσει ο χρόνος τα δημιουργήματα των κατοίκων, η κατάληψή της από τον Φίλιππο τον Ε' το 217 π.Χ., η υποταγή της στους Ρωμαίους κι η καταστροφή της από τον Αλάριχο το 398 οδήγησε στην εγκατάλειψή της με ό,τι αυτή σήμαινε για το μέλλον της.
Ήδη βρισκόμασταν έξω από την εθνική οδό στον δρόμο που οδηγεί προς τα Καλάβρυτα, και φυσικά, στο Λειβάρτζι. Ο δρόμος, αν και συνεχίζει να ’ναι σχετικά ελικοειδής και λίγο ανηφορικός, παραδόξως έχει καλύτερο οδόστρωμα. Στα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής μας το ορεινό τοπίο έχει εμφανή τα σημάδια της άνοιξης, αλλά τα πολλά πλατάνια που φυτρώνουν εκατέρωθεν της κοίτης του Λειβαρτζινού ποταμού, γυμνά από φύλλα, επιτρέπουν στον επισκέπτη να δει την ομορφιά της γύμνιας τους και ν’ απολαύσει το ρεύμα του που κατρακυλά στο πετρώδες τοπίο υποβάλλοντάς του παράλληλα την εικόνα της εποχής που ακολουθεί και τα κλαδιά τους θαλερά θα προσφέρουν σκιά και δροσιά σε οδοιπόρους και περιηγητές.
Πίσω και πάνω απ’ αυτόν τον τόπο υψώνονται οι νοτιοανατολικές υπώρειες του Ερύμανθου που σε μια κόχη του φωλιάζει το χωριό του προορισμού μας, το ιστορικό Λειβάρτζι, που το όνομά του το πήρε από την φυσιολογία του τόπου, στην οποία λείβουσι «χύνονται, κυλούν, ρέουν» πολλά ύδατα και διαθέτει μικρής επιφάνειας λ(ε)ιβάδια!
Το χωριό, αποτελούμενο από τις συνοικίες του Μεσοχωρίου, των Περιτσέων, της Απανάκρης και του Αι-Γιάννη, μας καλωσόρισε. Εκείνη την ημέρα είχε φορέσει τα γιορτινά του και στην πλατεία ήταν όλα έτοιμα για την γιορτή. Εκεί, σ’ ένα καφενεδάκι κι ενώ πίναμε καφέ έφτασαν ερχόμενοι από την πρωτεύουσα οι φίλοι μας, ο Νίκος και η συμβία του Ελένη, οι οποίοι με κάθε τρόπο έδειχναν την χαρά για τον ερχομό μας.
Αν και ποτέ δεν πάψαμε να επικοινωνούμε, είχαμε καιρό να ειδωθούμε και να τα πούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Γελούσαν και τ’ αυτιά μας μ’ αυτή την συνεύρεση που βεβαίωνε την φιλία μας υπό τους ήχους των υδάτων που κυλούσαν ορμητικά στο μεγάλο ρέμα κάτω από την πλατεία και του κόσμου που ανέμενε, όπως κι εμείς, την τελετή. Δεν χορταίναμε να μιλάμε, να μιλάμε... Θέλαμε να πούμε πολλά μέσα σε λίγη ώρα και τιτιβίζαμε σαν πουλιά στην καρδιά της άνοιξης!
Στην πλατεία ήταν διάχυτη μια ευχάριστη αύρα από τις συναντήσεις, τους χαιρετισμούς, τους ασπασμούς και τα μιλήματα των συντοπιτών, και όχι μόνο, που είχαν λίγο ή πολύ καιρό ν’ ανταμωθούν. Και φυσικά, δεν έλειπαν οι πολιτικοί, έτοιμοι πάντα ν’ αποσπάσουν εύνοια και ψήφους!
Μέσα σε τέτοιο κλίμα και με τους ψιθύρους να μην σβήνουν εντελώς, άρχισε η γιορτή. Εκπρόσωποι συλλόγων και φορέων πήραν τον λόγο, τόνισαν την σημασία της και την συμβολή της στην ιστορική μνήμη. Η αναπαράσταση της ορκωμοσίας των Αγωνιστών και της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 από τον Θεατρικό Όμιλο Καλαβρύτων «Πάνος Μίχος» συνεπήρε το κοινό, το οποίο παρακολουθούσε με προσοχή και συγκίνηση τα δρώμενα από την αρχή ως το τέλος, οπότε και ξέσπασε σε θερμό χειροκρότημα, το οποίο αδέλφωσε μεθυστικά με τους αλλεπάλληλους τουφεκισμούς.
Η γιορτή έκλεισε με την παρουσίαση εθνικών παραδοσιακών χορών από το χορευτικό τμήμα του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Σκεπαστού και με ευχές με πολλά σημαινόμενα για τα συμβαίνοντα στην πατρίδα. Οι χορευτές ντυμένοι με παραδοσιακές ενδυμασίες και υπό τους ήχους γνώριμων πελοποννησιακών μουσικών δρόμων, και όχι μόνο, έδωσαν με την λεβεντιά και τα νιάτα τους το δικό της στίγμα, απόλυτα ταιριαστό με την ατμόσφαιρα της γιορτής και την ουσία της.
Με το πέρας της γιορτής νιώσαμε την ψυχή μας πλέρια από μνήμες εθνικής έξαρσης και περηφάνιας και σκεφτόμασταν πως εν μέσω των δυσκολιών που βιώνει η χώρα κι οι πολίτες της δεν απωλέσθησαν όλα εκείνα που γεννούν προσμονή κι ελπίδα!
Οι φίλοι μας, καθώς μας οδηγούσαν για γεύμα σε ταβέρνα του χωριού, με καμάρι έδειχναν τα αξιοθέατα που συναντούσαμε και μιλούσαν με θέρμη για την ιστορία που συνόδευε το καθένα. Μας έδειξαν από μακριά τον τόπο, όπου έγινε το περιστατικό που τιμήθηκε εκείνη την ημέρα, στον οποίο έχει στηθεί αναθηματική στήλη κι η γαλανόλευκη που κυμάτιζε δήλωνε από απόσταση την ιερότητά του. Και το νοσοκομείο-κλινική, ιδρυμένο από τον ιατρό Γ. Θούα μας έδειξαν, το οποίο μετά τον θάνατο του ίδιου και του γιού του, επίσης ιατρού, έπαψε να λειτουργεί· στον χώρο του στεγάστηκε για ένα διάστημα το αγροτικό ιατρείο του χωριού και σήμερα παραμένει ερμητικά κλειστό!
Το φαγητό, το κρασί, η συντροφιά κι η συζήτηση σ’ έναν όμορφο χώρο, χόρτασαν το σώμα και την ψυχή μας και, ενώ η ώρα περνούσε, δεν μας έκανε η καρδιά να φύγουμε. Όμως, έπρεπε!
Οι φίλοι μας νιώθοντας πως λίγο γνωρίσαμε το Λειβάρτζι, κι ήταν αλήθεια, μας οδήγησαν πίσω στην πλατεία, όπου φυλακίσαμε στιγμές βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες με φόντο τα τρεχούμενα νερά κι ακούγοντας πώς σε μια βαρυχειμωνιά ένας μεγάλος βράχος έκλεισε το στόμιο της γέφυρας και τα νερά που ξεχείλισαν οδήγησαν κάποιους στις πύλες του Άδου! Υπό τους ήχους των υδάτων που πηγάζουν από τον κόρφο του Ερύμανθου και βαδίζοντας στον κατωφερή δρόμο φτάσαμε μέχρι το τοξωτό γεφύρι, την Καμάρα, όπως το λένε οι ντόπιοι, που χτισμένο με μαύρη σχιστολιθική πέτρα στέκει, ποιος ξέρει από πότε σ’ αυτό το σημείο, διακηρύσσοντας την υποταγή του δαίμονα που κατοικεί στα νερά του ποταμού.
Εκεί, σταθήκαμε για λίγο. Μας έδειξαν με περηφάνια το δημοτικό σχολείο, στο οποίο έμαθε τα πρώτα γράμματα ο Νίκος. Στέκει σιωπηλό στην απέναντι κατάφυτη πλαγιά, παραπονεμένο λες που έπαψε ν’ ακούει τις χαρούμενες παιδικές φωνές, οι οποίες γέμιζαν άλλοτε τους χώρους του. Αν και το θωρούσαμε από κάποια απόσταση, το μέγεθος κι η αρχιτεκτονική του, παρόμοια μ’ εκείνη της Σιναίας Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, αφηγούνταν περασμένες δόξες, δικές του και των κατοίκων!
Μ’ αυτή την νοσταλγική στιγμή και με την βεβαιότητα πως δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις έναν τόπο μέσα σε λίγες ώρες, ευχαριστήσαμε τους φίλους μας για την φιλόξενη αγκαλιά τους και τους χαιρετήσαμε, με την ευχή να συναντηθούμε σύντομα.
Το ταξίδι της επιστροφής άρχισε με τα χρώματα του δειλινού να χρωματίζουν τον ορίζοντα και με το Λειβάρτζι να μας καλεί να ξανάρθουμε, για να περπατήσουμε στις ρύμες και τις ατραπούς του, για να μας αποκαλύψει τις φυσικές ομορφιές, τα μνημεία και την ιστορία του. Είθε…