Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Ταξίδι στην Αιτωλική και την Ευρυτανική γη, (3-5-2014)

 

      Με αιθρία κινήσαμε για την αντίπερα του Κορινθιακού χώρα. Ο κόλπος, δαμασμένος από την γέφυρα στο σημείο που αδελφώνει τα νερά του με κείνα του Πατραϊκού κόλπου, απλώνεται ανατολικά ιριδίζοντας σε ποικίλες αποχρώσεις κάτω από το φως του ανατέλλοντος ηλίου. Η Αιτωλική γη, λουλουδιασμένη και αφηγούμενη ιστορία αιώνων, μας καλωσορίζει! Η διαδρομή μέχρι την Ναύπακτο, γνώριμη, μοιρασμένη σε θαλασσινές και βουνίσιες εικόνες, ελκύει και θέλγει το βλέμμα, που πάντα αχόρταγο σπεύδει ν’ απολαύσει ό,τι αντικρίζει.

      Αφήνουμε δεξιά και πίσω μας την στεφανωμένη από τον καταπράσινο πευκώνα και το κάστρο ιστορική πόλη της Ναυπάκτου και τα θαλασσινά τοπία. Η ψυχή μας λαχταρά και βιάζεται ν’ αντικρίσει την ενδοχώρα.

      Στον ελικοειδή δρόμο που μας οδηγεί προς το Θέρμο, η ανοιξιάτικη φύση αποκαλύπτεται μαγευτική! Χωριά, μικρά ή μεγάλα, φωλιασμένα μέσα στο πολύχρωμο τοπίο και με ολάνθιστες αυλές, άλλοτε πάνω στην διαδρομή μας κι άλλοτε κρεμασμένα λες σε κατάφυτες πλαγιές, αποτελούν μικρές οάσεις ανθρώπινης παρουσίας μέσα σε τοπία που η οργιαστική βλάστηση θαρρείς πως επέτρεψε με ικανοποιητική γαλαντομία τούτη την παραχώρηση.

      Τα λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουν τις πλούσιες εικόνες που δημιουργούνται από το πλήθος και την ποικιλία των λουλουδιών και των χρωμάτων τους. Τα αγριολούλουδα, σπαρμένα κυριολεκτικά στις υπώρειες, στους όχτους και τα κτήματα, δίνουν τον τόνο στο τοπίο. Σε πολλά σημεία κυριαρχούν οι ασφόδελοι με το στητό στέλεχος και την ιδιαίτερη άνθινη ταξιανθία τους στην κορυφή· φιλοξενούν πλήθος μελισσών θυμίζοντας το «ασφοδελό λιβάδι/ κει πέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ίσκιοι.» (Όμηρος, ω 13-14)! Έντονες χρωματικές πινελιές προσθέτει το έντονο φούξια των απλωμένων πάνω στα γυμνά κλαδιά λουλουδιών των κουτσουμπιών που διάσπαρτες ξεπροβάλλουν σε πολλά σημεία στην άκρη του δρόμου ή πιο μακριά. Ως συμπλήρωμα σε τούτη την πανδαισία έρχεται το κίτρινο των σπάρτων και των αγκαθωτών ασπαλάθων. Ειδικά, των τελευταίων φέρνουν στον νου το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Επί ασπαλάθων…» και μάλιστα τους στίχους που λένε:  «Γαλήνη./- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;/ Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·/ τ' όνομα του κίτρινου θάμνου/ δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς./ Το βράδυ βρήκα την περικοπή:/ "Τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει/ "τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν/ τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν/ απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους/ και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι"./ Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του/ ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.»

      Με στίχους στην σκέψη, πίσω από μια στροφή με κατωφερή κλήση αντικρίσαμε μέρος της κοιλάδας του Ευήνου ποταμού, διαβήκαμε  την γέφυρα που ζευγνύει σ’ αυτό το σημείο τις όχθες του και απολαύσαμε την θέα των καθαρών γαλάζιων υδάτων που ρέουν στην κοίτη του. Τον Εύηνο, ο οποίος πηγάζει από τις δυτικές υπώρειες των Βαρδουσίων, ο λαός τον αποκαλεί και Φίδαρη λόγω των πολλών ελιγμών που κάνει μέχρι να καταλήξει στην αγκαλιά του Πατραϊκού κόλπου, αλλά το πρώτο του όνομα ήτανε Λυκόρμας.

      Το αρχικό του όνομα άλλαξε, γιατί ο Εύηνος, πατέρας της «καλλίσφυρης Μάρπησσας» (Παυσανίας, 5.18.2.9), στην προσπάθειά του να φέρει πίσω την κόρη του, την οποία είχε απαγάγει ο Ίδας για να την κάνει ταίρι του, δεν τα κατάφερε και τότε έσφαξε τ’ άλογά του και πνίγηκε στον ποταμό Λυκόρμα που από τότε πήρε τ’ όνομά του! (Απολλόδωρος 1.60.1-61.8)

   Αυτός ο ζείδωρος ποταμός, εκτός από την πανίδα και την χλωρίδα που αναπτύσσεται στα νερά και στις όχθες του, προσφέρει φιλοξενία σε θιασώτες πολλών ειδών ποτάμιου αθλητισμού. Έχουν δημιουργηθεί, μάλιστα, εκεί κοντά κατάλληλοι χώροι για εστίαση και ύπνο. Κι είχαμε την χαρά να δούμε, δίπλα μας στον δρόμο, νέους που φόρτωναν τον εξοπλισμό τους για να κάνουν κατάβαση του ποταμού και κάποιους άλλους που ετοιμάζονταν να διαβούν εναερίως το άνοιγμα της κοίτης του. Αυτό το τελευταίο έφερε στον νου την εκ μητρός γιαγιά μου, η οποία αφηγούνταν με γλαφυρό τρόπο το εναέριο πέρασμά της στον Άραχθο, με έναν μηχανισμό που τον ονόμαζε καρέλι! 

   Με συντροφιά τους μύθους, τις μνήμες, τις δραστηριότητες των ανθρώπων και την ομορφιά του τοπίου, η οποία δεν θα μας εγκατέλειπε, ούτως ή άλλως, καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού, φτάσαμε σε πεδινά χωριά που είναι οικοδομημένα στην ανατολική πλευρά της μεγαλύτερης λίμνης της χώρας, της Τριχωνίδας, για της οποίας το όνομα οι ντόπιοι αρέσκονται να αναφέρουν δύο εκδοχές. Η μία λέει πως πολύ παλιά υπήρχε στην μέση της λίμνης μια πόλη, η οποία βυθίστηκε· τρεις κώνοι προεξείχαν μετά την καταβύθιση στα νερά της λίμνης από τους οποίους πήρε το όνομα! Η άλλη εκδοχή είναι πως πήρε το όνομα από την αρχαία πόλη Τριχώνιο, της οποίας τεκμήρια υπάρχουν δίπλα στην λίμνη, και όχι μόνο, χωρίς, βέβαια, κανείς να αποκλείει πως η λίμνη έδωσε το όνομα στην πόλη!

      Η λίμνη, ήρεμη και μυστηριώδης, μαγεύει το βλέμμα. Τα χωριά που είναι χτισμένα κοντά στις όχθες της, άλλα φαίνονται καθαρά κι άλλα μόλις που διακρίνονται τυλιγμένα στην αχλή του ορίζοντα! Ο ελικοειδής ανηφορικός δρόμος που οδηγεί προς το Θέρμο, έχει σ’ ένα τμήμα του θέα στην λίμνη, αληθινό πειρασμό για απολαυστική θέασή της από ψηλά.  Ένα πλάτωμα αποτέλεσε ιδανικό σημείο για αγνάντεμα, το οποίο έτερψε τις αισθήσεις μας με εικόνες, αρώματα και ήχους. Οι φωτογραφίες που βγάλαμε δεν ήταν ικανές να φυλακίσουν τόση ομορφιά!

      Αφήσαμε πίσω το με έντονες πινελιές της λίμνης τοπίο και συνεχίσαμε τον δρόμο που οδηγεί στην  καρδιά της Αιτωλίας, και φυσικά, στο Θέρμο, το οποίο είναι οικοδομημένο στο οροπέδιο που απλώνεται βορειοανατολικά της λίμνης Τριχωνίδας. 

      Κωμόπολη της περιοχής το Θέρμο, αρχαίο Θέρμος, πρωτεύουσα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, έρχεται από το παρελθόν με ενδιαφέρουσα ιστορική παρουσία. Κοιτώντας τα απομεινάρια του μεγάλου ναού του Θερμίου Απόλλωνα, του Βωμού, της Κρήνης, του Βουλευτηρίου, των Στοών,… και περπατώντας ανάμεσά τους θαρρείς πως βλέπεις τις στρατιές του Φιλίππου του Ε' να καταστρέφουν, να γκρεμίζουν εκ βάθρων, να καίνε,  σε ανταπόδοση της ασέβειας που επέδειξαν οι Αιτωλοί στο Δίον, όπως υποστήριζαν, αιτιολογία την οποία δεν αποδέχεται ο Πολύβιος (Πολύβιος, 5.7.1.4-5.9.7.4). 

      Αυτή την τύχη είχε  η χτισμένη εις «τό τῶν Θερμίων πεδίον» πόλη (Πολύβιος, 5.8.4.4-6), η οποία εκ της θέσεώς της «τῆς συμπάσης Αἰτωλίας οἷον ἀκροπόλεως ἔχειν τάξιν» (Πολύβιος, 5.8.6.5-6) και κάθε χρόνο τελούσαν οι κάτοικοί της «ἀγοράς τε καί πανηγύρεις ἐπιφανεστάτας» (Πολύβιος, 5.8.5.2), τις αρχαιρεσίες του Κοινού των Αιτωλών (Πολύβιος, 5.8.5.3) και ό,τι άλλο συγκροτεί την ζωή μιας ευημερούσας πόλης.

      Στην κεντρική πλατεία του Θέρμου απολαύσαμε καφεδάκι δίπλα στην κρήνη-άγαλμα μιας κόρης, η οποία «γεννήθηκε το 2001», όπως γράφει το χάραγμα του αυτοδίδακτου στην τέχνη της γλυπτικής δημιουργού της!

      Με νωπές τις εντυπώσεις από όσα είδαμε σ’ αυτόν τον σταθμό μας, κινήσαμε πάλι. Λίγο έξω από το Θέρμο μια πινακίδα μας ειδοποιεί πως περνούμε από την γενέτειρα του Κοσμά του Αιτωλού, το Μέγα Δέντρο. Μια άλλη πως πρέπει να ακολουθήσουμε τον δρόμο που οδηγεί στον Προυσό Ευρυτανίας. Καθώς ταξιδεύουμε ανεβαίνοντας σε μεγαλύτερο υψόμετρο, η φύση ίσα που δείχνει πως βρισκόμαστε στην άνοιξη. Μόλις, μάλιστα, διαβήκαμε το χωριό Δρυμώνας, μπήκαμε σε χωματόδρομο, ευτυχώς αρκετά καλά συντηρημένο, ο οποίος μας έφερε σε μεγάλη εγγύτητα με τοπία άγριας ομορφιάς της ορεινής πατρίδας.

      Οι υπώρειες του Παναιτωλικού όρους, απόκρημνες, σε πολλά σημεία κατάφυτες με έλατα που υποτάσσουν κυριαρχικά το τοπίο, χωρίς βέβαια να λείπουν άλλα ενδημικά δέντρα, ακόμα και οπωροφόρα. Κι από παντού να τρέχουν νερά, πολλά νερά, τροφοδοτώντας με εξαιρετική γαλαντομία χείμαρρους και παραποτάμους. Κι ο ήχος τους, μαζί με ’κείνον από τα ερωτικά τιτιβίσματα των πουλιών, μελωδικός κι υπερκόσμιος, να αναπέμπει ύμνους στο σύμπαν!

   Πού και πού κρήνες με πέτρα και λιτή μαστοριά χτισμένες, αναμένουν ξωμάχους και ταξιδιώτες. Μια, κάτω από έναν πλάτανο που οι ρίζες του γυμνές στην πλειονότητά τους τραγουδούσαν της φύσης την δύναμη, μας  γοήτευσε με την τέχνη της πελεκημένης πέτρας και της ξυλόγλυπτης κάνουλας που στην άκρη της σβήσαμε την δίψα μας. 

   Κι ενώ στην αρχή αυτής της σχετικά δύσκολης διαδρομής έχεις την εντύπωση πως ο δρόμος υπάρχει εκεί μόνο για τους θιασώτες των ορεινών διαδρομών, διαπιστώνεις πως δεν είναι έτσι. Χωριουδάκια με τα ονόματα Νεροσύρτης, Δάφνη, Λαδικού, Χαλίκι, και σπιτάκια αετοφωλιές κρέμονται αγέρωχα στους γκρεμούς. Ακόμα και ναούς και προσκυνητάρια συναντάς. Τι ο άνθρωπος κι εκεί ψηλά, που η στέγη των βουνών ακουμπά θαρρείς τον ουρανό, έχει ανάγκη να προστρέξει στο θείο! Άλλωστε, τόσο μακριά από τον κόσμο, αυτή η επικοινωνία πιο εύκολη και πρόσφορη μοιάζει. Σ’ αυτό το υποβλητικό από πολλές απόψεις τοπίο, που ο φωτογραφικός φακός, όσο κι αν προσπαθείς δεν μπορεί να απαθανατίσει στην πληρότητά του, αραιά και πού διαπιστώνεις πως κάποιες κατοικίες έχουν ενοίκους. Όσο γι’ ανθρώπους που να διαβαίνουν τον δρόμο ή με κάποιο τρόπο να κινούνται σ’ αυτά τα τόπια, ανύπαρκτοι σχεδόν. Μόνο έναν με μια δράκα προβατάκια απαντήσαμε, κι αυτόν απόκοσμο!

       Όταν πια μπήκαμε σε στρωμένο με άσφαλτο δρόμο, το τοπίο θαρρείς μέρωσε. Το αυτοκίνητο, όμως, κινούμενο με μεγαλύτερες ταχύτητες μας στερoύσε κατά κάποιον τρόπο την απόλαυση που μέχρι πριν λίγο νιώθαμε! Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στην θέση Αγία Παρασκευή, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, όπως μας πληροφόρησαν οι άνθρωποι που διατηρούν εκεί κατάστημα εστίασης, όπου γευτήκαμε νόστιμα φαγητά και αναλάβαμε δυνάμεις για να συνεχίσουμε. Η Ευρυτανία μας ανέμενε!

      Ο δρόμος περνώντας μέσα από δάση ελάτης και με κατωφερή κλήση  μας έφερε στο χωριό Προυσός. Χτισμένο σε υψόμετρο εννιακοσίων μέτρων, εστεμμένο από τις κορυφογραμμές των βουνών που το περιβάλλουν, με τα σπίτια του οικοδομημένα αμφιθεατρικά και σε ακανόνιστες κλίμακες φυτεμένες με ποικίλα οπωροφόρα δέντρα, των οποίων οι νεαροί βλαστοί και τα λουλούδια δένουν αντιθετικά  με το σκούρο πράσινο χρώμα των ελάτων που φύονται πιο ψηλά, αναμένει τους ταξιδιώτες που φτάνουν είτε για να απολαύσουν την άγρια ομορφιά του τοπίου, είτε για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας, είτε και για τα δυο μαζί. 

      Μια μικρή στάση στην πλατεία με την όμορφη θέα, όπου γευτήκαμε  νόστιμα ντόπια καρύδια, και φυσικά, μάθαμε για την Αγαθίδειο Βιβλιοθήκη και το Κατσάμπειο Γυμνάσιο, που φέρουν τα ονόματα των ευεργετών και μιλούν για την έγνοια που είχαν αυτοί οι άνθρωποι για την προκοπή του τόπου τους.

      Την προκοπή του τόπου είχαν άλλωστε κι όλοι εκείνοι που ίδρυσαν την «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων στην Ρούμελη επί Τουρκοκρατίας», η οποία, αν και κλειστή, μας καλωσόρισε λίγες δεκάδες μέτρα πριν το μοναστήρι της Παναγιάς της Προυσιώτισσας. Η σχολή είναι στερεωμένη, όπως άλλωστε κι όλα τα κτίσματα που συγκροτούν την μοναστική κοινότητα πάνω σε στιβαρά βράχια. Το ρολόι, πιο ψηλά απ’ όλα, αγναντεύει περήφανο τα γύρω βουνά κι ακούει τον αέναο ήχο που στέλνουν από το φαράγγι τα νερά του Καρπενησιώτη ποταμού που αδέσποτα τρέχουν στην κατωφερή κοίτη του. Κάπου εκεί στέκει από το 1754 και το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων. Κέντρο όλων, όμως, ο ναός που φιλοξενεί την εικόνα της Παναγιάς κι αποτελεί ξεχωριστό προσκύνημα.

       Οικοδομημένος με πέτρα, σφηνωμένος κυριολεκτικά στην κόχη ενός βράχου, μοιάζει ν’ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αναδεικνύοντας την αρμονική παρέμβαση του ανθρώπου στην φύση. Ιδρυμένος τον 12ο με 13ο αιώνα, σε ρυθμό σταυροειδή με τρούλο, διαθέτει εξαιρετικής τέχνης τέμπλο και τοιχογραφίες. Όσο για την τυλιγμένη με  μύθους εικόνα της Παναγίας, η οποία φέρει αφιέρωση του Γεωργίου Καραϊσκάκη, βρίσκεται στο παρεκκλήσι του ναού, το οποίο εφάπτεται του βράχου, και είναι εκεί για να δέχεται προσευχές, ικεσίες και για να δίνει ελπίδα!

      Με ενδιαφέρον επισκεφτήκαμε το Μουσείο της μονής, στο οποίο εκτίθενται άμφια, λειψανοθήκες, εικόνες, ευαγγέλια, σταυροί, σκεύη, σουλτανικά φιρμάνια, αφιερώματα επωνύμων, και φυσικά, τα όπλα του οπλαρχηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη! Στο Μουσείο εκτίθεται και μέρος από τον πλούτο της Βιβλιοθήκης της μονής, η οποία φιλοξενεί σπαράγματα περγαμηνών, χειρόγραφους κώδικες, επιστολές, φιλοσοφικά και επιστημονικά εγχειρίδια, πατριαρχικά σιγίλια και πολλά άλλα. Και κάπου στο υπόγειο, η κρήνη - αγίασμα για τον καθαρμό των πιστών!

      Με την ψυχή μας γεμάτη από συναισθήματα και εικόνες, αναχωρήσαμε με το βλέμμα του Καραϊσκάκη να μας κατευοδώνει! Κινηθήκαμε στον  κατωφερή και ελικοειδή δρόμο, ο οποίος λαξευμένος λες ανάμεσα στα θεόρατα βουνά  και τους λογχοειδείς βράχους κινείται έχοντας συντροφιά τα νερά του Καρπενησιώτη, που στα Διπόταμα, εκεί που αγέρωχα στέκουν τα δυο γεφύρια, σμίγουν με κείνα του Κρικελιώτη, για να δημιουργήσουν τον Τρικεριώτη, που τα νερά του δεν έχουν την χαρά να πέφτουν στην αγκαλιά της μάνας του της θάλασσας, αλλά  στης μητριάς του, της λίμνης των Κρεμαστών!

       Εκεί που τα βράχια κρέμονται κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι των περαστικών, να ’σου τα πατήματα της Παναγίας και προσκυνητάρια φωλιασμένα στον γκρεμό, και όχι μόνο. Τα σε μορφή πατούσας αποτυπώματα πάνω στον κατακόρυφο βράχο, αποτελούν ξεχωριστό προσκύνημα και τόπο προσευχών και αφιερωμάτων, αφού κάνουν τους πιστούς να θεωρούν ότι πρόκειται για τα χνάρια που άφησαν τα πόδια της Παναγιάς κατά τον ερχομό της από την Προύσα της Μικράς Ασίας και τότε ακριβώς λένε δημιουργήθηκε και μια τρύπα στην κορφή σχεδόν του αντικρινού βράχου, η οποία βαφτισμένη με τα ονόματα Τύπωμα και Δρακότρυπα, παραπέμπει σε παραδόσεις και μύθους!   Με την ομορφιά του τοπίου να μας συγκινεί και να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας φτάσαμε στον προορισμό μας, στο Μεγάλο Χωριό!

      Το χωριό, χτισμένο στις υπώρειες της Καλιακούδας και στεφανωμένο από τις χιονισμένες κορφές και τα ελατοδάση της, θεάται αντίκρυ τις κορυφές της Χελιδόνας και την κοιλάδα του Καρπενησιώτη που στα νερά του βρέχει ανακουφιστικά λες τα κάτω άκρα του. 

      Με τα σύννεφα μαύρα και βαριά, έτοιμα να ρίξουν την ζείδωρη βροχή,  κινήσαμε με εξερευνητική διάθεση να γνωρίσουμε τον τόπο. Ο κεντρικός δρόμος και σε μικρή απόσταση από τον ξενώνα «Αρχοντόπετρα», όπου καταλύσαμε, μας έφερε στην πλατεία του χωριού, στο κέντρο σχεδόν της οποίας δεσπόζει ένας γεροπλάτανος κι αριστερά στο ρεύμα χειμάρρου θάλλουν δέντρα και βοούν ορμητικά νερά που βιάζονται να σμίξουν με κείνα του Καρπενησιώτη!

       Μια αρκετά μεγάλη πινακίδα, στην οποία ευφυώς είχαν βάλει μια παλιά και μια καινούργια φωτογραφία, παρότρυνε τον ταξιδιώτη να επισκεφθεί το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο: «Από τότε μέχρι σήμερα μια μεγάλη ιστορία… από εδώ μέχρι εκεί μια μικρή απόσταση…». Μόνο, που όσο μείναμε εκεί, το μουσείο ποτέ δεν ήταν ανοιχτό, για να το επισκεφτούμε! Και φύγαμε με την απορία, η οποία δεν μας γεννήθηκε βέβαια μόνο σ’ αυτό το ταξίδι, για ποιο λόγο στους τόπους που ξένοι τους διαβαίνουν για μια και ίσως μοναδική φορά δεν υπάρχει η πρόνοια να μένουν ανοιχτοί κάθε μέρα οι χώροι πολιτισμού. Διότι, καλό είναι να γνωρίζεις ενδιαφέροντες ανθρώπους, να θαυμάζεις ωραία τοπία, να τρως νόστιμα εδέσματα, αλλά είναι άριστο να δεις πώς συνδέονται όλα τούτα με τον τόπο και την ιστορική του διαδρομή στον χρόνο!

      Ακολουθώντας την ανωφέρεια του δρόμου καθίσαμε για καφέ και για να δοκιμάσουμε το φημισμένο γαλακτομπούρεκο του χωριού, το οποίο, αν και ο ιδιοκτήτης πρόσφερε με ιδιαίτερη προσήνεια, δεν ανταποκρίνονταν στην φήμη που το ακολουθεί. Όχι πως είχε κακή γεύση, αλλά του έλειπε το τραγανό φύλλο κι εκείνη η αφράτη υφή της κρέμας, η οποία ποτισμένη με σιρόπι καθιστά τα γλυκά αυτής της κατηγορίας ανυπέρβλητα!

      Με το σούρουπο να ’χει δώσει την θέση του στην νύχτα και με την ευγενική βροχή να δροσίζει τον γαλαντόμο κόρφο της γης, κατευθυνθήκαμε στην ταβέρνα «Παράδεισος», λίγο έξω από το χωριό, στον κόμβο του δρόμου που οδηγεί στο Καρπενήσι, την πρωτεύουσα του νομού Ευρυτανίας. 

       Ο ιδιοκτήτης, μας είδε ξένους κι ήρθε γελαστός να μας προϋπαντήσει. Μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Το καλωσόρισμα, εκτός από την φιλικότατη υποδοχή, περιλάμβανε κανάτα με εύγευστο ντόπιο πορφυρό κρασί! Χωρίς να παραγγείλουμε καν, μας έφερε και γευτήκαμε ζαρκάδι στιφάδο και ψημένο κατσικάκι. Είχε διάθεση να μας φέρει κι άλλα εδέσματα, αλλά τον σταματήσαμε. Είπαμε, να φάμε, όχι να σκάσουμε! Κι έτσι καθώς χωρίς παραγγελία μας τα ’φερνε, στο τέλος είπε πως τίποτα δεν του χρωστάμε! Πρωτόγνωρη στάση στ’ αλήθεια! Μόνο με την επιμονή μας καταδέχθηκε ν’ αφήσουμε όσα χρήματα εμείς θέλαμε, όπως είπε.

        Καληνυχτίσαμε τον «παράξενο» επιχειρηματία, αφήσαμε το αυτοκίνητο έξω από τον ξενώνα και περνώντας μπροστά από το άγαλμα της Ηρώς Κωνσταντοπούλου βαδίσαμε για λίγο μέσα στο ψιλόβροχο και την υγρή νύχτα, η οποία κοσμούνταν από τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες που θαμπόφεγγαν στα παράθυρα των οικημάτων ή στις ρύμες του Μεγάλου, αλλά και του Μικρού Χωριού που απλώνεται στην αντικρινή πλαγιά. Κατόπιν, και πριν αφεθούμε στην θαλπωρή της αγκαλιάς του Μορφέα που τόσο την είχαμε ανάγκη,  απολαύσαμε την συντροφιά και τις αφηγήσεις του Σπύρου Ζινέλη, ιδιοκτήτη του ξενώνα, που άλλες μας πήγαιναν πίσω στον χρόνο κι άλλες στο παρόν μας έφερναν.  Το ξημέρωμα μας έφερε ερμαφρόδιτο καιρό, ο οποίος όμως δεν μας εμπόδισε να κινήσουμε για να γνωρίσουμε κι άλλες γωνιές της Ευρυτανικής γης. Με κατεύθυνση το Καρπενήσι και προσπερνώντας το ακολουθήσαμε τον δρόμο που οδηγεί στο χωριό Δομνίστα.

      Η διαδρομή ως εκεί μας αποζημίωσε πολλαπλά. Τα δάση ελάτης που καλύπτουν τις υπώρειες του Τυμφρηστού, μαγικό τοπίο, έτσι καθώς τούτη την γεμάτη υγρασία μέρα ήταν τυλιγμένα σε περισσότερο ή λιγότερο πυκνή ομίχλη, έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι και το στοιβαγμένο από τον χειμώνα χιόνι έδινε στα απόσκια αρχοντική αίγλη.

      Σε κάποιο σημείο, σύμφωνα με την κατεύθυνση που μας έδινε μια πινακίδα, στρίψαμε αριστερά σε χωματόδρομο, ο οποίος μας οδήγησε στην περιοχή Κοκκάλια. Στα Κοκκάλια, εκεί στο δάσος και πάντα μέσα σε ομιχλώδες τοπίο, που μας εμπόδιζε να δούμε τον ορίζοντα, αντικρίσαμε ένα σήμα μνήμης σε σχήμα οβελίσκου, αλλά χωρίς κορυφή, στο οποίο υπήρχαν απομιμήσεις νομισμάτων των Αιτωλών και πινακίδα που έγραφε: «279 π.Χ. ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΥΤΑΝΩΝ  ΑΙΤΩΛΩΝ ΣΥΝΕΤΡΙΒΗΣΑΝ ΟΙ ΓΑΛΑΤΑΙ ΚΑΤΑ  ΚΡΑΤΟΣ». Για την επιδρομή των Γαλατών στην κεντρική Ελλάδα και την σύληση των πλουσίων ιερών της, κάνει εκτενή αναφορά ο Παυσανίας στα Φωκικά του  (Παυσανίας,  Ελλάδος περιήγησις, κεφ. 10ο), αλλά και οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έμειναν πίσω http://www.paleochori.gr/p/blog-page_9787.html).

       Σ’ αυτόν τον τόπο, δίπλα στο μνημείο και πολύ κοντά στα έλατα και το χιόνι που ανέμενε τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να το λιώσουν, φύτρωναν άγριοι πανσέδες, πολλοί άγριοι μικροί πανσέδες, σε αποχρώσεις του κίτρινου, πιο σκούρου στο κάτω μικρό φύλλο που στολίζονταν με τέσσερις πέντε μικρές μελιές γραμμούλες  και πιο ανοιχτού στα πάνω και πιο μεγάλα φύλλα!

      Συγκινημένοι και με εικόνες όμορφες φτάσαμε στο χωριό Κρίκελο που απλώνεται μεγαλόπρεπα σε μια πλαγιά που η βάση της λούζεται στα νερά του Κρικελιώτη ποταμού. Το τοπίο, καθαρό πια από την ομίχλη, αποκαλύπτει την ομορφιά του τόπου μέχρι τον ορίζοντα που δημιουργούν οι γύρω βουνοκορφές. Στην φροντισμένη πλατεία του χωριού δεσπόζει ο κεραμοσκεπής και χτισμένος με μαύρη σχιστολιθική πέτρα ναός του αγίου Νικολάου, του θαλασσινού, όπως έσπευσε να μας πληροφορήσει ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας, ο οποίος με προθυμία μας τον άνοιξε, για να δούμε το εσωτερικό του. Χτισμένος ο ναός σε άτυπο, θα μπορούσαμε να πούμε, ρυθμό σταυροειδή με τρούλο και έχοντας ενσωματωμένο ρολόι στην αριστερή πλευρά της εισόδου, ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, στην θέση προηγούμενου ναού, του οποίου εικόνες φτιαγμένες από λαϊκό ζωγράφο εκτίθενται σε προθήκη μέσα στον ναό. Η είσοδός του φέρει την σφραγίδα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής με τριγωνικό αέτωμα, το οποίο στηρίζεται σε δυο κίονες δωρικού ρυθμού, ενώ οι τρούλοι του ναού και του ρολογιού είναι σκεπασμένοι με χαλκό. Στην πάνω πλευρά της πλατείας ταβερνεία και καφενεία προσμένουν κατοίκους και ταξιδιώτες να απολαύσουν τις γεύσεις που προσφέρουν, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της προσφέρει θέα προς διάφορα σημεία του χωριού, προς την κοιλάδα του Κρικελιώτη και προς τον κλειστό από τα βουνά ορίζοντα.

       Από το Κρίκελο αναχωρήσαμε με όμορφες εμπειρίες, αλλά και προβληματισμένοι. Ο πρόεδρος με τον οποίο συνομιλήσαμε ήταν όλο ανησυχία και σε πλήρη δραστηριοποίηση προκειμένου να μην γεμίσουν τα βουνά και τα ρέματα της Ευρυτανικής γης με ανεμογεννήτριες και φράγματα, τα οποία θα αλλοιώσουν το τοπίο και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Βέβαια, ακούσαμε και μια αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία η κατασκευή όλων αυτών θα φέρει την πολυπόθητη ανάπτυξη! Δεν είναι, όμως, τυχαίο που οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι θα συμβεί αυτό, αφού γνωρίζουν πρωτίστως πως οι πολυεθνικές που ορέγονται τον εθνικό πλούτο δεν αστειεύονται και δύσκολα υποχωρούν στα υπεσχημένα! Κατακαημένη πατρίδα!

      Περάσαμε πάνω από την καινούργια γέφυρα που ζευγνύει τις όχθες του Κρικελιώτη και θαυμάσαμε την τέχνη της παλιάς. Λίγες ανηφορικές στροφές και φτάσαμε στην Δομνίστα. Στον δρόμο που οδηγεί στην μικρή πλατεία, αλλά και στην ίδια την πλατεία, αν και το χωριό έχει λίγο κόσμο, υπήρχαν δυο καταστήματα που πουλούσαν σχεδόν τα πάντα. Έρχονται κάτοικοι από τα γύρω χωριά, μας είπαν, και ψωνίζουν. Ψωνίσαμε κι εμείς! Τι άλλο, παρά ντόπια καρύδια με υπέροχη γεύση! Και φυσικά, πιάσαμε κουβέντα και νιώσαμε τον πόνο των ανθρώπων για τα ξενιτεμένα τους παιδιά, που γύρεψαν στις σπουδές και στην συνακόλουθη εσωτερική μετανάστευση την τύχη τους! Κι έμειναν πίσω εκείνοι να τα αναμένουν από καιρού εις καιρόν, να τα ξεπροβοδούν και πάλι μόνοι να μένουν!

      Με την εξομολόγηση του πόνου μιας μάνας απ’ αυτές που ξόδεψαν κάθε ικμάδα του κορμιού και της ψυχής τους για την ευτυχία της οικογένειάς τους και με το ηλιοκαμένο πρόσωπό της αποτυπωμένο στο βλέμμα μας, το οποίο έφερε μπροστά μου ένα άλλο λατρεμένο πρόσωπο, εκείνο της μητέρας μου, αναχωρήσαμε.

       Η επιστροφή μας έγινε από άλλον δρόμο που κι αυτός μας οδήγησε σε τοπία και χωριά όμορφα, όπως η Ανιάδα, το Συγκρέλλο, το Μουζίλο, το Κλαυσί, όπου κάναμε σύντομη στάση. Στην μικρή πλατεία του, όπου βρίσκεται ο ναός του αγίου Δημητρίου, με την ιδιαίτερη λιθόχτιστη  κόγχη του ιερού, κάποιοι ετοίμαζαν καφενείο, το οποίο μας κάλεσαν να επισκεφτούμε την επόμενη φορά που θα έρθουμε στα μέρη τους! Αφού αγναντέψαμε την εύφορη πεδιάδα που απλώνεται στα χαμηλά σημεία του χωριού πήραμε τον κατηφορικό δρόμο που μας οδήγησε στον   παλαιοχριστιανικό ναό  του αγίου Λεωνίδη. Ο ναός που είναι τρίκλιτος σε ρυθμό σταυροειδούς βασιλικής και ανακατασκευάστηκε σύμφωνα με επιγραφές τον 5ο αιώνα, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1956 μετά από έντονες βροχοπτώσεις, οι οποίες αποκάλυψαν τμήμα του ψηφιδωτού του δαπέδου, το οποίο οδήγησε λίγο μετά σε ανασκαφές. Δυστυχώς, τον είδαμε μόνο απέξω και πήραμε μια ιδέα για το εσωτερικό του από κάποιο ενημερωτικό πλάνο. Η ύπαρξη του παρακείμενου αρχαιολογικού χώρου και αρκετά από τα ενσωματωμένα στον τοίχο του ναού οικοδομικά υλικά μιλούν χωρίς άλλο για την ύπαρξη προχριστιανικού ναού στην θέση του!

      Με λειψή την εμπειρία από την επίσκεψη στον εν λόγω ναό πήραμε το δρόμο που μας οδήγησε για άλλη μια φορά στην ταβέρνα «Παράδεισος», μια κι από ώρα η κοιλιά μας διαμαρτύρονταν απαιτητικά.

      Χορτασμένοι κινήσαμε για μια μικρή περιήγηση στο Μεγάλο Χωριό. Σταθήκαμε στο λιθόχτιστο δημοτικό σχολείο και θαυμάσαμε την τέχνη των ικανών πελεκάνων που έχτισαν κι αρμολόγησαν τις πέτρες και τους ενσωματωμένους δωρικού ρυθμού κίονες στην πίσω πλευρά του σχολείου, είδαμε το άγαλμα του δασκάλου Γιάννη Δ. Καρυοφύλλη που εκτελέστηκε από τους Ιταλούς το 1942, καθώς κι έναν ιδιότυπο μικρό ναό σε μια άκρη του περιβάλλοντος χώρου. 

       Βαδίζοντας στους πλακόστρωτους δρόμους και στις γειτονιές χαρήκαμε την αρχιτεκτονική των σπιτιών, που στην πλειονότητά τους είναι δομημένα με πέτρα, τις παλιές ξύλινες και στεγασμένες αυλόθυρες, ένα πρωτότυπο προσκυνητάρι σε αποχρώσεις του ερυθρόλευκου, και φυσικά, απόψεις του χωριού από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

      Με την ώρα να περνά και το πνεύμα, ανήσυχο πάντα, να θέλει να ρουφήξει κάθε τι που το βλέμμα αντικρίζει, κάναμε μια στάση για καφέ στην «Αρχοντόπετρα» και κινήσαμε πάλι, για να δούμε το Μικρό Χωριό, για να φάμε κάτι στον φιλόξενο «Παράδεισο», και φυσικά, πριν πάμε για ύπνο να χαρούμε τις αφηγήσεις του Σπύρου Ζινέλη!

      Την άλλη μέρα, ξεκούραστοι, τακτοποιήσαμε κάθε εκκρεμότητα, χαιρετήσαμε, και ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής. Όχι, δεν ήταν μονότονο. Πρώτον, γιατί σ’ ένα μεγάλο τμήμα του ακολουθήσαμε άλλη διαδρομή, και δεύτερον, γιατί επισκεφτήκαμε μέρη που εσκεμμένα είχαμε παρακάμψει στον πηγαιμό μας.

      Έτσι, μόλις προσπεράσαμε τον Προυσό, κάναμε στάση στην φημισμένη για την ποιότητα των προϊόντων της μονάδα παραγωγής αλλαντικών του Στρεμμένου, η οποία εδραιωμένη σε μια πανέμορφη ρεματιά, διαθέτει τις κατάλληλες για την παραγωγή των προϊόντων συνθήκες, τα οποία μπορεί ο επισκέπτης να δοκιμάσει, και φυσικά, να  προμηθευτεί.

      Λίγο πιο πάνω, στο ρεύμα της ίδιας ρεματιάς, βρίσκεται η Μαύρη Σπηλιά, στην οποία φτάσαμε μετά από σύντομη οδοιπορία, έχοντας συντροφιά τους ήχους των υδάτων, τα ερωτικά κελαηδήματα των πουλιών και το κατάφυτο τοπίο. 

   Στην αρχή της διαδρομής, που μας οδήγησε και σ’ έναν ιδιαίτερης ομορφιάς καταρράκτη, ένα ενημερωτικό πλάνο με τίτλο «Μύθοι και ιστορία της Αιτωλικής κοιλάδας του Προυσού»πληροφορεί: «Η Αιτωλία από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι πρόσφατα εκτινότανε από τον Πατραϊκό κόλπο μέχρι τη Θεσσαλία.

      Αναπόσπαστο κομμάτι της Αιτωλίας αποτελούσε και η σημερινή Ευρυτανία και φυσικά η περιοχή του Προυσού.

       Φιλολογικές μαρτυρίες όπως του σχολιαστή του Λυκόφρωνος Ι. Τζέντζη (12ος αιών), που γράφει «Ἀριστοτέλης φησίν -ἐν Ἰθακησίων Πολιτεία- Εὐρυτάνες ἔθνος εἶναι τῆς Αἰτωλίας,  ὀνομασθέν ὑπό Εὐρύτου παρ’ οἷς μαντεῖον Ὀδυσσέως. Τό δ’ αὐτό καί Νίκανδρος φησίν ἐν Αἰτωλικοῖς». Ο Λυκόφρων είναι ποιητής από τη Χαλκίδα και αναφέρει για τον Οδυσσέα «μάντιν (Οδυσσέα) δέ νεκρόν Εὐρυτάν στέφει λεώς». Δηλαδή, τον μάντην Οδυσσέα νεκρό, είχε την τιμή να στεφανώσει με μεταθανάτιο στέφανο ο λαός «λεώς» της Ευρυτανίας. Μεταγενέστεροι μελετητές όπως ο Πάνος Βασιλείου και ο Θωμάς Μποκώρος πιθανολογούν την ύπαρξη του μαντείου στην περιοχή του Μοναστηριού ή στη σπηλιά της Αποκλείστρας του Προυσού, την λεγόμενη σήμερα «Μαύρη Σπηλιά». Ενισχύει την υπόθεση αυτή πάλι ο Ι. Τζέντζης, αναφερόμενος ότι ο Κάσσανδρος, βασιλιάς των Μακεδόνων σε ειρηνευτική αποστολή στο «Κοινόν των Αιτωλών» ΤΟ ΘΕΡΜΟ διασχίζοντας τις ορεινές και δύσβατες κοιλάδες της Ευρυτανίας, έκανε θυσία κατά την πορεία του στο μαντείο του Οδυσσέα για να στεφθεί με επιτυχία η αποστολή του, να εδραιώσει δηλαδή την ειρήνη ανάμεσα στους χειμαζόμενους από μακροχρόνιους πολέμους λαούς των Μακεδόνων και των Αιτωλών.

      Είναι γνωστό, ακόμη μέχρι πρόσφατα (προπολεμικά) ότι ο «δρόμος των Αιτωλών», ο δρόμος που συνέδεε την πεδινή με την ορεινή Αιτωλία (Ευρυτανία), διέσχιζε την κοιλάδα του Προυσού και του Καρπενησιώτη.

      Ο δρόμος αυτός ήταν και ο αρχαίος «δρόμος του αλατιού» που ξεκινούσε από τη λιμνοθάλασσα της Αιτωλίας (Καλυδώνα-Μεσολόγγι) και έφτανε μέχρι την Ήπειρο (Τζουμέρκα).

      Κατά μία εκδοχή, με τον με τον συμβολισμό του μύθου ο Θεός - Μάντης Οδυσσέας, προελληνικός θεός της θάλασσας και του αλατιού δένει με τον ερχομό του στην Ευρυτανία την τελευταία περίοδο της ζωής του μαζί με λαούς στεριανούς ευτυχισμένους «όλβιοι λαοί», όπως του προφήτεψε ο Μάντης Τειρεσίας στην Οδύσσεια (λ 134-7)».

       Με μύθους αφήσαμε την γη των Ευρυτάνων και μπήκαμε στην γη των Αιτωλών. Η επιστροφή μας που έγινε από άλλον δρόμο μας αποκάλυψε άλλα τοπία και χωριουδάκια, όπως το Λαμπίρι, η Στριγανιά, η Καλλιθέα, το Λευκό, ο Ταξιάρχης, οικοδομημένα όλα στις υπώρειες του Παναιτωλικού όρους. Στο Μέγα Δέντρο έκλεισε ο κύκλος μέρους της διαδρομής μας, μια και το χωριό αυτό το συναντήσαμε και στον πηγαιμό μας!

       Λίγο έξω από το Θέρμο, σταθήκαμε στην μονή του Κοσμά του Αιτωλού, τον οποίον τιμούν ιδιαίτερα οι συμπατριώτες του. Με καινούργια δομικά υλικά και με σύγχρονη αισθητική χτισμένη η μονή, βρίσκεται σ’ ένα περίοπτο ύψωμα, ενώ ο πρώτος, όπως μας ενημέρωσε η νεωκόρος, ναός, ο οποίος ιδρύθηκε προς τιμήν του αγίου, πριν αυτός αγιοποιηθεί από την επίσημη Εκκλησία, βρίσκεται λίγο πιο χαμηλά σ’ ένα κατάφυτο τοπίο. Λιτός και απέριττος, χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής, κεραμοσκεπής -μόνο το ιερό είναι σκεπασμένο από σχιστολιθικές πλάκες- δεικνύει την πίστη του κτήτορά του.  Στον πέριξ χώρο, πλήθος αγριολούλουδων, αναπέμπει τις δικές του δοξολογίες κι ο φωτογραφικός φακός σ’ αυτή την πανδαισία χρωμάτων απαθανάτισε ανάμεσα σ’ άλλα και τέσσερα είδη άγριας ορχιδέας!

       Μια άλλη ξενάγηση, που σκόπιμα είχαμε παρακάμψει κατά τον πηγαιμό μας ήταν αυτή του κρυφού σχολειού με τα κέρινα ομοιώματα, το οποίο βρίσκεται στο μοναστήρι της αγίας Παρασκευής, στο χωριό Μάνδρα.

       Η ιστορία των ομοιωμάτων ξεκίνησε από τον πολιτιστικό σύλλογο των απανταχού Μανδριωτών «Αγία Παρασκευή» σε συνεργασία με την εκκλησιαστική επιτροπή Μάνδρας. Στην προσπάθειά τους να αναδείξουν την κρύπτη του μοναστηριού, ήρθε στο φως μια υπόγεια θολωτή αίθουσα μήκους εννέα, πλάτους τεσσάρων και ύψους πέντε μέτρων, η οποία είχε ένα πλατύ ενισχυτικό τόξο και δύο στόμια εισόδου και εξόδου στην οροφή της! Στον χώρο της βρέθηκαν μελανοδοχείο και καλάμι από την εποχή της τουρκοκρατίας και οι τοίχοι είχαν οπές που δήλωναν την ύπαρξη ξύλινου παταριού. Όλα αυτά επιβεβαίωσαν την τοπική παράδοση για λειτουργία κρυφού σχολειού στο μοναστήρι, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα ο Κοσμάς ο Αιτωλός! Τα κέρινα ομοιώματα με ενδύματα εποχής και ανάλογη σκηνοθετική παρουσίαση μεταφέρουν επαρκώς στον επισκέπτη την ατμόσφαιρα της εποχής.             

      Η μονή, έρημη πια από ενοίκους, στέκει αναμένοντας προσκυνητές και περιηγητές, ενώ στην είσοδο, έξω από τον μαντρότοιχο που την περιβάλλει, τους καλωσορίζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και το άγαλμα του Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος τιμάται κατ’ εξαίρεση από άλλους χριστιανούς αγίους και μ’ αυτόν  τον τρόπο και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος, τιμή, η οποία έχει να κάνει, μάλλον, με το γεγονός ότι εντάσσεται ιστορικά στον κύκλο των δασκάλων του Γένους και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.  

      Τρίτος και σημαντικός σταθμός το χωριό Αγία Σοφία στο κοιμητήριο του οποίου υπάρχει το σύμπλεγμα των ναών του αγίου Νικολάου και των Ταξιαρχών, καθώς και λείψανα του ναού της αγίας Σοφίας, ο οποίος ιδρύθηκε από την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή.

       Ειδικά, το σύμπλεγμα των ναών, πέραν της παλαιότητας, προσελκύει επίμονα το βλέμμα, μια και για το χτίσιμό του χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά αρχιτεκτονικά μέλη του ιερού της Αρτέμιδος Ηγεμόνης! Είναι, μάλιστα, τόσο εμφανή στην εξωτερική του όψη, που προκαλούν, πέραν άλλων σκέψεων, απέραντη θλίψη. Όμως, ερμητικά κλειστός ο ναός, μας στέρησε την εμπειρία να μπούμε στο εσωτερικό του και να δούμε ποια τμήματα του αρχαίου ιερού έχουν απομείνει και πώς αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί!

      Με την σκέψη να κατακλύζεται από παρόμοιες εικόνες από άλλα μέρη, αλλά και από τον παρακείμενο ερειπωμένο ναό της αγίας Σοφίας, όπου αναδεικνύεται με επώδυνο κάθε φορά τρόπο η όχι άνευ νοήματος συνήθεια των χριστιανών να χτίζουν ναούς τους πάνω σε ναούς της αρχαίας θρησκείας, και μάλιστα με δικά τους υλικά, αναχωρήσαμε για την Πάτρα και ήδη η ψυχή μας ψυχανεμίζονταν καινούργια ταξίδια! 

1η: Αρχαίο Θέρμο, Κρήνη, 2η: Προυσός, 3η: Στα βήματα της Παναγίας Προυσιώτισσας,  

4η: Μεγάλο χωριό, 5η, 6η: Ναοί στο χωριό Αγία Σοφία