Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Στην Κέα, (24-8-2014)

 

     Απογευματάκι φτάσαμε στο λιμάνι της Κέας, την Κορησσία. Η θάλασσα ήρεμη και σε αποχρώσεις του γκρίζου και του μαβιού, έτσι, όπως ξέρει να τις δημιουργεί η αέναη κίνηση των φορτωμένων με σταγόνες βροχής σύννεφων που εκείνη την ώρα έστελναν δροσερές σταλαγματιές. Ο βρεγμένος δρόμος και η αισθητά αιωρούμενη υγρασία μαρτυρούσαν πως πριν λίγο είχε ρίξει ανοιξιάτικη βροχούλα.

        Στην προκυμαία, χαιρετισμοί, αγκαλιάσματα, καλωσορίσματα συνθέτουν μέρος της ανθρώπινης παρουσίας. Τα καταστήματα έτοιμα να υποδεχθούν τους επισκέπτες που φτάνουν στο νησί για τις μέρες της Λαμπρής. Σ’ ένα απ’ αυτά απολαύσαμε καφεδάκι και γλυκά φτιαγμένα όλα απ’ τα χεράκια της κυράς του.

      Μικρή στάση για απόθεση των αποσκευών μας κι αρχίσαμε χωρίς καθυστέρηση τη γνωριμία με τον τόπο. Από την Κορησσία, βορειοδυτικά του νησιού, κινηθήκαμε  προς τα βόρεια και τα βορειοανατολικά. Διαβήκαμε τα γραφικά παραθαλάσσια χωριουδάκια Γιαλισκάρι και Βουρκάρι, των οποίων η τουριστική  αξιοποίηση δεν αλλοίωσε για την ώρα τον χαρακτήρα τους, και κατευθυνθήκαμε στον αρχαιολογικό χώρο της Αγίας Ειρήνης, όπου θρασομανούσαν τα χρώματα της άνοιξης με κυρίαρχο το μοβ των αμάραντων μέσα και πάνω στα ερείπια.

      Στο φως του δειλινού και τα ίχνη του υπάρχοντας από  το 3000 π. Χ. οικισμού  μας έπαιρναν θαρρείς και μας γύριζαν πίσω στον χρόνο. Μια ανάσα από ’κει, στ’ απάνεμο ακρογιάλι, ήρθαν στον νου αρχαίες ιστορίες της Υδρούσας, που σήμερα Κέα και Τζιά τη λένε.

       Της Υδρούσας, που αιώνες πολλούς πριν, κατοικούσαν εκεί όμορφες νύμφες των δασών που κάποιος λιόντας τις κυνήγησε, εκείνες έφυγαν απ’ το νησί, κι από τότε ο Σείριος έστελνε απ’ τον ουρανό καυτές ακτίνες και κατέκαιε την κατάφυτη γη του! Οι κάτοικοι δεήθηκαν κι ήρθε στον τόπο τους ο γιος του Απόλλωνα, ο Αρισταίος, ο οποίος θυσίασε στον Ικμαίο Δία που μελτέμια δροσερά και βροχή τους έπεμψε, ο κόρφος της γης δροσίστηκε, γαλαντόμος έγινε κι έτρεφε το κορμί τους. Ο ευεργέτης Αρισταίος εγκαταστάθηκε εκεί και τους έμαθε της γης την καλλιέργεια, των ζώων τη φροντίδα, των μελισσών την τέχνη τη γλυκιά να υπηρετούν και σε θεούς ευχαριστίες ν’ αναπέμπουν (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη 4.81.1.1-82.6.7, Θεόφραστος, Fragmenta 5.14.1-10, κ.λπ.).

      Κι αργότερα, άλλος γιος του Απόλλωνα, ο Κέως, έφτασε στο νησί και τ’ όνομά του τού έδωσε! (http://www.kea.gr/index.php/el/tourismos/istoria)

       Μ’ αυτά στον νου κινήσαμε· λίγα λεπτά κατόπιν αγναντέψαμε από ψηλά τον υπέροχο κόλπο του Οτζιά και κινούμενοι στον δρόμο που οδηγούσε προς την Παναγιά την Καστριανή το βλέμμα μας πλανιόταν εντυπωσιασμένο μια στην βραχώδη στεριά και μια στο ελαφρώς ρυτιδωμένο πέλαγος. Στις σχισμές των βράχων ξεχείλιζε η ανοιξιάτικη βλάστηση, ενώ κάτω χαμηλά το κυματάκι έγλυφε ερωτικά τις αιχμές των βράχων. Στο βάθος του ορίζοντα η Γυάρος, η Άνδρος, η Εύβοια,… συνέχιζαν το αέναο ταξίδι τους στην αρχέγονη θάλασσα.

      Κι η Καστριανή, με τον γαλάζιο τρούλο να φαίνεται από μακριά, μεγαλόπρεπη κι επιβλητική, δεσπόζει στην άκρη του βράχου που πάνω του θεμελιωμένη είναι. Έρημη πια από ενοίκους η μονή, τούτη την ώρα του δειλινού ήταν κλειστή, που σήμαινε πως πάλι θα κάναμε τούτη τη διαδρομή. Οι αραιές στάλες βροχής, οι οποίες άρχισαν να πέφτουν, δεν αποτέλεσαν εμπόδιο, για ν’ απολαύσουμε το τοπίο, να φυλακίσουμε με τον φωτογραφικό φακό τοπία, ποικίλα φυτά και κυρίως μικρές ικμάδες ζωής μέσα στις σχισμές των βράχων, ν’ ακούσουμε τα κελαηδίσματα των πουλιών, τα βελάσματα των αιγοπροβάτων και τα χουγιάσματα των τσοπάνηδων, οι οποίοι συνεχίζουν να υπηρετούν την κτηνοτροφία που στους μακρινούς προγόνους τους είχε διδάξει ο Αρισταίος.

      Όλα τα γύρω και μερικές κατσίκες με τα ερίφιά τους που έβοσκαν κάτω απ’ τη μονή τα ραντισμένα με αλμύρα χόρτα έφεραν στο νου τους στίχους του ποιητή: «Πράσινη μέρα λιόβολη / καλή πλαγιά σπαρμένη / κουδούνια καί βελάσματα / μυρτιές καί παπαροῦνες. / Ἡ κόρη πλέκει τά προικιά / κι ὁ νιός πλέκει καλάθια / καί τά τραγιά γιαλό  γιαλό / βοσκάνε τ’ ἄσπρο ἁλάτι.» (Γιάννης Ρίτσος, 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας)

   Με το δειλινό να βάφει τον ορίζοντα κινήσαμε πάλι. Το ανάγλυφο του τόπου και η οργιαστική ανοιξιάτικη βλάστηση, και τα δύο θα τα χαιρόμασταν κατά κόρον τις επόμενες μέρες, πρόσφεραν συνέχεια καινούργιες εικόνες κι έκαναν ενδιαφέρουσα τη διαδρομή. Σε μια στροφή του δρόμου ο ναΐσκος των αγίων Θεοδώρων, έξοχο δείγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής του νησιού, ο οποίος συνδέει αρμονικά την ντόπια σχιστολιθική σκούρα πέτρα με το λευκό και το γαλάζιο, μας αντάμειψε στο τέλος της πρώτης μας περιήγησης. Και τα προσκυνητάρια συνιστούν, επίσης, μια άλλη διάσταση της λαϊκής καλλιτεχνικής έκφρασης κι εκτός απ’ αυτά που την πρώτη μέρα αντικρίσαμε είχαμε πολλά να δούμε τις επόμενες.

       Με το απόγευμα να ’χει προχωρήσει αρκετά, κάναμε στάση για λίγο στο πάνω μέρος της Ιουλίδας, φωτογραφίσαμε μια άποψή της και την προσπεράσαμε κατευθυνόμενοι στην Κορησσία. Της πρωτεύουσας του νησιού θα της αφιερώναμε την επόμενη μέρα.

      Μεγάλη Πέμπτη και τα βήματα μας οδηγήθηκαν στον ναό της αγίας Τριάδας, ο οποίος σε ρυθμό σταυροειδή με τρούλο και με κυρίαρχες τις αποχρώσεις του παστέλ, του λευκού  και του γαλάζιου μοιάζει με αγέρωχο τοποτηρητή πάνω απ’ το λιμάνι. Στο εσωτερικό, στην ιστόρηση του τέμπλου κυριαρχούν οι ιωνικού ρυθμού κίονες, ενώ οι τοίχοι είναι αγιογραφημένοι κατά τα πρότυπα της βυζαντινής αγιογραφίας, μόνο που τα πρόσωπα και τα ενδύματά τους αποδίδονται με φωτεινά χρώματα.

      Ο μικρός χώρος του εσωτερικού του ναού σε συνάρτηση με το πλήθος του κόσμου δεν προδιέθετε για περισυλλογή και προσευχή των παρισταμένων. Μείναμε για λίγο απ’ έξω κι αναχωρήσαμε. Το στομάχι μας που διαμαρτύρονταν κι η κούραση μας οδήγησαν πρώτα στην παραδοσιακή ταβέρνα με την επωνυμία «Μαγαζές» και κατόπιν στο κατάλυμά μας, όπου ο ύπνος γλυκός έκλεισε τα βλέφαρά μας.

       Με λιακάδα μας βρήκε το πρωινό! Με ανειλημμένες δυνάμεις κατευθυνθήκαμε προς την Ιουλίδα, τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, η οποία βρίσκεται στην ενδοχώρα, κι ανηφορίσαμε σε ιδιαίτερης τέχνης στεγασμένες, και μη, ρύμες της, που στεγάδια οι ντόπιοι τις λένε.

      Σε τούτη την οδοιπορία, και όχι μόνο, καλημερίζαμε ανθρώπους του τόπου, οι οποίοι εγκάρδια απαντούσαν στον χαιρετισμό μας. Ήδη, στην είσοδο της Χώρας, είχαμε πάρει τις πρώτες ζώσες πληροφορίες από κάποιον ηλικιωμένο, τον Γιώργο Πασαλή, τον οποίο έμελλε να συναντήσουμε κι άλλες φορές μέχρι την αναχώρησή μας.

      Με το βλέμμα μας να έλκεται από την αρχιτεκτονική των κτισμάτων φτάσαμε ανηφορίζοντας στο κέντρο της Ιουλίδας, όπου πήραμε μια ανάσα πίνοντας καφέ στην καφετερία «Εν λευκώ». Μέχρι να φτάσουμε εκεί μας προκάλεσε εντύπωση, αλλά και  λύπη, που το Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν κλειστό. Θα άνοιγε σύμφωνα με μια αναρτημένη ανακοίνωση, όταν θα είχαμε φύγει, όχι μόνο εμείς, αλλά κι άλλοι λαμπριάτικοι επισκέπτες! Η σκέψη δεν μπορεί να εξηγήσει κι η λογική δεν μπορεί να αποδεχθεί πως, όχι μόνο εδώ, αλλά και σ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας, τα μουσεία είναι κλειστά σε χρονικές περιόδους, κατά τις οποίες θα είχαν πολλούς επισκέπτες!

      Είδαμε, όμως, το νεοκλασικού ρυθμού Δημαρχείο, το οποίο έχει διακοσμημένη  οροφή και στους τοίχους του, εσωτερικά κι εξωτερικά, έχει ενσωματωμένα γλυπτά από την αρχαία δόξα της πόλης! Εκείνες τις μέρες φιλοξενούσε και μια έκθεση αγιογραφίας, την οποία με χαρά περιηγηθήκαμε υπό το βλέμμα και την καθοδήγηση της ντόπιας δημιουργού.

       Κατόπιν, μέσω της οδού Γρηγορίου Κ. Ιερομνήμονος κατευθυνθήκαμε προς τον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τη μητρόπολη, που οι κάτοικοι τη λένε Δημοτικιά. Σε λίγο θα γινόταν η Αποκαθήλωση. Η μνημόνευση της επωνυμίας της οδού, πέραν του ότι η ίδια προσφέρει ευχαρίστηση στον περιπατητή, έχει να κάνει και με το ότι σ’ αυτήν  υπάρχει η νεοκλασικής αρχιτεκτονικής οικία του φέροντος αυτό το όνομα δημάρχου. Στο υπέρθυρο της, σε μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα γράφει: «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΙΚΙΑ - ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Κ. ΙΕΡΟΜΝΗΜΟΝΟΣ - 1888». Δήμαρχος της εποχής εκείνης ο Ιερομνήμων και, αν κρίνουμε από αναφορές του ονόματός του σε σωζόμενα δημόσια οικοδομήματα της Ιουλίδας, και όχι μόνο, φαίνεται πως δεν είναι τυχαία η μνημόνευσή του.

  Ο ναός, χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής, αγιογραφημένος εσωτερικά, ήταν ανάλογα με των ημερών την ατμόσφαιρα κοσμημένος. Στη μέση, ο στολισμένος Επιτάφιος, κυρίως με τεχνητά άνθη σε αποχρώσεις του λιλά. Αμέσως μετά ο Εσταυρωμένος με ακάνθινο, αλλά και με άνθινα στεφάνια εστεμμένος. Πιο πίσω το μαρμάρινο τέμπλο, το οποίο δεν αφήνει αδιάφορη τη ματιά του προσερχόμενου στον ναό για προσευχή ή για περιήγηση. Στο κέντρο του σκαλιστό βημόθυρο με εικονίσεις των αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πίσω απ’ αυτό, στη συρόμενη θύρα, η εικόνα του Χριστού με διακριτικά επισκόπου. Η αρχιτεκτονική του έχει εμφανέστατες αποτυπώσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης! Το σκηνικό, πέραν των εικόνων, περιλαμβάνει διαφόρων τεχνοτροπιών κίονες, τριγωνικά αετώματα, διακοσμητικούς ρόδακες, ερωτιδείς - αγγέλους, μαιάνδρους, αμπέλους, αστερόεσσα οροφή,…

  Μόλις άρχισε η τελετή είμαστε ήδη μέσα στον ναό. Από τη θέση μας είχαμε τη δυνατότητα να δούμε ευκρινώς τα δρώμενα. Βέβαια, όλοι οι ορθόδοξοι με τον ίδιο τρόπο κάνουν την Αποκαθήλωση, αλλά υπάρχουν κάποιες μικρές ιδιαιτερότητες κατά τόπους που την κάνουν ξεχωριστή. Εδώ, ας αναφερθεί πως μόλις ο ιερέας έβαλε το σώμα του Ιησού στον Επιτάφιο, γέμισε το λευκό σεντόνι, που με τέχνη ήταν πέριξ τοποθετημένο, με πολλά πέταλα λουλουδιών, τα οποία αφειδώς του έφερναν μέσα σε κάνιστρα.

   Εμείς, επισκέπτες και προσκυνητές της αρχέγονης γης της Κέας, λίγο μετά βρεθήκαμε στον δρόμο για συνέχιση της περιήγησής μας. Αφήσαμε πίσω την Ιουλίδα κι ορμήσαμε βαθύτερα στην ενδοχώρα, η οποία μας αποζημίωσε με το ανάγλυφο του τοπίου, με τα στηριγμένα σε καλοχτισμένες ξερολιθιές πεζούλια, με τα όμορφα σπιτάκια, με τους διάσπαρτους μέσα στα κτήματα ναΐσκους, με τα ανοιξιάτικα χρώματα κι αρώματα, με την Άνοιξη που οργιαστική έθαλλε γύρω μας, με τη Ζωή που ξεχείλιζε από παντού δοξολογώντας το σύμπαν.

   Πινακίδες μηνούσαν, επίσης, για αξιοθέατα που μπορούσες να δεις κάνοντας μικρές παρακάμψεις από τον κεντρικό δρόμο, ενώ σε μια στροφή να ’σου μπροστά μας μια κρήνη, η οποία ξεδιψά τους διαβάτες για πάνω από τριακόσια χρόνια! Αυτό κάναμε κι εμείς. Όσο για την κρήνη, οι τεχνίτες που την οικοδόμησαν έχουν εναρμονίσει στη συνολική λαϊκή αρχιτεκτονική της κάποια στοιχεία μπαρόκ στο κυρίως μέρος της, στο οποίο έχουν περιληφθεί αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων κτισμάτων, ίσως ναών. Η άπλα του χώρου, τα πεζούλια κι οι ορθογώνιες λεκάνες, που εκτείνονται στην μια πλευρά της, δεικνύουν πως, εκτός από αξιόλογο σταθμό για τους κάθε είδους περιηγητές, συνιστά σωτήριο σταθμό για τους ντόπιους ξωμάχους, οι οποίοι σταματούν να ξεδιψάσουν οι ίδιοι και τα ζωντανά τους.

   Με τη λουλουδισμένη φύση να κλέβει την παράσταση φτάσαμε στην εύφορη πεδιάδα και τον όρμο των Ποισσών, στην αρχαία Ποιήεσσα, τα τείχη της οποίας φαίνονται ψηλά στη νότια βουνοπλαγιά. Εκεί ψηλά εκτείνεται η αρχαία ακρόπολη κι εκεί δέσποζε ο ναός του φωτοδότη Απόλλωνος, στη θέση του οποίου βρίσκεται σήμερα ο ναός της Παναγιάς Σωτήρας, που μοιάζει να ’χει κλέψει το προσωνύμιο του αρχαίου θεού, τον οποίο και Απόλλωνα Σωτήρα τον έλεγαν! Και ναός της Νεδουσίας Αθηνάς υπήρχε στην Ποιήεσσα, τον οποίο είχε ιδρύσει ο Νέστορας, όταν απ’ την Τροία επέστρεφε! (Στράβων, Γεωγραφικά 10.5.6.22)

       Και η οχυρωμένη Ποιήεσσα, εκτός από τα τείχη, διέθετε για την άμυνά της και μεγάλο κυκλικό αμυντικό πύργο οι βάσεις του οποίου σώζονται στην απέναντι βόρεια βουνοπλαγιά. Έχοντας στα πόδια της την εύφορη πεδιάδα, έστρεψε τους κατοίκους της προς τη γεωργία, χωρίς, βέβαια, να παραμελήσει τα οφέλη της θάλασσας, η οποία μπρος της απλώνονταν και καλούσε σε περιπέτειες και ταξίδια.

      Σταθήκαμε και στην αμμουδιά των Ποισσών! Ονειρευτήκαμε ένα καλοκαίρι εκεί! Για να χαρούμε τη θάλασσα και να νιώσουμε καθαρτικές τις καυτές ακτίνες του ήλιου, για να αφουγκραστούμε μέσα απ’ τα σωσμένα τεκμήρια κι απ’ τις εικόνες του τόπου την ανάσα των ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούσαν πριν από αιώνες εκεί, ν’ αντικρίσουμε ανατολές κι ηλιοβασιλέματα, να ερωτευτούμε απ’ την αρχή, να γίνουμε ένα με τη γη την αρχέγονη, να δούμε του κόσμου τη γύμνια με βλέμμα καθάριο και ν’ αναβαπτιστούμε σε άχρονες σχέσεις ζωής, που την αλήθεια σημαία τους θα ’χουν. Ναι, εκεί στον αιγιαλό της Ποιήεσσας! Άγνωστο, γιατί, αλλά εκεί!

      Ο δρόμος που πλάι στη θάλασσα φιδοσέρνεται, μας έφερε στην παραλία του Κούνδουρου, παραθεριστικό οικισμό, ο οποίος προσφέρει σημεία ελλιμενισμού σκαφών και πολλές άλλες ανέσεις - εκεί υπήρχε και ο Ιερός Λιμήν κατά την αρχαιότητα - καθώς και στο Καμπί. Πίσω από κάθε στροφή το πετρώδες σ’ αυτά τα μέρη τοπίο διανθίζεται απ’ τ’ αγριολούλουδα κι απ’ τις κατοικίες, που με αισθητική ταιριαστή στη γη που τις φιλοξενεί, φροντισμένες και με κατάφυτο περίβολο ημερεύουν τον τόπο, ο οποίος προνομιακά αγναντεύει το πέλαγος.

       Με κατεύθυνση πάλι προς την ενδοχώρα περνούμε από κατάφυτες με βελανιδιές πλαγιές - παλιά τα βελανίδια αποτελούσαν σημαντικό εξαγωγικό προϊόν του νησιού -  από βοσκοτόπια, από καλλιεργημένα κτήματα, από θαυμάσιες όλο ζωή αγροικίες που καθοικιές οι ντόπιοι τις λένε. Ο φωτογραφικός φακός δεν αρκεί, για να φυλακίσει και να ιστορήσει με εικόνες τόση ομορφιά!

      Στα Χαβουνά μια πινακίδα μας δείχνει πως από κει μπορείς να πας στην αρχαία Καρθαία, η οποία βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού. Συνεχίζοντας την πορεία μας προς την ενδοχώρα διαβήκαμε από την Κάτω Μεριά, από τα Ελληνικά, από τον Αστρά, από την Επισκοπή, όπου δεν μπορέσαμε να επισκεφτούμε τον εκεί υπάρχοντα βυζαντινό ναό, μια κι ήταν κλειστός, και λίγο μετά φτάσαμε στην πάνω είσοδο της Ιουλίδας και κατηφορίσαμε πεζοί προς το κέντρο.

      Γευματίσαμε σε μια παραδοσιακή ταβέρνα και κατόπιν μπήκαμε στον ναό του αγίου Σπυρίδωνα. Ο ξύλινος Επιτάφιός του ήταν στολισμένος με φυσικά άνθη, τον Χριστό τον είχαν με άσπρο σάβανο σαβανωμένο και πάνω του είχαν βάλει διάσπαρτα λουλούδια.

       Ημέρα των νεκρών η Μεγάλη Παρασκευή και μια και δεν ήμασταν στον τόπο μας για να προσφέρουμε τα δέοντα στους δικούς μας νεκρούς, ακολουθήσαμε το πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στο νεκροταφείο της Ιουλίδας. Τον ίδιο δρόμο πολλοί ντόπιοι, άλλοι μαυροφορεμένοι κι άλλοι όχι, πορεύτηκαν εκείνο το απόγευμα. Εμείς πιο αργοβάδιστοι απ’ αυτούς, για να μελετούμε τον τόπο, φτάσαμε κάποια στιγμή εκεί κι ανεβήκαμε να δούμε τον ναό, και φυσικά, τους τάφους!

       Δεν ξέρω γιατί, αλλά από πάντα τα ταξίδια μου περιλάμβαναν μια έστω επίσκεψη στα νεκροταφεία των τόπων, τους οποίους επισκεπτόμουν. Όχι, δεν αγαπώ τον θάνατο! Απλά, πιστεύω πως κατανοώ καλύτερα τους ντόπιους, όταν δω από κοντά τους τάφους των δικών τους ανθρώπων. Ποια είναι η αρχιτεκτονική τους, ποιες οι επιτύμβιες αναφορές τους, πως εικονίζονται τα πρόσωπα των τεθνεώτων,… Ευρισκόμενα, λοιπόν, όλα τούτα στον αντίποδα της ζωής, έχω την αίσθηση πως δίνουν μια άλλη διάσταση της φιλοσοφίας του ζην των κατοίκων.

       Και στο νεκροταφείο της Ιουλίδας, ενώ όλα στον χώρο μοιάζουν να ’χουν πολλά κοινά στοιχεία με τάφους άλλων περιοχών, η ύπαρξη συρταρωτών τάφων σε επίπεδα, ή μάλλον σε ορόφους - δεν ξέρω, αν υπάρχουν κι αλλού - τι άλλο δηλώνει παρά την απουσία χώρου, η οποία στο δεδομένο επικλινές έδαφος, επιβάλλει αυτή την αρχιτεκτονική στους τάφους, όπως ακριβώς επιβάλλει τη δημιουργία και στερέωση χωραφιών με ξερολιθιές και την οικοδόμηση των κατοικιών με τέτοιο τρόπο, ώστε να εφάπτονται μεταξύ τους και να αναπτύσσονται καθ’ ύψος, δημιουργώντας ως διόδους επικοινωνίας ιδιαίτερης δομικής αξίας στεγασμένες, αλλά και ασκεπείς ρύμες!

       Με τον ήλιο να ’χει σκιάσει μέρος της Ιουλίδας και καθώς βρισκόμασταν στις εξοχές της συνεχίσαμε να πορευόμαστε στον πλακόστρωτο δρόμο. Παίζοντας με την εστίαση του φακού αρχίσαμε να φωτογραφίζουμε τον τεράστιο πέτρινο λιόντα, ο οποίος αρχαιόθεν εποπτεύει από αντίκρυ την Ιουλίδα. Και μια κρήνη απαντήσαμε στα δεξιά του δρόμου. Στη θέση του κρουνού διακρίνονταν αμυδρά μια μορφή, πιο πάνω σε μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα έγραφε: «ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΕΤΡΟΥ Ν. ΛΕΠΟΥΡΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 1928» και κατέληγε σε τριγωνικό αέτωμα.

        Το τοπίο εκατέρωθεν του μονοπατιού, αλλά και μακριά μέχρι το πέλαγος και τις αντίπερα στεριές μάς θέλγει τούτη την ώρα που ο ήλιος γέρνει λάμποντας προς τη δύση και βάφει με τον χρωστήρα του  τον ορίζοντα κι ό,τι άλλο με τις ακτίνες του θωπεύει! Οι κουτσουμπιές κυριαρχούν με τα φούξια άνθη τους, το πλήθος των αγριολούλουδων συμμετέχει αθόρυβα στη χρωματική πανδαισία, οι καλλιεργημένοι κήποι, τα διάσπαρτα ξωκκλήσια,… όλα δίνουν τον τόνο τους στις εικόνες που γύρω μας υφαίνονται τούτη την ώρα του δειλινού και σε κάνουν να νιώθεις πως εδώ σ’ αυτόν τον μικρό παράδεισο θα ’θελες να ζεις!

   Τα βήματά μας λοξοδρομούν για λίγο και πατώντας στα στενά κι απότομα σκαλοπάτια κατεβαίνουμε στο σημείο, στο οποίο κάθεται αγέρωχος ο Λιόντας. Ξαπλωμένος, θεόρατος, λαξευμένος στον βράχο, μας καλωσορίσει μ’ ένα πλατύ μειδίαμα και μια προσήνεια ασυνήθιστη. Μα τι θυμίζει στ’ αλήθεια τούτο το μειδίαμα; Μα, το αρχαϊκό μειδίαμα των κούρων και των κορών της εποχής του! Ο καλλιτέχνης που το λάξευσε, εξακόσια περίπου χρόνια πριν τον Χριστό, έφτιαξε ένα λιοντάρι στα μέτρα του τόπου και των ανθρώπων του, ένα λιοντάρι ελληνικό! Κι ίσως, τούτο το καλοκάγαθο λιοντάρι, να ’ναι απόγονος εκείνου που τις νύμφες έδιωξε κάποτε απ’ την Υδρούσσα ή ακόμα μπορεί ο καλλιτέχνης του ’δωσε τούτη τη μακάρια μορφή, έτσι για να διασκεδάσει τους αρχαίους μύθους, ή απλά για να εκφράσει την αειθαλή αγάπη των κατοίκων σ’ όσα η φύση τους προσφέρει!

   Με τέτοιες σκέψεις επιστρέψαμε στο μονοπάτι, το οποίο άρχισε πια στενεύει. Δεν σταματήσαμε! Ήταν μαγική η εμπειρία να πορεύεσαι κατά το λιόγερμα σε τούτο το αρχαίο μονοπάτι που διάβαινε ανάμεσα σε ξερολιθιές και να νιώθεις έντονη τη δύναμη της φύσης που ξεχύνονταν απ’ τα κτήματα, τους όχτους και τη ρίζα του μονοπατιού. Αλλά και των ανθρώπων την τέχνη, οι οποίοι πιάνουν με τα χέρια τους την άμορφη πέτρα και την κάνουν να μιλά με τη ζωντάνια και τη χρηστικότητά της βλέπεις εκεί, αλλά και σ’ όλο το νησί που από πλήθος ξερολιθιών, λιγότερο ή περισσότερο συντηρημένων, κοσμείται.

   Και να ’σου σε μια δεξιά στροφή του μονοπατιού βρεθήκαμε σε μια άλλη κρήνη, η οποία του Βενιαμίν λέγεται, κι έχει άπλετο χώρο σκεπασμένο από βαθύσκιωτο πλατάνι, χαλκάδες για να δένονται και ποτίστρες για να πίνουν νερό τα ζωντανά των ξωμάχων. Η κρήνη με νεοκλασική αρχιτεκτονική οικοδομημένη, έχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, στην οποία εξηγείται η ονομασία της: «ΚΡΗΝΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΔΡΙΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΤΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣΑ ΕΝΤΑΥΘΑ ΙΔΙΑΙΣ ΑΥΤΟΥ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΩΝ». Σ’ άλλη πλάκα, δίπλα, μες σ’ ένα σμιλεμένο σε μάρμαρο στεφάνι, υπάρχει η χρονολογία ίδρυσής της. 1863, γράφει.

    Μετά την κρήνη το μονοπάτι συνεχίζεται κι αν έχεις χρόνο να πεζοπορήσεις θα φτάσεις στον Οτζιά. Εμείς δεν είχαμε αυτή την πολυτέλεια. Σε λίγο θα ’πεφτε η νύχτα.

      Η επιστροφή ήταν εξίσου με τον πηγαιμό μας όμορφη. Τώρα, βλέπαμε από άλλη οπτική, τόσο τη φύση, όσο και την Ιουλίδα, μια κι ο δύων ήλιος έπαιζε με τις σκιές του δειλινού δημιουργώντας υπέροχες φωτοσκιάσεις.

      Βαδίζαμε απορροφημένοι από εικόνες και σκέψεις και ήδη βρισκόμασταν κοντά στα πρώτα σπίτια της Χώρας, όταν άρχισαν να ηχούν οι καμπάνες. Ο κόσμος άρχισε να συρρέει στους ναούς για τον Επιτάφιο Θρήνο και την περιφορά των Επιταφίων. Ανάμεσά τους κι εμείς πήγαμε για άλλη μια φορά στη μητρόπολη.

      Οι πιστοί άδουν μαζί με τους ψαλτάδες τον Επιτάφιο Θρήνο. Διάχυτη συγκίνηση πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Ο θάνατος του νεαρού Θεού στην καρδιά της άνοιξης διεγείρει ατομικά και συλλογικά συναισθήματα. Κι εγώ εκεί δίπλα στον σύντροφό μου και μες το πλήθος σκέφτομαι τον αρχαίο Άδωνη, που νέο κι όμορφο τον θρηνούσαν κάθε χρόνο οι γυναίκες στολίζοντας τον τάφο του με λουλούδια! Και ψάλλω ευφρόσυνα το «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ,… ποῦ ἔδυ σου τό κάλλος;»

   Λίγο μετά μια μεγάλη πομπή με επικεφαλής τα ιερά σύμβολα και τον Επιτάφιο οδηγήθηκε στην πλατεία μπροστά στο Δημαρχείο. Εκεί έφτασαν κι οι Επιτάφιοι από τους ναούς του αγίου Σπυρίδωνα και του αγίου Δημητρίου. Πλήθος κόσμου, αναμμένες λαμπάδες, θυμιάματα και ψαλμωδίες συνέθεταν την ατμόσφαιρα. Εμείς με πλημμυρισμένη την ψυχή μας από εμπειρίες αρχίσαμε να βαδίζουμε στον ανηφορικό δρόμο που θα μας έβγαζε εκεί όπου είχαμε αφήσει το όχημά μας. Περνώντας μπροστά από τον φωταγωγημένο ναό του αγίου Σπυρίδωνα το βλέμμα μου τράβηξε ένα ιωνικό κιονόκρανο, το οποίο είχε τοποθετηθεί ανάποδα πάνω σε μια τετράγωνη κολώνα του περιβόλου! Αλλαγή χρήσης χαρακτηρίζουν κάποιοι εντελώς κυνικά την ενσωμάτωση αρχιτεκτονικών μελών από αρχαία κτίσματα - το νησί που μας φιλοξενεί έχει πολλά τέτοια παραδείγματα - σε διάφορους χριστιανικούς ναούς! Και αυτή καθαυτή την οικοδόμησή τους πάνω σε αρχαίους ναούς με πρωτογενή υλικά τους το ίδιο τη θεωρούν! Για μένα αυτή η χρήση, πέραν όλων των άλλων, συνιστά κατάχρηση, κλοπή και δίωξη από επιλογή, η οποία πληγώνει βαθιά την ψυχή μου.

      Και ναι, τούτο το απορφανισμένο κιονόκρανο, ελάχιστο δείγμα της πατρογονικής κληρονομιάς, πολύ με λύπησε και για ώρες έπλαθα στον νου μου μια ιστορία ταιριαστή για την παρελθούσα δόξα του! Ακόμα και στο κατάστημα με την παράξενη επωνυμία «Οδαλε», η οποία έκρυβε τα αρχαία ονόματα Οδυσσέας και Αλέξανδρος,  όπου καθίσαμε να δειπνήσουμε, το κιονόκρανο δεν έφευγε από το βλέμμα μου! Με την εικόνα του πλάγιασα αυτό το βράδυ…

       Το πρωινό της επόμενης μέρας μάς βρήκε να πίνουμε καφέ στο Βουρκάρι και λίγο μετά να οδεύουμε προς την Καστριανή. Με τον ήλιο να λούζει τον τόπο, η γνώριμη  από την πρώτη μέρα διαδρομή χαρίζει απέραντη ευφροσύνη στην ψυχή μας. Η Καστριανή, της οποίας η ίδρυση σχετίζεται με παράδοση που μιλάει για κάποια εικόνα, η οποία βρέθηκε εκεί κοντά από βοσκούς, λαμπερή βιγλάτορας στην άκρη του βράχου, αναμένει προσκυνητές και περιηγητές.

       Μόλις διαβήκαμε το κατώφλι του χτιστού περιβόλου της μονής, το λευκό και το γαλάζιο, τα οποίο απέξω  θωρούσαμε, έγινε θάλασσα πλατιά και μας ταξίδευε! Τα πόδια μας βαδίζανε σε πλακόστρωτη αυλή που οι αρμοί τους ασβεστωμένοι ήταν κι ένα γύρω στα θαλασσιά παρτέρια θρασομανούσαν λογής πρασινάδες και λουλούδια. Και των κτισμάτων η χρωματική αρμονία αιχμαλώτιζε το βλέμμα!

      Η ισόρροπη συνύπαρξη του λευκού και του γαλάζιου στο καμπαναριό που το πέρασμα της εισόδου διαφεντεύει. Η κυριαρχία του λευκού με πινελιές του γαλάζιου στα πέριξ κτίσματα. Και κυρίαρχος μέσα σ’ όλα ετούτα ο ναός της Παναγιάς της Καστριανής, η οποία τον δεκαπενταύγουστο γιορτάζει! Χρώματά του, το λευκό, το θαλασσί, το λουλακί.

      Και στο εσωτερικό του, που εικονογραφημένος είναι, κυριαρχούν οι αποχρώσεις του μπλε, του λευκού και του μινωικού κόκκινου. Και στην αρχιτεκτονική του τέμπλου κίονες δωρικού και κορινθιακού ρυθμού, ζωφόρος με αμπέλους, ερωτιδείς - άγγελοι, τόξα και ανθέμια! Το παρελθόν της Ιουλίδας, της Καρθαίας, της Κορησσού, της Ποιήεσσας, της αρχαίας Κέας, δηλαδή, είναι κι εδώ παρόν κι εμποδίζει τη λήθη!

   Στο κέντρο του τέμπλου κυριαρχεί η μορφή του Μεγάλου Αρχιερέως και στα θωράκια του βημοθύρου εικονίζονται οι μορφές της Παναγίας και του αρχαγγέλου Γαβριήλ που της φέρνει το μήνυμα! Στην αρχαιοπρεπή επίστεψη του τέμπλου, εκτός από τον σταυρό στο μέσον, ο οποίος στηρίζεται σε ανθέμιο, υπάρχουν ακροκέραμα και επαναλαμβανόμενος σπειροειδής διάκοσμος. Από κάτω ακριβώς, ανάμεσα σε δωρικούς κίονες, σ’ ένα σκηνικό, το οποίο θυμίζει τρίγλυφα και μετώπες, εικονίζονται στη μέση ο Μυστικός Δείπνος και εκατέρωθεν άλλα στιγμιότυπα από τη ζωή του Χριστού.

   Βγήκαμε απ’ τον ναό κι απ’ τον περίβολο κι αγναντέψαμε για λίγο τις απολήξεις του βράχου, που πάνω του είναι θεμελιωμένη η Καστριανή, στη θάλασσα. Το βλέμμα, άπληστο, δεν χορταίνει ν’ αντικρίζει το στεριανό και το θαλασσινό τοπίο, που εκεί κάτω αδελφώνουν. Κι ο νους θυμάται: «Νά σ' ἀγναντεύω, θάλασσα, νά μή χορταίνω / ἀπ' τό βουνό ψηλά / στρωτή καί καταγάλανη καί μέσα νά πλουταίνω / ἀπ' τά μαλάματά σου τά πολλά. […] Ἔτσι νά στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ ἔρωτά μου / μέ μάτια νά σέ χαίρομαι θολά / καί νά 'ναι τά μελλούμενα στήν ἅπλα σου μπροστά μου, / πίσω κι ἀλάργα βάσανα πολλά. […]» (Κ. Βάρναλης, Πρόλογος, Στο φως που καίει»). 

       Με τούτο το τοπίο να μας συντροφεύει κατευθυνθήκαμε στο σημείο όπου περνά ο χαραγμένος στα ίχνη του αρχαίου μονοπατιού λιθόστρωτος δρόμος, ο οποίος συνέδεε την Κορησσία με την Ιουλίδα και κινηθήκαμε στην κοιλάδα του Μυλοπόταμου, όπου κυλούν και σε κάποιο σημείο σμίγουν τα νερά του Έλιξου ποταμού και της Φλέας, της πλουσιότερης σε ύδατα πηγής της Κέας. Το καταπράσινο τοπίο, οι διάσπαρτες αγροικίες κι οι έντεκα εν συνόλω υδρόμυλοι συνθέτουν μια άλλη διάσταση της ομορφιάς. Ειδικά, οι μύλοι, χτισμένοι στη σειρά, λειτουργούσαν με έναν τρόπο οικονομικής διαχείρισης των υδάτων, αφού διοχετεύονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε από τον κάθε επόμενο να χρησιμοποιείται διαδοχικά το νερό που κινούσε τον προηγούμενο!

       Με δροσερές εικόνες κάναμε μια μεσημβρινή ανάπαυλα στο κατάλυμά μας και το απόγευμα ήπιαμε καφεδάκι στο «Οδαλε», κάναμε βόλτα στην Κορησσία, που και Λιβάδι την λένε, και το βράδυ πάλι εκεί δειπνήσαμε. Σ’ αυτή μας την περιήγηση σταθήκαμε στο σημείο όπου είναι στημένος ο ανδριάντας του Λάμπρου Κατσώνη, αλλά και το Ηρώο που στις τέσσερις πλευρές του είναι τοποθετημένα νομίσματα των τεσσάρων αρχαίων πόλεων της Κέας, και μάλιστα, από την πλευρά που αναγράφεται το όνομά τους. Και το παροπλισμένο εργοστάσιο παρασκευής εμαγιέ είδαμε, το οποίο μιλά για μια άλλη διάσταση της οικονομικής ζωής του νησιού κατά το παρελθόν.

      Και στην κορυφή της βουνοπλαγιάς πάνω από την πόλη ρίξαμε επίμονα το βλέμμα μας, για να δούμε το τμήμα του αρχαίου τείχους της πόλης, για την οποία ο ταξιδιωτικός οδηγός γράφει μεταξύ άλλων: «Ο επισκέπτης που μόλις αποβιβάζεται στο νησί, δεν υποπτεύεται βέβαια ότι στη θέση του οικισμού αυτού, αλλά και σ’ ολόκληρη τη βουνοπλαγιά που υψώνεται πίσω του, σχηματίζοντας τους λόφους της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σάββα εκτείνονταν η αρχαία Κορησσία. […] Στην κορυφή αυτού του λόφου υπάρχουν σήμερα τα ερείπια αρχαϊκού ναού που εκτιμάται ότι ήταν του (Σμινθίου) Απόλλωνα. Λίγο βορειότερα, προς τον λόφο του Αγ. Σάββα, υπάρχουν λείψανα βάσεων 4 πύργων-παρατηρητηρίων των κλασσικών χρόνων. […] Κάτω από το λόφο της Αγ, Τριάδος, κοντά στα τελευταία σπίτια του σημερινού Λιβαδιού, ανακαλύφθηκε ο Κούρος της Κέας, εξαίρετο μαρμάρινο γλυπτό των αρχαϊκών χρόνων. […]» (Τάσος Αναστασίου, Κέα-Ιστορική μνήμη-Περιήγηση, Ερμούπολη 20075).     

   Η τρίτη μέρα της παραμονής μας στην Κέα ολοκληρώθηκε με τον πηγαιμό μας στον ναό της αγίας Τριάδας της Κορησσίας για την Ανάσταση.

      Το πρωί, με αθλητική περιβολή, κινήσαμε για την Ιουλίδα. Είχαμε πολλά να δούμε ακόμα… Θα ανεβαίναμε μέχρι ψηλά στους ανεμόμυλους. Για να φτάσουμε ως εκεί πήραμε το λιθόστρωτο ανηφορικό μονοπάτι, το οποίο περνά δίπλα από το παλιό σχολείο με την εντυπωσιακή, άψογη νεοκλασική αρχιτεκτονική του, η οποία θυμίζει αρχαίο ναό.
Λίγο πιο πάνω ένα ιδιωτικό εκκλησάκι - έχει πολλά τέτοια να επιδείξει το νησί - χτισμένο στον μυχό μιας βραχοσπηλιάς. Με τις αποχρώσεις του λευκού και της ώχρας να κυριαρχούν, είχε τραβήξει την προσοχή μας από την πρώτη στιγμή της άφιξής μας. Ειδικά, τις νύχτες, λουσμένο με τα γύρω βράχια στο φως και τις αντανακλάσεις του, κανενός το βλέμμα δεν αφήνει αδιάφορο.

      Σε τούτη την ανάβαση η ανοιξιάτικη φύση αποκαλύπτονταν σε κάθε γωνιά γενναιόδωρη. Και τα ίχνη του παρελθόντος, επίσης. Εγκαταλειμμένες αγροικίες,  στάβλοι, αλώνια και φράχτες, όλα χτισμένα με ξερολιθιές. Και πιο πάνω, οι μύλοι! Συνολικά είκοσι έξι, το μεγαλύτερο συγκρότημα σ’ όλες τις Κυκλάδες, στεφανώνουν την Ιουλίδα έχοντας μετάσχει για αιώνες στην οικονομία του νησιού. Σήμερα, άλλοι έχουν αλλάξει χρήση, άλλοι είναι ερειπωμένοι, άλλοι,… Κι η θέα από κει ψηλά αποζημιώνει, όποιον με τα βήματά του φτάσει ως εκεί. Και το ευεργετικό αεράκι που τον δροσίζει μετά τον ανήφορο, το ίδιο.

      Κι η κάθοδος; Έχοντας φτάσει μόνη ως εκεί ψηλά, μια κι ο σύντροφός μου προχώρησε από άλλο σημείο για τη Χώρα, κατέβαινα χοροπηδώντας πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι που αλλού στένευε κι αλλού στρωμένο με χορτάρι ήταν. Για λίγο ένιωσα σαν παιδί, ή μάλλον σαν πουλάρι, το οποίο ελεύθερο τ’ άφησαν να τρέχει σε ξέφωτο!

      Σε λίγο βρισκόμουν έξω από τον ναό του αγίου Δημητρίου, κλειστό εκείνη την ώρα. Μέσα από δρομάκια και σκαλοπάτια κατευθυνόμουν προς την κεντρική πλατεία. Μια κρήνη νεοκλασικού ρυθμού σε κάποια γωνιά ανέμενε να δροσίσει τους διαβάτες έχοντας ως ταυτότητά της τα ακόλουθα λόγια: «ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΗΔΕ Η ΚΡΗΝΗ ῌ ΟΝΟΜΑ ΥΔΡΟΥΣΣΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 1872 ῼΚΟΔΟΜΗΤΑΙ ΣΤ. ΜΗΛΙΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥΝΤΟΣ». Στο πάνω μέρος έχει διάζωμα  με ανάγλυφο πρόσωπο λέοντος στη μέση και δρακόντων εκατέρωθεν και καταλήγει σε τριγωνικό αέτωμα με γαλάζια επίστεψη και στο κέντρο του τριγώνου υπάρχουν επάλληλοι κύκλοι με εφαπτόμενα τόξα, τα οποία δίνουν την αίσθηση ανθέων σε γεωμετρική μορφή.

      Κατέβαινα μελετώντας τον τόπο και φωτογραφίζοντας· τα στεγάδια με την τέχνη τους τράβηξαν την προσοχή μου. Σ’ ένα στενό, όπου μόνο ένας άνθρωπος χωρούσε να περάσει, καλημέρισα κι ευχήθηκα χρόνια πολλά σ’ έναν κύριο, ο οποίος κατέβαινε πίσω μου. Αντιχαιρέτησε και κάτω από ένα στεγάδι που φωτογράφιζα πιάσαμε κουβέντα. Μου μίλησε για την τέχνη της κατασκευής των στεγαδιών - αυτό που μας έσκεπε ήταν πάνω από διακοσίων χρόνων! - μου έδειξε το κλειδί, την κεντρική δηλαδή πέτρα που τα στερεώνει και λόγο τον λόγο αρχίσαμε να μιλάμε για τη λαϊκή τέχνη και τη σπουδαιότητά της μέχρι που έμαθα πως ο αναπάντεχος ξεναγός μου ήταν ένας από τους σημαντικότερους, ή μάλλον ο σημαντικότερος από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές του νησιού, και μάλιστα, αυτοδίδακτος. Ήταν ο Αντώνης Ζουλός!

      Συζητώντας κατεβήκαμε μέχρι την πλατεία. Και ρωτώντας έμαθα πως το βράδυ θα μπορούσαμε ν’ ακούσουμε παραδοσιακή μουσική του νησιού στην ταβέρνα του Συμιού, όπου και θα απολαμβάναμε τον ίδιο με τη μουσική του συντροφιά. Τον σύστησα στον σύντροφό μου και λίγο μετά τον συναντήσαμε στη  Δημοτικιά, όπου, ψάλτης ο ίδιος, μετείχε με τους ιερείς όλων των ενοριών στην Αγάπη.

      Από το προαύλιο του ναού, μάλιστα, απέναντι στην πλαγιά κάτω από το παλιό δημοτικό σχολείο παρακολουθήσαμε το δρώμενο της καύσης του Ιούδα, το οποίο οργάνωσε και περάτωσε ο γνώριμός μας από την πρώτη μέρα στο νησί, Γιώργος Πασαλής, που μάθαμε πως, παρά την προχωρημένη ηλικία του, επιλαμβάνεται για πολλά χρόνια, σχεδόν πεισματικά, της τήρησης του εθίμου.

      Μετά από τόσες εμπειρίες επιστρέψαμε στο κατάλυμά μας, και μέρα που ήταν, ετοιμαστήκαμε και πήγαμε στο «Οδαλε» για γεύμα. Μετά, ξεκούραση...

      Το βράδυ, όπως υποσχεθήκαμε στον Αντώνη Ζουλό, πήγαμε στην ταβέρνα του Συμιού στην Κάτω Μεριά. Όταν φτάσαμε, λίγος ο κόσμος, αφού κατά τα συνήθεια προσέρχεται αργά, διότι η μουσική αρχίζει κατά τις έντεκα κι ο χορός πολύ μετά τις δώδεκα. Ενώ δειπνούσαμε έφτασε κι ο Ζουλός, ο οποίος, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μας, ήρθε στη συντροφιά μας. Τον κεράσαμε κρασί και με την οικείωση που έφερε η συζήτηση και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, αρχίσαμε και μιλήσαμε για πολλά! Για των μουσικών την τέχνη την πανάρχαια και για τους καημούς τούς δικούς μας και του κόσμου, που τελειωμό δεν έχουν! Κι όταν ο φίλος από φιλοξενία - έτσι τον Αντώνη τον Ζουλό αποκάλεσα - έπιασε το μπουζούκι, και το βιολί λίγο μετά, στο οποίο με πολύ καμάρι πρωτύτερα μας έδειξε τη χρονολογία που χαραγμένη πάνω του ήτανε και την μακρά πορεία του ιστορούσε,  αναγάλλιασε το είναι μας κι όσο καμιά άλλη στιγμή ένα με την ψυχή του τόπου γίναμε!

      Και για όσο εκεί μείναμε, τα πρόσωπα των δαιτυμόνων, ευφρόσυνα, μιλούσαν για ό,τι θα ακολουθούσε και για το οποίο θα μαθαίναμε την άλλη μέρα! Εμείς, μια κι η ώρα περνούσε - για κάποια στιγμή νιώσαμε πως οι άνθρωποι εδώ μόνο απολαμβάνουν την παραδοσιακή τους μουσική και δεν την χορεύουν(!) - χορέψαμε δυο τρεις χορούς υπό το βλέμμα του καινούργιου φίλου μας, και όχι μόνο, τον χαιρετήσαμε και αναχωρήσαμε. Την επομένη, τελευταία ημέρα παραμονής μας στο νησί, θα ξυπνούσαμε πρωί, για να πεζοπορήσουμε μέχρι την αρχαία Καρθαία.

      Θα πεζοπορούσαμε, αλλά δεν το κάναμε! Ο ουρανός γεμάτος μαύρα σύννεφα, έτοιμα να ρίξουν βροχή, η οποία δεν άργησε να πέσει, μας απέτρεψε. Τη βροχούλα την απολαύσαμε στο υπόστεγο της καφετερίας, δίπλα από το Λαογραφικό Μουσείο, εκεί στη στροφή του δρόμου που οδηγεί στη Φλέα και τον Μυλοπόταμο. Η ιδιοκτήτρια, προσηνής και φιλική, αφού μας ξενάγησε στο ιδιόκτητο μουσείο, μας έφτιαξε καφέ και μας φίλεψε σπιτικά λαμπριάτικα κουλούρια. Και συζήτηση εκτενή κάναμε με την ίδια και τον σύζυγό της και για το νησί πολλά πράγματα μάθαμε μέχρι που ο ουρανός αναστάλαξε και κινήσαμε πάλι.

      Πρώτος σταθμός μας ο ναός του αι-Συμιού, ο οποίος δεσπόζει με την λευκότητά του πάνω σε βράχο. Στον περιβάλλοντα χώρο έχουν στήσει χορό τ’ αγριολούλουδα! Ο αγέρας, που ελαφρά φυσά, μοσχομυρίζει αλμύρα κι άνοιξη, τα γεράκια ίπτανται ισορροπώντας με τέχνη κι η θέα… μαγευτική!

      Οι αρχαίοι πρόγονοι σε τούτον τον τόπο, που τον λούζει το φως και τον θωπεύουν απ’ όλες τις μεριές οι άνεμοι, είχαν οικοδομήσει ναό της Αφροδίτης! Κι ο ναός του αι-Συμιού είναι χτισμένος πάνω σ’ εκείνον της θεάς του έρωτα, του οποίου αρχιτεκτονικά μέλη έχει ενσωματωμένα.

  Στο εσωτερικό του ναού, το οποίο είναι εικονογραφημένο, κυριαρχεί το λευκού χρώματος τέμπλο, διανθισμένο, πέραν των ασημί αποχρώσεως εικόνων, με κίονες, ρόδακες και ερωτιδείς - αγγέλους!

   Απ’ έξω, προς τη θάλασσα και προς τη στεριά, δε χορταίνεται το αγνάντεμα και τα συναισθήματα δεν περιγράφονται! Ο χρόνος κυλά κι η αναχώρηση είναι επιβεβλημένη! Λίγο μετά βρισκόμαστε στον χωματόδρομο που οδηγεί στη σκήτη του αγίου Τιμοθέου στον μυχό μιας σπηλιά.

   Η φύση οργιαστική και στην πρόσοψη του βράχου, που φιλοξένησε τον άγιο, πλήθος αγριολούλουδων με κυρίαρχες τις κίτρινες αλισφακιές. Η σπηλιά, με μικρό βάθος, σήμερα φιλοξενεί εικόνες, καντήλια και μια πέτρινη τράπεζα η οποία είναι στηριγμένη, εδώ στο πουθενά, σε τμήμα αρχαίου αρχιτεκτονικού μέλους! Δεν έχω λόγια! Τι να πεις μπροστά σε τέτοιες εικόνες!

   Ο ναός δίπλα, χτισμένος με ντόπια πέτρα, κλειστός. Εμείς, λίγα βήματα πιο κει, ευφρανθήκαμε και πάλι με την άγια φύση της Κέας! Σ’ αυτό, μάλιστα, το σημείο μοσχομύριζαν οι ανθισμένες λεβάντες, τα θυμάρια,… κι οι μέλισσες που αντιβούιζαν και τα πουλιά που ερωτεύονταν έμελπαν το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης! Και ο νους, ασίγαστος, έφερε στο προσκήνιο στίχους από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, τους οποίους ψιθύρισα στον σύντροφό μου, μην και ταράξω την τόση ομορφιά που μας περιέβαλε: "Ἔστησ' ὁ Ἔρωτας χορό μέ τόν ξανθόν Ἀπρίλη, / κι ἡ φύσις ηὗρε τήν καλή καί τή γλυκιά της ὥρα, / καί μές στή σκιά πού φούντωσε καί κλεῖ δροσιές καί μόσχους / ἀνάκουστος κιλαϊδισμός καί λιποθυμισμένος.»!!!

        Τελευταίος και ενδιαφέρον σταθμός πριν την αναχώρηση η περιοχή, στην οποία βρίσκεται η ταβέρνα του Συμιού, όπου και γευματίσαμε. Πριν πάμε, για να γευτούμε τις νοστιμιές που εκεί ετοιμάζονται, λίγο πιο κει, στην αρχή αρχαίου μονοπατιού, το οποίο οδηγεί στην Καρθαία - μόνο με τα πόδια ή με σκάφος μπορείς να φτάσεις ως εκεί - περιηγηθήκαμε σε εικόνες και σχέδια που αφορούν σ’ αυτή την πόλη και τις ανασκαφές, οι οποίες έγιναν στον χώρο της. Κοιτάζοντάς τα όλα αυτά ένιωσα απέραντη θλίψη, που η πρωινή βροχή μας εμπόδισε κι ο χρόνος πια δεν έφτανε για να πάμε ως εκεί για να βαδίσουμε στ’ αχνάρια της πόλης, στου Πυθίου Απόλλωνα και στης Αθηνάς τους ναούς να ευχηθούμε, την εποχή της δόξας της πόλης να ονειρευτούμε!

      Αδυσώπητος ο χρόνος μας έφερε στην ταβέρνα. Οι ιδιοκτήτες, μόλις μας είδαν, μας καλωσόρισαν! Μας πληροφόρησαν πως η χθεσινή βραδιά, που αφιερωμένη στον Διόνυσο ήταν, τέλεψε πολύ μετά το ξημέρωμα! Θα μπορούσαμε να ’μαστε κι εμείς εκεί, αλλά… Μας πρότειναν νόστιμα φαγητά του τόπου για το γεύμα και ως κατάλληλο συνοδευτικό τους το θεϊκό κρασί του νησιού, το οποίο ακούει στο όνομα μαυρούδι!
Με πλέριες τις αισθήσεις και την ψυχή μας κινήσαμε τον δρόμο της επιστροφής! Αυτό το διάβα από τον δρόμο, τον οποίο είχαμε διανύσει αρκετές φορές αυτές τις μέρες, ήταν κι αποχαιρετισμός. Περνώντας από την Ιουλίδα, τι ωραίο όνομα, στ’ αλήθεια(!), αναλογίστηκα πως δεν τη χόρτασα, πως ήθελα κι άλλο να μείνω, τόσο σ’ αυτή, όσο και στο νησί, για να μην υπάρχει γωνιά που να μην την έχω αντικρίσει! Όλα, όμως, κάποια στιγμή νομοτελειακά τελειώνουν! Μόνο η ψυχή κι ο νους ως ακριβά φυλαχτά αδράχνουν τις εμπειρίες και τις φυλακίζουν! Κι αυτές, φυλακωμένες, πέμπουν πνοές ζωής και ζωή οι ίδιες είναι.

  Στο πλοίο της επιστροφής ο νους με πήγε πίσω στον χρόνο κι είδα μπροστά μου τους ανθρώπους, οι οποίοι τον σπουδαίο πολιτισμό της Κέας δημιούργησαν. Σοφιστές, ποιητές, φιλόσοφοι, ιατροί, Ολυμπιονίκες, του μόχθου άνθρωποι, …με συντρόφεψαν.

      Και στο τέλος, ένας γέρων! Πιστός στο «Κείων νόμιμον», έτοιμος να οδηγηθεί στον θάνατο ενσυνειδήτως, γιατί στον τόπο του, όταν κάποιος γερνούσε κι ένιωθε πως δεν μπορεί χρήσιμος στην πολιτεία του να ’ναι, καλούσε συμπολίτες του σαν να ’κανε γιορτή, έπινε κώνειο, και πέθαινε! (Στράβων, Γεωγραφικά 10.5.6.9-15, Αιλιανός, Ποικίλη ιστορία 3.37.1-7, κ.λπ.)

      Με το βλέμμα αυτού του πολίτη αποβιβάστηκα στην Αττική γη.

1η: Άγιοι Θεόδωροι, 2η: Κρήνη στον δρόμο για τις Ποίσες, 3η: Ο Λιόντας,

4η: Δημοτικό σχολείο Ιουλίδας, 5η: Ιουλίδα, 6η: Αι-Συμιός