|
|
|
|
|
|
Άρθρο - νεκρολογία της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Αποχαιρετισμός στο Δημήτρη Κ. Γραμματικό, (3-9-2010)
Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα «Η Ροδαυγή», αρ. φύλλου 121, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2010, σ. 2
Αγαπημένε μου ξάδερφε.
Σήμερα που γράφω τούτες τις γραμμές - πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός; - συμπληρώθηκαν κιόλας τρεις μήνες από το θάνατό σου. Δεν ξέρω γιατί, ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν θέλω να το δεχτώ πως «έφυγες» τόσο νέος για το επέκεινα. Ψάχνω να βρω λέξεις για να εκφράσω τα συναισθήματα ή μάλλον να γράψω κάτι αντάξιο της νιότης σου, αλλά κι αυτές λες κι αντιστέκονται και δεν θέλουν για τέτοιο σκοπό ν’ αραδιαστούν στο χαρτί! Η σκέψη όμως επιμένει, όλο κι επιμένει και εν τέλει μου «δείχνει» το δρόμο... Με μια αδικαιολόγητη ή μάλλον δικαιολογημένη επιμονή μου «υπαγορεύει» πως μόνο με στίχους ποιητών οφείλω να σ’ αποχαιρετήσω!... Το μυαλό κατακλύζεται από ονόματα και αμέτρητους στίχους. Παλεύει να διαλέξει τους πιο ταιριαστούς. Θαρρώ τους βρήκε… Είναι ένα μικρό απόσπασμα από το θρήνο της μάνας στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σ. 9):
Μαλλιά σγουρά πού πάνω τους τά δάχτυλα περνοῦσα
τίς νύχτες πού κοιμόσουνα καί πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καί κοντυλογραμμένο,
καμάρα πού τό βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,Μάτια γλαρά πού μέσα τους ἀντίφεγγαν τά μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καί πάσκιζα μήν τά θαμπώσει δάκρυ,Χείλι μου μοσκομύριστο πού ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καί ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,Στήθεια πλατιά σάν τά στρωτά φτερούγια τῆς τρυγόνας
πού πάνωθέ τους κόπαζε κ' ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,Μπούτια γερά σάν πέρδικες κλειστές στά παντελόνια
πού οἱ κόρες τά καμάρωναν τό δείλι ἀπ᾿ τά μπαλκόνια,Καί γώ, μή μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τό φυλαχτὸ μέ τή γαλάζια χάντρα,Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νά πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νά σέ χάσω;Αιωνία σου η μνήμη, Δημήτρη!...