|
|
|
|
|
|
Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
«Κάνει σαν τον Μάρτη!», (21-1-2020)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Τα Τζουμέρκα", Τριμηνιαία έκδοση του Λαογραφικού Ομίλου "Τα Τζουμέρκα", Μάρτιος 2020, τ. 2, σ. 7.
«Κάνει σαν τον Μάρτη!», τοπικά «Κάν’ σαν τουν (ή σα ντου) Μάρτ’!», λέει ο λαός, όταν θέλει να περιγράψει την ξαφνική εναλλαγή των καιρικών συνθηκών στη διάρκεια οποιουδήποτε μήνα, ακόμα και του Μάρτη με κάποια θυμηδία, αλλά και για να περιγράψει την κυκλοθυμική συμπεριφορά ενός ανθρώπου, του οποίου η ψυχική διάθεση εναλλάσσεται ανάμεσα στην έξαψη και τη θλίψη ή, γενικά, αλλάζει πολύ εύκολα κι από ευχάριστη γίνεται δυσάρεστη και το αντίστροφο!
Αλλά τι συμβαίνει κι ο Μάρτης, ο πρώτος μήνας της ανοίξεως, απέκτησε τέτοια φήμη; «Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση, ο Μάρτης έχει δυο γυναίκες, μια όμορφη φτωχή και μια πλούσια άσχημη. Όταν κοιτάζει την όμορφη, ο καιρός είναι καλός, ενώ, όταν γυρίζει και κοιτάζει την άσχημη, ο καιρός χαλάει. Από τις εναλλασσόμενες καιρικές συνθήκες προέκυψαν και οι ακόλουθες παροιμίες: "Ο Μάρτης μια κλαίει και μια γελάει", "Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης", "Φύλα ξύλα για το Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια", "Πριτς, Μάρτη μου, τα ’βγαλα τ’ αρνοκάτσικά μου!" Πάλι, όποτε ο καιρός, ασχέτως εποχής, έχει απότομες μεταβολές, λένε ότι "κάνει σαν το Μάρτη". Ακόμη, επειδή ο Μάρτης περιλαμβάνεται ολόκληρος ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη Μεγάλη Σαρακοστή, υπάρχει και ως ρητορικό ερώτημα η παροιμία: «Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή;» (Παναγιώτα Π. Λάμπρη, «Ροδαυγή», 2016, σ. 121)
Από τις αναφερθείσες παροιμίες, υπάρχουν πολλές άλλες, εκείνη που λέει «Πριτς, Μάρτη μου, τα ’βγαλα* τ’ αρνοκάτσικά μου!» προέρχεται από παράδοση, η οποία έχει άμεση σχέση με αναφερθέντα χαρακτηριστικά του Μαρτίου, ο οποίος «αναλογεί με το δεύτερο μισό του μήνα Ανθεστηριώνα και το πρώτο μισό του μήνα Ελαφηβολιώνα των προγόνων, ήταν αφιερωμένος στην Ελαφηβόλο Αρτέμιδα και στη διάρκειά του τελούνταν μεγάλες θυσίες προς τιμήν της.» (Παναγιώτα Π. Λάμπρη, «Ροδαυγή», 2016, σ. 121)
Να τι λέει η παράδοσή μας: Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν κάτι γριές, που βοσκούσαν τα γιδοπρόβατά τους μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο και, καθώς μάργωνε το κορμί τους από την παγωνιά, βιαζόντουσαν να περάσει ο χειμώνας και τα κρύα εν γένει! Όταν έφτασε η τριάντα του Μάρτη, χαρούμενες, σχεδόν ευτυχισμένες, που θα έπαιρναν τέλος τα βάσανά τους, αλλά με καυχησιά περίσσια, είπε η καθεμιά, απευθυνόμενη στον Μάρτη: «Πριτς, Μάρτη μ’, τα ξιχειμώνιασα τα αρνουκάτσ’κα μ’!». Τι ήταν ν’ τ’ ακούσει αυτός! Όντας δίβουλος και κακός από τη φύση του, θύμωσε πάρα πολύ και δανείστηκε μια μέρα από τον αδερφό του τον Φλεβάρη, που ’χε κι αυτός μέχρι τότε τριάντα. Έτσι, έκανε τις δικές του τριάντα μία κι άφησε τον Φλεβάρη με μία λιγότερη! Γι’ αυτό από τότε τον λένε Κουτσοφλέβαρο! Αυτή την τελευταία μέρα, λοιπόν, έγινε τέτοιο συντελείο**, που ’λεγες έφτασε το τέλος του κόσμου! Όσο για τα γιδοπρόβατα, που ’χαν οι γριές, δεν έμεινε ποδάρι! Από τότε, τις βροχές του Μάρτη τις λένε βάβες και γριές και τον Μάρτη τον λένε γδάρτη, παλουκοκαύτη, φραχτοκαύτη, κωλοτινασσάτη***, στραγγοβαένη****,…
Κάθε, λοιπόν, που πλησιάζει στο τέλος του, μην τον θυμώνουμε λέγοντάς του λόγια προκλητικά σαν τις γριές της παράδοσης, αλλά από την αρχή του ας τον καλοπιάνουμε! Μεταξύ άλλων, ας στρίβουμε μια άσπρη και μια κόκκινη κλωστή, ας φτιάχνουμε δηλαδή έναν «Μάρτη», κι ας τον περνούμε στο χέρι μας σαν βραχιόλι! Μην πάθουμε κι εμείς το αντίθετο απ’ αυτό που ’παθαν οι γριές! Μην κάνει κανέναν καύσωνα ανοιξιάτικα και κατακάψει την επιδερμίδα μας! Εξάπαντος, ας στολίζουμε το χεράκι μας μ’ έναν «Μάρτη»! Κι όταν τελειώνει ο μήνας, ας τον βγάζουμε κι ας τον αφήνουμε πάνω σ’ ένα κλαδί, για να τον πάρουν τα χελιδόνια! Έτσι, για το καλό, που λέει ο λόγος!
Γλωσσάρι
* κατάφερα και τα γλίτωσα από το χειμωνιάτικο κρύο και ό,τι αυτό συνεπάγεται
**σφοδρή καταιγίδα, κατακλυσμός, θεομηνία
***που τινάζει τον κώλο, τον πάτο από τα σακιά με το αλεύρι
****που στραγγίζει τα βαγένια, δηλαδή, τα κρασοβάρελα