Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Στην εποχή της φωτοτυπίας... (23-10-2011)

 

Αναρτήθηκε: http://ipirotikovima.gr/2011/10/26/stin-epochi-tis-fototipias%E2%80%A6/

 

«Πηγή και ρίζα της αρετής είναι το να τύχει κανείς της κατάλληλης παιδείας»

Πλούταρχος, Περί παίδων αγωγής, 7.3.12

Το ότι ο δεύτερος μήνας του σχολικού έτους οδεύει προς το τέλος του και οι  μαθητές των περισσότερων σχολείων της χώρας έχουν ελάχιστα βιβλία στα χέρια τους, προφανώς δεν αποτελεί είδηση. Ούτε, βέβαια, αποτελεί είδηση πως θα έφταναν «έγκαιρα»  στα σχολεία DVD με την ύλη των σχολικών βιβλίων, την οποία μπορούσε να αναζητήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και στο διαδίκτυο. Ούτε, ακόμα συνιστά είδηση το ότι πολλά βιβλιοπωλεία έκαναν χρυσές δουλειές, αφού πολλοί γονείς έσπευσαν να προμηθευτούν από ’κει βιβλία για τα παιδιά τους.

      Τότε, ποια είναι η «είδηση»; Είναι η εγκαινίαση μιας «νέας»  εποχής στην εκπαίδευση, στην οποία το σλόγκαν «Πρώτα, ο μαθητής!»  αποδεικνύεται κενό περιεχομένου και στην οποία προτεραιότητα έχει το «ψηφιακό σχολείο», μόνο που αυτό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη σχετική απαιτούμενη υποδομή!

      Διότι, πώς αλλιώς να εκληφθούν αυτά, τα οποία ηχούν πολύ ωραία στο αυτί μας, αλλά στην ουσία ελάχιστα αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα! Αν και το ευρηματικό, «πρώτα, ο μαθητής!», δεν προσθέτει κάτι καινούργιο σχετικά με τη βασική αρχή της παιδαγωγικής πως έχει ως κέντρο της το μαθητή, εν τούτοις θα είχε κάποιο νόημα, αν σήμαινε και κάτι σε πρακτικό επίπεδο. Ειδικά κατά την τρέχουσα σχολική χρονιά, η οποία ξεκίνησε με την παντελή σχεδόν απουσία βιβλίων, με την καθυστερημένη τοποθέτηση σεβαστού αριθμού εκπαιδευτικών σε διάφορα σχολεία και με την εν γένει ελλιπή χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων, μοιάζει ειρωνικό!

      Και κυρίως δεν απαντά σε αμείλικτα ερωτήματα, σε βεβαιότητες και σε διατυπωμένες με παρρησία απόψεις που απευθύνουν οι μαθητές στους δασκάλους τους, όπως: Γιατί, δεν έχουμε φέτος βιβλία; Γιατί δεν «κόβουν» χρήματα απ’ αλλού, για να τυπώσουν βιβλία; Ε, βέβαια, με τόσες κλεψιές, πού να περισσέψουν χρήματα για βιβλία! Είπαν ότι θα μας δώσουν DVD, πότε; Και πώς θα δουλέψουμε με τα DVD, αφού δεν έχουμε υπολογιστές; Τι εννοεί η υπουργός, όταν λέει «Πρώτα, ο μαθητής!»; Πάλι φωτοτυπίες μας δίνετε; Τι να τις κάνουμε τόσες φωτοτυπίες; Καλά, κανένας δεν μας σκέφτεται εμάς; Δεν έχουμε χρήματα ν’ αγοράσουμε τα βιβλία, όπως έκαναν κάποιοι φίλοι μας σ’  άλλο σχολείο!

      Μέσα σ’ όλα αυτά, η φωτοτυπία, η οποία αποτελεί χρήσιμο εργαλείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δεν αφορά πλέον μόνο υλικό εκτός βιβλίου που μπορεί να μοιραστεί στους μαθητές, αλλά υποκαθιστά το ίδιο το βιβλίο. Η υπηρεσία, μάλιστα, σχεδόν την αποθέωσε, αφού ζήτησε να της σταλεί ο ακριβής(!) αριθμός των φωτοτυπιών που μοιράστηκε στους μαθητές, λες κι αυτό θα ήταν το τεκμήριο πως η μαθησιακή διαδικασία βαίνει καλώς.

      Επίσης, η φωτοτυπία ή μάλλον οι φωτοτυπίες, πέραν του μεγάλου κόστους και πέραν της οικολογικής τους σημασίας, δεν έγιναν ευχάριστα δεκτές ακόμα και από μαθητές που δεν έφερναν τις προηγούμενες χρονιές πρόθυμα τα βιβλία τους στο μάθημα επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες. Άλλοι, μάλιστα, αρνούνταν πεισματικά να τις χρησιμοποιήσουν, όπως επίσης για αρκετές μέρες αρνούνταν να γράψουν το ωρολόγιο πρόγραμμά τους λέγοντας πως, όσο δεν έχουν βιβλία, δεν θα το γράψουν.

      Συζητήσεις με τους μαθητές έδειξαν πως το γεγονός ότι δεν τους έδωσε το κράτος βιβλία ισοδυναμεί με ματαίωση σχεδόν της μαθητικής τους ιδιότητας και της χρησιμότητας που μπορεί να αποκομίσει κανείς μέσα απ’  αυτή και προκάλεσε έντονη  πικρία και απογοήτευση, οι οποίες εκφράστηκαν συχνά με επιθετικότητα και με επιμονή να εξηγηθούν απ’ τους εκπαιδευτικούς ζητήματα, για τα οποία δεν ευθύνονταν. Επίσης, το καθημερινό μοίρασμα φωτοτυπιών τους δίνει μια αίσθηση προχειρότητας με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μην τις φέρνουν στο επόμενο μάθημα ακόμα κι αν αυτό τους έχει ζητηθεί, καθώς επίσης, πλην εξαιρέσεων, δεν έχουν καμία διάθεση να τις ταξινομούν και να τις τοποθετούν σε φακέλους, και ομολογουμένως, φτιάχνουν απ’  αυτές εξαιρετικές σαΐτες!

      Βέβαια, μπορεί εδώ κανείς να πει πως οι μαθητές διατυπώνουν αυτές τις απόψεις και έχουν αυτές τις συμπεριφορές λόγω της συνήθειας να παίρνουν κάθε χρόνο καινούργια βιβλία, τα οποία κοστίζουν πάρα πολύ στο κράτος κι εκείνοι, όπως διδάσκει η εμπειρία, δεν τα σέβονται πάντοτε, αφού συχνά τα καταστρέφουν. Σε παλαιότερο άρθρο μου με θέμα «Βιβλίο; «Βεβηλώστε» το!...» (εφημερίδα «Αμβρακία», 21-6-2010) που αφορούσε το σχίσιμο, το κάψιμο και το πέταμα των σχολικών βιβλίων στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς από αρκετούς μαθητές, μεταξύ άλλων έγραφα: «Και ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα από τα βιβλία ενός Ελληνικής καταγωγής μαθητή, ο οποίος φοιτούσε σε Ελβετικό σχολείο, στου οποίου την πρώτη σελίδα υπήρχαν τα ονόματα έξι άλλων μαθητών που είχαν χρησιμοποιήσει το ίδιο βιβλίο κατά τα προηγούμενα σχολικά έτη! Η προσωπική εμπειρία, στην οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και ανάλογες εμπειρίες άλλων, αποδεικνύει κάτι πολύ απλό. Η «φτωχή» Ελβετία τύπωνε και εξακολουθεί φαντάζομαι να τυπώνει βιβλία με ανθεκτικό δέσιμο, τα οποία διέθετε στους μαθητές της με το «αζημίωτο». Ο κάθε μαθητής, μόλις τελείωνε την τάξη του, επέστρεφε τα βιβλία στο σχολείο του, για να τα πάρει άλλος μαθητής την επόμενη σχολική χρονιά και σε περίπτωση καταστροφής κάποιου εξ αυτών όφειλε να το αντικαταστήσει και εννοείται καινουργές!...».

      Συμπέρασμα: Αν η Πολιτεία αξιοποιούσε εδώ και χρόνια ορθολογικά τα κονδύλια για την Παιδεία κι αν στο θέμα των βιβλίων ακολουθούνταν η τακτική της Ελβετίας, εκτός των άλλων ωφελειών (σεβασμός στο βιβλίο, αγάπη για τη γνώση,…) θα υπήρχε μεγάλη εξοικονόμηση χρημάτων, τα οποία θα μπορούσαν  μαζί με άλλα κονδύλια που διατίθεντο για την Παιδεία να συμβάλουν στην κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή όλων των σχολικών μονάδων, η οποία θα πρόσφερε τα μέγιστα στην εκπαιδευτική διαδικασία και φυσικά δεν θα βρισκόμασταν στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα. Οι αιτίες, βέβαια, που όλα αυτά δεν συνέβησαν δυστυχώς αναζητούνται στις συνήθεις πολύχρονες παθογένειες της Ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή τον κομματισμό, την αναξιοκρατία, την κακή διαχείριση ή ακόμα και τη διασπάθιση κονδυλίων, που δεν είναι του παρόντος να εξειδικευτούν.

      Σήμερα, που ακόμα κι εκείνοι που δεν άκουγαν «τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων» προσπαθούν να τα κατανοήσουν και να τα ερμηνεύσουν, η  Πολιτεία, αν και μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες οι προσδοκίες είναι ελάχιστες, υποθέτουμε πως δεν θα επιτρέψει να συμβούν τα φετινά, και του χρόνου. Οψόμεθα!...