Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

«Ὦ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!...», (26-1-2012)

 

Αναρτήθηκε: http://ipirotikovima.gr/2012/01/26/%C2%AB%E1%BD%A6-%E1%BC%84s-%E1%BC%A4min-%E1%BC%80komi-voskos-e%E1%BC%B0s-ta-%E1%BD%84ri-%C2%BB/

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα «Αμβρακία»,  30-1-2012, σ. 6, αρ. φύλλου 1444  

 

Διάβασα πάλι αυτές τις μέρες το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ὄνειρο στό κῦμα». Όχι για να το μελετήσω από φιλολογικής σκοπιάς, όπως άλλοτε, αλλά με αφορμή δημοσιεύματα του τελευταίου καιρού που επισημαίνουν πως λόγω της οικονομικής κρίσης κάποιοι συμπολίτες μας που ο αριθμός τους βαίνει αυξανόμενος επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής τους και προσπαθούν να οργανώσουν εκεί τη ζωή τους.

      Επειδή ανήκω κι εγώ σ’ αυτούς που άφησαν κάποτε τα χώματα που έκαναν τα πρώτα τους βήματα, για να κυνηγήσουν τα όνειρα της νιότης για  μόρφωση, για εξασφάλιση εργασίας, για μια «καλύτερη» ζωή, χαίρομαι με τούτη την «παραξενιά» των ημερών και ενδόμυχα ζηλεύω, όσους τολμούν αυτή την επιστροφή για μόνιμα. Κι αυτό, όχι γιατί δεν έγιναν πραγματικότητα όλα εκείνα τα όνειρα – άλλωστε ποιανού τα όνειρα πραγματώνονται στο σύνολό τους; – αλλά γιατί, με τον απολογισμό της ωριμότητας που θέλει να βλέπει τα πράγματα της ζωής χωρίς μανδύες ωραιοποίησης, μετρώ όλα εκείνα που απώλεσα αυτά τα χρόνια της «εκούσιας» ξενιτιάς και ζυγιάζω και ξαναζυγιάζω τα υπέρ και τα κατά και προσπαθώ να δω κατά πού γέρνει η ζυγαριά!

      Δύσκολο ζύγιασμα!

      Αυτά που χάθηκαν κι αυτά που κερδίθηκαν έρχονται σε τέτοιο αντιπάλεμα που ώρες βαραίνει η μια μεριά κι ώρες βαραίνει η άλλη, κι άλλοτε ισορροπούν σε μια ισορροπία που με βαριά καρδιά γίνεται αποδεκτή.

      Και διαβάζω: «Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν εἰξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό εἰξεύρω, ἤμην εὐτυχής. […] Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κι ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κι ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά βουνά».

      […] Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν έκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω ὡς προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος, οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεί αὐλικοῦ.

       Καθώς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εἰς τήν αὐλήν τοῦ αὐθέντου του, δέν εἰμπορεῖ νά γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον, τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κι ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενή δικαιοδοσία, τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.

      […] Καί τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὅποιον ἐσχοινιάσθη κι ἐπνίγη ἡ Μοσχοῦλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζωμαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μέ τό ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.

       Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!..."».

Πόσες αλήθειες μέσα σε λίγες φράσεις! Πόσοι από μας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γοητευτήκαμε απ’ τις σειρήνες της αστικής ζωής,  την οποία «ενδυθήκαμε» για χρόνια ως ξένο ρούχο, δε νιώσαμε πολλάκις πως «σχοινιαστήκαμε» – όσοι μεγαλώσαμε στην ελληνική ύπαιθρο αντιλαμβανόμαστε επακριβώς την έννοια της λέξης! – πως όλα όσα αποκτήσαμε δηλαδή με μόχθο, ικανοποίησαν μεν την ανάγκη μας για γνώση, για δημιουργικότητα, πιθανόν για πλουτισμό ή για κοινωνική αναγνώριση και άλλα όμοια, αλλά μας στέρησαν, όλα εκείνα τα φτωχικά και «μικρά» που, επειδή μας ζέσταιναν την ψυχή, τα νιώθαμε ή μάλλον τα νιώθουμε μέσα μας σπουδαία;

      Κι ήρθε η «κρίση» να μας θυμίσει – είχαμε ξεχάσει στ’ αλήθεια; – πως σ’ εκείνη τη φτωχική ζωή, ήμασταν χαρούμενοι, ήμασταν ευτυχείς χωρίς να το γνωρίζουμε, αφού βγαίναμε στη γειτονιά ή στις ρούγες και τις πλατείες των χωριών μας και νιώθαμε δυνατοί και κυρίαρχοι σ’ έναν κόσμο οικείο και Ανθρώπινο.

      Και τώρα, που πολλά από τα όνειρα βγήκαν «απατηλά», ήρθε η ώρα της επιστροφής! Αλλά πόσο εύκολο είναι αυτό;  Πόσο εύκολο είναι να επιστρέψουμε όχι πια για διακοπές, αλλά για μόνιμη εγκατάσταση στα χωριά που σχεδόν «προδοτικά» εγκαταλείψαμε και τα αφήσαμε να παλεύουν επί χρόνια με τη μοναξιά, με την απόλυτη ερημιά πολλές φορές; Να επιστρέψουμε σε πλατείες που πλακοστρώθηκαν, αλλά δεν υπάρχουν παιδιά για να τρέξουν πάνω στις όμορφες πλάκες τους, σε σπίτια που, άλλα εκσυγχρονίστηκαν για να ικανοποιούν τις σύγχρονες ανάγκες, αλλά τα αφεντικά τους τα κατοικούν πού και πού, ή σε άλλα που οι τοίχοι τους έχουν σφιχταγκαλιαστεί με τους κισσούς, για να παρηγορηθούν στην ατέρμονη μοναξιά τους; Να επιστρέψουμε…

      Μπορεί να είναι κι εύκολη η επιστροφή, αν «ξεσχοινιαστούμε», αν επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας, αν «ζυγιάσουμε» μ’ άλλα σταθμά τα βαθύτερα θέλω της ζωής μας, αν δούμε μ’ άλλο βλέμμα τι τέρπει την όρασή μας, αν…

      Κι ίσως, τότε, ίσως, ο προορισμός του δια βίου ταξιδιού μας, αποδειχθεί σπουδαίος και σωτήριος… 

.

.

.

.

.

.

.