Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Σκέψεις με αφορμή έναν θάνατο… (5-4-2012)

 

Στις 4 Απριλίου 2012, ένας συμπολίτης μας επέλεξε να δώσει σε δημόσιο χώρο και συγκεκριμένα στην πλατεία Συντάγματος τέλος στη ζωή του. Αν η μοιραία απόφασή του δεν πραγματοποιούνταν σ’ αυτόν τον με πολλούς συμβολισμούς χώρο, ο θάνατός του το πιθανότερο είναι πως θα απασχολούσε ελάχιστα ή και καθόλου κάποια δελτία ειδήσεων, κάποια έντυπα,… και θα προστίθετο κατόπιν στο σύνολο των ανθρώπων που έδωσαν τέλος στη ζωή τους από την αρχή της οικονομικής κρίσης και των όσων την ακολούθησαν.

      Μόνο που αυτός ο αυτόχειρας, για τον οποίο οι άλλοτε συνάδελφοί του έκαναν ευμενή σχόλια, κάποιοι άλλοι βιάστηκαν ν’ αφήσουν υπονοούμενα, άλλοι έσπευσαν να συλλυπηθούν τους οικείους του, έστω και υποκριτικά, κι άλλοι κατευθύνθηκαν στην πλατεία για να αποτίσουν φόρο τιμής στο πρόσωπό του, άφησε πίσω του κι ένα σημείωμα καταγγελίας και προτροπής...

      Βέβαια, όλες οι ανωτέρω συμπεριφορές, οι οποίες είναι  αντιπροσωπευτικές της διαφορετικής στάσης των ανθρώπων απέναντι στο ίδιο γεγονός, δεν εμποδίζουν αυτή καθαυτή την πράξη του εκλιπόντος να εκπέμψει τη σημειολογία της, η οποία και μέσω του σημειώματος έχει  πολλούς αποδέκτες.  

      Χωρίς καμιά διάθεση ηρωοποίησής του, αλλά με βαθιά συνείδηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, παραθέτω σ’ αυτό το σημείο το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981) «Ὁ καιόμενος »· ένα ποίημα που αναδεικνύει τον ιδεολόγο, ο οποίος αίρεται πάνω από το πλήθος και αποστρέφεται κάθε είδος ευτελούς συναλλαγής· «και τώρα καίγεται», λέει ο ποιητής· μόνος, από δική του ελεύθερη βούληση· δεν ζητά βοήθεια· η σιωπηλή πράξη του συνιστά από μόνη της μια εκκωφαντική κραυγή…              

 

Κοιτάχτε μπῆκε στή φωτιά! Εἶπε ἕνας ἀπό τό πλῆθος.

Γυρίσαμε τά μάτια γρήγορα.

Ἦταν στ’ ἀλήθεια αὐτός πού ἀπόστρεψε τό πρόσωπο, ὅταν τοῦ

μιλήσαμε. Καί τώρα καίγεται. Μά δέ φωνάζει βοήθεια.

 

Διστάζω. Λέω νά πάω ἐκεῖ. Νά τόν ἀγγίξω μέ τό χέρι μου.

Εἶμαι ἀπό τή φύση μου φτιαγμένος νά παραξενεύομαι.

 

Ποιός εἶναι τοῦτος πού ἀναλίσκεται περήφανος;

Τό σῶμα του τό ἀνθρώπινο δέν τόν πονᾶ;

 

Ἡ χώρα ἐδῶ εἶναι σκοτεινή. Καί δύσκολη. Φοβᾶμαι.

Ξένη φωτιά μήν τήν ἀνακατεύεις, μοῦ εἶπαν.

 

Ὅμως ἐκεῖνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι ὅσο ἀφανίζονταν τόσο ἄστραφτε τό πρόσωπο.

 

Γινόταν ἥλιος.

 

Στήν ἐποχή μας ὅπως καί σέ περασμένες ἐποχές

ἄλλοι εἶναι μέσα στή φωτιά κι ἄλλοι χειροκροτοῦνε.

 

Ὁ ποιητής μοιράζεται στά δυό.