|
|
|
|
|
|
Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Χριστουγεννιάτικη TV! (26-12-2012)
Πολλές από τις μέρες που προηγήθηκαν των Χριστουγέννων, αναλώθηκε ικανός τηλεοπτικός χρόνος για την προβολή εικόνων με τις οποίες γίνονταν έντονα αισθητή, όχι μόνο η οικονομική δυσπραγία πολλών συμπολιτών μας, αλλά και οι συνθήκες μέσα στις οποίες πολλοί απ’ αυτούς θα περάσουν τις γιορτές. Κάποιοι απ’ αυτούς, που προσφάτως πέρασαν στην κατηγορία των αστέγων, στο δρόμο, κι άλλοι, περισσότεροι, στα σπίτια τους, μόλις έχοντας εξασφαλίσει τα άκρως απαραίτητα για το γιορτινό τραπέζι, σε «πείσμα» όλων των προτεινόμενων από τους τηλεοπτικούς δέκτες γιορταστικών γαστριμαργικών απολαύσεων.
Μετά από πλήθος σχετικών «δακρύβρεχτων» ρεπορτάζ θα περίμενε κανείς πως οι τηλεοπτικοί σταθμοί, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι κρατικοί, θα ενδιαφέρονταν και για την ψυχαγωγία όλων αυτών των «δύστυχων» ανθρώπων, και όχι μόνο, με εκπομπές που θα είχαν λίγο έστω από το άρωμα της γιορτής, όπως αυτή επί αιώνες βιώνεται από τους Έλληνες, όπου γης, με την τήρηση πλήθους εθίμων.
Η κρατική τηλεόραση αρκέστηκε να μεταδώσει τη θεία λειτουργία, τα μηνύματα των ορθοδόξων πατριαρχών, κάποιο ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής με θέμα «Το δέντρο του Δωδεκαημέρου», και φυσικά, «Τα Χριστούγεννα του Αμερικάνου»(!), «Στα ίχνη του Τεν - Τεν», «Τα γλυκά της Ανατολής»(!), «Τα μυστικά του Σιντ και των Δεινοσαύρων», «Άρθουρ», «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (ξένης παραγωγής) και πάει λέγοντας. Αυτά στην ΕΤ1. Θα μπορούσε να γίνει σχετική περιδιάβαση στη ΝΕΤ και την ΕΤ3, αλλά δεν θα πρόσθετε κάτι σημαντικό στον προβληματισμό μας. Όσο για τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, τι να πει κανείς, μας χόρτασαν με Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή, και άλλα όμοια!
Οπωσδήποτε δεν έχουμε τίποτα με τις ξένες παραγωγές, ούτε βέβαια μας διακρίνει κάποιου είδους απαξία για όσες απ’ αυτές διακρίνονται για την ποιότητά τους, μόνο που, ειδικά η κρατική τηλεόραση, που εδώ και δεκαετίες υπάρχει χάρις στις υποχρεωτικές εισφορές των πολιτών, οφείλει να έχει ως προτεραιότητά της την καλλιέργεια και την προβολή της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού εν γένει, πόσο μάλλον σε μέρες γιορτινές, για τις οποίες διαθέτει πλούσιο αρχειακό υλικό.
Και μην πάρει κανείς αφορμή απ’ αυτή τη διατύπωση και μιλήσει για προκατάληψη έναντι όποιων «ξένων», διότι δεν υφίσταται. Μόνο που η εμμονή στην αναπαραγωγή και προβολή τέτοιων προϊόντων, όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται όλα αυτού του είδους τα προγράμματα που κατά κόρον προβάλλονται στην TV, κάθε άλλο παρά προκαλούν το σεβασμό των ξένων. Διότι, πλην εκείνων που έχουν κάποιο κέρδος, κανείς δεν εκτιμά εκείνον που για οικονομικούς ή άλλους λόγους περιφρονεί την πολιτιστική του κληρονομιά.
Το ζήτημα είναι ότι μέσα στα πλαίσια αυτής της «πολιτικής» και φέτος οι ιθύνοντες δεν επέλεξαν, ή μάλλον αποφάσισαν να μην επιλέξουν και επομένως να μην προβάλουν τίποτα από τον μεγάλο πλούτο της Χριστουγεννιάτικης πολιτιστικής μας παράδοσης που πολλές από τις εκφάνσεις της απηχούν πανάρχαια έθιμα του λαού μας.
Κι αυτή η «πολιτική», δίχως άλλο, δεν διαφέρει και πολύ από ’κείνη του «Ἡγεμόνος ἐκ Δυτικῆς Λιβύης», την οποία εύστοχα περιγράφει ο Κ. Π. Καβάφης:
[…] Μήτε βαθύς στές σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σάν τούς Ἕλληνας,
ἔμαθ' ἐπάνω, κάτω σάν τούς Ἕλληνας νά φέρεται·
κ' ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μή τυχόν
χαλάσει τήν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλώντας μέ βαρβαρισμούς δεινούς τά ἑλληνικά,
κ' οἱ Ἀλεξανδρινοί τόν πάρουν στό ψιλό,
ὡς εἶναι τό συνήθειο τους, οἱ απαίσιοι.Γι' αὐτό καί περιορίζονταν σέ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μέ δέος τές κλίσεις καί τήν προφορά·
κ' ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.Αν, μέρες που είναι, βρίσκουμε ταιριαστή σε μας τη συμπεριφορά του ΗΓΕΜΟΝΟΣ, τότε, ας θεωρήσουμε πως και οι ανωτέρω διατυπωθείσες σκέψεις αποτελούν άνευ ουσίας «ἔπεα πτερόεντα» σε καιρούς καμωμένους από υλικά σήψης και παρακμής…