Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

"Έκπληξη ένιωσαν…", (19-9-2017)

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Ηχώ της Άρτας", 27-9-2017

Περιοδικό "Άπειρος χώρα", Σεπτέμβριος 2017, τ. 195, σ. 56

 

  Αφότου αποκαλύφτηκε πως εκατόν έξι φοιτητές είχαν παραδώσει την ίδια εργασία, ακούμε ή διαβάζουμε σε πηχυαίους τίτλους πως οι Έλληνες ένιωσαν μεγάλη έκπληξη για το παράδοξο αυτό γεγονός! Έκπληξη! Έτσι, λένε. Λες και ζουν σ’ άλλη χώρα. Λες και αγνοούν τι συμβαίνει στα πανεπιστήμια, όπου εργασίες συντάσσουν άλλοι αντί των υποχρεούμενων να τις συντάξουν - μέχρι και γραφεία έχουν στελεχωθεί, τα οποία παραδίδουν έτοιμες διπλωματικές, ή μη, εργασίες σε ενδιαφερόμενους - και όπου μικρότερες ή μεγαλύτερες συνδικαλιστικές ομάδες φοιτητών, αλλά και εξωγενείς προς το πανεπιστήμιο παράγοντες, έχουν αλώσει ποικιλότροπα τους χώρους και αυτή καθαυτή τη λειτουργία τους.

   Και να ’ταν μόνο αυτό! Σήμερα, που οι διάφοροι τίτλοι σπουδών αποτελούν διαβατήριο για την αναζήτηση εργασίας, εντός ή εκτός των συνόρων, οι ατσίδες, αυτοί δηλαδή που χωρίς κόπο απέκτησαν τη διπλωματική ή όποιες άλλες εργασίες, συχνά καταλαμβάνουν θέσεις, τις οποίες θα ’πρεπε να κατέχουν οι κόπανοι, οι συνήθεις δηλαδή «ύποπτοι», οι οποίοι συντάσσουν μόνοι τις εργασίες τους και κατ’ επέκταση δικαιωματικά πρέπει ν’ ανταμείβονται, πάντα αξιοκρατικά, στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας.

   Φυσικά, ενώ πολλά πρόσωπα του δημοσίου βίου έχουν συμβάλλει στην εδραίωση τέτοιων νοοτροπιών, έχοντας, στο μέτρο που τους αναλογεί, οδηγήσει στην πεποίθηση πως μόνο, αν είσαι διαπλεκόμενος, μπορείς να πετύχεις ή πως ο ελάσσων μόχθος είναι πολύ καλό διαβατήριο για την επαγγελματική και την κοινωνική σου ανέλιξη, αρκεί να ’χεις τα «μέσα», δεν φαίνεται, πλην εξαιρέσεων, να κάνουν κάτι για ν’ αλλάξουν τα κακώς κείμενα.  

   Αυτό, βέβαια, δεν είναι φαινόμενο των ημερών μας, μόνο που εδώ και κάποια χρόνια, έχει ποτίσει το είναι πολλών συμπατριωτών μας. Δεν χρειάζεται να είσαι σοφός, για να το διακρίνεις. Το διαπιστώνεις, τόσο στην εργασία σου, όσο και στις κοινωνικές σου συναναστροφές. Ποιος δεν είδε ως εργαζόμενος κάποιον συνάδελφό του, ο οποίος με μηδαμινά κάποιες φορές προσόντα για τη θέση που κατέχει, ως μη όφειλε, ανελίχθηκε ιεραρχικά, και όχι μόνο; Ποιος, επίσης, δεν είδε κάποιον στον εργασιακό του χώρο, ο οποίος άξιζε κάτι, αλλά εξελίχθηκε πολύ πάνω από το κάτι που εκπροσωπούσε; Και ποιος δεν είδε ανθρώπους με πολλά προσόντα, εργατικούς, συνεπείς,…, να καθηλώνονται ιεραρχικά και να περιθωριοποιούνται, διότι κανείς δεν τους ήθελε δίπλα τους ως συνεργάτες, ακόμα και ως απλούς συνομιλητές, καθώς και μόνο η παρουσία τους θα εκμηδένιζε τη δική τους;  

   Ακόμα και στα σχολεία, όπου διαπλάθεται σε μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας και η κοινωνική συνείδηση των μαθητών, των μελλοντικών πολιτών δηλαδή, όλο και περισσότερο ο επιμελής και κυρίως ο άριστος μαθητής αποκαλείται περιφρονητικά σπασίκλας ή φυτό, συχνά θερμοκηπίου! Όσο για την ευγενή άμιλλα και την αριστεία, τώρα και με πολιτική βούληση και βούλα - όλοι θυμούμαστε τη φράση πρώην υπουργού παιδείας πως «η αριστεία είναι ρετσινιά»(!!!) -, και όχι μόνο, εξοβελίζονται, λες, και η δημοκρατία ως πολίτευμα μέσα από την ισονομία των πολιτών καταργεί και την ιδιοπροσωπία τους! Πόσο μάλλον, που αυτή λειτουργεί σωστά, όταν στηρίζεται στην αξιοκρατία, η οποία, δυστυχώς, ποικιλοτρόπως υποσκάπτεται ακόμα και για αυτονόητα ζητήματα, με το παράλογο να επιβάλλεται συχνά στη λογική και, μάλιστα, ως ορθό!

   Κι ύστερα βγαίνουν διάφορα πολιτικά πρόσωπα στα ΜΜΕ και κομπορρημονούν ασύστολα για πολλά ωραία που θα συμβούν, στα οποία, όμως, ουδόλως πιστεύουν. Και τούτο, διότι μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος μοιάζει να μισεί ό,τι δεν εξυπηρετεί τους στενούς του ορίζοντες που έχουν ως στόχο την παραμονή του στην εξουσία, επιδιώκοντας συχνά την κεκαλυμμένη νομιμότητα, η οποία προκύπτει μέσω φωτογραφικών διατάξεων, πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και άλλων ομοίων επιλογών που ευνοούν τους εκάστοτε εκλεκτούς, ασχέτως, αν είναι ημιμαθείς ή παντελώς άσχετοι με τα ζητήματα, τα οποία καλούνται να διαχειριστούν.

   Βέβαια, την απάντηση για όλα αυτά την έχουν δώσει οι αρχαίοι πρόγονοι, που για τη λαλιά τους, αν και παρούσα πολλαπλά στην καθημερινότητά μας, σε αντίθεση μ’ άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, μεγάλο μίσος δείχνει το δικό μας. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο Θουκυδίδης (2.371-3), ο οποίος στον «Επιτάφιο» - έπεσε κι αυτός θύμα πολιτικών επιλογών -, μεταξύ άλλων, διδάσκει:

   «Το πολίτευμα που έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα για τους άλλους παρά μιμητές τους. Το πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι πολίτες, αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στον νόμο για τις ιδιωτικές τους διαφορές. Για τα δημόσια αξιώματα προτιμώνται εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν και όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχει και δεν έχει κοινωνική θέση ή αν είναι φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήσει την πολιτεία, αν έχει κάτι άξιο να προσφέρει. Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπομε ο ένας τον άλλο, δεν θυμώνομε με τον γείτονά μας αν διασκεδάζει, και δεν του δείχνομε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάφτει, όμως τον στενοχωρεί. Αν, ωστόσο, η αυστηρότητα λείπει από την καθημερινή μας ζωή, στα δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμαστε τους άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει για να προστατεύουν τους αδυνάτους και όσους που, αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τους παραβαίνει κανείς.» (μτφ. Άγγελου Βλάχου, Ηριδανός)

   Πού καιρός για Θουκυδίδη κι άλλους δασκάλους, ίσως, πει κάποιος! Θαρρώ πως στα ισχύοντα πιο πολύ ταιριάζουν οι στίχοι του Καβάφη που λένε: «Στες ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι-/ να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.» (Κ. Π. Καβάφης, Μεγάλη Εορτή στου Σωσιβίου, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1887;-1923, Ίκαρος 1993)

   Παρόλα αυτά, αν καμία ουσιαστική προσπάθεια για την αλλαγή πολλών κακώς κειμένων δεν γίνει, η κοινωνία μας θα έρπει και η παρακμή, με ό,τι συνεπάγεται, θα είναι εδώ για καιρό. Άλλωστε, τώρα που η χώρα έχει παραδοθεί χωρίς τη συναίνεσή μας για 99 χρόνια, όχι εκατό(!), ώστε να είναι δελεαστικό στ’ αυτιά του λαού το νούμερο, όπως ακριβώς και στα καταναλωτικά αγαθά, όπου οι αναγραφόμενες τιμές τονίζουν το ,99 (π.χ. 29,99/ 49,99), είναι δύσκολο ν’ αλλάξει η φορά των πραγμάτων, διότι είναι δύσκολο ν’ αλλάξει η σκέψη του ανθρώπου που κατάντησε πραμάτεια (Γ. Σεφέρης, Ο τελευταίος σταθμός, Ποιήματα, Ίκαρος 1979). Είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο! Αρκεί ως άτομα και ως κοινωνικό σύνολο ν’ αποφασίσουμε ν’ απαρνηθούμε τον κακό μας εαυτό και να κοιτάξουμε μπροστά! Αν όχι, ας αφήσουμε τους άλλους να σμιλεύουν, όπως βούλονται, αλλά ερήμην μας τη δική μας μοίρα!