Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

"Αρχαία Ελληνικά· ο παρίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος", (20-10-2017)

 

Δημοσιεύτηκε: Εφημερίδα "Ηχώ της Άρτας", 1-11-2017

 «Όταν διαλέγονται οι θεοί, χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων»

Κικέρων  

 

   Λίγο μετά την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, είπα να κάνω μια αναφορά στο μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, το οποίο θαρρώ πως θα ’πρεπε, για πολλούς λόγους, ν’ αφορά, αν όχι όλους, τους περισσότερους. Κι αυτό, όχι, τόσο από διάθεση υπεροψίας για τα έργα και τις ημέρες των προγόνων, όσο για το ότι η γλώσσα που σήμερα μιλάμε, θέλουμε δε θέλουμε, έχει σ’ αυτούς την αφετηρία της. Ως ζων οργανισμός, μάλιστα, έχει περάσει από ποικίλες φάσεις και, πενιχρή ή πιο πλούσια, συνιστά βασικό μέσο επικοινωνίας με τους ομόγλωσσους, μιλώντας ταυτόχρονα με πλείστους τρόπους για τη μακρινή καταγωγή της.

   Βέβαια, παρότι υπάρχει αυτή η φανερή συνάφεια, κατά έναν παράδοξο τρόπο, το εκπαιδευτικό μας σύστημα αντιμετωπίζει το σχετικό μάθημα ως παρία. Τούτο, πέραν από αλήστου μνήμης εκφράσεις, όπως, για παράδειγμα, εκείνη πρώην υπουργού Παιδείας που χαρακτήρισε τη διδασκαλία του στο Γυμνάσιο «παρά φύσιν», ευτυχώς, υπάρχουν χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, η Γαλλία,…, οι οποίες την έχουν εντάξει στο εκπαιδευτικό τους σύστημα.

   Μετά, μάλιστα, τις περσινές αλλαγές στην εκπαίδευση, το μάθημα μετέπεσε στη λεγόμενη Β' ομάδα, της οποίας τα μαθήματα δεν αξιολογούνται γραπτώς στις εξετάσεις του Ιουνίου και ήδη θα ’πρεπε να ’χε ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ιθύνοντες η στάση των μαθητών απέναντι στα μη γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα. Φυσικά, ίσως, αναρωτηθεί κάποιος. Οι εξετάσεις θα σώσουν την αξιοπρεπή παρουσία των Αρχαίων Ελληνικών στο σχολείο; Προφανώς, όχι μόνο αυτές, διότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο.

   Πρώτον, υπάρχει η διαμορφωμένη, μερικές φορές καλλιεργημένη, πεποίθηση, με την οποία μεταβαίνουν οι μαθητές από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, βάσει της οποίας τα Αρχαία Ελληνικά είναι μια «ξένη», δύσκολη γι’ αυτούς γλώσσα, και, κυρίως, καθόλου χρήσιμη!

   Δεύτερον, είναι υπαρκτή μιας μορφής απαξίωση, που εδράζεται, τόσο στη νοοτροπία κάποιων διδασκόντων, όσο και στην πλημμελή γνώση άλλων εξ αυτών, οι οποίοι στο πανεπιστήμιο δεν είχαν την ευκαιρία στα τμήματα που φοίτησαν να ’χουν κάποια επαφή με την αρχαία ελληνική γλώσσα και διδάσκουν, σχεδόν, με τις γνώσεις του Λυκείου ή όσες επιλέγουν συν τω χρόνω ν’ αποκτήσουν, η πολιτεία δεν φροντίζει να τους επιμορφώνει σχετικά και, συνάμα, τα βιβλία μέσω των οποίων καλούνται να τη διδάξουν καθόλου δεν τους βοηθά.

   Τρίτον, τα σχολικά βιβλία, τόσο για τους περισσότερους διδάσκοντες, όσο και για τους διδασκόμενους, δείχνουν με την πρώτη ματιά πως δεν είναι γραμμένα για ν’ αγαπηθούν! Και τούτο, διότι τα κείμενα, καθώς και το λεξιλογικό, το ετυμολογικό και το συντακτικό υλικό, αλλά και οι ασκήσεις, που τα συνοδεύουν, είναι πολύ δύσκολα για μαθητές, οι οποίοι πρώτη φορά έρχονται σ’ επαφή με τον αρχαίο λόγο, που συν τοις άλλοις είναι γραμμένος με το πολυτονικό σύστημα γραφής, με το οποίο δεν έχουν πρότερη εμπειρία και επομένως μιας μορφής οικείωση. Ακόμα, και τα παράλληλα κείμενα, τα οποία συνδέονται με το βασικό κείμενο των διδακτικών ενοτήτων, κινούνται στο ίδιο πνεύμα. Με τους περιορισμούς, μάλιστα, που θέτει το αναλυτικό πρόγραμμα, μόνο με πολλαπλές υπηρεσιακές επισφάλειες και μέσα σ’ ελάχιστο από τον διαθέσιμο χρόνο μπορείς να δώσεις στους μαθητές πιο εύκολα, ευχάριστα και κατ’ επέκταση πιο προσιτά κείμενα, τα οποία θα τα ελκύσουν, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως η αρχαία γλώσσα είναι νέα.

   Επίσης, η επιλογή, μέσω των υπαρχόντων βιβλίων, να συνδέσεις τον αρχαίο ελληνικό με τον νεοελληνικό λόγο γραμματικά, συντακτικά, εννοιολογικά, ετυμολογικά, φαίνεται πως δεν είναι ικανή, πλην εξαιρέσεων, να κινητοποιήσει επαρκώς τους μαθητές.  Ακόμα και η υπόμνηση χωρών και ανθρώπων, που θεωρούν τιμή τους να διδάσκουν και να διδάσκονται την αρχαία ελληνική γλώσσα, πέραν της αρχικής έκπληξης και του θαυμασμού, δεν διαφοροποιεί αισθητά τη διαμορφωμένη άποψη, η οποία οδηγεί, συνήθως, στην πεπατημένη, που σημαίνει μαθαίνω τόσα αρχαία ελληνικά, όσα χρειάζονται για να περάσω την τάξη! Σ’ αυτή την προσέγγιση, πάντως, αποδεικνύεται πάντα χρήσιμη η αναφορά αποφάνσεων σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος, κυρίως ξένων, οι οποίες κάνουν λόγο για τη σπουδαιότητα της εν λόγω γλώσσας, η οποία ευαισθητοποιεί κατά περίπτωση τα Ελληνόπουλα, χωρίς η όλη προβολή του ζητήματος να δημιουργεί αρνητική διάθεση στους αλλοδαπούς μαθητές, οι οποίοι μπορεί να ένιωθαν άβολα από πιθανή δική μας μονόπλευρη οπτική στο θέμα.

   Αυτού του είδους η αντιμετώπιση βγάζει αυθορμήτως στην επιφάνεια αιτίες, για τις οποίες υπάρχει η παγιωμένη αντίληψη για τη χρησιμότητα του μαθήματος, αλλά και απόψεις σαν εκείνη που λέει πως οι μαθητές δεν θα ’χαν αντίρρηση να διδάσκονται αρχαία ελληνικά από το Δημοτικό, όπως οι μαθητές της Βρετανίας, και όχι μόνο, γιατί στην Α' τάξη του Γυμνασίου δεν θα τους φαίνονταν τόσο δύσκολα! Σημειωτέον πως, μόλις έρχονται σ’ επαφή, στην πρώτη ενότητα του βιβλίου αυτής της τάξης, με φράσεις όπως «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ», «εὖ ἀγωνίζεσθαι», «πύξ λάξ», «κύκνειον ᾆσμα», «δημοσίᾳ δαπάνῃ», «τά παιδία παίζει», «γνῶθι σαυτόν», κ.λπ., πλην εξαιρέσεων, μολονότι χρησιμοποιούνται στον σύγχρονο λόγο, οι περισσότεροι μαθητές δεν τις έχουν ούτε ακουστά.

   Των ανωτέρω δοθέντων, δεν θεωρώ πως πρέπει να καταργηθεί το μάθημα, για να γλυτώσουμε από τα φανερά πια προβλήματα που συνοδεύουν τη διδασκαλία και την αποτελεσματικότητά της. Αναθυμούμενη, μάλιστα, πως το «Αναγνωστικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» του Γεωργίου Ν. Ζούκη, το οποίο διδάχθηκε η γενιά μου στην Α' Γυμνασίου, ήταν η αφορμή, για ν’ αγαπήσω τα Αρχαία Ελληνικά, έχω την πεποίθηση πως απαιτείται να ειδωθεί το ζήτημα απ’ άλλη οπτική, η οποία θα συμβάλει στο να δημιουργηθούν βιβλία που θα ελκύουν και, κυρίως, να γίνει κατανοητό πως δεν υπάρχει μόνο η χρησιμοθηρική γνώση, αλλά κι εκείνη που μας συνδέει με τις απαρχές της γλώσσας μας, η οποία αποτελεί σημαντική έκφραση της ταυτότητάς μας.

   Βέβαια, υπάρχει και η άποψη πως τα υπέροχα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας πρέπει να διδάσκονται μόνο από μετάφραση, ώστε οι διδασκόμενοι να προσλαμβάνουν ευκολότερα τα νοήματα. Καμία αντίρρηση ως προς αυτό, αλλά η ουσία της γνώσης της αρχαίας ελληνικής έχει να κάνει με την καλύτερη κατανόηση και τον λεκτικό πλούτο της νεοελληνικής, διότι μέσα στις περισσότερες λέξεις της βοά η πατρογονική λαλιά με ό,τι αυτό σημαίνει.

   Συμπερασματικά, υπάρχουν δυο δρόμοι· ο ένας οδηγεί στη συνεχή υποβάθμιση του μαθήματος κι ο άλλος στην αναβάθμισή του, η οποία απαιτεί τη μεταπήδησή του στην ομάδα Α', που σημαίνει να αξιολογείται γραπτώς στις εξετάσεις του Ιουνίου, και, κυρίως, να γραφούν βιβλία, τα οποία θα κάνουν το μάθημα ελκυστικό και αποτελεσματικό, συνδέοντας δημιουργικά και βιωματικά την αρχαία γλώσσα με την ομιλούμενη. Φυσικά, υπάρχει κι ένας τρίτος δρόμος, η αδιαφορία για ό,τι αφορά στην Ελληνική Γλώσσα στη διαχρονία της, για την οποία ο Κλοντ Σαρλ Φοριέλ είχε πει πως «έχει ομοιογένεια σαν τη Γερμανική, είναι, όμως, πιο πλούσια απ’ αυτή. Έχει τη σαφήνεια της Γαλλικής, έχει, όμως, μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει, δηλαδή, ό,τι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης».

 

Διαβάστε, επίσης:

«Τα αρχαία ελληνικά συνεχίζουν να παράγουν νέες λέξεις»

https://www.esos.gr/arthra/47844/ta-arhaia-ellinika-synehizoyn-na-paragoyn-nees-lexeis