|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής»Από τον Παναγιώτη Ν. Πλαστήρα, φιλόλογο
Ροδαυγή, (6-8-2011)
Καλησπέρα σε όλους
Προκαταβολικά θα ήθελα να σας προτείνω να αντιμετωπίσετε όσα σας πω με επιφυλακτικότητα και με την αναγκαία δημιουργική αμφισβήτηση. Αποτελούν τη δική μου ματιά και ανάγνωση. Σε τέτοιες περιπτώσεις δημιουργίας, όπως ένα βιβλίο, υπάρχει μια δοκιμασμένη και σίγουρη μέθοδος: το να διαβάσει ο καθένας σας το βιβλίο και να βρει τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας με το υλικό του. Να κάνει τις δικές του σκέψεις, να αναζητήσει τα δικά του ενδιαφέροντα στοιχεία, να προβληματιστεί και να αναρωτηθεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Αυτή είναι εξάλλου και η γοητεία κάθε βιβλίου.
Με τους συγγραφείς συμβαίνει συνήθως και διαχρονικά το εξής: υπάρχουν δύο κατηγορίες… η μία όσοι προτιμούν τα έργα, παράγουν, δημιουργούν, γράφουν. Oι άλλοι ασκούν συνήθως έντονη κριτική στους πρώτους, δεν έχουν γράψει τίποτα και απλώς υπόσχονται πως όταν γράψουν τότε θα μας προσφέρουν ένα αριστούργημα. Εγώ χαίρομαι που εδώ απόψε συζητάμε για την πρώτη περίπτωση, έχοντας στα χέρια μας ένα έργο, που αντανακλά εκείνη την πλευρά της κοινωνίας που εργάζεται, δρα με τον τρόπο της και προσπαθεί να συνεισφέρει. Συνήθως στην πίσω γραμμή μακριά απ’ αυτό που λέμε δημοσιότητα.
Τώρα αν το βιβλίο είναι για κάποιους μια ιδιαίτερη ενασχόληση/ πολυτέλεια νομίζω πως δεν είναι της ώρας να μιλήσουμε για την χρησιμότητά του γενικά. Και ούτε μπορούμε επακριβώς να διερμηνεύσουμε τις προθέσεις και τα κίνητρα αυτού που γράφει. Φαντάζομαι καταγράφει κανείς σκέψεις και απόψεις στο χαρτί και εκτίθεται στον αναγνώστη είτε από διάθεση προσφοράς, είτε από προσωπική ανάγκη, σίγουρα από την αίσθηση της προσωπικής δημιουργίας και ικανοποίησης. Υπηρετεί μια τέχνη, θα την πω, χιλιάδων ετών την γραφή… που είναι ανάγκη και για τον γράφοντα και για τον αναγνώστη.
Η φίλη και συνάδελφος η Γιώτα η Λάμπρη λοιπόν συνεχίζει και μας δίνει σήμερα το τρίτο της βιβλίο με τίτλο «Κ. Α. Διαμάντης, ο ιστορητής».
Ξέρετε μέσα στο κλίμα των ημερών με το ισοπεδωτικό και υπεραπλουστευτικό ύφος θα μπορούσε κάποιος να πει: σιγά εδώ συγκλονίζεται η κοινωνία μας και ο κόσμος και συ μας μιλάς για ένα βιβλίο; Ή ποιος είναι αυτός ο Κ. Διαμάντης;
Μια απάντηση είναι πως δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάσημος για να είναι σημαντικός. Και είναι ζητούμενο αν πρέπει να μας καταδυναστεύουν διάσημες μετριότητες.
Επειδή έχουμε να κάνουμε με δύο συγχωριανούς μας και τη Γιώτα, τη συγγραφέα και τον Κων. Διαμάντη, εγώ θα ήθελα προσωρινά να το ξεχάσουμε, να το παραμερίσουμε. Για να μη μπλέξουμε με αυτό που λέει ο Θουκυδίδης ότι συμβαίνει, όταν καλείσαι να μιλήσεις για κάποιον:
-γι’ αυτόν που ξέρει (και έχει καλοπροαίρετη διάθεση θα προσέθετα εγώ) ίσως φανείς πως μιλάς κατώτερα των προσδοκιών, του αναμενομένου.
-γι’ αυτούς που δεν ξέρουν όμως φαίνεται πως φτάνεις στα όρια της κολακείας
Θα προσπαθήσω να ισορροπήσω ανάμεσα και στα δύο.
Τι είδους βιβλίο είναι αυτό; Είναι μια μελέτη. Με αυτό περνάει η Γιώτα από το βιωματικό περιεχόμενο του προηγούμενου βιβλίου της σε ένα πιο αντικειμενικό θα λέγαμε υλικό, αφού κύριο θέμα είναι η ζωή και το έργο του Κ. Διαμάντη. Θα καταλάβετε σε λίγο, όσοι δεν ξέρετε ποιος είναι ο Κ. Διαμάντης. Μη σας φοβίζει ο όρος μελέτη, διότι δεν πρόκειται για επιστημονικό καθαρά εξειδικευμένο περιεχόμενο, αλλά και γιατί ο Διαμάντης (και συνακόλουθα η ζωή και το έργο του) είναι δικός μας άνθρωπος, άνθρωπος του λαού, τη ζωή του οποίου καταγράφει και αποτυπώνει. Ο καθένας θα αναγνωρίσει από το βιβλίο στοιχεία της δικής του ζωής και …κοινά σημεία αναφοράς με το άμεσο και ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον... Είναι ένα βιβλίο πλατιάς ανάγνωσης και με ευρύ ενδιαφέρον.
Κύριο μέρος του είναι οι πολλές πληροφορίες για τον Κ. Διαμάντη και το έργο του, ξεκάθαρα αποτέλεσμα έρευνας, κόπου και προσπάθειας από τη συγγραφέα. Πληροφορίες που διευρύνονται και αφορούν και πολλά άλλα θέματα και πολλά επίπεδα. Το περιεχόμενο οργανώνεται σε ενότητες κάτι που βοηθάει τον αναγνώστη, με κατατοπιστικές αναφορές και σημειώσεις.
Η συγγραφέας στην αρχή σημειώνει:… από αυτή τη μελέτη απουσιάζει κάποιο κεφάλαιο που θα παρουσίαζε συνολικά την προσωπικότητα του συγγραφέα. Ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να την ανιχνεύσει και να τη σκιαγραφήσει μέσα από το κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά και συνολικά στο τέλος του βιβλίου σύμφωνα με την απήχηση που θα έχουν στον ίδιο τα γραφόμενα…
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου μία από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου. Αφού παρουσιάζει τη δράση και το έργο ενός άλλου πνευματικού ανθρώπου, η συγγραφέας σκόπιμα, εύστοχα και διακριτικά θα ’λεγα παραμερίζει και αφήνει τον πρώτο λόγο και ρόλο στον Κ. Διαμάντη και στα δικά του λόγια, τα δικά του γραπτά. Έτσι απλώνεται μπροστά στα μάτια ζωντανός όλος ο κόσμος του Κ. Διαμάντη και ο αναγνώστης τον γνωρίζει σε βάθος και δεν κουράζεται με πολλά σχόλια. Η συγγραφέας συμπληρώνει χωρίς να υποκαθιστά. Ο Κ. Διαμάντης δεν διαμεσολαβείται.
Το βιβλίο έτσι ζωντανεύει καθώς αποκτά ένα προσωπικό, βιωματικό σε πολλά σημεία σχεδόν αυτοβιογραφικό τόνο. Διαβάζει ο αναγνώστης με αμεσότητα τα συναισθήματα και τις εσωτερικές, πολύ προσωπικές, σχεδόν εξομολογητικές σκέψεις του Κ. Διαμάντη, αλλά και άλλων συνοδοιπόρων του όπως για παράδειγμα του Γ. Κοτζιούλα, της άλλης σημαντικής προσωπικότητας της περιοχής μας.
Το βιβλίο με το υλικό του, το περιεχόμενό του και τις προτεραιότητές του υπηρετεί κατά τη γνώμη μου πολλαπλούς στόχους
α) ξεπερνώ στα γρήγορα, όχι γιατί δεν είναι σημαντικές, τις πληροφορίες, τα στοιχεία, τις αναφορές και τα ερεθίσματα που μπορεί να βρει κανείς και αφορούν περισσότερο εμάς τους φιλολόγους και άλλους του χώρου ή όσους θέλουν να κάνουν ειδική μελέτη και έρευνα.
β) παρουσιάζεται αναλυτικά και σε όλο του το εύρος μπροστά στον αναγνώστη ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας ακούραστος μελετητής, ένας σημαντικός πνευματικός άνθρωπος. Φιλόλογος, διδάκτορας φιλοσοφικής σχολής, δ/ντής των Γενικών αρχείων του κράτους και της εθνικής βιβλιοθήκης. Ερευνητής, λαογράφος με πάρα πολλές δημοσιεύσεις. Τεράστιο το έργο του, ως διευθυντή των γενικών αρχείων του κράτους, ποικίλα τα θέματά του κάτι που φαίνεται από τους τίτλους που θα συναντήσει ο αναγνώστης στο βιβλίο και αφορούν όλη την Ελλάδα και όλες τις περιόδους του ιστορικού μας βίου.
Αναφέρω χαρακτηριστικά μερικούς τίτλους:……. Τεσσαράκοντα πέντε Δωδεκανησιακά Παραμύθια, «Ιωαννίται πρόσφυγες εις Άρταν κατά τον χρόνον της πολιορκίας του Αλή πασά», «Βιογραφικά σημειώματα: Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21: «Οι Θράκες εις την υπηρεσίαν της πατρίδος», «Το αρχείον του Διδασκάλου του Γένους Αθανασίου Π. Ψαλίδα , «Η εν Επιδαύρω Α' Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων (20 Δεκεμβρίου 1821 έως 15 Ιανουαρίου 1822)», «Ιστορικά έγγραφα για το χωριό Ροδαυγή και Κεντρικόν»28. «Τα ιστορικά έγγραφα του αγώνος του 1821 των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Κατάλογος πρώτος, Ευρετήριον». Και σε 16 ογκώδεις τόμους οι κατάλογοι των αρχείων του κράτους
Παράλληλα σπουδαίο το υλικό που συγκεντρώνει είτε πρόκειται για δημοτικά τραγούδια είτε για λέξεις της περιοχής μας με μεγάλο κομμάτι να αφορούν συνήθειες, ήθη έθιμα και άλλα λαογραφικά θέματα. Στοιχεία που συγκεντρώνονται, καταγράφονται και εκτυπώνονται με δικά του έξοδα (με δικά του έξοδα) από τον ίδιο σε 25 τόμους που αποτελούν τα άπαντά του. Τα οποία στη συνέχεια ο Κ. Διαμάντης δωρίζει (δωρίζει) σε πρόσωπα, ιδρύματα, βιβλιοθήκες ώστε να γίνουν κτήμα όλων. Με κατατρώει εδώ να κάνω τη σύγκριση (κάντε εδώ τη σύγκριση) με τον επιχορηγούμενο και επιδοτούμενο πολιτισμό της εποχής μας. Ένα τέτοιο πνευματικό έργο μιας ζωής θα ανακαλύψετε στις σελίδες του βιβλίου ή μάλλον μια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή που αποτελεί τελικά προσφορά στον άλλον, το συνάνθρωπο και την κοινωνία.
γ) Πολύ σημαντική προσφορά του βιβλίου είναι και ο κόσμος του Κ. Διαμάντη, οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφεται. Διαπερνά το περιεχόμενο μέσα από σημειώματα, επιστολές, αφιερώσεις απλών ανθρώπων αλλά και σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων της εποχής του. Όλος αυτός ο κόσμος αποπνέει διαφορετικό με τις μέρες μας πολιτισμό, ήθος, αξίες. Διαφορετική στάση ζωής απέναντι στις συνθήκες, τους στόχους και τις επιδιώξεις.
Γράφει ο αδερφός του:……. Τι ρούχα φοράς, δανείστηκες κανένα κουστούμι κανενός φίλου σου ώσπου να φκιάσης δικά σου; Έχω και εγώ το κουστούμι το δικό μου το Γαμπριάτικο και θα σου το δώσω όταν έρθης δώθε, το παντελόνι μπορεί να σου έρχεται λίγο μακρύ αλλά διορθώνεται εύκολα,
Γράφει ο ίδιος τους πρώτους μήνες στην Αθήνα: δυστύχησα πολύ και πείνασα και μου ’δωσε το Συμβούλιο του Οίκου Φοιτ. κατάλογο φιλανθρώπων εβδομαδιαίο να μου δίνουν ένα πιάτο φαγητό την ημέρα. Τότε κατάλαβα πόσο σε ταπεινώνει η ζητιανιά. Πήγα 4 φορές και δεν ξαναπήγα, θα προτιμούσα να πεθάνω από την πείνα
Σημειώνει ο Μ. Αυγέρης5,για την περιοχή μας: Απάνω από το μισό του πληθυσμού δεν μπορεί να στείλει τα παιδιά του, πέρα από τις τέσσερις τάξεις δημοτικού. […] Από τα βάθη μιας τέτοιας φτώχειας βγήκε ο Κοτζιούλας, από ένα χωριάτικο σπίτι εκεί στα Τζουμέρκα, όπου πληθυσμοί αφημένοι στο έλεος του Θεού, απάνω σε πετρότοπους, παλεύουν από γενεές γενεών για το ψωμί.
Γεμάτο μνήμες το βιβλίο μέσα από χαρακτηριστικές λέξεις ή για τους νεότερους αφορμές γνώσης ……κατοχή, πείνα, παιδόπολη, γνέσιμο, ξυνόγαλο στο καπάκι με τρίψα ψωμιού, κόψιμο ροκιάς, ξεφλούδισμα, στούμπισμα, πασμάδες…..
Το βιβλίο μάς ξαναζωντανεύει ένα ατόφιο και γνήσιο λαϊκό πολιτισμό έτσι όπως ο ίδιος ο Κ. Διαμάντης τον αντιλαμβάνεται, κάτι που φαίνεται σε μια επιστολή του: […] Ποιητής του λαού, ποιητής βγαλμένος από τα σπλάχνα του λαού, που αποδίδει τα αισθήματα και τις σκέψεις του λαού. Αυτός δεν φιλοσοφεί δυσνόητα, δεν εκφράζεται σκοτεινά και επιτηδευμένα, δεν κάνει την ποίηση απόσταγμα και πεμπτουσία και σύμβολο που να μπορούν να την καταλάβουν λίγοι εκλεκτοί και προσυνεννοημένοι. Αυτός είναι η φωνή του λαού, είναι το τραγούδι και η σάτιρα του λαού».
Και μέσα απ’ όλα αυτά ξανασυναντιέται, είμαι βέβαιος, ο καθένα σας, με οικείες καταστάσεις: Οι ανυπέρβλητες δυσκολίες, ο κόπος των ανθρώπων κυρίως της υπαίθρου, η ανέχεια, η προσπάθεια των ανθρώπων να σπουδάσουν τα παιδιά τους, ο κόπος των αγροτών και των κτηνοτρόφων, οι απλές χαρές των πανηγυριών και των γάμων ….
Απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο αποτελεί ένα ισχυρό σοκ αυτογνωσίας και αυτοκριτικής για εμάς τους σύγχρονους. Για το τι θεωρούμε σήμερα δυσκολία, ποιοι είναι οι κύριοι στόχοι μας και τι και πόσο είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε.
Όλοι οι άνθρωποι είναι σημαντικοί μέσα από τα έργα τους. Λίγοι έχουν την ευλογημένη μανία να τα καταγράφουν στο χαρτί. Ένας τέτοιος ήταν ο Κ. Διαμάντης και μάλιστα από τους άριστους του είδους.
Γράφει στον Κοτζιούλα
Αγαπητέ μου συμπατριώτη Γιώργο.
Δεν ξέρω γιατί μου αρέσουν τόσο τα γραφόμενά σου και με συγκινούν τόσο. Ίσως γιατί στα γραφόμενά σου βλέπω και τη δική μου ζωή και τη δική μου ιδιαίτερη πατρίδα. Πολλά βάσανα και καϋμούς δικούς μου ή των δικών μου που ήθελα να τα έγραφα αν είχα ταλέντο, βλέπω ότι συ με το θείο δώρο της έμπνευσής σου τα εκφράζεις όπως τα ήθελα.
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε κι εμείς για τον Κ. Διαμάντη. Το βιβλίο μάς τον φέρνει πιο κοντά και μέσα από τις αναφορές σ’ αυτόν και το έργο του, ανασύρει μνήμες, συγκινεί σε αρκετά σημεία, μας κάνει να νοσταλγήσουμε, και δεν είναι κακό, προκαλεί ενδιαφέρον και τελικά ξυπνάει τη διάθεση να μελετήσουμε περισσότερο τα βιβλία του γιατί εκεί όσοι τουλάχιστον «μεγαλώσαμε στην ελληνική περιφέρεια τα τρία πρώτα τέταρτα του 20ου αιώνα, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα «αναγνωρίσουμε» εν πολλοίς όχι μόνο δικά μας οικεία και αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό!..», όπως σημειώνει η συγγραφέας.
Νομίζω λοιπόν ότι τώρα μπορούμε να ξαναθυμηθούμε και να υπογραμμίσουμε πως το βιβλίο «Κ. Διαμάντης ο ιστορητής» είναι της Γιώτας που είναι συγχωριανή μας και αναφέρεται σε συγχωριανό μας. Ευλογούμε τα γένια μας; Όχι. Το βιβλίο λοιπόν δεν μεγαλοποιεί. Δεν αναδεικνύει μια μετριότητα σε σημαντικό, επειδή είναι Ροδαυγιώτης. Αναδεικνύει τον Κ. Διαμάντη, έναν σημαντικό πνευματικό άνθρωπο και χαίρεται, όπως και όλοι μας που είναι συντοπίτης μας. Το ίδιο ισχύει και για τη Γιώτα Λάμπρη, προέχει η σημαντικότητα του βιβλίου της και έπεται η χαρά μας που είναι γραμμένο από μια συγχωριανή μας.
δ) με αυτό όμως ως δεδομένο το βιβλίο σκαλίζει ενοχές και ατομικές και συλλογικές (ατόμων και φορέων)
Διαβάζει κανείς στο βιβλίο ότι ο Κ. Διαμάντης πέθανε το 2004. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αγ. Βαρβάρα το 2007. (δεν το ήξερα, από το βιβλίο το έμαθα). Και λοιπόν; Έγινε κάτι; Δεν έπρεπε να γίνει; Δεν είναι τόσο βαρύ το όνομα του Κ. Διαμάντη για τη συλλογική μας μνήμη; Κι αν δεν γράφονταν αυτό το βιβλίο; Ο Κ. Διαμάντης και το έργο του θα απασχολούσε μόνο λοξούς ερευνητές και φιλολόγους. Ο χρόνος θα κυλούσε αδυσώπητα και θα ήταν μικρή αναφορά ως όνομα στα λεγόμενα κάποιων μεγαλύτερων, όσο για τους νεότερους αφήστε τα: κενό. (Και το σημαντικό για μας και για τους νέους θα συνέχιζε να καθορίζεται από τα συνήθη τηλεοπτικά πρότυπα και πρόσωπα). Εδώ η ευθύνη βαραίνει όλους μας και δεν κάνω υπαινιγμό, αλλά ευθεία αναφορά - πρόκληση προς τους τοπικούς φορείς για τη δράση τους τα προηγούμενα χρόνια σ’ αυτό τον τομέα.
Για να συνοψίσω
Ο Αριστοτέλης γράφει κάπου ότι υπάρχουν πράγματα που είναι αναγκαία και άλλα που είναι χρήσιμα-ωφέλιμα. Προφανώς το βιβλίο της Γιώτας είναι ωφέλιμο, δεν χωράει συζήτηση. Όμως θεωρώ πως πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητά του αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή. Διότι λειτουργεί όπως ο κρίκος για τον αναρριχητή. Διασώζει τη μνήμη του Κ. Διαμάντη από το βάραθρο της λήθης, της άγνοιας και εντέλει της ισοπέδωσης και της απαξίωσης του. Και το κυριότερο: ανακινεί το ενδιαφέρον για το έργο του.
Αφού ευχηθώ στη Γιώτα Λάμπρη καλή δύναμη για το επόμενο βιβλίο, θα τελειώσω με το σημείωμα που έστειλε ο Κοτζιούλας στον Κ. Διαμάντη μια και είναι χαρακτηριστικό για την περιοχή μας.
ΣΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΗΤΗ
Χαρά σ’ εσένα, ταπεινέ και δουλευτάρη φίλε,
π’ αν είχε στόμα η ποταμιά του τόπου μας κι εμίλειε,
«δε βγαίνουν μόνο κάρβουνα – θάλεγε – δω απ’ τα ρείκια,
μα και μελίσσια της σπουδής που η προκοπή τους δίκια».
Γ. Κοτζιούλας