Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Παροιμίες της πεθεράς μου - Κριτική προσέγγιση, (12-6-2015)  

 

Εισαγωγικό σημείωμα

      Παροιμίες της πεθεράς μου; Ναι! Γιατί, όχι; Τι πιο γλυκό από το να συλλέγεις πείρα και γνώση από τους πιο μεγάλους και, μάλιστα, από τη δεύτερη μάνα σου, την πεθερά σου! Σαν και δεν μας τα λες καλά, ίσως, πουν κάποιοι! Μάνα είναι μόνο μία, αυτή που μας έφερε στον κόσμο! Ναι, ακόμα κι αν δεν διαφωνήσω απολύτως σ’ αυτό, σας βεβαιώνω πως ένα από τα πιο εύκολα πράγματα στον κόσμο είναι να σ’ αγαπάει η πεθερά σου! Υπερβολές; Όχι, καθόλου! Με μία προϋπόθεση! Ποια; Να, να μην έχεις ποτίσει την ψυχή σου με την προκατάληψη πως οι πεθερές είναι εκ προοιμίου κακές και άλλα όμοια. Διότι, εκτός εξαιρέσεων που έχουν να κάνουν με τη φύση των ανθρώπων και όχι με την ιδιότητα της πεθεράς, αν  χαρίσεις όμορφα συναισθήματα, τα ίδια θα λάβεις ως ανταπόδοση! Αν όμως δεις τη μητέρα του συντρόφου σου ως μια γυναίκα που μόνο το κακό απεργάζεται εις βάρος σου, τότε δεν σε γλιτώνει τίποτα. Και αφορμής δοθείσης σημειώνω πως έχω πολλές αντιρρήσεις για την αλήθεια της ρήσης του φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ ότι «Η κόλαση είναι οι άλλοι», διότι σε πολλές ανθρώπινες σχέσεις ο μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι οι άλλοι, αλλά ο εαυτός μας!

      Τούτη, λοιπόν, η συλλογή παροιμιών, η οποία πραγματοποιήθηκε επί σειρά ετών σε διάφορες συνομιλίες με την πεθερά μου, την Παναγιώτα Α. Φάσσαρη - Στούμπου από τη Φιγαλία Ηλείας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα μικρό αντίδωρο σε κείνη για τη διαρκή έγνοια της και για τα συναισθήματα που απλόχερα μου χάρισε.

      Βέβαια, πέραν της προαναφερθείσας πρόθεσης, μια συλλογή παροιμιακού λόγου έχει αυτοτελή  αξία. Έχοντας, λοιπόν, συλλέξει πλήθος άλλων παροιμιών, μια και  θαυμάζω απεριόριστα αυτή τη μορφή λόγου, δεν θα αρκεστώ στην απλή καταγραφή, αλλά θα αποπειραθώ να προσεγγίσω και την αλήθεια που υποκρύπτεται στην αλληγορική διατύπωσή τους καταφεύγοντας συχνά και σε ποικίλο αποφθεγματικό λόγο.  

      Αλλά ας δούμε πρώτα πώς ορίζει ο λεξικογράφος Ησύχιος1 την έννοια της λέξης παροιμία: «“Παροιμία· βιωφελής λόγος παρά τήν ὁδόν λεγόμενος, οἷον παροδία· οἷμος γάρ ἡ ὁδός” καί “παροιμίαι· παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καί παθῶν ἐπανόρθωσιν”. Κατά τόν ὁρισμόν τοῦτον, ἡ παροιμία εἶναι ὁ διερμηνεύς τῆς σκέψεως τοῦ λαοῦ, διά τοῦτο καί ἀνέγραφον κατά τήν ἀρχαιότητα εἰς τάς Ἑρμᾶς, ἤτοι τάς προτομάς τοῦ Ἑρμοῦ τάς εὑρισκο-μένας ἐπί στηλῶν εἰς τούς κεντρικωτέρους δρόμους, διάφορα ρητά πρός διδασκαλίαν τῶν διαβατῶν, ἐκ τούτου δέ καί ἡ ἀ-νωτέρω ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς προθέσεως “παρά” καί “οἶμος”, ὑποδεικνυομένου οὕτω καί τοῦ κοινωφελοῦς πρακτι-κοῦ σκοποῦ, εἰς τόν ὁποῖον ἀπέβλεπον».

      Ως διδακτικός λόγος οι παροιμίες «αποτελούν το απαύγασμα της ηθικής και πρακτικής σοφίας του λαού μας, προέρχονται κυρίως από αρχαία ρητά, από την εκκλησιαστική γραμματεία, από αισώπειους μύθους ή άλλους λαϊκούς μύθους, καθώς και από λαϊκό αυτοσχεδιασμό»2 και καθόλου τυχαία χρησιμοποιούνται προς επίρρωση των λεγομένων μας. 

Παροιμίες    

1. Άλλα λέει/κανονίζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης, λέμε, όταν διίστανται οι απόψεις μεταξύ υποτακτικού και αφεντικού, μεταξύ υφισταμένου και προϊσταμένου,… Και για διαφωνούντες εν γένει ταιριάζει η παροιμία και συνδέεται νοηματικά με τον μύθο του Αισώπου3 «Ὄνος καί ὀνηλάτης» που λέει: «Ὄνος ὑπό ὀνηλάτου ἀγόμενος, ὡς μικρόν τῆς ὀδοῦ προῆλθεν, ἀφείς τήν λείαν εἰς κρημνόν ἐφέρετο· μέλλοντος δ’ αὐτοῦ κατακρημνίζεσθαι ὁ ὀνηλάτης ἐπιλαβόμενος τῆς οὐρᾶς ἐπειρᾶτο περιάγειν αὐτόν· τοῦ δέ εὐτόνως ἀναπίπτοντος ἀφείς αὐτόν ἔφη: "Νίκα· κακὴν γάρ νίκην νικᾷς". Πρός ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος.», δηλαδή «Ένας γάιδαρος που οδηγούνταν από τον οδηγό του, μόλις για λίγο βγήκε από τον δρόμο, άφησε τον ίσιο δρόμο και τραβούσε σε γκρεμό· όταν πήγαινε να γκρεμιστεί, ο οδηγός τον έπιασε από την ουρά και προσπαθούσε να τον γυρίσει· καθώς όμως έπεφτε με ορμή, τον άφησε και είπε: "Νίκα· διότι η νίκη σου είναι κακή". Η διήγηση είναι κατάλληλη για άντρα φιλόνικο».

2. Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν, άλλοι πίνουν και μεθούν, λέμε για όσους απολαμβάνουν αγαθά, τα οποία παρήχθησαν χωρίς δική τους συμβολή, αλλά με τον μόχθο άλλων. Πρόδρομος της παροιμίας αυτής είναι χωρίς άλλο η αρχαία παροιμία4 «Ἄλλοι σπείρουσι, ἄλλοι δὲ ἀμήσονται», δηλαδή άλλοι σπέρνουν και άλλοι θα μαζέψουν τον καρπό. 

3. Αν λυπάσαι το ραβδί σου, θα χαλάσεις το παιδί σου, λέμε, όταν θέλουμε να αναδείξουμε την παιδαγωγική αξία της τιμωρίας· η παροιμία αυτή μας οδηγεί σε κείνη που λέει «Ὅπου δέν πίπτει λόγος, πίπτει ῥάβδος», η οποία προέρχεται από λόγια παραφθορά της παροιμίας «Ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος: ἐπὶ τῶν μὴ πειθομένων τοῖς εἰσηγουμένοις τὰ βέλτιστα.»,5 δηλαδή, αυτόν που δεν τον αγγίζει ο λόγος, δεν τον αγγίζει ούτε η ράβδος: για όσους δεν συνετίζονται με τα καλά λόγια που τους λένε.

4. Αν ο Θεός άκουγε τις κουρούνες, θα ’χαν ψοφήσει τα γεράκια, λέμε, για  να τονίσουμε πως ακόμα κι ο Θεός είναι με το μέρος των ανώτερων ανθρώπων, των τολμηρών, των δυνατών κ.λπ. Το περιεχόμενο αυτής της παροιμίας είναι πολύ πιθανό να σχετίζεται με την επιθετικότητα των κουρούνων έναντι του γερακιού, η οποία υποδηλώνεται και στη φράση «Μαζεύτηκαν όπως οι κουρούνες στο γεράκι». Αλλά και εν γένει στον λαϊκό λόγο η κουρούνα εκπροσωπεί την περιφρόνηση, ενώ το γεράκι τη δύναμη, όπως π.χ. στις παροιμίες «Κάλλιο μια μέρα γεράκι, παρά έναν χρόνο κουρούνα», «Να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να μας χάριζαν καμπόση».

5. Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο, και ποιον να πρωτοκλάψω, λέμε, όταν πλήθος  βασάνων μας ταλανίζουν και δεν ξέρουμε για ποιο να κλάψουμε, ενώ εκείνο που θα ’πρεπε να διαθέτουμε είναι η μακροθυμία σύμφωνα και με την προτροπή του Φιλιστίωνος6 «Ἄνθρωπος ὤν μηδέποτε τήν ἀλυπίαν/ αἰτοῦ παρά θεῶ<ν>, ἀλλά τήν μακροθυμίαν», δηλαδή, όντας άνθρωπος ποτέ να μη ζητάς από τους θεούς απουσία λύπης, αλλά υπομονή, την οποία συμπληρώνει ο Μένανδρος λέγοντας: «Ὅταν δ’ ἄλυπος διά τέλους εἶναι θέλῃς,/ ἤ θεόν εἶναί σε δεῖ, ἤ νεκρόν», δηλαδή,  όταν θέλεις να μην έχεις λύπη από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής σου, πρέπει να είσαι ή θεός ή νεκρός.

6. Από μπονόρα στη δουλειά κι από νωρίς στο σπίτι, λέμε, για να επισημάνουμε πως οφείλουμε να πάμε πρωί για τις εκτός σπιτιού εργασίες μας, ώστε να επιστρέψουμε νωρίς, για ν’ ασχοληθούμε με τα του οίκου, αλλά και γενικά πως οφείλουμε να ενεργούμε εγκαίρως. Η παροιμία συναντιέται νοηματικά με κείνη που λέει «Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο.»7

7. Από την πολλή αγάπη που σου ’χω, άντρα μου, ξέχασα τ’ όνομά σου, λέμε με ειρωνική διάθεση, όταν κάποιος λησμονεί, ως μη όφειλε, σημαντικά πράγματα, κάτι που δηλώνεται και με την παροιμία «Απ’ την πολλή την έγνοια που του ’χα, το ξέχασα!» 

8. -Άσχημέ μου κι άσχημή μου, τι καλό θα φάμε βράδυ; -Όμορφέ μου κι όμορφή μου, τι σκατά θα φάμε βράδυ;  Αυτή η διαλογική παροιμία λέγεται, όταν υπάρχει λόγος να τονιστεί πως σημασία για την επιτυχία ενός γάμου, δεν έχει η ομορφιά, αλλά πιο ουσιαστικά πράγματα. Απαντά και στην παραλλαγή «Αχαμνέ μου κι άσχημέ μου, τι θα πρωτοφάμε βράδυ;» Και ο Αντισθένης,8 όταν ρωτήθηκε «τι γυναίκα να παντρευτώ;», απάντησε «Ἄν μέν καλήν, ἕξεις κοινήν, ἄν δέ αἰσχράν, ἕξεις ποινήν», δηλαδή,  αν πάρεις όμορφη θα τη μοιράζεσαι, αν πάρεις άσχημη θα τιμωρηθείς. Βέβαια, η υπεροχή της εσωτερικής σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση έχει υπερτονιστεί κι από πλείστους άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, και όχι μόνο· για παράδειγμα, ο Φιλιστίων9 λέει απευθυνόμενος στον Μένανδρο: «Εὐσχημονεῖν φρόντιζε, μή τῷ σχήματι/ τό σῶμα κοσμῶν, ἀλλά τῷ φρονήματι», δηλαδή, φρόντιζε να συμπεριφέρεσαι με σεμνότητα, όχι κοσμώντας το σώμα ως προς τα ενδύματα, αλλά ως προς το φρόνημα.

9. Αφρίζεις, ξαφρίζεις, εγώ σ’ αγόρασα και θα σε φάω!  Λέμε για την τσιγκουνιά, αλλά και την επιλογή να μην απαξιώνουμε κάτι, επειδή κάναμε λάθος εκτίμηση κατά την αγορά του.  Βέβαια, η παροιμία προέκυψε, όπως λέγεται, όταν κάποιος τσιγκούνης αγόρασε, αντί για τυποποιημένο τυρί, σαπούνι, το οποίο, όταν άρχισε να το τρώει, έβγαζε αφρούς και παρά την κατανόηση του λάθους του, είπε την παροιμιακή πλέον φράση.

10. Βάζει το λύκο πιστικό, το σκύλο τυροκόμο, λέμε για  τους κινδύνους που ελλοχεύουν, όταν κανείς δίνει βάση σε κάτι αταίριαστο, συχνά επικίνδυνο ή όταν δείχνει εμπιστοσύνη σε λάθος άτομα. Η παροιμία παραπέμπει σε στίχο του δημοτικού τραγουδιού «Λεβέντης εροβόλαγε», όπου σ’ ένα σημείο του διαλόγου που κάνει ο λεβέντης με τον χάρο λέει: «-Λεβέντη πούθεν έρχεσαι και πούθε καταβαίνεις;/ -Από τα πράτα μ’ έρχουμε, στο σπίτι μου παγαίνω,/ πάνω να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω,/ άφ’κα το λύκο πιστικό, το σκύλο τυροκόμο.»10

11. Βαρέθηκα δυο πράματα, νιάτα και γεροντάματα, λέμε, για ν’ αναδείξουμε πως σ’ αυτές τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες περιόδους της ζωής, έχουμε πολλά, αλλά διαφορετικά προβλήματα. Η παροιμία απαντά και με τη μορφή «Δεν νταγιαντώ δυο πράματα, νιάτα και γεροντάματα». Ενδιαφέρον, όμως, έχουν και οι παραλλαγές της παροιμίας, όπου στη θέση της λέξης νιάτα, υπάρχουν οι λέξεις σεβντά(ς) ή φτώχια.        

12. Βόηθα τον τεμπέλη, να τον κάνεις πιο τεμπέλη, λέμε, για να θίξουμε το μάταιο της βοήθειας σ’ έναν ακαμάτη, η οποία δεν τον κάνει ν’ αλλάξει και να γίνει εργατικός, αλλά αντιθέτως συντηρεί την τεμπελιά του· μ’ αυτή την παροιμία συναντιέται κατά έναν τρόπο και η γνώμη του Σόλωνα του Αθηναίου,11 ο οποίος «ἀπορίᾳ γὰρ ᾤετο δεῖν βοηθεῖν, οὐκ ἀργίαν ἐφοδιάζειν», δηλαδή, πίστευε ότι πρέπει να βοηθάμε τους φτωχούς, όχι να ενισχύουμε τους τεμπέληδες. 

13. Γέλα με να σε γελώ, να περνούμε τον καιρό, λέμε, όταν κωλυσιεργούμε εθελοτυφλώντας εν γνώσει μας και δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικό, για να βρούμε ικανοποιητική λύση σε υπαρκτό πρόβλημα, παρότι «Ἀγών οὐ μένει ἄνδρας λελειμμένους», δηλαδή, ο αγώνας δεν περιμένει τους άνδρες που καθυστερούν.12

14. Δε θ’ απολάς τ’ς κουβέντες, αν δεν είναι γινωμένες,  λέμε για τη σημασία και τις συνέπειες του παράκαιρου λόγου· η παροιμία αυτή σχετίζεται με διατυπώσεις  του αρχαιοελληνικού λόγου, όπως για παράδειγμα τη φράση του Δία προς την Αθηνά13 «τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», δηλαδή, «ποιος λόγος, κόρη μου, ξέφυγε απ’ το φράχτη των δοντιών σου;», το απόφθεγμα του Χίλωνα του Λακεδαιμόνιου14 «Ἡ γλῶσσά σου μή προτρεχέτω τοῦ νοῦ», δηλαδή, η γλώσσα σου να μην τρέχει πιο γρήγορα απ’ το μυαλό σου, και άλλες πολλές. 

15. Δεν είναι που δεν πεθαίνω, είναι που ζω και μαθαίνω, λέμε, για να τονίσουμε την αξία της δια βίου μαθήσεως, η οποία παραπέμπει στην πασίγνωστη ρήση του Σόλωνα του Αθηναίου15 «Γηράσκω δ’ αἰεί πολλά διδασκόμενος», δηλαδή γερνάω πολλά μαθαίνοντας, την οποία ο Πλάτων16 συμπληρώνει: «ἐθέλοντα κατά τό τοῦ Σόλωνος καί ἀξιοῦντα μανθάνειν ἕωσπερ ἄν ζῇ, καί μή οἰόμενον αὐτῷ τό γῆρας νοῦν ἔχον προσιέναι» και «γηράσκων γάρ πολλά διδάσκεσθαι ἐθέλω ὑπό χρηστῶν μόνον». Ο Πλάτων, δηλαδή,  πίστευε πως γίνεται πιο συνετός στο μέλλον αυτός που θέλει, σύμφωνα με το απόφθεγμα του Σόλωνος, και κρίνει άξιο να μαθαίνει όσο ζει και δε νομίζει ότι τα γηρατειά έρχονται βάζοντας μόνα τους γνώση, αλλά και πως θέλει γερνώντας να διδάσκεται πολλά, αλλά μόνο από ενάρετους δασκάλους.

16. Είπαμε πολλά και σώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι, λέει αυτή η παροιμιακή φράση, η οποία συνηθίζονταν στο τέλος παραμυθιών, ή τραγουδιών με την παραλλαγή «Το τραγούδι μου τελειώνει, ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι» και μεταφορικά αναφέρεται στους φλύαρους. 

17. Ένας ποντικός τρώει το σακί (ενν. με το αλεύρι), όλα τα ποντίκια φταίνε,  λέμε κάθε που η ευθύνη αντί να αποδίδεται στον υπαίτιο διαχέεται σ’ όλους, κάτι που συνιστά έλλειψη δικαιοσύνης. Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως «ἐσχάτη ἀδικία δοκεῖν δίκαιον εἶναι μή ὄντα», δηλαδή, χειρότερη μορφή αδικίας είναι να θεωρείται κάτι δίκαιο, ενώ δεν είναι.17

18. Έξω απ’ το σπίτι μου, ας είναι κι ο αδελφός μου, λέμε, για να τονίσουμε πως προτεραιότητα έχουν τα προβλήματα του σπιτιού μας και η επίλυσή τους και μετά των άλλων, ακόμα και των πολύ οικείων. Η παροιμία και το νόημά της μας πηγαίνει στην «Όσα κλείνει η πόρτα σου!», για να συμπληρωθεί από κείνη που λέει «Τ’ αδέλφια, όταν παντρευτούν, γίνονται γειτόνοι!» 

19. Ερημιά στον κόσμο, λέμε, για ν’ αναδείξουμε τη μοναξιά που μπορεί να αισθάνεται ο άνθρωπος, ειδικά στις πόλεις, όπου υπάρχει πολυκοσμία, αλλά είναι δύσκολο να βρεις ουσιαστική επικοινωνία. Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης18 έγραψε εύστοχα για τη μοναξιά: «Ποτέ ἄλλοτε οἱ στέγες  τῶν σπιτιῶν μας δέν ἤτανε τόσο κοντά ἡ μιά στήν ἄλλη, ὅσο εἶναι σήμερα, κι ὅμως ποτέ ἄλλοτε οἱ καρδιές μας δέν ἤτανε τόσο μακριά ἡ μιά ἀπό τήν ἄλλη ὅσο εἶναι σήμερα. Ἡ μοναξιά πού ἔνιωθε δέν ἤτανε μιά ἀτομική περίπτωση. Ἔνιωθε πώς εἶναι ἡ μοίρα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ποτέ ἄλλοτε ὅσο σήμερα δέν ἤτανε τόσο βαθιά ἡ μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στόν ἄνθρωπο!»

20. Η αλεπού δε χώραγε να περάσει και κρέμαγε και κολοκύθια, λέμε για την επιζήτηση των περιττών. Απαντάται και στην παραλλαγή «Η αλεπού δε χώραγε στην τρύπα της, κουβάλαγε και κολοκύθια».

21. Η γριά στο μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει, λέμε για τις παράκαιρες και παράλογες απαιτήσεις. Η παροιμία απαντάται σε παραλλαγές, όπως «Η γριά το μισοχείμωνο τ’ αγγούρι εθυμήθη», «Η γριά το βαρυχείμωνο ξυλάγγουρο ορέχθηκε», αλλά και με αναφορά σε άλλα φρούτα, όπως «Η γριά το μισοχείμωνο σταφύλι εζητούσε».

22. Η υγειά στο στρώμα δε χωράει, λέμε, για να βεβαιώσουμε πως κανείς δεν κάθεται στο κρεβάτι του, όταν είναι υγιής. Την παροιμία τη συναντούμε και σε παραλλαγές, όπως «Γερό το στρώμα δε χωρεί (ή δεν κρατεί) κι άρρωστο το τραπέζι» και «Η γεια στα ρούχα (δηλ. στα κλινοσκεπάσματα) δε χωρεί». Συμπληρωματικά ας αναφερθούν εδώ και δυο σχετικά λογοπαίγνια της πεθεράς μου: «Να ’χεις τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, γιατρού δεν έχεις χρεία» και «Γεια σας και χαρά σας και μια κουφή (= πορδή) από κοντά σας».

23. Η κατσίκα ψοφάει και την ουρά την έχει απάνω, δηλαδή όρθια, λέμε για αρνητικά ελαττώματα του ανθρώπου, τα οποία δεν αποβάλλει μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάτι ανάλογο λένε και οι στίχοι του Παλλαδά:19 «ὦ γένος ἀνθρώπων ἀνεμώλιον, αὐτοχόλωτον, ἄχρι τέλους βιότου μηδὲν ἐπιστάμενον», δηλαδή, άστατο ανθρώπινο γένος, που πολεμάς τον εαυτό σου, ως το τέλος της ζωής δε βάζεις μυαλό.

24. Η νύχτα κι η αυγή είναι μάνα κι αδελφή, λέμε για τη σημασία που έχει για τη νοικοκυρά, την κουρνάζα (< κούρνα = σπιτάκι για κότες), όπως τη λέει η πεθερά μου τη δυναμική και προκομμένη γυναίκα, η αξιοποίηση του χρόνου για την έγκαιρη αποπεράτωση των εργασιών της. Το πρωινό ξύπνημα, πριν ακόμα χαράξει, το να βάλει μπροστά τη μέρα, όπως λένε, ήταν προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και η παροιμία «Όσο βοηθάει η αυγή, δε βοηθάει η αδελφή». Σε συνάρτηση, λοιπόν, μ’ αυτή την παροιμία και δεδομένης της σημασίας που είχε στην αγροτική κοινωνία η συμμετοχή των παιδιών στις εργασίες του οίκου, ας αναφερθεί η ακόλουθη αφήγηση της πεθεράς μου, η οποία αναδεικνύει τον φόβο του θανάτου, έστω και με τη μορφή απειλής, ως λόγο επίσπευσης των εργασιών: «Όταν μας έστελναν στη βρύση με τη στάμνα για νερό οι θείες κι οι γιαγιάδες, έφτυναν στο χώμα και μας έλεγαν: -Ώσπου να στεγνώσει ή να λιώσει το σάλιο, να γυρίσετε απ’ τη βρύση, γιατί αλλιώς θα πεθάνετε!»20

25. Θα βάλω τον κόπανο μ’ να κλαίει, λέμε ειρωνικά για ένα θέμα, το οποίο δεν μας αγγίζει κι επομένως δεν μας προκαλεί καμιά στενοχώρια. Η παροιμία μάς οδηγεί στην παροιμιώδη φράση «Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ», δηλαδή, δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη, την οποία είπε ο Ιπποκλείδης στον Κλεισθένη,21 όταν λόγω του «αδιάντροπου» χορού του τον απέρριψε από μνηστήρα της κόρης του λέγοντάς του πως «ἀπορχήσαό γε μὲν τὸν γάμον», δηλαδή, με το χορό σου κλώτσησες τον γάμο σου!    

26. Θέρος, τρύγος, πόλεμος, λέμε για να τονίσουμε πως ο θέρος κι ο τρύγος είναι εξίσου σημαντικές δραστηριότητες με τον πόλεμο και απαιτούν, όπως κι εκείνος, κινητοποίηση και συμμετοχή της κοινότητας· αυτό εκφράζεται και σε παραλλαγή της παροιμίας που λέει «Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν».

27. Κάθε δέντρο έχει τα ξεράδια τ’, λέμε για να εκφράσουμε τη βεβαιότητα πως ο κάθε άνθρωπος έχει και τα ελαττώματά του! Αυτή η παροιμία συνδέεται νοηματικά με τη διατύπωση του Αρχύτα του Ταραντίνου22 «ὥσπερ ἔργον ἐστίν εὑρεῖν ἰχθύν ἄκανθαν μή ἔχοντα, οὕτω καί ἄνθρωπον μή κεκτημένον τι δολερόν καί ἀκανθῶδες», δηλαδή, όπως είναι δύσκολο να βρεις ψάρι χωρίς αγκάθια, έτσι είναι δύσκολο να συναντήσεις άνθρωπο χωρίς κάτι δολερό και ακανθώδες, χωρίς δηλαδή κάποιο ελάττωμα.

28. Καιρός πανιά (= κεντήματα, υφαντά, γενικώς προικιά), καιρός παιδιά, καιρός αδράχτια μοναχά, λέμε, όταν θέλουμε να τονίσουμε πως κάθε τι πρέπει να γίνεται στον κατάλληλο χρόνο· σχετικό νόημα έχει και η σύντομη ρήση του Πιττακού του Μυτιληναίου23 «Καιρόν γνῶθι», να γνωρίζεις δηλαδή τον κατάλληλο χρόνο· και στον Εκκλησιαστή24 διαβάζουμε, επίσης: «Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν», πως δηλαδή υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος για όλα κάτω από τον ουρανό.

29. Και τα βαριά στο γάιδαρο και τ’ αλαφριά στο γάιδαρο, λέμε, όταν όλα τα βάρη φορτώνονται στους αδύναμους. Βέβαια, οι σχετικές παροιμίες «Κατά το ζώο και το φόρτωμα» και «Όσο φόρτωμα  μπορείς, τόσο και να σηκώνεις» είναι πιο δίκαιες.  

30. Καλή η φωτιά, καλή η κυρά, εδώ πα θα μείνω πια, λέμε για να δώσουμε έμφαση σε φιλοξενία που μας παρέχουν. Για την αξία της φιλοξενίας έχουν γραφεί πολλά· να, όμως, μια ενδιαφέρουσα γνώμη του Μενάνδρου25 που λέει: «Ξένους ξένιζε, μήποτε ξένος γένῃ», δηλαδή, φιλοξένησε τους ξένους, μήπως και συ γίνεις κάποτε ξένος. 

31. Κάλλιο η μάμα (= στομάχι) μου, παρά η μάνα μου, λέμε για την πρόταξη του ατομικού συμφέροντος έναντι οποιουδήποτε άλλου. Παροιμία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τον σημαίνοντα στίχο του Ευριπίδη26 «ἀλλ' ἐς τό κέρδος παρά φύσιν δουλευτέον», δηλαδή είναι δυσάρεστο «να εξευτελίζεσαι, για το όποιο κέρδος».

32. Καλό το γάλα, το τυρί, κακό το χάι χούι, λέμε, όταν θέλουμε να τονίσουμε πως είναι καλό να απολαμβάνεις διάφορα αγαθά, αλλά είναι δύσκολη η δουλειά, την οποία έχουν ως προϋπόθεση. Ίδιο νόημα έχουν και οι παραλλαγές της παροιμίας: «Γλυκό το γάλα το τυρί, πικρό το  χάι χούι» και «Γλυκό είναι το τυρόγαλο, πικρό το χάι χούι».

33. Κι η γριά η μονοδόντα, άντρα γύρευε η πορδού, λέμε χλευαστικά για γάμο παρήλικης γυναίκας, αλλά και για όσους ζητούν ανοίκεια πράγματα. Σε παραλλαγή της παροιμίας η μονοδόντα έχει γίνει μονοδοντού. Ούτως ή άλλως, αρχικά αποτελούσε στίχο σατυρικού τραγουδιού, ο οποίος εξέπεσε σε παροιμία. Αν και συναντιέται σε πολλές περιοχές του τόπου μας, παρατίθενται εδώ στίχοι σατυρικού αποκριάτικου τραγουδιού από τη Μακρακώμη Φθιώτιδας: «Τις μεγάλες αποκριές/ που χορεύουν οι γριές / σαν τομάρια σαν προβιές/ και μια γριά μονοδοντού/ άντρα γύρευε η πορδού.»27

34. Κλέφτης άπιαστος, καθάριος νοικοκύρης, λέμε για άνθρωπο, ο οποίος πλούτισε, έγινε νοικοκύρης, κάνοντας χρήση κλεμμένων αγαθών, για τα οποία δεν έδωσε ποτέ λόγο. Η παροιμία οδηγεί στη γνώμη του Μενάνδρου28 «Ἀνήρ δίκαιος πλοῦτον οὐκ ἔχει ποτέ», δηλαδή ο δίκαιος άνθρωπος δεν αποκτά ποτέ πλούτο!

35. Μερεμέτα και σκαπέτα, λέμε για πρόσωπο που κάνει μια εργασία με προχειρότητα και χωρίς να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο, αλλά και για το μέτριο ή κακό αποτέλεσμα της εργασίας του, η οποία δείχνει τον τρόπο με τον οποίο έγινε. Ανάλογη σημασία έχει η φράση «Ήρθε, το τσαλαπάτησε, κι έφυγε!»

36. Με το μέλι τρως ψωμί, λέμε για την αποτελεσματικότητα του καλού λόγου. Η παροιμία ταυτίζεται νοηματικά με κείνη που λέει «Πιο πολύ ψωμί τρως με μέλι παρά με ξίδι». 

37. Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, λέμε για όσους, ενώ βρίσκονται στην αρχή μιας δράσης τους, ονειροπολούν για την επιτυχία της και αυταπατώνται με μάταιες ελπίδες.

38. Μια καλή φαγοπιοτούρα, κάνει πέντε μέρες κούρα, μπορεί να πει κάποιος, συνήθως αστειευόμενος, ενώ συμμετέχει σε πλουσιοπάροχο γεύμα. Το ίδιο νόημα απαντάται και στη στροφή του ποιήματος «Εκάλεσα τους φίλους μας»: «Με την παρέα την καλή/ και την φαγοπιοτούρα/ όλα τα βάσανα ξεχνώ/ και κάθε μου σκοτούρα.»29

39. Μνημονεύει με ξένα κόλλυβα, λέμε για όποιον επωφελείται από προσπάθειες άλλων, τις οποίες εμφανίζει  ως δικές του ή κάνει τον γαλαντόμο με ξένα υλικά μέσα. Σχετικό νόημα έχουν και οι παροιμίες «Με ξένα κόλλυβα δικό μας συχώριο» και «Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο».

40. Μύτη με μύτη στο βελόνι κλωστή δεν περνάει, λέμε για να επισημάνουμε πως, όταν δυο άνθρωποι μαλώνουν, δεν υπάρχει περιθώριο συνεννόησης, παρά μόνο εάν ισχύσει το «δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θυμουμένου, ὁ μή ἀντιτείνων τοῖς λόγοις σοφώτερος», δηλαδή, όταν συζητούν δύο κι ο ένας απ’ τους δύο οργίζεται, αυτός που δεν διαφωνεί είναι ο σοφότερος.30

41. Να ’ξεραν οι ανύπαντροι τ’ έχουν οι παντρεμένοι, θα ’παιρναν τα ρουχάκια τους, να ’φευγαν οι καημένοι, λέμε για το αμφίβολο της ευτυχίας μέσα σ’ έναν γάμο· σχετικό νόημα έχει η παροιμία που λέει «Και παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρι!», αλλά και η γνώμη του Μενάνδρου31 «Γάμος γάρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν», δηλαδή ο γάμος είναι για τους ανθρώπους ένα κακό που εύχονται.

42. Να ’χαν τ’ αντρόγυνα χολή, να ’χαν τ’ αδέλφια αμάχη, λέμε εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως οι λογομαχίες των συζύγων και οι έριδες των αδελφών είναι παροδικές και δεν διαταράσσουν για πολύ την αμοιβαία αγάπη. Την ουσία της παροιμίας αναδεικνύει και η γνώμη του Μενάνδρου32 «Ὀργή φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον», δηλαδή η οργή μεταξύ αγαπημένων κρατάει λίγο. 

43. Ο άνθρωπος είναι βαρύς σαν το αλάτι και γλυκός σαν το μέλι, λέμε για να τονίσουμε πως ο άνθρωπος έχει ελαττώματα και προτερήματα.33

44. Ο γαμπρός γιος δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, λέμε προς επίρρωση της κοινωνικής αντίληψης, η οποία επιχωριάζει ποικιλότροπα, άλλοτε ισχύοντας κι άλλοτε όχι, όπως το βεβαιώνει κι η παροιμία «Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας και για το γιο η κότα»!

45. Ο γέρος/η γριά κι αν στολίζεται στον ανήφορο γνωρίζεται, λέμε, όταν κάποιος ηλικιωμένος φροντίζει ιδιαίτερα την εξωτερική του εμφάνιση προκειμένου να κρύψει τη σωματική αδυναμία, η οποία σχετίζεται με την ηλικία του, παρότι η παροιμία «Στον νιό τα νιάτα και στον γέροντα η αρμάτα» μιλά εμφατικά για τον στολισμό των ηλικιωμένων. Πάντως, στο νόημα της πρώτης παροιμίας συνηγορεί κι αυτή που λέει «Ο γέρος κι αν παινεύεται, ο ανήφορος το δείχνει».

46. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη! Όταν πέσουν, σηκώνονται και πλένονται, δεν κάθονται με τις λάσπες, λέμε για την αυτονόητη παραδοχή πως οι άνθρωποι σφάλλουν· το ζήτημα είναι να επανορθώνουν και να μην τα επαναλαμβάνουν, κάνοντας πράξη το «Πάθει μάθος»,34  δηλαδή το πάθημα να είναι μάθημα.

47. Ο κακός ο σκύλος φυλάει το μαντρί, λέμε βεβαιώνοντας πως ο σκύλος πρέπει να είναι εχθρικός έναντι όποιου πλησιάζει το μαντρί, για να το περιφρουρεί· κατ’ επέκταση λέμε το ίδιο για όποιον έχει υπεύθυνη θέση στη δημόσια ζωή, τα συμφέροντα της οποίας οφείλει να προασπίζει χωρίς εκπτώσεις καθώς, επίσης, και για κείνον που είναι υπεύθυνος για τα του οίκου, όπως καταδεικνύει και η παροιμία «Άνθρωπο στο σπίτι και σκύλο στο μαντρί»!

48. Ο καλός ο νοικοκύρης τον χειμώνα χαίρεται, λέμε για τον  καλό νοικοκύρη, μια κι αυτή την εποχή απολαμβάνει τα αγαθά των κόπων του και αναλαμβάνει δυνάμεις.

49. Ο κάλπικος παράς δεν χάνεται, λέμε για τον ανάξιο άνθρωπο, ο οποίος βρίσκει τρόπους να επιβιώνει. Αλλά, «Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένουν στον νοικοκύρη!» λέει άλλη παροιμία.

50. Οι κάμποι τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες, λέει η παροιμία περιγράφοντας αυτό, στο οποίο αναφέρεται, ότι δηλαδή οι κάμποι, λόγω πλούσιας τροφής και απλωσιάς, προσφέρουν ευκολότερες συνθήκες διαβίωσης και είναι κατάλληλοι από αρχαιοτάτων χρόνων για την εκτροφή αλόγων, ενώ η ζωή στα βουνά, λόγω αντίξοων συνθηκών, είναι δύσκολη και χρειάζεται διαρκής αγώνας και παλικαριά για να τη ζήσεις. Βέβαια, αλληγορικά απηχεί και την ιδιοσυγκρασιακή διαφορά, και όχι μόνο, μεταξύ των πεδινών και των ορεινών πληθυσμών.

51. Ο κλαψής έφαγε τον τραγουδιστή, λέμε για όποιον μεμψιμοιρεί, συνήθως επινοώντας πειστικούς λόγους προκειμένου να πετύχει κάποιο όφελος, σε αντίθεση με όποιον είναι αξιοπρεπής και δεν κάνει το ίδιο ακόμα κι αν έχει λόγους, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τέτοια συμπεριφορά. Η παροιμία απαντά και ως «Ο κλαψιάρης έφαγε τον τραγουδιστή».

52. Όποιος πρωτοτρώει, στερνοτηράει, λέμε για καθέναν που τρώει βιαστικά, οπότε στη συνέχεια κοιτάει τους άλλους, οι οποίοι τρώνε στο ίδιο τραπέζι. Στην αλληγορία της η παροιμία αναφέρεται σε όσους βιάζονται ν’ απολαύσουν οτιδήποτε, ασχέτως των συνεπειών.

53. Όπου πέφτει η φωτιά καίει, λέμε τονίζοντας πως το κακό αγγίζει περισσότερο αυτόν που το υφίσταται άμεσα. Την ίδια έννοια έχει και η παροιμία «Αλίμονο σ’ αυτόν που τον έφαγε το φίδι!», όπου η λέξη φίδι υποδηλώνει τη συμφορά. Χρήσιμη είναι εδώ και η αναφορά στη διατύπωση του Ισοκράτη,35 ο οποίος υποδεικνύει τη στάση που οφείλουμε να έχουμε έναντι όσων τους βρίσκουν συμφορές: «Μηδενί συμφοράν ὀνειδίσῃς· κοινή γάρ ἡ τύχη καί τό μέλλον ἀόρατον», δηλαδή, κανέναν μην τον χλευάσεις για τη συμφορά του, γιατί η τύχη είναι κοινή και το μέλλον άγνωστο.

54. Όπου σε καλούν δέκα φορές, να πηγαίνεις  μία, λέμε, διότι ενίοτε, αν όχι πάντα, οι συχνές κοινωνικές επαφές δημιουργούν προβλήματα. Η παροιμία απηχεί ως έναν βαθμό τη φιλοσοφία του ποιήματος του  Κ. Π. Καβάφη «Ὅσο μπορεῖς»: «Κι ἄν δέν μπορεῖς νά κάμεις τήν ζωή σου ὅπως τήν θέλεις,/ τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον/ ὅσο μπορεῖς: μήν τήν ἐξευτελίζεις/ μές στήν πολλή συνάφεια τοῦ κόσμου,/ μές στές πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες./ Μήν τήν ἐξευτελίζεις πιαίνοντάς την,/ γυρίζοντας συχνά κ’ ἐκθέτοντάς την/ στῶν σχέσεων καί τῶν συναναστροφῶν/ τήν καθημερινήν ἀνοησία,/ ὥς πού νά γίνει σά μιά ξένη φορτική.»36 

55. Όσο κρύβεις το μήλο, τόσο γλυκαίνει, λέμε για την αξία της ηθικότητας της γυναίκας, η οποία σχετίζεται με τη σεξουαλική της ζωή, αλλά και γενικότερα με τα σωματικά της κάλλη, τα οποία, όσο λιγότερο προβάλλει, τόσο πιο ποθητά γίνονται. Εδώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι το μήλο, εκτός που αποτελεί φρούτο, το οποίο συνδέεται πολλαπλά με την ερωτική ζωή, παραπέμπει και στο μήλο της Εύας. 

56. Ο τεμπέλης το ’χει γεμάτο το σακούλι, λέμε γι’ αυτούς που, αν και τεμπέληδες, τους λυπούνται και τους συνδράμουν πολλοί.37

57. Ο φιδοφαγωμένος κοιμήθηκε, ο νηστικός όχι, λέμε αστειευόμενοι, όταν μας ρωτούν, αν θα φάμε για δείπνο· η παροιμία, ίσως, δημιουργήθηκε σε καιρούς που το φάσμα της πείνας ήταν καθημερινή απειλή. Πάντως, ο Μένανδρος38 θεωρεί πως «Ὕπνος δέ πεῖναν τήν κατ’ ἔσχατον δαμᾷ.», δηλαδή ο ύπνος δαμάζει τη χειρότερη πείνα.

58. Όχι, να γεράσω να παινεύομαι, λέμε για να δηλώσουμε πως είναι σημαντικό, όχι, όταν γεράσουμε να παινευόμαστε, αλλά οι άλλοι να επαινούν τα έργα μας, καθώς επίσης, να μην κρίνουμε τους νεότερους με την απόσταση του χρόνου που μας χωρίζει, αλλά να τους κατανοούμε.

59. Πάρε εργάτη για το Μάρτη κι άσ’ τον να ψειρίζεται, λέμε, επειδή τον Μάρτη αρχίζει να μεγαλώνει η μέρα, οπότε ο εργάτης έχει αρκετό χρόνο για να τελέψει την εργασία που του ανατέθηκε.

60. Πάω να πω τον πόνο μου και βρίσκω πιο μεγάλο, λέμε για τις περιπτώσεις που, όταν αρχίζεις να διηγείσαι τα βάσανά σου, ο συνομιλητής σου αφηγείται και δικά του, τα οποία είναι πιο μεγάλα από τα δικά σου. Η παροιμία αυτή συνδέεται μ’ αυτές που αναφέρονται πιο κάτω,39 μια και η κοινή με άλλους μοίρα κάνει πιο υποφερτή τη δική μας.

61. -Ποιος σ’ το ’βγαλε το μάτι; -Ο αδελφός μ’, γι’ αυτό είναι τόσο βαθιά (ενν. η τρύπα), λέμε, όταν θέλουμε να θίξουμε την ανοίκεια εχθρότητα μεταξύ αδελφών, την οποία μεταξύ άλλων πολύ εύστοχα επιβεβαιώνει ο λόγος του Ευριπίδη40 «ὡς δεινόν ἔχθρα, μῆτερ, οἰκείων φίλων,/ καί δυσλύτους ἔχουσα τάς διαλλαγάς», δηλαδή,  κακό μεγάλο, μάνα, των αδελφών η έχθρα και δύσκολα μερεύει, αλλά και  η υπόθεση του παραμυθιού «Το Δίκιο βασιλεύει ή το Άδικο»,41  όπου σε διαφωνία δυο αδελφών για το αν στον κόσμο βασιλεύει το δίκιο ή το άδικο, ο ένας εκ των δύο έβγαλε τα μάτια του άλλου!

62. Πότε φύλλα, πότε μήλα, λέμε για το αβέβαιο της σοδειάς, αλλά και για το ευμετάβλητο και αβέβαιο των πραγμάτων.   

63. Πριτς, Μάρτη μ’, τ’ αρνοκάτσικά μ’ τα ’βγαλα, λέει αυτή η παροιμία και σχετίζεται με την παράδοση, η οποία αναφέρει πως μια γριά, ενώ ο δίβουλος και με εναλλασσόμενο καιρό Μάρτης πλησίαζε προς το τέλος, θέλησε να τον κοροϊδέψει νομίζοντας πως γλίτωσε τα αρνιά και τα κατσίκια της από το κρύο, οπότε του είπε: «-Πριτς, Μάρτη μ’, τ’ αρνοκάτσικά μ’ τα ’βγαλα!» Θύμωσε τότε εκείνος κι έφερε τέτοια κακοκαιρία που η γριά και τα ζώα της πάγωσαν από το κρύο. Από αυτή την παράδοση τις τελευταίες μέρες του Μάρτη τις λένε μέρες της γριάς ή γριές. Φυσικά, η παροιμία αυτή χρησιμοποιείται από άτομα μεγάλης ηλικίας, τα οποία ταλανίζονται από το κρύο, οπότε, όταν τελειώσει ο Μάρτης αναθαρρούν και είναι έτοιμα να συνεχίσουν με περισσότερη όρεξη τη ζωή τους και επαναλαμβάνουν χαρούμενα τη φράση που είπε η γριά στον Μάρτη. Επίσης, σε συνάρτηση με την παροιμία λέγεται παρηγορητικά από άλλους σε ηλικιωμένους ή μεταξύ ηλικιωμένων η φράση «Πού θα πάει, θα πούμε, πριτς, Μάρτη μου!» 

64. Πρώτα θα δεις το γείτονα και μετά τον ήλιο, λέμε  τονίζοντας τη σημασία που έχει η ύπαρξη καλού γείτονα.  Αυτό το αναδεικνύει και ο Μένανδρος,42 ο οποίος επισημαίνει την αρνητική ή τη θετική επιρροή του κακού ή του καλού γείτονα αντίστοιχα, λέγοντας πως «Ἐάν πονηροῦ γείτονος γείτων τύχῃς,/ πάντως παθεῖν πονηρόν ἤ μαθεῖν σε δεῖ./ Ἐάν <ποτ’> ἀγαθοῦ γείτονος γείτων τύχῃς,/ὡς προσδιδάσκεις ἀγαθά καί προσμανθάνεις», δηλαδή,  αν τύχει να ’χεις κακό γείτονα, σε κάθε περίπτωση πρέπει να πάθεις ή να μάθεις./ Αν κάποτε τύχει να ’χεις καλό γείτονα, θα διδαχθείς και θα μάθεις πολλά πράγματα. 

65. Σε ελεύθερο σταυρό δεν κάνει κανένας, λέμε για τη δυσκολία παράθεσης γεύματος φιλοξενίας σε σπίτι ανύπαντρου. 

66. Στην καλή προβατίνα κρεμούν το κουδούνι, λέμε βεβαιώνοντας πως ο σημαντικός άνθρωπος γίνεται συχνά αποδέκτης της ζήλιας και του φθόνου των άλλων· ανάλογη παροιμία είναι «Τα δέντρα που έχουν καρπούς πετροβολάνε».

67. Στους πολλούς ο θάνατος δεν πονεί, λέμε κάθε που για κάποια αιτία πεθαίνουν πολλοί, οπότε αυτοί που έχασαν δικούς τους ανθρώπους υποφέρουν πιο εύκολα την κοινή για πολλούς μοίρα. Παρόμοιο νόημα έχουν και οι παροιμίες «Με τους πολλούς ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται» και «Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι».

68. Συλλογίσου τα δικά σου και συμπάθα τα παιδιά σου, λέμε για την κατανόηση και την ανοχή που οφείλουν να δείχνουν οι μεγαλύτεροι προς τους νεότερους, αλλά και απέναντι σε κάθε ανοίκειο νεωτερισμό που τους ξενίζει. Όπως είπε και ο Σαλβαντόρ Νταλί43 «Το μόνο άσχημο με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σ’ αυτή.»

69. Τ’ βλάχου μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει, λέμε για όσους ικανοποιούνται δύσκολα. Η παροιμία συναντιέται νοηματικά και με κείνη που λέει «Στο κοφίνι δε χωρεί, στο καλάθι περισσεύει».

70. Τα γραμμένα δεν υπογράφονται, λέμε για τη μοίρα που ερήμην των ανθρώπων  κανοναρχεί τη ζωή τους, όπως πιστεύουν πολλοί. Με την παροιμία αυτή ταυτίζεται και η γνώμη του Μενάνδρου44 «Ἅπαντα νικᾷ καί μεταστρέφει τύχη,/ οὐδείς δέ νικᾷ μή θελούσης τῆς τύχης», δηλαδή, όλα τα νικά και τα αλλάζει η τύχη,/ κανένας δεν νικά χωρίς να θέλει η τύχη, η οποία συμπληρώνεται από κείνη του Φιλιστίωνος45 «Οὐδέν μετατεθεῖ τῶν πεπρωμένων τύχη,/ ἅ γάρ πέπρωται ταῦθ’ ὅλως οὐ μετατεθεῖ», δηλαδή κανένα από τα μελλούμενα δεν μεταστρέφει η τύχη,/ διότι όσα πρόκειται να συμβούν καθόλου δεν τα μεταβάλλει. 

71. Τα  δυο καλά δε γίνονται, λέμε, όταν θέλουμε να καταδείξουμε πως, ασχέτως ποσοστού, το καλό και το κακό συνυπάρχουν· η παροιμία αυτή παραπέμπει στην αρχαιοελληνική παροιμία «Οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ», δηλαδή σε κάθε κακό υπάρχει και κάτι καλό, το οποίο ισχύει και αντιστρόφως.

72. Τα παλιάλογα για να περπατάνε, πρέπει να τα ταΐζουμε ξηρά τροφή (κριθάρι, βρώμη,…), λέμε για την ανάγκη των ηλικιωμένων για ποιοτική διατροφή, η οποία θα συντηρεί τις δυνάμεις τους· η παροιμία συναντιέται νοηματικά μ’ αυτή που λέει «Το παλιάλογο θέλει καρπό, τ’ άλλα τρώνε και σανό».  

73. Τα πουλιά, όταν αλλάζουν κλαδί, κελαηδούν καλύτερα, λέμε, για ν’ αναδείξουμε την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου για αλλαγή, η οποία μας οδηγεί και σε μία από τις πολλές Ηρακλείτειες46 αποφάνσεις που λέει «πάντα χωρεῖ καί οὐδέν μένει», δηλαδή τα πάντα προχωρούν και τίποτα δεν μένει ακίνητο.

74. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, λέμε για τη ματαιότητα της απόκτησης πολλών υλικών αγαθών· η παροιμία μάς πάει στη γνώμη του Μενάνδρου47 «Κἄν μυρίων γῆς κύριος πηχῶν ἔσῃ,/ θανών γενήσῃ τάχα μόλις πηχῶν τριῶν», δηλαδή, ακόμα κι αν θα γίνεις κύριος πολλών πήχεων γης,/ μόλις πεθάνεις θα γίνεις γρήγορα κάτοχος μόλις τριών πήχεων, αλλά και σ’ εκείνη του Πλάτωνα48 που λέει «Οὐδέν ἄλλο ἔχουσα εἰς Ἅιδου ἡ ψυχή ἔρχεται πλήν τῆς παιδείας τε καί τροφῆς», δηλαδή, η ψυχή δεν έχει τίποτε μαζί της πηγαίνοντας στον Άδη, παρά μονάχα την παιδεία της και τον τρόπο της ζωής που έκανε. 

75. Την καλή τη μέρα να τη βάζουμε στο σακί, λέμε επιτατικά για τη σημασία που έχει η αξιοποίηση της καλής μέρας και γενικότερα του χρόνου, όπως ακριβώς προτρέπουν τα αποφθέγματα «Χρόνου φείδου»,49 δηλαδή να μη σπαταλάς τον χρόνο σου και «Carpe diem», δηλαδή άδραξε τη μέρα.

76. Το αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη, λέμε για ν’ αναδείξουμε πως για την όποια θετική εξέλιξη σε κάποιον τομέα, οφείλουμε να βάλουμε επικεφαλής κάποιον ειδικό και αποτελεσματικό, διότι, όπως λέει και η αρχαία παροιμία «Οὐχ εὔδει ποιμήν», δηλαδή ο ποιμένας δεν κοιμάται και κατ’ επέκταση κάθε υπεύθυνος γρηγορεί προκειμένου όλα να βαίνουν καλώς.  

77. Το γέρο στη δουλειά και το νιό στην αγκαλιά, λέμε σαρκαστικά για την επιθυμία ηλικιωμένης γυναίκας να έχει δυο άντρες, τον καθένα για διαφορετικό σκοπό· η παροιμιακή φράση πρέπει να προέρχεται από το πολυφωνικό τραγούδι «Από πάνω απ’ το Μοριά»,50 στο οποίο εξελίσσεται μύθος, όπου η γριά προσπάθησε να κάνει πράξη μπουγιουρντί, το οποίο διέταζε τις γριές να παντρεύονται!   

78. Το θέλει και βρεγμένο το παξιμάδι τ’, λέμε για τον ακαμάτη που τα περιμένει όλα από τους άλλους, χωρίς να τον ενδιαφέρει πως «ἀδύνατον τόν μηθέν πράττοντα πράττειν εὖ», δηλαδή πως είναι αδύνατο να ευτυχεί κάποιος που δεν ασχολείται με καμία εργασία.51

79. Το καλό πράμα τα λεφτά τα ’χει μέσα, λέμε τονίζοντας πως έχουμε κέρδος, όταν αγοράζουμε πράγματα καλής ποιότητας, αν και ακριβότερα, διότι αντέχουν στον χρόνο, όπως κι όλα εκείνα που αφορούν στην εσωτερική μας καλλιέργεια, η οποία  αποκτάται δύσκολα, αλλά διαρκεί δια βίου. Άλλωστε, «Τοὺς  ἀνθρώπους οὐκ ἐν τῷ οἴκῳ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν πενίαν ἔχειν ἀλλ’ ἐν ταῖς ψυχαῖς», δηλαδή, οι άνθρωποι δεν έχουν τα πλούτη ή τη φτώχεια στο σπίτι τους αλλά στην ψυχή τους.52

80. Το κατσίκι και το χταπόδι ή το κουνέλι χωρίζει ανδρόγυνο, λέμε για το λιγόστεμα της ποσότητας του κρέατος αυτών των ζώων κατά το μαγείρεμα και αλληγορικά, για να βεβαιώσουμε πως για ασήμαντη αιτία μπορεί να έχουμε απροσδόκητα και ενίοτε δυσάρεστα αποτελέσματα. Πάντως, ασχέτως των αποτελεσμάτων, «Ἄνευ αἰτίου οὐθέν ἐστιν», δηλαδή, τίποτα δε γίνεται χωρίς αιτία.53

81. Το μαύρο τ’ς πεθεράς θα τ’ ασπρίσει ο ήλιος, λέμε υποδηλώνοντας κακή σχέση μεταξύ νύφης και πεθεράς, μια και η νύφη δυσανασχετεί που πρέπει να πλύνει τα ρούχα της.54 Εδώ ταιριάζει ν’ αναφερθεί και το σχετικό λογοπαίγνιο που λέει η πεθερά μου: «-Γείτσες! -Να σκάσουν ή να πεθάνουν οι πεθερίτσες!» 

82. Τον καλομαθημένο να φοβάσαι, λέμε για πιθανές επικείμενες άσχημες συνθήκες, στις οποίες θα δυσκολευτεί περισσότερο όποιος συνήθισε να ζει με πολλές ανέσεις, διότι, όπως κι Σωκράτης55 βεβαιώνει, «τῶν σωμάτων θηλυνομένων καὶ  αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι γίγνονται», δηλαδή, όταν τα σώματα γίνονται μαλθακά και οι ψυχές γίνονται περισσότερο ασθενικές και άρα λιγότερο ανθεκτικές και έτοιμες να αγωνιστούν.  

83. Τον καλό το λόγο πες τον πρώτα εσύ, λέμε προβάλλοντας τη βαρύτητα του καλού λόγου ακόμα κι, όταν απευθύνεται σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον αξίζουν, διότι μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση για θετικές αλλαγές στη συμπεριφορά τους, και όχι μόνο, μια και «Ψυχῆς νοσούσης ἐστί φάρμακον λόγος», δηλαδή, φάρμακο για την άρρωστη ψυχή είναι ο λόγος.56

84. Το πολύ το ταμάχι, χαλάει το στομάχι, λέμε κυριολεκτικά για όσους τρώνε πολύ, αλλά και αλληγορικά για όσους δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο για ικανοποίηση επιθυμιών τους χωρίς να λογαριάζουν τις συνέπειες, σε αντίθεση με την παρότρυνση του Πλάτωνα57 «περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι ἀλλ’ ὀλιγώρως ἔχειν», δηλαδή να μην κυριεύεσαι από τις επιθυμίες, αλλά να αδιαφορείς.

85. Το φαΐ και το ξύσιμο είναι μέχρι ν’ αρχίσεις, λέμε βεβαιώνοντας πως κάτι, ενώ στην αρχή μπορεί να μη μας προκαλεί ενδιαφέρον ή να είναι δυσάρεστο, όταν το δοκιμάσουμε αρχίζει να μας αρέσει ή γενικά δεν μπορούμε να το σταματήσουμε. Φυσικά, κυριολεκτικά και αλληγορικά η παροιμία συναντιέται και με κείνη που λέει «Τρώγοντας ή καλοτρώγοντας έρχεται ή όρεξη».

86. Το φαΐ να σε περιμένει, να μην το περιμένεις, λέμε για το φαγητό της ημέρας, αλλά και για ό,τι άλλο απαιτεί καταβολή κόπου και έγκαιρη προετοιμασία, η οποία θα μας βοηθήσει ν’ αποφύγουμε την όποια δυσάρεστη κατάσταση. Κατ’ άλλη διατύπωση «Οἱ ἑκούσιοι πόνοι τήν τῶν ἀκουσίων ὑπομονήν ἐλαφροτέραν παρασκευάζουσι», δηλαδή, οι κόποι που αποφασίζουμε με τη θέλησή μας μάς κάνουν να υπομένουμε ευκολότερα τους κόπους που δεν τους έχουμε επιλέξει.58

87. Το ώριμο σύκο η κουρούνα το τρώει, λέμε τονίζοντας πως κάτι καλό, το οποίο έπρεπε να απολαύσουν άνθρωποι που το αξίζουν, καταλήγει σε χέρια αναξίων, συχνά επιτηδείων. Η παροιμία ταυτίζεται νοηματικά με κείνη που λέει «Το γούρμο (= ώριμο) τ’ απίδι, το τρώει η χελώνα».

88. -Τσακωνόμαστε, νύφη; -Στα νύχια στέκομαι! Έτσι, λέμε ειρωνικά απηχώντας την παραδοσιακή αντίληψη περί κακών σχέσεων πεθεράς και νύφης. Η παροιμία συναντιέται και με κείνες που λένε «Η πεθερά κι από ζάχαρη να ’ναι, πάλι πικρή θα ’ναι» και «Ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά πως ήταν νύφη μια φορά».

89. Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενα, αμπάρια γεμισμένα, λέμε για ν’ αναδείξουμε τη συμβολή των καιρικών συνθηκών στην ετήσια σοδειά, διότι «ἔτος φέρει οὔτις ἄρουρα», δηλαδή η χρονιά φέρνει την καλή σοδειά, όχι η γη.59

90. Χέρι αν δεν πάρει, τόπος δεν αδειάζει, λέμε βεβαιώνοντας πως τίποτα δεν μπορεί να λείψει, αν δεν κλαπεί από κάποιον. Με αφορμή αυτή την παροιμία ας μη λησμονούμε τη γνώμη του Διογένη60 «Οἱ μεγάλοι κλέπται τόν μικρόν ἄγουσι», δηλαδή οι μεγάλοι κλέφτες οδηγούν τον μικρό!

91. Χρειάζεται μέρα του Μαγιού και νύχτα του Γενάρη, λέμε για αφηγήσεις που θα τραβήξουν σε μάκρος, οπότε το νόημα της παροιμίας προβάλλει ως λόγος αποφυγής, αλλά αφήνει κιόλας υπονοούμενο πως αξίζει να τις ακούσεις· το μόνο που χρειάζεται είναι να αφιερώσεις τον απαιτούμενο χρόνο, τον οποίο οι αναφερόμενοι μήνες σου προσφέρουν αφειδώλευτα!

92. Ωριμοφάης καρτερεί, αγουροφάης τρώει, λέμε για όποιον γεύεται άγουρα τα φρούτα φοβούμενος μην του τα πάρουν άλλοι, αλλά και για περιπτώσεις που κάποιος βιάζεται να απολαύσει κάτι από φόβο μήπως χάσει την απόλαυση από παρέμβαση τρίτων. Η παροιμία ταυτίζεται νοηματικά μ’ αυτή που λέει «Ο αγουροφάης έφαγε!»

93. Ώσπου να λιώσει το παλιό, καινούργιο το πλακώνει, λέμε για το χιόνι, αλλά μεταφορικά εννοούμε τα βάσανα και τις στενοχώριες που έρχονται κατ’ εξακολούθηση. Χρήσιμη γνώση σε συνάρτηση μ’ αυτή την παροιμία προσφέρει η ρήση του Επίκτητου61 «Ταράσσει τούς ἀνθρώπους οὐ τά πράγματα, ἀλλά τά περί τῶν πραγμάτων δόγματα», δηλαδή τους ανθρώπους δεν τους ταράζουν όσα συμβαίνουν, αλλά οι απόψεις που έχουν γι’ αυτά.

      Τελειώνοντας αυτή τη μελέτη με τις παροιμίες της πεθεράς μου, είπα να μην παραλείψω ν’ αναφέρω και κάποιους όμορφους στίχους που άκουσα να λέει με διάφορες αφορμές:

      1. Από τη ρίζα το νερό/ κι απ’ την ελιά το λάδι/ κι από τη μάνα την καλή/ βγαίνει το παλικάρι.

      2. Γιατί τα νιάτα φεύγουνε/ και ο καιρός διαβαίνει/ κι όποιος θα μπει στη μαύρη γη,/ ποτέ δεν ξαναβγαίνει.

      3. Θέλουν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά,/ μα ο πάγος δεν τ’ αφήνει·/ θέλω κι εγώ να σ’ αρνηθώ,/ μα ο πόνος δεν μ’ αφήνει.

      4. Σ’ είδα π’ άπλωνες τα ρούχα/ κι έχασα τον νου μου που ’χα. 

Πηγές

      Εικόνα εξωφύλλου: http://www.foresia.gr/paradosiakes-endymasies/index.php?sw=49&emb=1

  1. Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ἡλίου», τ. ΙΕ', σ. 582.
  2. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή-Το ρόδο της αυγής, σ. 279.
  3. Αἰσώπειοι  Μῦθοι, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 424.
  4. http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/Gregorius%20Cyprius_PG%20142/Paroemiae.pdf
  5.  Μηχαήλου Ἀποστόλου τοῦ βυζαντίου, Συναγωγὴ παροιμιῶν 12,77,1.
  6. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι, 1.282-3.
  7. βλ. παροιμία αρ. 24.
  8. Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον 6.3.6-8.
  9. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι 4.29-30.
  10. http://polyphonic.forumotion.com/t243p2-topic 
  11. Πλούταρχος, Σόλων 23.6.9.
  12. Αἰσχύλος, Γλαῦκος Ποτνιεύς, Fragment 37.1.
  13. Ὅμηρος, ε 22.
  14. Ἑπτά σοφοί, Ἀποφθέγματα, Fragment 3.9.
  15. Σόλων, Fragment 18.1.
  16. Πλάτων, Λάχης 188b,2-4, 189a, 5.
  17. Πλάτων, Πολιτεῖα 361a.4-5.
  18. Ἀντώνης Σαμαράκης, Ζητεῖται ἐλπίς, ἐκδ. Γ. Κ. Ἐλευθερουδάκη Α. Ε., Ἀθήνα 1990, σ. 47.
  19. https://www.ucl.ac.uk/classics/engagement/resources/papyrus/K.Gutzwiller.pdf
  20. βλ. παροιμία αρ. 6.
  21.  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι 6.129.20-130.1.
  22. Αἰλιανός, Ποικίλη Ἱστορία 10.12.1-3.
  23. Ἑπτά σοφοί, ό. π., Fragment 5.2.
  24. Π. Διαθήκη, Ἐκκλησιαστής Γ',1.
  25. Μένανδρος, Sententiae e codicibus B: 554.
  26. Εὐριπίδης, Φοίνισσαι 395.
  27. http://www.dimosmakrakomis.gov.gr/episkeptes/apokriatika-ithi-ethima
  28. Μένανδρος, ό. π., 62.
  29. Στέλιος Μαρκογιαννάκις, Ποιητική ανθολογία, Ρέθυμνο 2007, σ. 71.
  30. Πλούταρχος, Περί παίδων ἀγωγῆς 10B.1-2.
  31. Μένανδρος, ό. π., 159.
  32. Μένανδρος, ό. π., 600.
  33. βλ. παροιμίες αρ. 22, 26.
  34. Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων 177.
  35. Ἰσοκράτης, Πρός Δημόνικον 29.2-3.
  36. Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933, ἐκδ. Ἴκαρος 1984.
  37. βλ. παροιμία αρ. 11.
  38. Μένανδρος, ό. π., 790.
  39. βλ. παροιμία αρ. 66.
  40. Εὐριπίδης, ό. π., 377-8.
  41. http://microkosmos.uoa.gr/gr/magazine/ergasies_foititon/ettap/2013-14/aksies/dikaiosini.htm
  42. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι, 2.133t-136.
  43.  http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=362
  44. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι, 1.91-2.
  45. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι, 1.93-4.
  46. Πλάτων, Κρατύλος 402a.8-9.
  47. Μενάνδρου καί Φιλιστίωνος γνῶμαι καί διάλεκτοι, 1.121-2, (βλ. & 2.166t-181).
  48. Πλάτων, Φαίδων 107d.2-4.
  49. Στοβαῖος, ό. π., 3.1.173.14.
  50. http://www.pogoni.gr/index.php/manners-customs-traditions/item/931-katagrafi-polyfonikon-tragoudion-paradoteo-prog-polysong
  51. Ἀριστοτέλης, Πολιτικά 1325a.21-22.
  52. Ξενοφῶν, Συμπόσιον 4.34.3-35.1.
  53. Ἀριστοτέλης, Ῥητορική 1400a.32.
  54. βλ. παροιμία αρ. 83.
  55. Ξενοφῶν, Οἰκονομικός 4.2.7-3.1.
  56. Μένανδρος, ό. π., 840.
  57. Πλάτων, Φαῖδρος 68c, 10.
  58. Στοβαῖος, ό. π., Δημόκριτος 3.29.63.2-3.
  59. Πλούταρχος, Συμποσιακῶν 701A.10.
  60. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, 6.45.2.
  61. Ἐπίκτητος, Ἐγχειρίδιον, 5.1.1-2.      

Σημείωση: Η παρούσα μονογραφία τυπώθηκε με την ευγενική χορηγία του συντρόφου μου Χρήστου Δ. Στούμπου και δωρίστηκε σε φίλους...